Προδημοσίευση από το καινούργιο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου Χορεύουν οι ελέφαντες (Μεταίχμιο).
Οι άλλοι κρίνουν
Η παιδαγωγική συνεδρίαση άρχιζε στις έξι ακριβώς. Οι καθηγητές καθόντουσαν σε ομάδες, φλυαρούσαν ανέμελα, κάποιοι γελούσαν σκύβοντας στον διπλανό συνωμότη, ορισμένοι έπλητταν επιδεικτικά. Ο διευθυντής ήταν ακόμη στο γραφείο του κι ανακάτευε τα χαρτιά του. Η υποδιευθύντρια –ένα κεφτεδάκι με λεπτά πόδια και κοριτσίστικη κοτσίδα, που τραγουδούσε αντάρτικα στα μεγάλα κέφια και χαμογελούσε σε όλους προκειμένου να κάνει τη δουλειά της– είχε λάβει τη θέση της. Κοίταξε τις φατρίες απέναντί της.
Οι μαθητοπατέρες, οι συνδικαλίζοντες, οι αποσπασμένοι που προσπαθούσαν να γλιτώσουν τα σκάγια, οι αυστηροί με τους άλλους μα ποτέ με τον εαυτό τους, οι πάντα σιωπηλοί και υπομένοντες, οι αναιτίως ξινισμένοι, οι ενοχλητικά ομιλητικοί και αλαζόνες, οι πολιτικώς πράττοντες, οι ουδετερόφιλοι. Όλοι εναντίον όλων και όλοι μαζί με όλους, όταν επρόκειτο για τα καλά και συμφέροντα. Στην άκρη αριστερά, με την πλάτη της καρέκλας κολλημένη στον τοίχο, ο Σουκιούρογλου. Βιβλίο στα γόνατα, ν’ απασχολεί το βλέμμα και τα χέρια του. Το κρατούσε σκοπίμως ανοιχτό, γυρνούσε τις σελίδες με ρυθμό, Κύριος οίδε αν το διάβαζε.
– Σ’ αυτή τη συνεδρίαση, κατ’ εξαίρεση, θα παραστούν εκπρόσωποι των μαθητών, δήλωσε ο διευθυντής μόλις μπήκε.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν τα παιδιά. Οι εκπρόσωποι του Γυμνασίου αμήχανοι, περίμεναν να βολευτούν οι λυκειόπαιδες κι ύστερα πήραν θέση. Κάθισαν στο κέντρο του κύκλου, έκθετοι στα βλέμματα όλων. Θέση επιλεγμένη σκοπίμως από τη διεύθυνση, θα έλεγαν αργότερα οι γνώστες. Ο πρόεδρος του Γυμνασίου με ιδρωμένες παλάμες, τις σκούπιζε στο παντελόνι του. Οι εκπρόσωποι του Λυκείου με τα μπλοκάκια τους κι ετοιμοπόλεμο ύφος. Οι κοπέλες σταύρωσαν τα πόδια επιδεικτικά. Η στάση τους σχολιάστηκε από τους παλαίμαχους εκπαιδευτικούς, παρόλο που δεν εκτοξεύτηκε μομφή. Αρκούσαν όμως τα βλέμματα.
Την άλλη μέρα κάποιοι θα τις υπερασπίζονταν, παιδιά είναι, δεν ξέρουν πώς να σταθούν, πού να βάλουν τα πόδια τους, αλλά οι περισσότεροι γνώριζαν πως η γλώσσα του σώμα τος μιλάει, ενίοτε φωνασκεί, πάντως δηλώνει τις κρυμμένες προθέσεις. Το χειρότερο ήταν που ο Μηνάς Γεωργίου, ένα και ενενήντα πέντε ύψος, άπλωσε τα κανιά με τα άρβυλα κάτω από την καρέκλα του μπροστινού, οι σόλες βγήκαν μπροστά, σχεδόν τους κορόιδευαν, γιατί είχαν ζωγραφισμένα κόκκινα χαμόγελα στο λαστιχένιο πέλμα. Κάποιοι αλαφιάστηκαν, μερικοί πίστεψαν πως ήταν άλλη μια βλακώδης επιταγή εφηβικής μόδας, από εκείνες που διαρκούν μισή σεζόν. Ο Μηνάς παρακολουθούσε τη σύναξη με το αδρανές χαμόγελο που παίρνουν τα παιδιά όταν θέλουν να ξεφορτωθούν τους ενήλικες.
