drugsathens.jpg Την τελευταία φορά που περπάτησα στην Αθήνα, η πόλη μού φάνηκε άγρια, αμακιγιάριστη, αλύπητη. Τζάνκια ντίλαραν στην Ομόνοια, με ένα φωτισμό σχεδόν σουρεαλιστικό, καθώς στο κίτρινο χρώμα του άρρωστου προσώπου τους παρεμβάλλονταν οι πολύχρωμες φλούο αντανακλάσεις του “Fashion Hotel”. Πόρνες από την Αφρική, … άπλυτα Πακιστάνια να ρίχνουν ύπνους στα παγκάκια, απανωτά εναλλασσόμενα καρέ δυστυχίας έπεφταν μπροστά στα μάτια μου, καθώς το πήρα με τα πόδια έως το Γκάζι.

Ούτε το Γκάζι μού αρέσει, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ποτέ δεν ψώνιζα δίσκους από τα πολυκαταστήματα. Γκέι αριστερά, χέβι μέταλ στον τρίτο όροφο, για σουβλάκια στο πέμπτο στενό, αντισυμβατικά ελεκτρόνικα τυπάκια second floor please, το Γκάζι μού μοιάζει με σουπερμάρκετ. Το πλημμυρίζουν χιλιάδες κάθε νύχτα, με στόχο να φάνε, να πιουν, να φασωθούν· δεν το βρίσκω κακό, ο τρόπος, το άγχος και η αγωνία που καθρεφτίζεται στα μάτια τους όταν ξεμπουκάρουν από τις κυλιόμενες σκάλες του Κεραμεικού είναι που με τρομάζουν. Σαν D-Day, σαν τα στρατεύματα να εφορμούν στα οχυρά της Νορμανδίας και η γη να βάφεται κόκκινη από τα χυμένα παντού κρασιά.

Βγήκαμε στην εθνική οδό από τη στουμπωμένη Αχαρνών.
Τα απορριμματοφόρα γουργούριζαν ηδονικά σαν δεκαοκτούρες, καθώς καταβρόχθιζαν τα σκουπίδια της πόλης, οι μηχανοκίνητες σκούπες του δήμου πάλευαν να καθαρίσουν τις βρομιές, κολλημένες δυνατά στο πεζοδρόμιο, όπως οι πεταλίδες στα βράχια. Είναι πολύ άσχημη η Αθήνα, συμφωνήσαμε, γκαζώνοντας πίσω για το χωριό μας, τη Θεσσαλονίκη.

Από άρθρο του Στέφανου Τσιτσόπουλου στην Athens Voice

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων