Παράδερναν μες τα καμένα ερείπια σπιτιών όπου αλλιώτικα δεν θα ΄μπαιναν ποτέ… Στάθηκε σ΄ένα καθιστικό μισοκαμένο κι ανοιχτό με θέα τον ουρανό. Οι διαλυμένες από το νερό σανίδες να γλιστράνε στην αυλή. Μουλιασμένοι τόμοι σε μια βιβλιοθήκη. Τράβηξε έναν και τον άνοιξε και τον ξανάβαλε στη θέση του. Όλα νοτισμένα. Να σαπίζουν. Σ΄ένα συρτάρι βρήκε ένα κερί. Και πώς να τ΄ανάψει. Το ΄βαλε στην τσέπη του. Βγήκε στο γκρίζο φως και κοντοστάθηκε κι είδε φευγαλέα την απόλυτη αλήθεια του κόσμου. Την παγωμένη ανηλεή περιφορά μιας γης χωρίς διαθήκη. Σκότος αμετακίνητο. Τα τυφλωμένα σκυλιά του ήλιου να τρέχουν. Το μαύρο κενό του σύμπαντος ένα πλάκωμα. Και κάπου εκεί δυο ζώα κυνηγημένα να τρέμουν σαν αλεπούδες στο λαγούμι τους. Χρόνος δανεικός και κόσμος δανεικός και μάτια δανεικά για να τον κλαις.
Κόρμακ ΜακΚάρθυ Ο Δρόμος, εκδ. Καστανιώτη
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.