ΒΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

0

Συγγραφέας: ΜΑΝΙΟΥ ΣΟΦΙΑ | Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | , στις 06-07-2014

Σοφία Μάνιου

ΒΙΑ  και   ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

                 Βία είναι το φαινόμενο της χρησιμοποίησης δύναμης για τον εξαναγκασμό κάποιου ατόμου (ή κάποιας ομάδας) να δεχτεί κάτι χωρίς τη θέλησή του. Βία μπορεί να ασκηθεί είτε από ένα άτομο είτε από μια κοινωνική ομάδα. «Αποτελεί την πιο προχωρημένη και ακρότατη εκδήλωση της επιθετικότητας», «…είναι η ευτελέστερη, η πιο παράλογη, πιο ασύνετη, πιο άγονη και πιο επικίνδυνη μορφή της επιθετικότητας».

Εγκληματικότητα είναι η υιοθέτηση εχθρικής – επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι στο κοινωνικό σύνολο που εκφράζεται με την παραβίαση των νόμων που διέπουν την κοινωνική ζωή. Αποτελεί το σημαντικότερο φαινόμενο της κοινωνικής παθογένειας.

Σκοπός της βίας είναι:

  • Η απόκτηση, διατήρηση και παγίωση οποιασδήποτε μορφής εξουσίας, η επιβολή.
  • Η πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας, η προώθηση φιλοδοξιών ή συμφερόντων.
  • Η ανάγκη αναγνώρισης και επιβεβαίωσης της αξίας ή της δύναμης, η καταξίωση και η υπερίσχυση.

Το φαινόμενο της βίας δεν είναι βέβαια σύγχρονο. Η επιθετικότητα πάντοτε συνόδευε -και θα συνοδεύει –  τον άνθρωπο. Εκδηλώνεται ως κυρίαρχο μέσο άμυνας και επιβίωσης, ιδιαίτερα στις πρωτόγονες κοινωνίες. Τότε τα ένστικτα δε χαλιναγωγούνταν στο βαθμό που γίνεται σήμερα, αλλά εκφράζονταν ελεύθερα. Το έγκλημα ως μέσο επιβολής εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, ήδη από καταβολής του κόσμου, με τη δολοφονία του Άβελ από τον αδελφό του Κάιν.

Η πάροδος των αιώνων έφερε και την ανάπτυξη του πολιτισμού, την εκλογίκευση και τον εξανθρωπισμό, το σεβασμό στον άνθρωπο και στα δικαιώματά του, τη χαλιναγώγηση των παθών και των ενστίκτων από τις πολιτιστικές αξίες. Παρόλ’ αυτά, η βία δεν εξαλείφθηκε. Πόσα εγκλήματα δε διαπράχθηκαν, για παράδειγμα,  από τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση, και μάλιστα στ’ όνομα του Χριστιανισμού! Το ανησυχητικό είναι πως η βία όχι μόνο δεν περιορίζεται όσο αναπτύσσεται ο πολιτισμός μας, αλλά αντίθετα με τη βοήθεια των τεχνολογικών μέσων παίρνει όλο και περισσότερες μορφές και γίνεται όλο και πιο απάνθρωπη και στυγερή. Έχει μετατραπεί μάλιστα στις μέρες μας σε θέαμα, αισθητική απόλαυση που προσφέρει αφειδώς  η οθόνη της τηλεόρασής μας.

Σήμερα, τα φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας είναι μια σκληρή πραγματικότητα που αναβλύζει από την πολιτική και κοινωνική ανισορροπία του κόσμου μας, από την ηθική κατάπτωσή του, από το γενικότερο πλαίσιο κοινωνικής – ιδεολογικής κρίσης και διαφθοράς.

 Οι μορφές της βίας

 Η βία ασκείται σε επίπεδο προσωπικό (όταν ασκείται βία από το άτομο ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό), διαπροσωπικό (στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που συνδέονται στενά, π.χ. βία στην οικογένεια), κοινωνικό (όταν μια κοινωνική ομάδα ασκεί βία σε μια άλλη), φυλετικό (όταν μια φυλή βιαιοπραγεί εναντίον μιας άλλης), διακρατικό (στις σχέσεις μεταξύ των κρατών).

