Μετά σιωπή

poiisi-759×500

Κείμενο: Μαρίτα Στεφανέλλη

Ζωγραφική: Ράνια Νείρου

Ήξερα που βρισκόμουν. Αυτό που δεν γνώριζα ήταν το γιατί. Ήμουν στο δάσος έξω απ’ το χωριό, κάπου εκεί γύρω πρέπει να ήταν και το σημείο που παίζαμε κρυφτό και άλλα πολλά παιχνίδια παιδιά. Καμιά φορά, πάω εκεί να νιώσω και πάλι αυτή την αύρα της χαμένης ξεγνοιασιάς, να θυμηθώ με νοσταλγία τους φίλους μου και τα πειράγματά μας. Τότε, όμως, φυσούσε παγερός άνεμος⸱ με ορμή διαπερνούσε τα φύλλα των δέντρων και τα έκανε να θροΐζουν απειλητικά. Δεν ένιωθα κανένα ίχνος της ατμόσφαιρας που είχα συνηθίσει⸱ φοβόμουν δίχως να ξέρω καθαρά τι.

Ξάφνου, είδα κάτι να κινείται. Όχι, δεν μπορεί να έκανα λάθος, μια λευκοντυμένη σκιά φάνηκε λίγο πιο πέρα. Περπατούσε, ή μάλλον έτρεχε σαν τον άνεμο ανάμεσα στους κορμούς. Όσοι ζούμε εδώ γνωριζόμαστε μεταξύ μας, μια σταλιά τόπος, αλλά κάτι μέσα μου με σταμάτησε. Ήταν ένα ένστικτο που ψιθύρισε «Μην πλησιάσεις… Μη φωνάξεις». Ο δισταγμός μου κράτησε μονάχα για δυο ανάσες. Έπειτα, άρχισα να ακολουθώ τη μορφή όσο πιο αθόρυβα μπορούσα.

Έτρεχα για αρκετή ώρα και κάποια στιγμή οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν. Παραδέχτηκα πως η σκιά χάθηκε βαθιά, στο πιο σκοτεινό σημείο του δάσους και χαμογέλασα στη σκέψη των πράξεών μου.

 Μόλις έκανα το πρώτο βήμα προς το χωριό, άκουσα κάτι από την άλλη κατεύθυνση⸱ ομιλίες. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα, αλλά την αγνόησα και αμέσως πήγα προς τα εκεί.

Πράγματι, δυο άνθρωποι στέκονταν λίγο παραπέρα και μιλούσαν. Δεν πλησίασα πολύ για να μην αντιληφθούν την παρουσία μου⸱ ακόμη φοβόμουν. Δεν αναγνώρισα κανέναν απ’ τους δυο. Η μία ήταν η λευκοντυμένη μορφή που είχα δει πρωτύτερα και συζητούσε με έναν άνδρα, που φαινόταν για αγρότης. Εκείνη ήταν πάνω-κάτω στην ηλικία μου και φορούσε λευκά κουρέλια, μα συνάμα ήταν εκθαμβωτική. Θαρρώ πως δεν έχω ξαναδεί τέτοια ομορφιά σε άνθρωπο ντυμένο σαν αγρίμι. Η πρώτη μου -ομολογουμένως άτοπη- σκέψη ήταν πως η μυστηριώδης κοπέλα ανήκε στο δάσος. Κάποια απ’ τις Νύμφες, τα αερικά στα παραμύθια που περιπλανιούνται ανάμεσα στους θνητούς και προστατεύουν τη φύση.

Άρχισαν να περπατούν κι εγώ ακολούθησα. Φτάσαμε στον καταρράκτη, από ένα μονοπάτι που δεν είχα ξαναδεί. Ήμουν λίγο μακριά και δεν άκουσα τα λόγια τους⸱ όμως τους έβλεπα να γελούν. Έτσι, δεν μπόρεσα να φανταστώ τι θα συνέβαινε στη συνέχεια… Το είδα καθαρά, με τα ίδια μου τα μάτια! Η κοπέλα με γαλήνιες κινήσεις, λες και χόρευε, πλησίασε τον άνδρα. Λίγες στιγμές αργότερα, είδα το σώμα του να χάνεται στα ορμητικά νερά. Η έκφρασή της φανέρωνε ικανοποίηση, μιαν άγρια χαρά.

Εγώ είχα μείνει άναυδη, δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Τότε, άνοιξαν οι ουρανοί⸱ άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Τα νερά του καταρράκτη έπεφταν μανιασμένα, σα να ‘θελαν να ξεπλύνουν το ανόσιο έργο, παρασέρνοντας με ορμή το άψυχο σώμα μέχρι να το εξαφανίσουν μέσα στον υγρό του τάφο. Ποτέ πριν δεν έχω νιώσει τέτοιο τρόμο. Τα μέλη μου είχαν παραλύσει και ενώ ένιωθα ολόκληρο το είναι μου να ουρλιάζει «Φύγε! Τρέξε να σωθείς!», είχα παγώσει.

Ο αέρας είχε δυναμώσει ακόμη περισσότερο και τα δέντρα τριγύρω σε τίποτα δεν θύμιζαν την συνηθισμένη τους όψη. Στεκόμουν χάμω, δίπλα σ’ ένα απ’ αυτά και λίγα λεπτά αργότερα -που μου φάνηκαν αιώνες- είδα την κοπέλα να με πλησιάζει. Στα ανάκατα μαλλιά της είχε πλεγμένα λουλούδια πολλών ειδών και χρωμάτων. Σταθερά, με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο, έβγαλε ένα από αυτά και μου το έδωσε.

Καθώς το άφηνε στην παλάμη μου, είπε:

Η μοίρα με αδίκησε στο παρελθόν… Δεν ξέρω αν κάνω το σωστό παίρνοντας το μονοπάτι της εκδίκησης…

Μετά από λίγα αμίλητα λεπτά συμπλήρωσε:

Όμως, η ψυχή μου μόνο έτσι θα ανακουφιστεί.

Ένα γλυκόπικρο ύφος αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά της. Προτού προλάβω να απαντήσω, μια λάμψη με τύφλωσε. Μετά σιωπή.

Ακούστηκε το ρολόι της πλατείας. Τέσσερις χτύποι. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα και το μικρό χωριό ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Τότε κατάλαβα πως ήμουν στο δωμάτιό μου, στο σπίτι. «Όνειρο ήταν», σκέφτηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα… Θυμήθηκα τις ιστορίες που μου έλεγε όταν ήμουν μικρή, η γιαγιά μου, για τη Μαν’ Κάτσα. Ένιωσα κάτι να γδέρνει το χέρι μου. Ήταν ματωμένο. Από τ’ αγκάθια ενός κατάλευκου τριαντάφυλλου…