Κείμενο: Φωτεινή Γιασσά
Ζωγραφική: Ράνια Νείρου
Ήταν ένα σούρουπο, όπως όλα τα άλλα, και ο ήλιος βυθιζόταν πίσω από τα βουνά. Μια δυνατή βροχή χτυπούσε τα κλαδιά των δέντρων. Περπατούσα στα μονοπάτια του δάσους, χαμένη στις σκέψεις μου· στην οργή μου. Είχε έρθει η ώρα. Οι αγρότες γυρνάνε στο χωριό. Φεύγουν από τα χωράφια τους και για να φτάσουν γρήγορα στο σπίτι τους διαλέγουν τα γρήγορα μονοπάτια του δάσους. Την είχα πάρει την απόφαση, θα έπαιρνα εκδίκηση.
Και ξάφνου φάνηκε· ένας ανυποψίαστος αγρότης. Τον παραμόνεψα για λίγο και ύστερα εμφανίστηκα στη μέση του μονοπατιού. Επιστράτευσα όλη μου τη γοητεία· είχα σκοπό να τον πλανέψω. Με λόγια γλυκά και γεμάτα δηλητήριο τον παρέσυρα στο δάσος. Με ακολουθούσε σαν υπνωτισμένος· η ομορφιά μου στάθηκε χρήσιμη για πρώτη φορά. Το βλέμμα του πρόδιδε την όρεξη του, σαν λύκος που κοιτάει το αρνάκι του κοπαδιού και ξερογλείφεται.
Το μίσος μου μεγάλωνε και βιαζόμουν να τον τιμωρήσω. Είχαμε φτάσει στην καρδιά του δάσους, κανείς δεν θα τον άκουγε να φωνάζει. Σταμάτησα τότε και έκατσα σε έναν βράχο· ήρθε δίπλα μου, ανυπόμονος. Εγώ κρατούσα το μαχαίρι στο αριστερό μου χέρι και ήμουν έτοιμη να πάρω την εκδίκηση που τόσο λαχταρούσα. Αλλά δίστασα· δεν μπορούσα να κουνήσω το χέρι μου που σαν να είχε κολλήσει πάνω στο βράχο αρνιόταν να με υπακούσει. Και ο αγρότης ανυπόμονος, έτοιμος να μου ορμήσει. Τι να έκανα, δεν γινόταν να υποκύψω ξανά, δεν γινόταν να φοβηθώ. Ο πανικός και ο φόβος με κατέκλυσαν και τότε σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω. Και αυτός με ακολουθούσε. Έπρεπε να βρω μια λύση, η αδικία που είχα υποστεί με έπνιγε. Και τότε τον άκουσα· ο καταρράκτης αντηχούσε. Έτρεξα προς εκείνη την κατεύθυνση και η βροχή δυνάμωνε. Ακόμη με ακολουθούσε, έπρεπε να βιαστώ.
Έφτασα τότε δίπλα στον ψηλό καταρράκτη· Περίμενα και κρύφτηκα πίσω από έναν θάμνο. Φωνάζοντας αγριεμένα έφτασε ο άντρας εκεί, κοντά στο χείλος του γκρεμού. Τον φώναξα να πλησιάσει, προσποιούμενη ότι είχα πέσει. Τρέχοντας πλησίασε και τότε γλίστρησε και έπεσε. Είχα πάρει την εκδίκηση μου.
Ένα βάρος έφυγε από πάνω μου. Δε το μετάνιωσα και παρόλο που το δικό μου φορτίο εξανεμίστηκε, με βάραινε το φορτίο των άλλων γυναικών. Όσα εγώ είχα υποστεί, εκείνες τα ζούσαν καθημερινά. Καταπίεση, φόβο και αδυναμία να αντιδράσουν. Έπρεπε να τις σώσω, να τους δώσω μία δεύτερη ευκαιρία να απαλλαχτούν από την καταδυνάστευση των συζύγων τους. Από τότε ποτέ δε σταμάτησα να φέρνω τους αγρότες στον γκρεμό. Όλοι είχαν την τύχη του πρώτου και πότε δεν το μετάνιωσα, ούτε τώρα, ούτε θα το μετανιώσω.