ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

0

Συγγραφέας: ΜΑΝΙΟΥ ΣΟΦΙΑ | Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | , στις 06-07-2014

Σοφία Μάνιου

 Ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

             Ελεύθερος χρόνος είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο άνθρωπος δεν εργάζεται και έχει την ευχέρεια να τον διαθέσει κατά βούληση, δηλαδή όπως αυτός επιθυμεί. Είναι ο χρόνος που ο άνθρωπος αφιερώνει στον εαυτόν του, για να αναπαυθεί ή να ψυχαγωγηθεί.

Ο ανθρώπινος χρόνος μπορεί να διακριθεί σε:

  • Χρόνο εργασίας
  • Χρόνο ανάπαυσης – ανανέωσης δυνάμεων (ύπνος, φαγητό, υγιεινή)
  • Ελεύθερο χρόνο – Ψυχαγωγία

 

Οι πρωτόπλαστοι, ζώντας σ’ έναν επίγειο παράδεισο, διέθεταν ελεύθερα όλο το χρόνο τους κι έτσι ήταν ευτυχισμένοι, μέχρι τη στιγμή που διέπραξαν το προπατορικό αμάρτημα. Από τότε καταδικάστηκαν «με πολύ κόπο να παίρνουν την τροφή τους από τη γη σε όλη τους τη ζωή». Στο εξής οι άνθρωποι έπρεπε να εργάζονται σκληρά για να επιβιώσουν και να περιμένουν το θάνατο για ν’ αναπαυθούν.

Στην αρχαία Ελλάδα για αρκετούς αιώνες η εργασία αντιμετωπιζόταν αρνητικά. Οι ελεύθεροι πολίτες δεν καταδέχονταν να διαθέσουν το χρόνο τους σε κοπιαστικό-χειρωνακτικό έργο για την εξασφάλιση του βιοπορισμού. Αυτό ήταν έργο των δούλων. Αντίθετα, εκείνοι αφιέρωναν το χρόνο τους στη σωματική και στην πνευματική άσκηση (στο στοχασμό, στο διάλογο), στην ενασχόληση με την Τέχνη και την πολιτική ζωή. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τον ελεύθερο χρόνο τους «σχολή», δηλαδή έλλειψη απασχόλησης, ανεμελιά, ανάπαυση, απαλλαγή από υποχρεώσεις. «Ήδη στα 350 π.Χ. ο Αριστοτέλης διακήρυσσε πως ο ελεύθερος χρόνος, η «σχολή», δεν είναι η ανάπαυση, ούτε το τέλος της δουλειάς. αντίθετα, η δουλειά, η «ασχολία», αποτελεί το τέλος του ελεύθερου χρόνου. Η δουλειά είναι το «μη έχειν», το να μην έχεις χρόνο, να μην έχεις τον εαυτό σου, να μην έχεις ευτυχία…»(Gianni Toti). Ακόμη και στις ημέρες μας, αντί του όρου «εργασία», ευρύτατα διαδεδομένος είναι ο όρος «δουλειά» (τονική παραλλαγή της «δουλείας»), πράγμα που πιστοποιεί πως επιβιώνουν ίχνη αυτής της αποδοκιμασίας για την εργασία.

Η εργασία, βέβαια, δεν είναι μόνον υποχρέωση, αλλά και δικαίωμα για τον άνθρωπο , γιατί μόνο με το δημιουργικό του έργο είναι δυνατόν να δομήσει αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης, να αναπτύξει πολύπλευρα την προσωπικότητά του και να ολοκληρωθεί ως κοινωνικό ον. Ωστόσο, όταν ο άνθρωπος εργάζεται πολύ περισσότερο από όσο επιτρέπουν οι σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις, όταν η εργασία κατακαλύπτει ολόκληρο το χρόνο του, και μάλιστα μέσα σε συνθήκες αντίξοες, τότε είναι βέβαιο πως η χαρά της δημιουργίας γίνεται άγχος, αγγαρεία και πραγματική δουλεία.

Μέχρι τον περασμένο αιώνα οι άνθρωποι μοχθούσαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, για να κερδίσουν τα προς το ζην. Για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα δεν υπήρχε ελεύθερος χρόνος. Επειδή, λοιπόν, στον ΙΘ΄ αιώνα οι ώρες της εβδομαδιαίας εργασίας έφταναν τις ογδόντα, το βασικό αίτημα της εργατικής Πρωτομαγιάς του 1886 ήταν: «Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ανάπαυση, οκτώ ώρες ελεύθερος χρόνος».

Το τραγούδι των οκτώ ωρών

                                    Θέλουμε ν’ αλλάξουμε τα πράγματα,

βαρεθήκαμε πια να δουλεύουμε άσκοπα,

να σκεπτόμαστε μόνο την επιβίωση,

χωρίς λίγη ώρα για να ονειρευτούμε.

Θέλουμε να χαρούμε τον ήλιο και τα λουλούδια.

Αυτό είναι θέλημα Θεού, είμαστε σίγουροι.

Θέλουμε τις οκτώ ώρες.

Και ενώνουμε τις δυνάμεις μας και φωνάζουμε,

από τα γιαπιά, τα μαγαζιά, τα εργοστάσια,

οκτώ ώρες δουλειά,

                                    οκτώ ώρες ανάπαυση,

                                    οκτώ ώρες για όνειρο και ζωή.  (Μπλανσάρ, Αμερική, Πρωτομαγιά 1886)

Παρά το ότι δόθηκαν αιματηροί κοινωνικοί αγώνες, για να κατοχυρωθεί νομικά ως  ανθρώπινο δικαίωμα ο ελεύθερος χρόνος, η αύξησή του οφείλεται ουσιαστικά στην επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση. Η είσοδος των μηχανών στην παραγωγή κατέστησε δυνατή τη μείωση των ωρών εργασίας, την επίτευξη του οκτάωρου και του πενθήμερου εργασίας για το σύγχρονο εργαζόμενο. Όσο μάλιστα εξελίσσεται η τεχνολογία και τελειοποιούνται οι μηχανές, τόσο περισσότερος ελεύθερος χρόνος -τουλάχιστον εν μέρει- εξασφαλίζεται για τον άνθρωπο. Οι σύγχρονες αυτόματες μηχανές αντικαθιστούν όχι μόνον την ανθρώπινη εργασία, αλλά και την ανθρώπινη σκέψη.

Ωστόσο, οι συνέπειες της τεχνολογικής εξέλιξης στον ελεύθερο χρόνο δεν είναι μόνο θετικές:

  • Πρώτα απ’ όλα, αναλογικά με την κατακόρυφη τεχνολογική ανάπτυξη ο ελεύθερος χρόνος αυξήθηκε λίγο, κι αυτό γιατί τις μηχανές εκμεταλλεύονται οι λίγοι εις βάρος των πολλών.
  • Έπειτα, ο αυτοματισμός στην παραγωγή, απαλλάσσοντας τον άνθρωπο από τη χειρωνακτική και πνευματική εργασία, ουσιαστικά τον αχρηστεύει. Αποτέλεσμα της τεχνολογικής ανάπτυξης ήταν να δημιουργηθεί για πολλούς εκείνος ο απεριόριστος ελεύθερος χρόνος που λέγεται ανεργία, και βέβαια δεν είναι διόλου επιθυμητός.
  • Εξάλλου, χάρη στην τεχνολογική ανάπτυξη κυοφορήθηκε ο καταναλωτισμός και προστίθενται ακατάπαυστα νέες πλασματικές ανάγκες στον άνθρωπο. Για την κάλυψή τους αυξάνονται συνήθως οι ώρες εργασίας και περιορίζεται στο ελάχιστο ο ελεύθερος χρόνος.

 

ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ – ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ

             Γνήσια ψυχαγωγία είναι η δημιουργική, γόνιμη, ψυχωφελής αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Η ψυχαγωγία είναι αγωγή – καλλιέργεια – διάπλαση της ψυχής που βαθμιαία οδηγεί τον άνθρωπο στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, στη βελτίωση του «είναι» του.

Μορφές γνήσιας ψυχαγωγίας:

  • αθλητισμός, παιχνίδια,
  • εντρύφηση στο βιβλίο,
  • διάλογος, επικοινωνία με τους συνανθρώπους,
  • επαφή με την Τέχνη: θέατρο, κινηματογράφος, μουσική, χορός, τραγούδι,
  • εκδρομές, ταξίδια, περιηγήσεις,
  • επισκέψεις σε μουσεία και πινακοθήκες.

Γενικότερα:    οι πολιτιστικές δραστηριότητες.

Με τη γνήσια ψυχαγωγία ανανεώνονται οι σωματικές και ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου, επέρχεται η ψυχική – συναισθηματική του ισορροπία και, παράλληλα, η πνευματική  καλλιέργεια και η ηθική του πρόοδος. Η γόνιμη ψυχαγωγία εκπολιτίζει, εξευγενίζει τον άνθρωπο.

Αντίθετα, νόθη ψυχαγωγία ή διασκέδαση είναι η άγονη και συχνά καταστροφική για το άτομο εκτόνωση, ο διασκορπισμός (διασκέδαση < διασκεδάννυμι = διασκορπίζω) όχι μόνον της θλίψης και του ψυχικού φόρτου, αλλά και, γενικότερα, η διασπάθιση των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου.

Μορφές νόθης ψυχαγωγίας:  υπερβολική παθητική τηλεθέαση,

γήπεδο, χουλιγκανισμός, βία, οπαδοποίηση,

νυχτερινή ζωή, αλητεία,

αλκοολισμός, ναρκωτικά,

χαρτοπαιξία.

Η νόθη ψυχαγωγία είναι ψυχοκτονία για τον άνθρωπο. Καταφεύγει στις «διεξόδους» της, για να «σκοτώσει» την ώρα του, για να εκτονωθεί, για να αποδράσει από μια πραγματικότητα που τον φορτίζει με πολλαπλά προβλήματα. Η άγονη διασκέδαση, όμως,  δεν τον βοηθά να βρει μια λύση για τα προβλήματά του. αντίθετα, του προσθέτει περισσότερα. Αντί να ωφελεί, ζημιώνει τον άνθρωπο, και μάλιστα πολλαπλά. Φθείρει την υγεία του, εκφυλίζει το πνεύμα και το ήθος του, φορτίζει την ψυχή με εντονότερα πάθη.

Η ψυχαγωγία ποσοτικά και ποιοτικά προσδιορίζεται από το πολιτιστικό επίπεδο κάθε εποχής ή κοινωνίας. Λαοί με πνευματική και, συνεκδοχικά, ηθική καλλιέργεια αξιοποιούσαν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους με ευγενικές μορφές ψυχαγωγίας. Οι αρχαίοι Έλληνες καταδίκαζαν την άσκοπη κατανάλωση του ελεύθερου χρόνου. Ο ελεύθερος πολίτης, έχοντας ως ιδανικό του την «καλοκαγαθία», φροντίζει για την πολύπλευρη ανάπτυξή του (σωματική, πνευματική, ηθική), ασχολούμενος με τον αθλητισμό, το πνεύμα, τη φιλοσοφία, τις τέχνες. Η πολιτεία προσφέρει με τα «θεωρικά» τη δυνατότητα της δωρεάν παρακολούθησης των θεατρικών παραστάσεων, καθώς διάχυτη είναι η πίστη πως το θέατρο είναι σχολείο και ανώτερη μορφή ψυχαγωγίας.

Στην αρχαία Ρώμη, αντίθετα, η ψυχαγωγία παίρνει τη μορφή της βάρβαρης διασκέδασης  με την ανενδοίαστη εκδήλωση των ζωωδών ενστίκτων. Χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής ψυχαγωγίας είναι τα αιμοχαρή θεάματα, η αρένα, η κραιπάλη και τα λουκούλλεια γεύματα, η εξαχρείωση των ηθών.

Η αναγκαιότητα – η σημασία του Ελεύθερου Χρόνου

και η αξία της γνήσιας ψυχαγωγίας

 

  1. Η εντατικοποίηση της εργασίας στην εποχή μας και οι συχνά αλλοτριωτικές συνθήκες της (εξειδίκευση, τυποποίηση, μηχανοποίηση, στέρηση της χαράς της δημιουργίας κτλ.) προκαλούν την ψυχοσωματική καταπόνηση του ανθρώπου. Επομένως, ο ελεύθερος χρόνος είναι δικαίωμα και ανάγκη για κάθε εργαζόμενο, προκειμένου αυτός να αναπαυθεί και να ανακτήσει τις δυνάμεις του, να αποφορτίσει την ψυχή του από το άγχος και να της προσφέρει την ευκαιρία να νιώσει τη γαλήνη.
  2. Την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ελεύθερου χρόνου επιτείνουν όλα τα προβλήματα του πολιτισμού μας και οι ψυχοφθόρες συνθήκες της ζωής μας: το άγχος, ο έντονος ρυθμός ζωής, οι πολλαπλές υποχρεώσεις. Η ψυχαγωγία προσφέρει διέξοδο από την καθημερινότητα, ευκαιρία απόδρασης από τη ρουτίνα και από τα ποικίλα προβλήματα που κατατρύχουν την ψυχή.
  3. Η ψυχαγωγία, με την ανακούφιση από τον κάματο και τη ζωογόνηση των δυνάμεων του ανθρώπου, συμβάλλει στη σωματική και ψυχική του ευφορία ή ευεξία. Ακόμη, ενισχύει την αγάπη του ανθρώπου για τη ζωή, ενισχύει την πίστη και τον αγώνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
  4. Ορισμένες μορφές ψυχαγωγίας, όπως είναι ο αθλητισμός, οι εκδρομές και άλλες, επιτρέπουν την ευγενική διέξοδο των ενεργειακών αποθεμάτων του ανθρώπου, τη δημιουργική εκτόνωση της ζωτικότητάς του -αποτρέποντας, έτσι, την καταστροφικότητα ή τη βίαιη εκτόνωση-, αλλά και συμβάλλουν στην αρμονική σωματική ανάπτυξη με την άσκηση.
  5. Η γόνιμη αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου ευνοεί την ηθικοπνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, παρέχοντάς του τη δυνατότητα της ενασχόλησης  με τον πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες. Έτσι μπορεί ο άνθρωπος  να διευρύνει τις γνώσεις του, να μάθει να σκέπτεται κριτικά και να είναι πνευματικά ελεύθερος. Η εντρύφηση, όμως, στα πνευματικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας, στη φιλοσοφία, στα γράμματα ή στην Τέχνη, έχει ως αποτέλεσμα και την ηθική εκλέπτυνση του ανθρώπου, την υπευθυνοποίηση και τον εξευγενισμό της προσωπικότητάς του.
  6. Η επαφή με την Τέχνη, ειδικότερα, προσφέρει την ευκαιρία στον άνθρωπο να καλλιεργήσει τα αισθητικά του κριτήρια, να εγκολπωθεί την αξία της ομορφιάς και να αντιταχθεί στην ακαλαισθησία που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας.
  7. Ο ελεύθερος χρόνος δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την άρση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου από τη φύση. Τα ταξίδια και οι εκδρομές τον φέρνουν σ’ επαφή με το φυσικό περιβάλλον.
  8. Προσφέρεται η δυνατότητα στον άνθρωπο ν’ ασχοληθεί με ερασιτεχνικό έργο και να νιώσει  τη χαρά της δημιουργίας και την ψυχική πληρότητα, αισθήματα που  δεν του προσφέρει μια αλλοτριωτική βιοποριστική εργασία. Με τον ερασιτεχνισμό ανακτάται η χαμένη αυτοπεποίθηση, η πίστη στην ικανότητα και στην αξία του εαυτού του.
  9. Ο ελεύθερος χρόνος μπορεί να διατεθεί στην ενημέρωση για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ευνοεί το ενδιαφέρον για τη δημόσια ζωή, την ευαισθητοποίηση και τη δραστηριοποίηση των πολιτών για την εξυγίανση της κοινωνίας τους, δηλαδή συχνά ενισχύει την κοινωνική και πολιτική συνείδηση.

 

Ποιοι παράγοντες υπονομεύουν την ύπαρξη και τη γόνιμη αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου;

 

  1. Συχνά ο ελεύθερος χρόνος χρησιμοποιείται σαν αντίβαρο στις καταπιεστικές ή αλλοτριωτικές συνθήκες εργασίας. Η έλλειψη της αίσθησης της δημιουργικότητας και η ανάγκη καταξίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης οδηγούν στην παγίδα της αναζήτησης υποκατάστατων ψυχικής ισορροπίας, δηλαδή στην άγονη διασκέδαση με την εκτόνωση, την καταστροφικότητα κτλ.
  2. Ο εξοντωτικός ρυθμός εργασίας μαραίνει τις ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου και η τυποποίηση στην εργασία, η μηχανιστική επανάληψη τυποποιημένων κινήσεων, εθίζει το πνεύμα στην αδράνεια, στην παθητική αποδοχή. Έτσι, ο άνθρωπος δύσκολα δέχεται να ενεργοποιήσει τις πνευματικές του δυνάμεις και στον ελεύθερο χρόνο του αναζητά κάτι  «εύπεπτο», ξεκούραστο, κάτι που δεν απαιτεί σκέψη.
  3. Η εξειδίκευση στο χώρο της εργασίας ή της επιστήμης επιφέρει την πνευματική μονομέρεια, δηλαδή την έλλειψη πολύπλευρης καλλιέργειας και, συνεκδοχικά, την αδυναμία ενασχόλησης με δραστηριότητες που βρίσκονται εκτός των πλαισίων του ειδικού κλάδου.
  4. Ο καταναλωτισμός εκμηδενίζει τον ελεύθερο χρόνο, καθώς οδηγεί στην αναζήτηση πρόσθετης απασχόλησης για την αύξηση του εισοδήματος και την κάλυψη των πρόσθετων πλασματικών αναγκών.
  5. Η «βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου» εξυπηρετεί πρώτιστα τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και όχι την πολύπλευρη ολοκλήρωση του ανθρώπου. Μεταβάλλει την ψυχαγωγία σε καταναλωτικό προϊόν που διατίθεται προς πώληση στην αγορά. Η εμπορευματοποίηση της ψυχαγωγίας έχει ως άμεσο αποτέλεσμα το μαζικό χαρακτήρα και τη χαμηλή ποιότητα των προσφερόμενων αγαθών. Έτσι, η ψυχαγωγία από «αγωγή ψυχής» γίνεται «φθορά ψυχής» ή «αγωγή κατανάλωσης».
  6. Η εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου οξύνει και την κοινωνική ανισότητα, αφού καθιστά απαγορευτική την αξιοποίησή του για πολλούς που στερούνται την απαραίτητη καταναλωτική δύναμη, το χρήμα. «Η έξοδος απαιτεί έξοδα» και η οικονομική κρίση καταδικάζει το μέσο άνθρωπο στην παθητική τηλεθέαση συνήθως. Η ποιοτική ψυχαγωγία μερικές φορές απαιτεί μεγάλο κόστος και έτσι είναι προσιτή σε λίγους.
  7. Η βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου με την αρωγή της διαφήμισης διαμορφώνει τυποποιημένα πρότυπα ζωής και ψυχαγωγίας που δε λειτουργούν ως ερεθίσματα ή εναύσματα για προσωπική δημιουργική έκφραση. Η ετεροκατευθυνόμενη διασκέδαση μετατρέπει το σύγχρονο άνθρωπο σε «παθητικό δέκτη απολαύσεων», του στερεί τον αυθορμητισμό, τη δυνατότητα πρωτοβουλίας, το κέφι.
  8. Οι συνθήκες ζωής στη μεγαλούπολη δυσχεραίνουν τη σωστή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Πρώτα απ’ όλα, οι χρονοβόρες μετακινήσεις, το κυκλοφοριακό πρόβλημα, το κυνήγι των αποστάσεων, περιορίζουν δραστικά την ύπαρξή του. Έπειτα, η οικιστική του στενού διαμερίσματος και της απομάκρυνσης από τη φύση, η έλλειψη χώρων πρασίνου και χώρων για αθλοπαιδιές, η ανυπαρξία υποδομής (αθλητικά ή πνευματικά κέντρα, βιβλιοθήκες κτλ.) κάθε άλλο παρά ευνοούν την ψυχαγωγία των κατοίκων της μεγαλούπολης.
  9. Η κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις (η εσωστρέφεια, η μοναξιά, ο φόβος και η καχυποψία για το συνάνθρωπο από τη μια, αλλά και οι σχέσεις ανταγωνισμού και αντιπαλότητας από την άλλη) γίνεται τροχοπέδη στις συναισθηματικές επενδύσεις, ναρκοθετεί την προσπέλαση του συνανθρώπου, την ανθρώπινη επαφή.

10.Το χάσμα μεταξύ πνευματικής ηγεσίας και λαού ερμηνεύει την αδυναμία επαφής του λαού με τις τέχνες και τα γράμματα.

11.Η οικογενειακή και σχολική αγωγή, η παιδεία του σύγχρονου ανθρώπου, δεν καλλιεργεί δημιουργικά ενδιαφέροντα, δεν εθίζει σε πνευματικές αναζητήσεις, ούτε εμφυσά την πίστη στην ανάγκη της πολύπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου. Ο νέος, επομένως, δεν έχει τους σωστούς προσανατολισμούς, την υπεύθυνη καθοδήγηση στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του.

12.Ο μιμητισμός και η μόδα παρασύρουν συχνά το σύγχρονο άνθρωπο στην άγονη διασκέδαση. Ακόμη, η άκριτη υιοθέτηση του ξενόφερτου τρόπου ζωής και η παθητική αποδοχή των προβαλλόμενων προτύπων ψυχαγωγίας συμβάλλει στην απομάκρυνση των νέων από την παράδοση και στην πολιτισμική αλλοτρίωση του έθνους.

13.Τα Μ.Μ.Ε. κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στη γνήσια ψυχαγωγία του λαού. Αρκετά συχνά επιφέρουν την πνευματική χαύνωση και τον ηθικό εκφυλισμό του κοινού, ενώ παράλληλα κακοποιούν τις αισθητικές αξίες.

Οι συνέπειες της άγονης διασκέδασης

 

  1. Η ανενδοίαστη εκτόνωση κάθε απωθημένου, η καταστροφικότητα, οι βανδαλισμοί, ο χουλιγκανισμός.
  2. Η ενίσχυση των απαξιών του καταναλωτισμού και του υλικού ευδαιμονισμού.
  3. Η πνευματική χαύνωση, η απονέκρωση της κρίσης και της φαντασίας, η αδυναμία διεύρυνσης των πνευματικών οριζόντων, η στέρηση της πνευματικής ελευθερίας.
  4. Ο αποπροσανατολισμός της νεολαίας και η χειραγώγησή της.
  5. Η μαζοποίηση και η τυποποίηση του ανθρώπου, η αδυναμία αυτενέργειας – αυτοσχεδιασμού – ελεύθερης προσωπικής έκφρασης της δημιουργικότητας, η αποστράγγιση του αυθορμητισμού.
  6. Η ηθική κατάρρευση των νέων με τα πρότυπα ζωής και τις αξίες που προβάλλει η βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου.
  7. Η επίταση της αντικοινωνικότητας και ο κατακερματισμός των ανθρώπινων σχέσεων. Η διόγκωση της εσωστρέφειας, της μοναξιάς και της απομάκρυνσης από το συνάνθρωπο. Η τηλεόραση και τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης («τα μπαρ της απομόνωσης» με την εκκωφαντική μουσική) δεν επιτρέπουν το διάλογο και την προσπέλαση του πλησίον.
  8. Η αλλοτρίωση του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό, η αδυναμία του να αναπτυχθεί ως ολότητα δυνάμεων.

 

Προϋποθέσεις της γνήσιας ψυχαγωγίας – της ορθής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου

  1. Η άρση όλων των παραγόντων που υπονομεύουν τον ελεύθερο χρόνο ή τη γνήσια ψυχαγωγία.
  2. Η συνειδητοποίηση της χρησιμότητας – της αναγκαιότητας του ελεύθερου χρόνου.
  3. Η ιεράρχηση των στόχων και η ύπαρξη σωστών κριτηρίων επιλογής για τη διάθεση του ελεύθερου χρόνου.
  4. Η αλλαγή της καταναλωτικής – χρησιμοθηρικής νοοτροπίας, η αναθεώρηση των αξιών της ζωής μας. Η ανθρώπινη ύπαρξη δε βρίσκει το νόημά της μόνο στο μόχθο, στη δουλειά, στο κυνήγι των υλικών αγαθών. Η ανάκτηση της χαμένης αθωότητας, της ξεχασμένης παιδικής ανεμελιάς, θα βοηθήσει το σύγχρονο άνθρωπο ν’ αποσυνδέσει τη δημιουργικότητά του από τις πρακτικές σκοπιμότητες.
  5. Η γόνιμη αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου καθορίζεται τόσο από τις ατομικές επιλογές όσο και από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής μας. Το αδιέξοδο, επομένως, μπορεί να αντιμετωπιστεί από τη μια με την ατομική συνειδητοποίηση και από την άλλη με τον επαναπροσδιορισμό των αξιών και την επανεξέταση της δομής της κοινωνίας μας.

 

            «Είναι η βασική ανάγκη και το ουσιαστικό δικαίωμα του ανθρώπου να έχει στη διάθεσή του όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, για να τον χρησιμοποιεί όπως αυτός θεωρεί καλύτερα. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ένα βασικό δικαίωμα του εργαζόμενου, που έχει κατοχυρωθεί και επίσημα από διεθνείς Οργανισμούς (Ο.Η.Ε., διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες εργασίας κ.ά.). Η οργανωμένη Πολιτεία, οι εργοδότες και γενικά οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται τον ελεύθερο χρόνο του εργαζόμενου.

            Η αναζήτηση του ελεύθερου χρόνου είναι μια διέξοδος του ανθρώπου, που επιζητεί να λευτερωθεί από τον αφύσικο ρυθμό εργασίας του, από τον ασφυκτικό και ανθυγιεινό χώρο της, από τον τρόπο και το χρόνο που επιτελείται και γενικά από την ορθολογιστική οργάνωση της ζωής του (ατομική – οικογενειακή – κοινωνική). Ο άνθρωπος επιζητεί τον ελεύθερο χρόνο για να χαλαρώσει το ρυθμό της ζωής, που πιέζει με εσωτερική ανησυχία και ανασφάλεια την ύπαρξή του. Ο άνθρωπος θέλει οπωσδήποτε να απαλλαγεί από τη νευρικότητα και τις δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις, που καθημερινά δοκιμάζει. Θέλει να ανανεώσει τις δυνάμεις του ύστερα από την αδιάκοπη υπερένταση και το δυσβάστακτο φορτίο της ζωής του. Θέλει να αναστραφεί με το φυσικό περιβάλλον και τον εσωτερικό του κόσμο, απ’ όπου έχει απομακρυνθεί με την τεχνολογική και βιομηχανική του ανάπτυξη. Τελικά, θέλει να βρει την ευκαιρία με τον ελεύθερο χρόνο να επικοινωνήσει με το Θεό, τη θεία δημιουργία και τους άλλους ανθρώπους…».

Κ.Σ. Γρηγοριάδης

             «- Δε νομίζω, είπα, πως ένας πολιτισμός πέρα ως πέρα ανέσεων και ελεύθερων ασχολιών είναι επιθυμητός. Χωρίς αμφιβολία, είναι εξαίρετο οι άνθρωποι να μην εργάζονται πια, όπως στα νιάτα μου, δέκα ή δώδεκα ώρες την ημέρα. Έξι ώρες; Έστω, αυτό θα είναι λίγο, μα ακόμα υποφερτό, γιατί πρέπει να προσθέσουμε στις ώρες παρουσίας τις ώρες μεταφοράς. Ο καθένας από μας θα είχε τότε τρεις ή τέσσερις ώρες κάθε μέρα, για να διαβάζει, να καλλιεργεί τον κήπο του, να ασχολείται με τα παιδιά του, να επιδίδεται στα σπορ, να πηγαίνει στα θεάματα, να βλέπει τους φίλους του. Πολύ καλά. Ως εδώ επιδοκιμάζω… Ας πάμε πιο μακριά. Φανταστείτε τη διάρκεια της εργασίας μειωμένη σε δυο ή τρεις ώρες κάθε μέρα. Τότε, φοβούμαι μήπως οι άνθρωποι νιώθουν τον εαυτό τους λυπημένο και ακαμάτη. Οι ελεύθερες ασχολίες αντλούν το ουσιαστικό τους θέλγητρο από την αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και στην ανάπαυση. Το να εγκαταλείπουμε τη μηχανή – εργαλείο ή το λογιστήριο για τα παιχνίδια, τις τέχνες ή τα ταξίδια, μας φαίνεται σήμερα ευχάριστο. Τη μέρα που καμιά εργασία δε θα διακόπτει πια τον ελεύθερο χρόνο, θα προβάλει απειλητική η πλήξη.

            -Θα χρειαστεί να βολευτούμε με την κατάσταση αυτή, είπε. Για να απασχολήσουμε όλους τους ανθρώπους σε μια χώρα, όπου η μηχανή θα κάνει σχεδόν τα πάντα, θα είναι απαραίτητο να μειωθεί όλο και περισσότερο ο εργάσιμος χρόνος. Αν δε γίνει αυτό, θα γεννηθεί αναγκαστικά εκείνος ο ελεύθερος χρόνος που είναι η ανεργία. Και, άλλωστε, δεν υπήρξαν στο παρελθόν κοινωνίες με ελεύθερο χρόνο; Δεν ήταν η μηχανή που έκανε τα πάντα, μα ο σκλάβος. Ο αφέντης γινόταν τότε ένας Πλάτωνας, ένας Σενέκας. Στο Μεσαίωνα ο ιππότης εργαζόταν; Πιο κοντά σ’ εμάς, δεν υπήρχαν στο ΧΙΧο αιώνα και στην αρχή του ΧΧου, πολλοί τεμπέληδες, κατευχαριστημένοι από την τεμπελιά τους; Αυτοί οι άνθρωποι του κόσμου που, στο έργο του Proust, αποθέτουν το ημίψηλο καπέλο τους κοντά στην πολυθρόνα τους, τι κάνουν στη ζωή, εκτός από το να πάνε στη λέσχη ή στο σπίτι της ερωμένης τους; Γιατί αυτό με το οποίο βολευόταν τόσο καλά μια μειοψηφία πλουσίων δε θα αποτελούσε, επίσης, τη μελλοντική ευτυχία των μαζών»;

Andre Maurois

 

            Οι Νέοι και οι Καταφυγές τους

             «Όταν στις αρχές αυτού του μήνα, ο πρωθυπουργός έλεγε σε αμερικανικό περιοδικό πως «η χώρα μου ζει πάνω σε μια μπαρουταποθήκη», μιλούσε, βέβαια, για την ατέρμονη κρίση στα Βαλκάνια. Πόσο σοβαρή είναι η κρίση αυτή, το ξέρει ο κόσμος όλος. Αλλά εμείς οι Έλληνες ξέρουμε και τη σοβαρότητα ενός επίσης μέγιστου εθνικού θέματος, του ωραρίου λειτουργίας των νυχτερινών κέντρων. Που αποτελεί μιαν άλλη «μπαρουταποθήκη» -αφού προκαλεί όχι μόνο διαμαρτυρίες, πορείες, διαδηλώσεις κλπ. των ζηλωτών του μεταμεσονύχτιου ξεφαντώματος, αλλά και λυσσαλέα συντροφικά μαχαιρώματα μεταξύ υπουργών που «προς κέντρα λακτίζουν» και ομολόγων τους που τα κέντρα υπερασπίζουν. Μπαρουταποθήκη στα θεμέλια της εθνικής (κι ιδιαίτερα της κυβερνητικής ) ενότητας και οπωσδήποτε της εθνικής σοβαρότητας. Αφού τον βαθμό της ατομικής ή πολιτικοκοινωνικής σοβαρότητας τον ορίζει η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται τα σοβαρά και ασόβαρα θέματα.

            Η διένεξη αυτή είναι, βέβαια, αντάξια των ελληνικών παραδόσεων. Θυμηθείτε πως, λίγο πριν απ’ τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Αριστείδης έλεγε στον πολιτικό αντίπαλό του Θεμιστοκλή: Εμείς πρέπει να μαλώνουμε και σε άλλες περιστάσεις και μάλιστα τώρα, για το ποιος από εμάς τους δυο θα κάνει στην πατρίδα μεγαλύτερο καλό». Και, φυσικά, ο «δίκαιος» εκείνος υπονοούσε πως το «μεγαλύτερο καλό», τα «πλέω αγαθά», εντοπίζονται στο τσιφτετέλι, στο χασαποσέρβικο, στον χορό της κοιλιάς και στο δίλημμα αν αυτές οι μυσταγωγίες πρέπει να διαδραματίζονται ως ή και μετά τις δύο το πρωί… Άλλωστε και στη «μάχη των εικόνων», που καταμάτωσε το Βυζάντιο του Η΄αιώνα, αντιμάχονταν εικονομάχοι και εικονολάτρες, όπως σήμερα νυχτολάτρες και νυχτομάχοι…

            Δεν θα τολμήσω να πάρω θέση σ’ αυτόν τον δραματικό εθνικό διχασμό. Θα σταθώ, μόνο, σε μια «παράμετρο», που, αυτή, είναι πραγματικά σοβαρή.

            Το θέμα και το θέαμα είναι γνωστό: Όποιος περάσει τις «μικρές ώρες» από πολλούς κεντρικούς ή απόκεντρους δρόμους, θα δει εκατοντάδες νέους, να συνωστίζονται και να περιμένουν με τις ώρες έξω από κάποιες ισόγειες ή ημιυπόγειες πόρτες. Αν έχει την περιέργεια να ρωτήσει γιατί αυτή η σύναξη, θα πληροφορηθεί πως οι «πύλες» εκείνες οδηγούν σε κέντρα νυχτερινά, αποκαλούμενα «ντίσκο» ή «ντανς μπαρ» ή κάπως έτσι (ας μου συγχωρεθεί η αμάθεια) και πως οι νέοι αυτοί -αγόρια και κορίτσια όμορφα και «ευπρεπώς ενδεδυμένα», όπως έλεγαν άλλοτε- περιμένουν να τους επιτρέψει την είσοδο ο σωματώδης κέρβερος που φυλάει την είσοδο του εν λόγω καθιδρύματος.

            Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές και πολύ φιλικά (σε άλλες ώρες και σε άλλους χώρους, βέβαια) με νέους αυτής της ηλικίας -από 15 και πάνω-, που συχνάζουν λίγο ή πολύ σ’ αυτά τα «διασκεδαστήρια».

            «Γιατί πηγαίνετε στις ντίσκο, μίσκο κλπ; Τι κάνετε εκεί»;

            Στο πρόσωπό τους διαγράφτηκε ένα αόριστο ή και αμήχανο χαμόγελο.

            «Για να χορέψετε;», συνέχισα. «Απ’ ό,τι ξέρω, αποκλείεται, αφού ο συνωστισμός είναι τόσος που στέκεστε ώρες κι ώρες όρθιοι, ασάλευτοι, στοιβαγμένοι σαρδεληδόν, μ’ ένα ποτήρι στο χέρι… Για να κουβεντιάσετε; Κι αυτό είναι ανέφικτο, αφού ο θόρυβος των μεγαφώνων είναι τόσο εκκωφαντικός, που δεν μπορείς ν’ ακούσεις ούτε τις σάλπιγγες της Ιεριχούς…».

            Συμφώνησαν, ρητά ή άρρητα. Και πάλι παύση. Ένας-δυο, ωστόσο, εξήγησαν:

            «Περνάμε την ώρα μας… Γνωρίζουμε καινούρια άτομα» (λέξη του συρμού κι αυτή).

            «Πώς τα «γνωρίζετε» μέσα σ’ αυτό το συνωστισμό και το μισοσκόταδο;».

            «Ε, όσο να’ ναι…», ήταν η αόριστη πάλι και λακωνική απάντηση. Κάποιοι, όμως, δείχτηκαν πιο διεξοδικοί:

            «Βαριόμαστε… Βαριόμαστε στο σχολείο. Βαριόμαστε στο σπίτι. Δεν έχουμε με ποιον να μιλήσουμε…».

            «Και πώς «μιλάτε», εκεί, μέσα σ’ αυτό τον ορυμαγδό;».

            «Ε, κάπως…».

            Αλλά οι ελλειπτικές απαντήσεις τους ήταν κιόλας διαφωτιστικές. Τα παιδιά βαριούνται. Το σχολείο δεν τους λέει τίποτα. Στο σπίτι δεν τους λέει κανείς τίποτα -πέρα απ’ τις γονικές κοινοτοπίες. Και πηγαίνουν σε μέρη, όπου δεν μπορούν ίσως να πουν τίποτα, αλλά όπου βρίσκουν «κάτι άλλο» πέρα απ’ τη σχολική και οικογενειακή «έρημο». Έστω μέσα στη «σιωπή» που επιβάλλουν τα μεγάφωνα, αρθρώνουν ένα βουβό διάλογο, έχουν μια «επαφή» με συνομηλίκους και «ομοιοπαθείς» τους, γεύονται μια ελευθερία.

            «Ελευθερία;», αποκότησα να ρωτήσω. Πώς εσείς που -δίκαια- διεκδικείτε την ελευθερία σας, δέχεσθε να υποβάλλεσθε στον έλεγχο ενός «μπράβου» που, κατά τη δική του ανέκκλητη «κρίση», σας επιτρέπει να μπείτε σ’ ένα δημόσιο «μαγαζί»; Δεν είναι εξευτελιστικό για την ελευθερία σας διακίνησης ατόμων και τέρψεων;».

            «Δε γίνεται αλλιώς», ψέλλισαν καρτερικά. «Είναι μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού…».