Ο διευθυντής έλεγξε το χαρτί με τα θέματα. Όρθιος, περήφανος για τα δημοκρατικά του αντανακλαστικά, τα οποία ορισμένοι κακόπιστοι ονόμαζαν ανενδοίαστα ανευθυνότητα, έδωσε τον λόγο στους μαθητές.
– Θα σας μεταφέρω την απόφαση του δεκαπενταμελούς συμβουλίου, άρχισε τον πρόλογο η πρόεδρος του Λυκείου. Θα θέλαμε να εγκρίνετε την πραγματοποίηση ημερίδας στο σχολείο μας με θέμα την παγκόσμια οικονομική κρίση…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της κι απλώθηκε σούσουρο στον σύλλογο των καθηγητών. Κάποιοι κάγχασαν επιδεικτικά.
– Αφήστε τις βλακείες κι αρχίστε να διαβάζετε, έπονται διαγωνίσματα, ψιθύρισε στον διπλανό του κάποιος.
Ορισμένοι όμως συγκατένευαν, ενθάρρυναν τα παιδιά με βλέμματα, ήταν φανερό πως ένας δυο τα είχαν δασκαλέψει στα διαλείμματα. Ανάμεσά τους κι εκείνη η ξερακιανή φυσικός, το παλαιοφρικιό, όπως τη φώναζαν οι καλοί συνάδελφοι πίσω απ’ την πλάτη της, παίρνοντας αφορμή από το αχτένιστο μαλλί και τα βυσσινί άρβυλα. Αυτή δεν ήταν που ξεσήκωσε τα παιδιά, τα έβγαλε από την τάξη σε ώρα μαθήματος και τα συνόδεψε πέρυσι στην πορεία; Κάποιοι τραβούσαν ήδη τον γιακά τους, που ήρθαν τα νιάνιαρα να εκφράσουν ανερυθρίαστα πολιτική βούληση, τρομάρα τους.
Οι μαθητές ψέλλισαν πως μια ημερίδα με εισηγήσεις οικονομολόγων, κοινωνιολόγων και νομικών θα απέβαινε μαθησιακά ωφέλιμη.
– Εμείς, κύριε, θα υποστούμε την κρίση, πρόσθεσε ο εκπρόσωπος του Γυμνασίου ψιθυριστά, μπορεί και ικετευτικά, στον διευθυντή του σχολείου.
– Να τελειώνει η συζήτηση, παρενέβη ο χημικός που είχε στις οκτώ ιδιαίτερο και βιαζόταν να φύγει.
– Να μας προτείνετε εισηγητές, πέταξε μια φιλόλογος ειρωνικά.
Οι μαθητές την κοίταξαν άναυδοι.
– Αμ,η ημερίδα θέλει δουλειά, τι νομίσατε, αναφώνησε περήφανη.
– Δικαιολογίες για να χάσουν μάθημα, σχολίαζαν σκωπτικά οι περισσότεροι.
Οι καθηγητές γνώριζαν πως οι διαβουλεύσεις με τον διευθυντή έδιναν κι έπαιρναν τις τελευταίες μέρες στο γραφείο. Τα παιδιά υπόσχονταν πως δεν θα επιτρέψουν κατάληψη. Είχαν βάλει μυαλό από πέρυσι. Τότε που οι εξωσχολικοί μπαινόβγαιναν ανενόχλητοι, και τα κλεμμένα κομπιούτερ του σχολικού εργαστηρίου πουλιόντουσαν στους πεζόδρομους του κέντρου. Κάτι τζιμάνια τα έβγαζαν από σκισμένα χαρτόκουτα και τα πουλούσαν κοψοχρονιά, αφού πρώτα τα κομμάτιαζαν. Μια μητρική πλακέτα στη Μελενίκου, ένα ολοκαίνουργιο πληκτρολόγιο στην Άθωνος. Τρεις μήνες μετά την κατάληψη διδάσκονταν πληροφορική στον πίνακα, θεωρητικά. Αν δεν φρόντιζε ένας πατέρας, τραπεζικός με άκρες παντού, να διασφαλίσει χορηγία τράπεζας που άλλαζε εξοπλισμό, ακόμη θα σχολίαζαν ιστότοπους με χαρτί και μολύβι.
– Όλα τα σχολεία στη γειτονιά έχουν κατάληψη, είχε δηλώσει η πρόεδρος, η Ντινοπούλου, με το γνωστό της μπλαζέ ύφος, τρεις μέρες πριν από την παιδαγωγική συνεδρίαση. Μας κοροϊδεύουν, αποκάλυψε στον διευθυντή.
– Σας λένε φλώρους, ε; ρώτησε ο διευθυντής, για να δείξει ότι κάτι ξέρει κι αυτός από μαθητικό λεξιλόγιο.
– Ε, κάπως έτσι, μουρμούρισε η πρόεδρος.
Πώς να αναμεταδώσει στον διευθυντή τις βρισιές με τις οποίες τους έλουζαν οι μαθητές των γύρω σχολείων; Σύνθετες λέξεις, ακατονόμαστες επινοήσεις που συνοδεύονταν από κινήσεις χεριών, λικνίσματα λεκάνης κι αδέσποτους ήχους που μιμούνταν θαυμάσια τα πλατσουρίσματα, τα βογκητά και τις αιφνίδιες εγχύσεις. Ο κύριος διευθυντής ήταν βαθιά νυχτωμένος, αν πίστευε ότι η λέξη φλώρος ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσαν να τους προσάψουν οι χλέμπουρες του κέντρου.
–Τέλος πάντων, επανήλθε η πρόεδρος, σκεφτήκαμε ότι μπορούμε να διοργανώσουμε μια ημερίδα.
– Ή διημερίδα, τη σκούντησε ο Μηνάς που ήταν παρών στη συζήτηση.
– Ή διημερίδα, πρόσθεσε ανόρεχτα η πρόεδρος.
– Έτσι,θα χάσουμε δυο μέρες μάθημα, αλλά με την άδεια σας, πρόσθεσε με ειλικρίνεια ο Μηνάς για να τελειώνει η βαρετή συνάντηση. Οι μαθητές θα είναι ευχαριστημένοι, γιατί ο βασικός στόχος θα επιτευχθεί, οι γονείς θα είναι ευχαριστημένοι γιατί η διημερίδα για την κρίση ακούγεται μαθησιακά πιο σκόπιμη από μια κατάληψη. Όλοι θα είμαστε ευτυχείς που το σχολείο δεν θα πάθει τίποτα, έκλεισε την παρέμβασή του απολύτως ικανοποιημένος.
Αυτό που δεν ήξερε ο Μηνάς, ίσως επειδή ήταν αγόρι σε αναβράζουσα εφηβεία, και που το ήξερε η πρόεδρος, ίσως επειδή ήταν κορίτσι που θήτευσε στα απουσιολόγια, ήταν πως η απύλωτη ειλικρίνεια δεν αποτελεί ρητορικό πλεονέκτημα, αλλά πολιτικό μειονέκτημα – με την ευρεία έννοια του όρου, θα έσπευδε να διευκρινίσει.Κι ενώ, όπως πίστευε η πρόεδρος, θα μπορούσαν να πάρουν το οκέι του διευθυντή και να τελειώνουν με μια συμφωνία στα γρήγορα, τώρα άκουγαν ότι θα έπρεπε να παραστούν στη συνεδρίαση του συλλόγου. Εκεί θα έθεταν την πρότασή τους σε ψηφοφορία.
Μισή ώρα το έστρωνε με τη μασιά. Πήγε κάτι να πει, αλλά το κατάπιε. Θα έχανε τη διδασκαλία του σουπίνου. Τίποτα δεν θα μπορούσε να αναπληρώσει τις χαμένες της εργατοώρες.
Ο Μηνάς παρακολουθούσε τον χορό του σκουληκιού. Μικρό όσο το νύχι του, σε χρώμα βρομί κι ευλύγιστη ουρά που γύρναγε εδώ κι εκεί σαν τηλεσκόπιο. Άρχισε τα ακροβατικά πάνω στο φύλλο. Κρεμόταν απ’ την πράσινη άκρη, τραμπαλιζόταν πέρα δώθε, το διασκέδαζε.
– Λοιπόν; Τι είπε ο διευθυντής για την ημερίδα; ρώτησε τον Μηνά ένα πρωτάκι. Απ’ αυτά που γυρνούν σαν την άδικη κατάρα στο διάλειμμα και ψάχνουν παρέα.
– Θα δούμε, άφησε την αμφιβολία να πλανάται ο Μηνάς κι επέστρεψε στο σκουλήκι.
Ο Σπύρος, ένας κοκαλιάρης στούμπος με γυαλιά και χέρια που δεν ήξερε πού να τα βάλει, κοντοστάθηκε. Καλύτερα να τον έβλεπαν οι άλλοι με τον Μηνά, παρά μόνο του. Στις εκλογές του δεκαπενταμελούς ο μικρός είχε τολμήσει να βάλει υποψηφιότητα, μάλιστα είχε φωτοτυπήσει τις προτάσεις του και τις μοίρασε στη σχολική συνέλευση. Κάτι θυμόταν ο Μηνάς για εργαστήρια ρομποτικής και ομάδα κινηματογράφου. Άκουγε που κακάριζαν οι συμμαθήτριες. Ο μικρός, απτόητος, ανέβηκε στην εξέδρα να τον βλέπουν όλοι.
– Το ξέρω πως δεν σας γεμίζω το μάτι, ξεκίνησε τον λόγο του. Είμαι και κουτσός, βιάστηκε να προσθέσει δείχνοντας το πόδι του. Σήκωσε το μπατζάκι της φόρμας του απροειδοποίητα. Μπανταρισμένος σίδερα ως το γόνατο.
– Χαζό είναι, σχολίασε η Ντινοπούλου. Όμως ο Μηνάς χειροκρότησε.
Από τη μέρα εκείνη, όποτε ο μικρός έβλεπε τον Μηνά στην αυλή, γινόταν κολλητσίδα. Η Ντινοπούλου δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί, σε είδα πάλι με τον κολλητό σου, τον πείραζε, εκείνος απαξιούσε.
– Λοιπόν; προσπάθησε να παραστήσει τον άνετο ο μικρός. Πώς σου φαίνονται οι καθηγητές;
– Είναι κι αυτοί μορφή ζωής, απάντησε στωικά ο Μηνάς κι επέστρεψε στο σκουλήκι.
Ο Χριστός δίδαξε και πέθανε Οι καθηγητές μας τι περιμένουν;
Το σύνθημα γράφτηκε το βράδυ πριν από την παιδαγωγική συνεδρίαση, όπως κατήγγειλαν στη διεύθυνση οι περίοικοι. Τηλεφώνησε στις οκτώ το πρωί ο ένοικος που έμενε απέναντι. Εδώ και χρόνια προσφερόταν ευγενικά να σβήνει με την μπατανόβουρτσα συνθήματα από τους τοίχους του σχολείου. Δεν έπαιρνε λεφτά, ο διευθυντής κατάφερε με την επιμονή του να πληρώνουν ίσα ίσα τα χρώματα. Όμως τον τελευταίο καιρό έδειχνε όλο και λιγότερο πρόθυμος, ώσπου αποκάλυψε ότι δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα για να σταματήσει. Ο ανθρωπάκος είχε φοβηθεί. Αυτός πήγε να κάνει το καλό, όχι και να βρεθεί μπλεγμένος στα καλά καθούμενα. Στάθηκε αδύνατον να τον μεταπείσουν. Τα συνθήματα πύκνωναν στους εξωτερικούς τοίχους.
Στον σύλλογο συζήτησαν σοβαρά την πρόταση ψυχίατρου γονέα, που δούλευε στη Σταυρούπολη, να φέρει μερικούς τροφίμους, ακίνδυνους, βεβαίως ακίνδυνους, να ευπρεπίσουν την πρόσοψη. Η λύση ακουγόταν ανέξοδη. Φαινόταν εφικτή. Όμως ποιος διευθυντής θα έπαιρνε την ευθύνη να παραδεχτεί στους γονείς, που όλοι ήξεραν τι φάρα είναι, ότι θα έβαφαν το σχολείο που φοιτούν τα καμάρια τους τρελοί με τη βούλα;
Οπότε οι τοίχοι γέμιζαν συνθήματα. Τα λούκια έτρεχαν, πότιζαν τους εύθρυπτους σοβάδες κι αυτοί ξεφλούδιζαν. Οι τρελοί έμεναν κλεισμένοι στη Σταυρούπολη, ο μόνος που τους είχε δει ήταν ο Μηνάς. Ο Μηνάς που είχε πατέρα δημοσιογράφο κι είχε το ελεύθερο να επισκέπτεται απαγορευμένους χώρους. Ο Αναστάσιος Γεωργίου μπορεί να ήταν κέρβερος στη δουλειά, αδέκαστος και συνεπής έως αηδίας, έβρισκε όμως λογικό να κανονίζει την είσοδο του φιλοπερίεργου γιου σε απαγορευμένους χώρους – χωρίς βεβαίως να το ξέρει η μαμά. Ο πατέρας Γεωργίου πίστευε ακράδαντα πως αυτό ήταν μια άτυπη, πάντως σοβαρότατη, κοινωνική εκπαίδευση. Όταν την πρότεινε το παιδί, επικρότησε.
Έτσι, ο Μηνάς επισκέφθηκε τη Σταυρούπολη. Παρακολούθησε εξέταση φρενοβλαβούς στο αμφιθέατρο, παρέα με ειδικευόμενους γιατρούς. Ο άνθρωπος που στεκόταν απέναντί τους ζούσε σε μια καλοχτισμένη ατομική πραγματικότητα. Κανείς δεν μπορούσε να την κλονίσει. Να, για παράδειγμα εκείνος ο γαλλοθρεμμένος, στα δεξιά. Φορούσε την άσπρη ρόμπα του ειδήμονα, όμως δεν έδειχνε καλύτερα από τον εξεταζόμενο.
Η λογική, κατέληξε το παιδί παρακολουθώντας την εξέταση, ήταν ένα φτωχό εργαλείο στα χέρια επίμονων ανθρώπων που λέγονταν γιατροί. Οι πιο πολλοί πρώτα έπαιρναν τις αποφάσεις τους κι ύστερα έψαχναν τα επιχειρήματα να τις στηρίξουν. Κι αυτό το αποκαλούσαν σοβαρότατα κοινή λογική.
Βγαίνοντας πρόσεξε μια τρόφιμο στην αυλή. Στο διπλανό παγκάκι ένας νοσοκόμος δεν άφηνε τη γυναίκα από τα μάτια του. Ποιος ξέρει, σκέφτηκε, αυτή εδώ μπορεί να σκότωσε άνθρωπο. Δεν του είχαν πει πως τους φονιάδες τους κρατούσαν στο υπόγειο. Τους κλείδωναν, τους χαπάκωναν γερά και δεν τους έβγαζαν ποτέ έξω.
Ο μπαμπάς του Μηνά έχαιρε εκτίμησης στον κλάδο του. Δημοσιογράφος άλλης εποχής, σχολίαζαν όσοι συνεργάστηκαν μαζί του. Βαθιά μορφωμένος, τους εντυπωσίαζε όχι με ανερμάτιστες γνώσεις, αλλά με τη στέρεα σκέψη του ανθρώπου που έχει αφιερώσει χρόνια στη μελέτη. Ήξερε να κατευθύνει τους ρεπόρτερ, έδινε σαφείς εντολές, περνούσε από κόσκινο τα θέματα. Είναι καθαρός, αυτό σου έλεγαν πρώτα πρώτα για τον Γεωργίου. Στις συνελεύσεις της Ε.Σ.Η.Ε.Μ.Θ. σώπαιναν για να τον ακούσουν. Ο λόγος του μετρούσε σε εχθρούς και φίλους. Είχε περάσει από υψηλές διευθυντικές θέσεις, όμως δεν μετακόμισε στο Πανόραμα. Όταν η προηγούμενη εκδότρια του πέταξε ότι καλό θα ήταν να αλλάξει αυτοκίνητο, δεν μπορεί διευθυντής της εφημερίδας της να κυκλοφορεί με σιτροενάκι, ο Γεωργίου άστραψε και βρόντησε. Η εκδότρια δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Είχε σκοπό να του προσφέρει ένα πολύ αξιοπρεπές SAAB, άλλες εποχές τότε, το χρήμα έρρεε, όμως δεν τόλμησε να συνεχίσει.Το σιτροενάκι έμεινε το σήμα κατατεθέν του.
Η είδηση ήταν το αφιόνι του. Τη μύριζε σαν το σκυλί, από απόσταση. Ακόμα και τα τελευταία χρόνια που κατεί χε υψηλές επιτελικές θέσεις και ορισμένοι είχαν αρχίσει να φοβούνται τις πλάτες του, δεν ξέκοψε από το ρεπορτάζ. Άρχιζε τα τηλέφωνα από το πρωί. Το κινητό του χτυπούσε ασταμάτητα κι αυτός το σήκωνε, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Εφημεριδάκιας. Μύριζε το φρεσκοτυπωμένο μελάνι, χάιδευε το χαρτί. Στο σπίτι δεν άγγιζε τις εφημερίδες που ξεφύλλιζε η γυναίκα του η Τέτα, γιατί του ανακάτευε τα ένθετα και μπέρδευε τις σελίδες. Το έλεγε για να την πειράξει, αλλά το πίστευε.
Κι ενώ σε μια πρώτη επαφή έδειχνε προσηνής και ευπροσήγορος, καλό παιδί, όπως το έθετε η γιαγιά Ευθαλία, που τον ήξερε από την καλή και την ανάποδη, δεν δίσταζε να σηκώσει τ’ άρματα, όταν το απαιτούσε η περίσταση. Κι αυτό γινόταν ιδίως στις συσκέψεις. Οι από κάτω πρέπει να ξέρουν πως τους κυβερνά σταθερό χέρι ήταν το μότο του. Γάβγιζε στους αρχισυντάκτες. Μία ευυπόληπτη συντάκτρια μάλιστα θεάθηκε να κλαίει στην τουαλέτα ύστερα από μια κρίσιμη συνάντηση. Πάντως τη δουλειά του την έκανε και, όπως μαρτυρούσαν οι ειδήμονες, την έκανε καλά.
Είχε λόγο σε όλα. Από το πρωτοσέλιδο ως τις λεζάντες. Τίποτε δεν του ξέφευγε, ξεκοκάλιζε την εφημερίδα, ακόμα και τα ωροσκόπια, που αποκαλύφθηκαν πατρόν. Ορισμένοι σχολίασαν την ασημαντότητα του θέματος, όμως τους κόπηκε το γέλιο στη μέση. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, τον υπολήπτονταν. Ήταν παρών στα δύσκολα, κρατούσε τιμόνι, δεν άφηνε ακάλυπτους τους συνεργάτες του. Ήξερε ποιος δουλεύει και ποιος ξύνεται. Επιβράβευε φωναχτά και δημόσια. Αν χρειαζόταν, έκανε τον απρόσεχτο σκουπίδι στο γραφείο του.
Ζούσε με χρόνια υπερκόπωση. Γυρνούσε αργά, έφευγε νωρίς. Πίστευε ότι τα ισορροπεί όλα. Ώσπου η Τέτα, τη χρονιά που ο Μηνάς ήταν προνήπιο, κάθισε ένα βράδυ στον καναπέ του σαλονιού και τον περίμενε. Άνοιξαν κρασί κι η Τέτα του ανακοίνωσε:
– Σήμερα το πρωί, την ώρα που πήγαινα το παιδί στο σχολείο, με ρώτησε: Μαμά, έχει πεθάνει ο μπαμπάς; Ήθελε να ξέρει αν ζεις, επανέλαβε. Έχει να σε δει πέντε μέρες.
Ακούμπησε το ποτήρι της στο τραπέζι, χωρίς να πιει γουλιά.
– Κανόνισε την πορεία σου, προειδοποίησε.
Από τη μέρα εκείνη ο Γεωργίου έβαλε πρόγραμμα να αφιερώνει στον Μηνά τα Σάββατα. Πήγαιναν οι δυο τους στον ζωολογικό κήπο, στα μουσεία, στα πάρκα. Έτρωγαν οι τρεις τους στην τραπεζαρία με το καλό σερβίτσιο και τραπεζομάντιλο. Ψητό της κατσαρόλας, ρύζι στο φορμάκι, σάλτσα με τριμμένο καρότο, πατάτες τηγανητές. Ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα, δεν χαλάλιζε Σάββατο για δουλειά. Το είπε και το κράτησε.
Παρακολουθούσε το παιδί που μεγάλωνε. Να η φωτογραφία με τον κουτσοδόντη Μηνά στο ψυγείο. Χιονάνθρωπος στη χριστουγεννιάτικη γιορτή της Α Δημοτικού. Το ραβασάκι που βρήκε στην τσάντα του η μαμά, γραμμένο από συμμαθήτρια, με το επιτακτικό ερώτημα «Μηνά, θα με παντρευτείς;» και την καρδιά με το βέλος. Οι έλεγχοι με το πλήρες είκοσι. Τα dvd από τις διακοπές. Η πρώτη του συναυλία στο Terminal. Τα αριστεία.
Δεν το διαλαλούσε, όμως το πίστευε. Ο γιος του ξεχώριζε. Ψηλός, ωραίος, υγιής. Φρέσκο μυαλό, με απρόοπτα πετάγματα και κρυφές εμμονές. Ξημεροβραδιαζόταν στο δωμάτιό του, δεν είχε πολλούς φίλους. Αυτό είχε πάψει να τον απασχολεί, γιατί είχε μεγαλύτερη φουρτούνα στο κεφάλι του. Η Τέτα είχε αρχίσει να προετοιμάζει τον περίγυρο: ο Μηνάς δεν θα περνούσε στο πανεπιστήμιο. Δεν τον ενδιέφερε να σπουδάσει. Πού να το πεις και να σε πιστέψουν; Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, έτσι δεν θα έλεγε, αν η ιστορία αφορούσε κάποιον άλλο; Η Τέτα ζοριζόταν και το έδειχνε. Έπρεπε να δηλώσει την αποτυχία του παιδιού – συνεπώς, τη δική της αποτυχία– σ’ όλες τις μανάδες των συμμαθητών που μισούσε να βλέπει.
Και το χειρότερο: είχαν εξαντληθεί τα επιχειρήματα. Δεν θα βρεις δουλειά, το πτυχίο είναι σήμερα Απολυτήριο Γυμνασίου. Θα μείνεις ξύλο απελέκητο. Θα πουλήσουμε το σπίτι και θα σε στείλουμε έξω, όπου θέλεις. Κρίση ξεκρίση, θα τα καταφέρουμε. Τι θα τα καταφέρουμε, γκρίνιαζε η Τέτα στα κρυφά. Που έβλεπε ειδήσεις κι έχασε τον ύπνο της, 80.000 ευρώ όλα κι όλα, είκοσι χρόνια δουλειάς κι αυτό ήταν το απόθεμα στην τράπεζα. Ακόμα κι αν τους έλεγε ναι αύριο, δεν θα έφταναν για να σπουδάσει έξω το παιδί.
Δεν άντεξε, τα σήκωσε απ’ την Εθνική, ταξίδεψε ως την Κύπρο να τα καταθέσει. Όμως το επιτόκιο την έτσουξε, δεν μας τα φέρνετε εδώ για το επιτόκιο, της πέταξε η υπεύθυνη αφ’ υψηλού. Η Τέτα άρπαξε το βιβλιάριο κι έκοψε τις ευγένειες με τη βλαμμένη. Με την επιστροφή, ενημέρωσε τον Μηνά ότι τα λεφτά για τις σπουδές του ήταν ασφαλή.
Ούτε που τον ένοιαξε. Ο Μηνάς είχε το πείσμα του σογιού της Τέτας, πήρε από την Ευθαλία και το ποντιακό της το κεφάλι, το αγύριστο. Κι όσο περνούσανε οι μήνες, τόσο καταλάβαινε ο Γεωργίου πως όλα αυτά δεν ήταν θέατρο, πόζα του μικρού. Ως και το σχολείο του επισκέφθηκε, μαζί με την Τέτα, αυτός που δεν είχε πατήσει τόσα χρόνια. Άκουσε τις καλές κυρίες να του περιγράφουν το πρόβλημα, όμως καμία δεν πρότεινε λύση. Νοιάζονταν μάλλον, αλλά αυτό δεν έφτανε.
Η Τέτα πήγε και την επομένη για να συναντήσει ειδικά τον Σουκιούρογλου. Εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι θα προσπαθήσει να το χειριστεί. Η Τέτα ήξερε από παλιά πως ο Σουκιούρογλου δεν είχε τα λόγια εύκολα. Αν έλεγε κάτι, το εννοούσε πλήρως, όμως η μάνα ήθελε να λάβει υποσχέσεις κι ο καθηγητής δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανοίξει περαιτέρω το στόμα του.
Ο Γεωργίου ήταν έως παρεξηγήσεως δίκαιος. Αν ήσουν φίλος του, υπέφερες. Δεν ήθελε να του προσάψουν εύνοια σε ημέτερους. Φρόντιζε να αντιλαμβάνονται όλοι πως η εφημερίδα δεν ήταν βιλαέτι κανενός. Άνθρωπος της πιάτσας, ήξερε πού να τηλεφωνήσει για την είδηση. Να κάνεις κόμμα με τον χαζό, ήταν η συμβουλή στους μαθητές του, νεότατους δημοσιογράφους που έπιναν νερό στο όνομά του. Κόμμα με τον χαζό, σήμαινε να τους ακούνε όλους και να μην ανοίγουν πουθενά το στόμα τους. Ο δημοσιογράφος δεν μιλά, τους συμβούλευε, αυτά είναι για τους τηλεοπτικούς που ακκίζονται στο γυαλί κι από ρεπορτάζ ξέρουν την τύφλα τους.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.