«Είχα την τύχη να περάσω τα πρώτα παιδικά μου χρόνια ανέμελα στην επαρχία, όπου η επιστροφή στο σχολείο κάθε Σεπτέμβρη ήταν για μένα μια λαμπρή “Πρωτοχρονιά”, που είχε τη μυρουδιά της φρεσκοσιδερωμένης ποδιάς, του ξυσμένου μολυβιού, της μαλακιάς γομολάστιχας, της ξύλινης κασετίνας, της κιμωλίας, του καταβρεγμένου προαύλιου που είχε το χρώμα της μπλε κόλλας–ζακέτας σε βιβλία και τετράδια, το βάρος της άβαρης τσάντας, την τραχιά υφή του γδαρμένου μα τόσο οικείου θρανίου, τον καμπανάτο ήχο του κουδουνιού.
Στην τρίτη γυμνασίου όλα χάθηκαν μέσα σε μια τάξη–κελί της αστυφιλικής Αθήνας, όλα εκτός από μια επίμονη παράλογη αισιοδοξία που επανέκαμπτε κάθε Σεπτέμβρη πως ίσως αυτή η χρονιά να ήταν καλύτερη. Ομως, κάθε φορά η πλειονότητα των καθηγητών μας ήταν το ίδιο αδιάφοροι ή άσχετοι, το μάθημα πάντα βαρετό, στις ίδιες απρόσωπες και παγερές τάξεις, πότε πρωί και πότε απόγευμα, ο ζαχαρωμένος λουκουμάς στην καντίνα πάντα απαγορευμένος για το ανύπαρκτο χαρτζιλίκι μου.
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, που τα παιδιά μου μεγάλωσαν και μπορώ πλέον να αποδέχομαι προσκλήσεις σχολείων, έχω διαπιστώσει ότι η επαρχία στην πλειονότητά της διατηρεί ακόμη εκείνα τα χρώματα και τις μυρουδιές που τόσο αγαπούσα μικρή. Τα σχολεία της Αθήνας, από την άλλη, έχουν σίγουρα βελτιωθεί από τότε, αλλά χρειάζονται ακόμη αρκετά έως πολλά – κατά περιοχές. Το περίεργο είναι ότι κάθε Σεπτέμβρη επιμένει να με πιάνει εκείνη η αισιοδοξία των παιδικών μου χρόνων –παράλογη ή όχι, δεν ξέρω πια– και να με κάνει να ελπίζω για μια καλύτερη χρονιά. Να, ακόμη και φέτος, παρά την οικονομική ύφεση, τους νεόπτωχους και λοιπούς φτωχούς, την απειλητική νέα γρίπη, την ανεργία, την πολιτική κατάσταση (μέσα κι έξω)… βλέπω πάλι την επιστροφή στο σχολείο σαν ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα».
Η Βούλα Μάστορη υπηρετεί την παιδική λογοτεχνία από το 1974 και ήταν υποψήφια για το διεθνές Βραβείο Αντερσεν 2008.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.