            Ακόμα κι αυτό, φτάνει να μη «βαριούνται»…

            Όλα τούτα αποτελούν μιαν εξήγηση -και μια καταδίκη. Ή μάλλον τέσσερις:

            Καταδίκη μιας παιδείας, που ιδανικό της είναι ο αποβλακωτικός παπαγαλισμός, ναοί της σχολεία ερειπιώνες, παρεκκλήσια της τα «φροντιστήρια», κρηπίδα της οι εφιαλτικές «γενικές εξετάσεις», τελείωσή της η πολύχρονη φοίτηση σε Α.Ε.Ι., Τ.Ε.Ι. κλπ. που, κι αυτά, αφήνουν τους νέους «άδειους» και άοπλους για τον βιοτικόν αγώνα…

            Καταδίκη της οικογένειας, που μπορεί να τους παρέχει κάποια υλικά μέσα, αλλά δε νοιάζεται κι αυτή παρά για βαθμούς και για «χαρτιά» χωρίς επαύριο. Μιας οικογένειας που, υπεραπασχολημένη με τα δικά της οικονομικά (ή χαρτοπαικτικά) προβλήματα, δεν μπορεί ή δεν σκοτίζεται να ανιχνεύσει των «παιδιών» της τους προβληματισμούς, απορίες, αγωνίες…

            Καταδίκη της πολιτικής, που οι νέοι την αποστρέφονται, μια και διαπιστώνουν γρηγορότατα και καθαρότατα, τις δημαγωγίες της, τους σαλταδορισμούς, την αναξιοπιστία της… μιας πολιτικής που δεν είναι παρά μέσο για τους επιτήδειους και που οι μόνες αξίες της είναι τα «μέσα» και οι «πελατείες» της… μιας πολιτικής που καταβαραθρώνει την εθνική οικονομία και αποθεώνει τις «οικονομισιές» των ημετέρων…

            Καταδίκη, τελικά, μιας κοινωνίας ομφαλοσκόπου και κερδολάγνας, που γεννοβολά καματερά χωρίς να προβλέπει ούτε καν πώς και πού θα χρησιμοποιηθεί ο κάματός τους… που δε σκέφτεται καν αν αυτά τα «γρανάζια» διαθέτουν κάτι περισσότερο από χέρια και «χαρτιά». Μιας κοινωνίας, που ο πιο προσιτός παράδεισός της είναι ο «παράδεισος των ναρκωτικών» -ο ανθρωποβόρος (και μάλιστα, νεοβόρος) Μολώχ και χρυσοφόρος Πακτωλός για τους εμπόρους του, που βρίσκουν πάντα διαύλους για να εισχωρούν ανάμεσα στους νέους, και πόρτες ανοιχτές για ν’ αναχωρούν απ’ τις φυλακές ανενόχλητοι…

            Πελαγωμένοι μέσα σ’ αυτό το πολλαπλό κενό, οι νέοι προσφεύγουν σε άλλα «κενά» -που, αυτά, δεν τους υποχρεώνουν σε τίποτα, δεν τους τάζουν τίποτα πέρα από ένα σύντομο «πασατέμπο», δεν αξιώνουν παρά λίγα χιλιάρικα και «συμμόρφωση προς τις υποδείξεις» των κέρβερων.

            Ωστόσο, οι ίδιοι αυτοί νέοι παραδέχονται πως υπάρχουν κι άλλες «φυγές» και καταφυγές -το εξωσχολικό βιβλίο, η μουσική, το θέατρο, ο κινηματογράφος. Και δεν τις αρνιούνται διόλου. Μπορώ, μάλιστα, να πω, από προσωπική πείρα, πως ένα διόλου αμελητέο μέρος των νέων προσφεύγει σ’ αυτές, πως -από πείσμα «παιδείας» και αδιαφορίας- κατορθώνουν, ν’ αποκτήσουν αποσκευές γνώσης, κρίσης, εκφραστικής ικανότητας, αυτοδίδακτοι βέβαια και αυτόνομοι και αυτόδικοι. Και συνακόλουθα, ανελέητοι για εκείνους που δεν μπορούν ή δεν φροντίζουν, να τους «διδάξουν» τίποτα αληθινά «παιδευτικό», και που τα παιδιά τούς απορρίπτουν συλλήβδην με τη δίκαιη απολυτότητα της νιότης τους.

            Και δεν είναι διόλου τυχαίο πως, τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των νέων που προσφεύγουν σε άξια βιβλία, άξια μουσική, άξιες θεατρικές παραστάσεις και ταινίες, μεγαλώνει ολοένα. Εκεί -μπορώ πάλι, να το βεβαιώσω- δεν «σκοτώνουν την ώρα τους», αλλά κρίνουν με λαγαρό και αυστηρό μάτι, σχολιάζουν και συμπεραίνουν, όσο λίγοι απ’ τους «μεγάλους» το δύνονται.

            Οι απαισιόδοξοι θ’ αντιτείνουν πως οι νέοι αυτοί αποτελούν «μειονότητα». Αλλά κι έτσι αν είναι, «η ζύμη εκ μικράς μεγάλη γίνεται», όπως θα τους απαντούσε ο Αριστοτέλης. Και, ταυτόσημα, ο Απόστολος Παύλος: «Μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί» (λίγη μαγιά προκαλεί ζύμωση σ’ όλο το ζυμάρι).

            Κι αυτή η μαγιά είναι η μόνη αισιόδοξη απαντοχή για το «ζυμάρι» ολόκληρο».

Μάριος Πλωρίτης

 Σοφία Μάνιου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση