Δεν είναι καινούργιο το ερώτημα του τίτλου. Και δεν πρόκειται καν για ερώτημα. Εμφανίζεται σαν απόλυτη βεβαιότητα που μόνο εξηγήσεις επιδέχεται και όχι αμφισβήτηση. Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή του, πρέπει να επιστρέψουμε στο 1964. Τότε, ο σπουδαίος Σουηδός σκηνοθέτης Ινγκμαρ Μπέργκμαν, με αφορμή την παράσταση της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ιππόλυτος» που, με δική του σκηνοθεσία, θα ανέβαζε το Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης τον Ιανουάριο του 1965, υπέβαλε στον Γιώργο Σεφέρη το ερώτημα που μας απασχολεί, με τη συνοδεία του εξής κειμένου: «Η σημερινή Ελλάδα δεν κατέχει ηγετική θέση στα πολιτισμικά πράγματα. Η παρακμή ενός πολιτισμού αυτή καθεαυτή δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο. Είναι όμως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο ελληνικός πολιτισμός εξακολουθεί να επιβιώνει σε κάθε προοδευτική κοινωνία. Τα ιδανικά που χαρακτήριζαν την αρχαία Αθήνα εξακολουθούν να είναι η βάση για ό,τι αποκαλούμε σήμερα δημοκρατία, επιστήμη και τέχνη. Που οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, το γεγονός ότι είναι τόσο ασήμαντη η συμβολή της σημερινής Ελλάδας στα πολιτισμικά θέματα;»
«Το ερώτημά σας δεν είναι εύκολο», απαντά ο Σεφέρης, που μόλις ένα χρόνο νωρίτερα είχε τιμηθεί με το Νομπέλ, «γιατί δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Είναι όμοιο με άλλα προβλήματα που κάθε στοχαστικός άνθρωπος πρέπει να έχει θέσει στον εαυτό του: λ.χ. γιατί η Αγγλία γέννησε έναν μονάχα Σαίξπηρ ή γιατί η Ιταλία γέννησε έναν μονάχα Ντάντε;» Η κατ’ ανάγκην «πρόχειρη και βιαστική απάντηση» του Ελληνα ποιητή (που υπάρχει στον τρίτο τόμο των «Δοκιμών» του, εκδ. Ικαρος) «περιορίστηκε σε τρία σημεία»: «α) Μπορεί ο σύγχρονος κόσμος, εννοώ στο σύνολό του, να έχει ανοίξει στον αστροναύτη τους αστρικούς δρόμους, μπορεί να έχει συσσωρεύσει, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ένα υπέρογκο -και πιθανότατα επικίνδυνο- όγκο επιστημονικών γνώσεων, αλλά από πολλές πλευρές δεν έφτασε τη στάθμη των αρχαίων. Δεν μπόρεσε να παρουσιάσει έναν Ομηρο ή έναν Αισχύλο, έναν Ηράκλειτο ή έναν Πλάτωνα. β) Τη σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να την κρίνουμε μέσα στις αναλογίες του σύγχρονου κόσμου (ιστορικές, πλουτοπαραγωγικές, πληθυσμικές κ.λπ.) και, για να είμαι πολύ σύντομος, πρέπει να μην ξεχνούμε πως είναι ένας τόπος που δοκιμάστηκε επί τέσσερις αιώνες από τη χειρότερη ξένη σκλαβιά που γνώρισε λαός της γης, και με τις πιο καταστρεπτικές συνέπειες. γ) Από τον καιρό που ελευθερώθηκε ένα μικρό μέρος της (μόλις το τρίτο του σημερινού εδάφους) με πληθυσμό, στα 1828, 750 χιλιάδες ψυχές, η Ελλάδα είχε να υπομείνει ατέλειωτους πολέμους, χωρίς να λησμονήσω τον τελευταίο».
Στην τελευταία παράγραφο της σύντομης, πάντως περιεκτικής απάντησης του Σεφέρη δεν θα μπορούσε να λείπει ένας τόνος ευγενικής ειρωνείας: «Και τώρα συλλογίζομαι τη Σουηδία που από τα 1813 χαίρεται χωρίς διακοπή τα αγαθά της ειρήνης. Και συλλογίζομαι ακόμη τον Αγγλο ιστορικό που παρατήρησε ότι οι ιστορικοί που έζησαν σε καιρούς ευημερίας και ειρήνης δεν είναι συνήθως επιτυχείς όταν κρίνουν περιόδους πολέμων και δυστυχίας». Σε λιγότερο διπλωματική γλώσσα, θα μπορούσε να θυμίσει κανείς εδώ το παροιμιώδες «απ’ έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρεις», με την έννοια ότι, αν ζεις σε χώρα ομαλής διαδρομής, δυσκολεύεσαι να αξιολογήσεις την πορεία τόπων που η ιστορία δεν τους αφήνει να ειρηνεύσουν. Στα χρόνια, λ.χ., που ακολούθησαν τον διάλογο Μπέργκμαν – Σεφέρη, για μεν τη Σουηδία είχαν γραφτεί οι ίδιοι χοροί «ειρήνης και ευημερίας», για δε την Ελλάδα, μια επτάχρονη δικτατορία που την πήγε δεκαετίες πίσω.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.