Η βία μπορεί να πάρει τις ακόλουθες μορφές:

  • Επίσημη ή νόμιμη βία είναι η κρατική βία.
  • Παράνομη βία είναι εκείνη που βάλλει εναντίον του κράτους.
  • Άμεση βία είναι η ωμή, η απροκάλυπτη βία. Συνήθως είναι φυσική, σωματική.
  • Έμμεση βία είναι εκείνη που δεν καταφεύγει στη σωματική δύναμη. Συνήθως είναι ψυχολογική, π.χ. φόβος, εκβιασμός.
  • Φυσική βία.
  • Ψυχολογική βία.
  • Συνειδητή βία: όταν κάποιος βιαιοπραγεί έχοντας πλήρη συνείδηση του σκοπού του.
  • Ασυνείδητη, «τυφλή» ή εκτονωτική βία: όταν εκείνος που βιαιοπραγεί δε φαίνεται να έχει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, π.χ. η βία στα γήπεδα.
  • Επιθετική βία.
  • Αμυντική βία.
  • Γενική βία: όταν στρέφεται ενάντια στο σύνολο των πολιτών.
  • Ειδική βία: όταν στοχεύει ορισμένα άτομα ή συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.
  • Ατομική βία: όταν ασκείται από ένα άτομο.
  • Ομαδική βία: όταν ασκείται από μια οργανωμένη κοινωνική ομάδα.
  • Ο Χουλιγκανισμός: η βία στους αθλητικούς χώρους.
  • Η εγκληματικότητα (αδικίες, απάτες, φόνοι, ληστείες, βιασμοί κτλ.)
  • Η τρομοκρατία.
  • Η πολιτική βία: εκδηλώνεται με πολιτικούς ανταγωνισμούς, διαδηλώσεις, απεργίες, επαναστάσεις, πολιτικές δολοφονίες.
  • Η Επανάσταση.
  • Η βία στις διεθνείς σχέσεις: είναι οικονομική, πολιτική, πολεμική. Σ’ όλες τις μορφές της ισχύει το δόγμα: «Το δίκαιο βρίσκεται στο πλευρό του ισχυροτέρου».
  • Ο πόλεμος: η χειρότερη μορφή βίας.

Πρέπει να διευκρινιστεί πως η εκάστοτε βία μπορεί να συνδυάζει ποικίλες μορφές. Για παράδειγμα, μια επανάσταση μπορεί να είναι πολιτική – αμυντική – συνειδητή – ομαδική βία.

«Ο φαύλος κύκλος διαρκώς επεκτείνεται, γιατί καθένας θεωρεί τη βία που ασκεί σαν αντι-βία. Το «Κράτος» έχοντας το μονοπώλιο του καταναγκασμού και ελέγχοντας τους μηχανισμούς της νόμιμης βίας κτυπά τις δυνάμεις της «ανατροπής». Ισχυρίζεται ότι είναι μια αντι-βία. Η «Επανάσταση», επικαλούμενη την ανάγκη απόλυτης αναγνώρισης του ανθρώπου από τον άνθρωπο και την επιδίωξη του γενικού κοινωνικού καλού, χτυπά την κρατική βία. Η επαναστατική βία αυτοορίζεται και αυτή σαν αντι-βία. Η συνολική βία είναι για όλους μια άμυνα. Την επικαλούνται, μάλλον, σαν άμυνα. Στο βάθος, αυτό προδίδει την τραγική ανασφάλεια της ανθρωπότητας. Όλοι νιώθουν αμυνόμενοι. Αμύνονται επιθετικά, σπασμωδικά υπό το κράτος ενός παραλυτικού επικείμενου κινδύνου. Επειδή ποτέ δεν είναι βίαιος ο αυτάρκης, ο πλήρης εσωτερικά και ιδεολογικά».

Παν. Φωτέας

Η Επιθετικότητα: έμφυτο ή επίκτητο στοιχείο της ανθρώπινης προσωπικότητας;

                 Από τα πρώτα της ήδη βήματα η ανθρώπινη διανόηση είχε θεωρήσει την επιθετικότητα ως βασικό νόμο της ζωής, νόμο της φύσης που διέπει, επομένως, και τη ζωή των ανθρώπων. «Πόλεμος πάντων πατήρ», έλεγε ο Ηράκλειτος, «homo homini lupus» (ο άνθρωπος είναι λύκος για το συνάνθρωπο) ο Πλαύτος και ο Thomas Hobbes  αργότερα επαναλάμβανε: «Η μοίρα του ανθρώπου … είναι πόλεμος πάντων κατά πάντων».

Ψυχολόγοι, ψυχαναλυτές, γιατροί και κοινωνιολόγοι στις αρχές του αιώνα μας επιχείρησαν  την ανατομία της ανθρώπινης επιθετικότητας και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η επιθετικότητα είναι η εκδήλωση ενός ορμέμφυτου, ενός βασικού ζωικού ενστίκτου, σύμφυτου βιολογικά με το ανθρώπινο είδος. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Gabriel Tarde έγραψε πως «η επιθετικότητα δε θα εκλείψει από τη ζωή μας, κι αν ο πόλεμος καταργηθεί». Πίστευε πως η επιθετικότητα είναι ένα ένστικτο, έμφυτο στον άνθρωπο και πως οι κοινωνικοί παράγοντες, όσο κι αν επιδρούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας, δεν είναι ικανοί να ξεριζώσουν την άγρια αυτή φύση του ανθρώπου. Ο Freud συμφωνούσε με τον «ακαταμάχητο» χαρακτήρα του ζωικού ενστίκτου και πίστευε πως στόχος της ανθρώπινης επιθετικότητας ( της καταστροφής, αλλά και της αυτοκαταστροφής) είναι η εξυπηρέτηση  του «ενστίκτου του θανάτου» (όπως  η σεξουαλικότητα εξυπηρετεί το «ένστικτο της ζωής». Ο Γάλλος γιατρός  Λεμπουαγιέ πίστευε πως η βία είναι ένα φαινόμενο φόβου. Εξηγούσε μάλιστα πως «ένα ζώο επιτίθεται τη στιγμή που φοβάται ότι θα κινδυνεύσει από τον αντίπαλό του». «Χτυπάς, για να μη χτυπήσουν την αμφίβολη ύπαρξή σου». Επομένως, η επιθετικότητα οφείλεται στο φόβο και στόχο έχει την επιβίωση.

Στο ένστικτο της επιβίωσης βασίζεται η επιθετικότητα και κατά την άποψη του νομπελίστα βιολόγου Konrad Lorenz, που υποστηρίζει πως η επιθετικότητα «είναι ένα θεμελιακό μέρος της οργάνωσης των ενστίκτων για τη διατήρηση της ζωής». Το άτομο επιτίθεται, για να επιζήσει, για να εξασφαλίσει την ύπαρξή του. Βέβαια, ο Λόρεντς αποδέχεται την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος και πιστεύει ότι χωρίς τη «μαθητεία» του σ’ αυτό «ο άνθρωπος θα ήταν ανεύθυνο πιόνι των ενστικτωδών παρορμήσεών του. Κάθε πολιτισμένη κοινωνική ζωή προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος θα μάθει να κυριαρχεί στα ένστικτά του. Οι ενστικτώδεις παρορμήσεις του και ο συνειδητός έλεγχός τους, που επιβάλλεται από την κοινωνία, σχηματίζουν ένα ενιαίο σύστημα, στο εσωτερικό του οποίου οι δυο αυτοί παράγοντες είναι συμπληρωματικοί». Αλλά «μια ελάχιστη αύξηση της μείωσης της δόσης στη μία ή στην άλλη πλευρά, προκαλεί ανωμαλίες, πολύ πιο εύκολα απ’ όσο φαντάζονται όλοι όσοι έχουν την τάση να πιστεύουν στην παντοδυναμία της ανθρώπινης λογικής και εκπαίδευσης. Ο βαθμός στον οποίο ο άνθρωπος κατορθώνει ν’ αντισταθμίζει τα ένστικτά του και να κυριαρχεί πάνω σ’ αυτά, είναι δυστυχώς πολύ περιορισμένος». Πιστεύει πως οι άνθρωποι με «ελαττωματική συναισθηματικότητα» έχουν ελάχιστες πιθανότητες να μεταβληθούν σε κοινωνικά άτομα, άρα είναι πλάνη η πίστη στην παντοδυναμία της κοινωνικής εκπαίδευσης.

                «…Στις διαλέξεις του στην κλινική Μένινγκερ της Τοπέκα, ο Φρ. Χάκερ ανέφερε την περίπτωση ενός νεαρού δολοφόνου που υποβλήθηκε σε ψυχοθεραπευτική αγωγή. Ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα θεωρήθηκε «θεραπευθείς» και αφέθηκε ελεύθερος. Σχεδόν αμέσως διέπραξε δεύτερο φόνο και στη συνέχεια άλλους τρεις. Χρειάστηκε να περιμένουν να εκτελέσει ο εγκληματίας το πέμπτο θύμα του, για να δεχτεί η κοινωνία, η διαπνεόμενη από ανθρωπιστικές, δημοκρατικές και μπηχεβιοριστικές αρχές, ότι ο άνθρωπος αυτός αποτελούσε δημόσιο κίνδυνο». (Κ. Λόρεντς)

                Υπάρχουν όμως και οι αντίθετες απόψεις των μπηχεβιοριστών και θεωρητικών του «περιβάλλοντος», που υποστηρίζουν ότι η βία  δεν είναι φαινόμενο ατομικής ψυχολογίας (ένστικτο), αλλά κοινωνικό προϊόν, επίκτητο χαρακτηριστικό της ψυχολογίας του ανθρώπου, αντανάκλαση ενός βίαιου κοινωνικού περιβάλλοντος. Πιστεύουν πως το άτομο εξωθείται στην επιθετικότητα από κοινωνικές επιδράσεις, που είναι πάντοτε ισχυρότερες από τις έμφυτες τάσεις του.

«…Η επιθετικότητα και η βία μπορεί ν’ αποτελούν ενστικτώδικες ανθρώπινες παρορμήσεις, από εκείνες μάλιστα που θεωρούνται κατώτερες και ακατέργαστες. Δεν αποτελούν όμως αληθινά ένστικτα ζωής, όπως το ένστικτο της αναπαραγωγής ή της αναζήτησης της τροφής. Η αντίθετη άποψη εκπορεύεται από φιλοσοφίες ολοκληρωτικές και υπήρξε πάντοτε θεωρητικό υπόστρωμα για τη δικαιολογία των εγκλημάτων της βίας της κάθε εποχής, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας». (Ν. Ζακόπουλος)

                Όπως πάντα, η αλήθεια βρίσκεται στη μέση. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως το ένστικτο της επιβίωσης (άρα και της επιθετικότητας) θα χαρακτηρίζει παντοτινά την ανθρώπινη φύση. Υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ένα ζωικό ψυχολογικό υπόστρωμα που μορφοποιείται μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, ανάλογα με τις εμπειρίες, τα ερεθίσματα, την επίδραση από τις πολιτιστικές αξίες. Δεν παύει όμως ποτέ να υπάρχει και να εκδηλώνεται, κάθε φορά που οι συνθήκες το ευνοούν…

«…Φυσικά, τα ίχνη αυτά του «αγρίου» που εξακολουθεί να υπάρχει μέσα μας, δεν τα αντιλαμβανόμαστε στις ομαλές καταστάσεις μιας ήρεμης και ειρηνικής ζωής. Τότε ο ψυχικός μας κόσμος παρουσιάζει μια επιφάνεια εξαιρετικά στιλπνή και περιποιημένη. Είμαστε σε όλα πολύ καθώς πρέπει άνθρωποι, με αντιλήψεις πολιτισμένες, αισθήματα ήμερα και νόμιμες, κατά πάντα θεμιτές εφέσεις. Μόλις όμως φουρτουνιάσει η ζωή μας, μόλις μπλεχτούμε σε περιπέτειες ταραγμένες και απροσδόκητες -πολέμους, λοιμούς, λιμούς, καταποντισμούς,  αγωνίες της ερωτικής και της οικονομικής ζωής, έριδες κάθε λογής και τα παρόμοια- τότε σπάζει η ωραία γυαλιστερή κρούστα, κρατήρες ανοίγονται απάνω στην επιφάνεια της ψυχής και από τα έγκατά της ανεβαίνει φλόγα ανακατεμένη με λάσπη – η λάβα της βαρβαρότητας, της αγριότητας, του πρωτογονισμού. Ξαναγινόμαστε άνθρωποι της νεολιθικής, της παλαιολιθικής εποχής, άγριοι των σπηλαίων, εκείνα τα τρομαγμένα, τα σκληρά και αδυσώπητα όντα του καιρού των παγετώνων… Μισούμε, φθονούμε, χαιρεκακούμε, αρπάζουμε, σπαράζουμε, ζευγαρώνουμε σαν άνθρωποι της προκατακλυσμιαίας εποχής -με τρόπους όμως «εξελιγμένους», είτε στα μέσα είτε στα προσχήματα, στις ιδεολογικές καλύπτρες των πράξεών μας. Εδώ μόνο εκδηλώνεται η «καλλιέργεια» και ο «εξευγενισμός» μας. Δηλαδή για να το πούμε ωμά, στην προσποίηση…». (Ευ. Παπανούτσος)

                Ο Erich Fromm διακρίνει δύο είδη επιθετικότητας: την «καλοήθη» ή «αμυντική» επιθετικότητα, αυτήν την τάση που ενεργοποιείται και εκδηλώνεται, όταν κινδυνεύει το άτομο, όταν απειλούνται τα ζωτικά του συμφέροντα. Αυτό το είδος της επιθετικότητας χαρακτηρίζει όλα τα ζώα, γιατί εξυπηρετεί την επιβίωση. Απ’ την άλλη, υπάρχει η «κακοήθης» επιθετικότητα, η καταστροφικότητα και η σκληρότητα που δε στηρίζεται σε ζωτικά συμφέροντα. Ο άνθρωπος σκοτώνει πληγώνει, επιτίθεται, όχι για να επιβιώσει, όχι γιατί κάποιος τον απειλεί, αλλά για να επιτεθεί, να επιβληθεί, να έχει εξουσία, να νιώσει την ικανοποίηση της καταστροφής…

«…Αν κρίνουμε τους ανθρώπους απ’ τους μυστικότερους πόθους και τα ένστικτά τους, η ανθρωπότητα αποτελείται από μια σπείρα δολοφόνων», έλεγε ο Φρόυντ. (Κι όχι μόνο απ’ τους μυστικούς πόθους τους, αλλά κι από πλήθος φανερότατες κι «ενδοξότατες» πράξεις τους. «Αν εξαιρέσουμε ορισμένα τρωκτικά, κανένα άλλο σπονδυλωτό δε συνηθίζει να σκοτώνει άτομα του ίδιου είδους. Κανένα άλλο ζώο δεν αντλεί πραγματική ευχαρίστηση με την επιβολή μιας σκληρής συμπεριφοράς πάνω σ’ ένα άλλο της ίδιας οικογένειας», γράφει ο Άντονυ Στορρ. Κι ο N. Tinbergen: «Από τη μια μεριά, ο άνθρωπος συγγενεύει με πολλά είδη ζώων σε τούτο: ότι πολεμάει το είδος του. Απ’ την άλλη, μόνος αυτός  μέσα στις χιλιάδες είδη που πολεμάνε, διαλύεται σ’ αυτόν τον πόλεμο… Ο άνθρωπος είναι το μόνο είδος που επινόησε μαζικές δολοφονίες, είναι η μόνη παραφωνία μέσα στην ίδια του την κοινωνία». Κι όλοι συμφωνούν πως αυτή η επιθετικότητα -ιδιαίτερα «στην πολιτισμική και τεχνολογική κατάσταση όπου βρίσκεται σήμερα ο άνθρωπος»- αποτελεί «το πραγματικό πρόβλημα και τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ύπαρξη του ανθρώπινου είδους». Είναι πασίγνωστο, άλλωστε, πως αυτή τη «ροπή καταστροφής» την αξιοποίησαν στο έπακρο οι κάθε είδους φασισμοί και ολοκληρωτισμοί…

                Τι, όμως, προκαλεί αυτή την «κακοήθη επιθετικότητα»; Κάποια έμφυτη «κακότητα» του ζώου «άνθρωπος», κάποιο «ένστικτο καταστροφής»; Ή ένα «πάθος» (ένα «ακόλαστο πάθος»), καρπός κι αυτό ειδικών βιοτικών και κοινωνικών παραγόντων και συνθηκών;

                Δύσκολα θ’ αρνηθεί κανένας πως η ροπή στην καταστροφή, η «καταστροφικότητα», έχει τις ρίζες της στην απομόνωση και στην αδυναμία του ατόμου μέσα κι εμπρός στον κόσμο και στη ζωή…».

                                                                                                                           (Μ. Πλωρίτης)

 

 ΒΙΑ   και  ΕΞΟΥΣΙΑ

                 Στην  ελληνική μυθολογία η Βία είναι η προσωποποίηση της υπέρτερης δύναμης. Είναι αδελφή του Ζήλου, της Νίκης και του Κράτους και σύμμαχος του Δία, ο οποίος την τιμά ιδιαίτερα και την κρατά πάντα στο πλευρό του, μαζί με τον αδελφό της, το Κράτος (προσωποποίηση της δύναμης, της κυριαρχίας, της εξουσίας). Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του ο Αισχύλος εμφανίζει τη Βία και το Κράτος να παρακολουθούν στον Καύκασο το κάρφωμα του Προμηθέα (του ημίθεου που αψήφησε την εξουσία του Δία) ως εκπρόσωποί  του.

Κάτι, ακόμη, που τεκμηριώνει τη στενότατη σχέση της βίας με την εξουσία είναι ότι στη λατινική γλώσσα μια μόνο λέξη δηλώνει και τη βία και τη δύναμη: «vis». Η βία είναι δύναμη, λοιπόν, και την εξουσία μπορεί να έχει μόνον εκείνος που χρησιμοποιεί τη βία.

                «…Φυσικά, δεν πρόκειται για προνόμιο του καιρού μας. Πέρ’ από απλοϊκές χρηστομάθειες και υποκριτικές ηθικολογίες, όλοι ξέρουμε (και το μάθαμε «ιδίαις δαπάναις») πως το Κράτος -κάθε Κράτος, από καταβολής Κράτους-, στηρίζεται στη δύναμη και στον καταναγκασμό. […] Επικροτώντας ή κατακρίνοντας, φιλόσοφοι και πολιτειολόγοι αναγνώρισαν, όλοι, το «σκληρό τούτο γεγονός». Απ’ τον ιδεαλιστή Πλάτωνα που δίδασκε πως «ο νομοθέτης πρέπει να χρησιμοποιεί δυο τρόπους για να κάνει σεβαστούς τους νόμους: την πειθώ και τη βία» (Δυοίν χρήσθαι προς τας νομοθεσίας, πειθοί  και βία) ως τον επαναστάτη Σαιν Ζυστ που παραδεχόταν πως «η δύναμη δε δημιουργεί ούτε λογική ούτε δίκιο, κι όμως είναι ίσως απαραίτητη για να επιβάλει το σεβασμό του δικαίου και της λογικής». Κι από τον κομμουνιστή Τρότσκυ, που έλεγε στο Μπρεστ-Λιτόβφσκ πως «κάθε κράτος θεμελιώνεται πάνω στη δύναμη» ως το φιλελεύθερο Μαξ Βέμπερ που υπερθεμάτιζε ότι «στην εποχή μας η σχέση κράτους και βίας είναι εξαιρετικά στενή»…».

Μάριος Πλωρίτης

                «…Φυσικά, η «επίσημη» βία γεννά την «ανεπίσημη» αντίδραση, την εξανάσταση, την επανάσταση -που κι αυτή στη βία καταφεύγει. «Μαμμή κάθε επίτοκης κοινωνίας» την ονόμαζε ο Μαρξ κι ο Μάο Τσε Τουνγκ κήρυττε: «Η εξουσία βρίσκεται στην άκρη του όπλου μας».

                Για τούτο κι επινοήθηκε η διάκριση ανάμεσα στη νόμιμη και στην παράνομη βία. Και νόμιμη, βέβαια, είν’ εκείνη που ασκεί το κράτος με βάση τους νόμους του, τη δικαιοσύνη του, τα όργανά του, ενώ παράνομη εκείνη που ασκείται εναντίον του, αμφισβητώντας τη δικαιοσύνη των νόμων και των οργάνων του. «Το κράτος αποτελεί σχέση κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο, στηριγμένη στο μέσον της νόμιμης βίας (δηλαδή της βίας που θεωρείται νόμιμη)», έγραφε πριν από 55 χρόνια ο Μαξ Βέμπερ.

                Κάθε κράτος έχει την ανάγκη να πείσει για τη νομιμότητα της βίας του, αφού ακρογωνιαίος λίθος της υπόστασής του είναι ο νόμος που (κατά τεκμήριον) εκφράζει τις αντιλήψεις του συνόλου (ή της πλειοψηφίας) των πολιτών του («Όλες οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τη βία -έλεγε ο Βιλφρέντο Παρέτο- κι όλες ισχυρίζονται πως στηρίζονται στη λογική»). Ενώ, παράλληλα, πρέπει το κράτος να πείσει για την ανομία, για το αδικαιολόγητο, για την εγκληματικότητα της εναντίον του βίας. Κι οι λόγοι δεν είναι «ηθικοί», αλλά καθαρά πρακτικοί: το όπλο της νομιμότητας (δηλαδή, η απειλή κυρώσεων για τους παραβάτες) δεν έχει μικρότερη εμβέλεια απ’ τα πραγματικά πυροβόλα, για την πρόληψη της αντικρατικής βίας ή για την αντίκρουση και την καταστολή της. Πολύ περισσότερο σήμερα, όπου το κράτος «διεκδικεί μ’ επιτυχία το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας -λέει πάλι ο Μαξ Βέμπερ- και θεωρεί πως είναι η μοναδική πηγή του «δικαιώματος» προσφυγής στη βία»… Όπως πάντα, όπως σ’ όλα, η βία είναι ιερή και σώτειρα όταν την κραδαίνουν τα χέρια των κρατούντων, αλλά είναι ανίερη και προδοτική, όταν τολμούν να την αγγίξουν τα’ ακροδάχτυλα των «κρατουμένων»…

                Άλλο το θέμα αν ο αμφισβητίας, ο εξεγερμένος, ο επαναστάτης θεωρεί πως νόμιμη και δίκαιη είναι η δική του βία, και παράνομη η βία του κράτους, αφού στηρίζεται σε νόμους άδικους γι’ αυτόν. Άλλο το θέμα αν το ίδιο το κράτος ξεπερνά συχνά τα όρια της «νόμιμης» βίας και καταφεύγει σε βία που, ακόμη και με τα δικά του τα κριτήρια, καταντά «παράνομη». Όπως πάντα, όπως σ’ όλα, η «νομιμότητα» που (υποτίθεται ότι) την καθορίζει ο απρόσωπος κι αντικειμενικός νόμος, γίνεται υπόθεση καθαρά υποκειμενική, που «χρωματίζεται» έτσι ή αλλιώς ανάλογα με το πρίσμα -και τα συμφέροντα- του εκάστοτε κρίνοντος ή βιάζοντος.

                Όλοι ξέρουμε τα απλά τούτα. Κι όλοι ξέρουμε (και πώς!) τις μορφές που παίρνει η «επίσημη» βία: γενική και ειδική, φυσική και ψυχολογική. Ειδική, όταν σκοπεύει ορισμένα άτομα ή ομάδες εξεγερμένες ή και μόνο ύποπτες (ταξικά, φυλετικά κτλ.). Γενική, όταν στρέφεται εναντίον του συνόλου των πολιτών, που θεωρούνται υποψήφιοι «εχθροί»… Για τους πρώτους, τους λίγους, τους επώνυμους, χρησιμοποιείται τόσο η φυσική όσο και η ψυχολογική βία, ενώ πάνω στους δεύτερους, τους πολλούς, τους ανώνυμους, δεν μπορεί ν’ ασκηθεί παρά μόνο η δεύτερη.

                Κι όλοι ξέρουμε (και πόσο!) ότι για τα’ αντιδραστικά, τυραννικά, ολοκληρωτικά καθεστώτα η βία δεν είναι στήριγμα μόνο, αλλά υπαρξιακή ανάγκη, απαράβατος όρος της υπόστασής τους -μαζί, βέβαια, με την άλλη, ομογάλακτη αδερφή της, την απάτη. Τα καθεστώτα που μοναδικό τους νόμο έχουν την αυθαιρεσία και μοναδικό τους μέσον την καταπίεση, δεν μπορούν ν’ αναπνεύσουν, παρά με τους τεχνητούς πνεύμονες της εξαπάτησης που παρουσιάζει την ανομία για νομιμότητα, και της βίας που επιβάλλει τη συμμόρφωση με τις επιταγές αυτής της κίβδηλης νομιμοφάνειας. «Πραγματική κυριαρχία υπάρχει μόνο εκεί όπου υπάρχει πραγματική υποταγή» έγραφε ο Χίτλερ στο διαβόητο «Αγώνα» του. Και την υποταγή ενός ολόκληρου λαού, την εξασφαλίζει, πάνω απ’ όλα, η ψυχολογική βία, ο φόβος…».

Μάριος Πλωρίτης

 ΤΑ  ΑΙΤΙΑ  ΤΗΣ  ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ  ΒΙΑΣ

 «Θερίζεις  αυτό που σπέρνεις. Η βία πάντα προκαλεί τη βία».

                                                                              Shelley

 1.    To ένστικτο της επιθετικότητας εντείνεται ιδιαίτερα  στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, με τους απάνθρωπους όρους διαβίωσης. Η αλλοτριωμένη, επικίνδυνη, ασφυκτική, αγχωτική ζωή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτές προκαλεί αυτό που ο K. Lorenz ονομάζει «αστική απόγνωση».
          «Πολυάριθμα πειράματα που έχουν γίνει σε ζώα έδειξαν ότι η επιθετικότητα μεταξύ ζώων του ίδιου είδους μπορεί ν’ αυξηθεί απ’ το συνωστισμό. Όποιος δεν έτυχε να βρεθεί σε αιχμαλωσία ή σε όποια ανάλογη κατάσταση, όπου συγκεντρώνονται διά της βίας πολυάριθμα άτομα, είναι ανίκανος να φανταστεί σε ποιο βαθμό έντασης μπορεί να φτάσει κι ο ελάχιστος ερεθισμός… Η γενικευμένη έλλειψη προσήνειας, που μπορούμε να παρατηρήσουμε σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις, είναι ανάλογη -και αυτό είναι φανερό- προς την πυκνότητα των ανθρώπινων μαζών που βρίσκονται συναθροισμένες σε ορισμένες περιοχές…» (Κ. Lorenz)
2.    Την εγκληματικότητα υποθάλπει και η ανωνυμία μέσα στην απρόσωπη γιγαντούπολη. Στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, όχι μόνον είναι αφόρητα ενοχλητική η παρουσία του συνανθρώπου, αφού περιορίζει την ελεύθερη δραστηριότητα, αλλά και οι σχέσεις των ανθρώπων είναι απρόσωπες, τυπικές συμβατικές. Η έλλειψη της ουσιαστικής επαφής , το αίσθημα της μοναξιάς και της αδιαφορίας του περίγυρου, σε συνδυασμό με το άλλοθι της ανωνυμίας μέσα στη μάζα, αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την εκδήλωση της εγκληματικότητας.
3.    Ο σκληρός ανταγωνισμός των ανθρώπων σήμερα, ο πάση θυσία υποσκελισμός των άλλων για την επιβολή, την υπεροχή και την καταξίωση, εύκολα οδηγεί στην εκμετάλλευση των συνανθρώπων, στην καταπάτηση των δικαιωμάτων του.
4.    Η καταξίωση μέσω της ευζωίας, της υλικής επιτυχίας, έχει διαποτίσει την ψυχή του ανθρώπου. Η «ευτυχία» που υπόσχεται, όμως, ο υλικός ευδαιμονισμός δεν είναι προσιτή στον καθένα και έτσι συχνά υλοποιείται με αθέμιτα μέσα. Μια κοινωνία που έχει θέσει ως υψηλότερο στόχο και ιδανικό των ανθρώπων της την κατανάλωση και τον πλουτισμό δεν μπορεί παρά να προσανατολίζει τα μέλη της στην πάση θυσία απόκτηση του χρήματος. Η παρανομία  είναι ένας δρόμος εύκολος και πολύ δελεαστικός.
5.    Απόρροια του υλιστικού και ανταγωνιστικού χαρακτήρα της κοινωνίας μας είναι και η υπερίσχυση του ατομικού συμφέροντος εις βάρος του κοινωνικού. Η φετιχοποίηση του ατομικού κέρδους παραγκωνίζει το σεβασμό της αξίας και των δικαιωμάτων των συνανθρώπων και εξασθενίζει την κοινωνική συνείδηση, την πίστη στην υγεία του συνόλου.
6.    Η κοινωνικοποίηση των νέων είναι το ευρύτερο πλαίσιο της αναζήτησης των αιτίων της εγκληματικότητας.

          Αφενός, οι νέοι μιμούνται και ενστερνίζονται τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά των μεγάλων. Έχει ειπωθεί πως «Η νεαρή βαρβαρότητα έχει ενήλικους γονείς» και είναι απόλυτα σωστό. Οι ώριμοι δεν αποτελούν υγιή πρότυπα για τους νέους ή  δεν καταφέρνουν -ελλείψει χρόνου και διάθεσης- να ηθικοποιήσουν τους νέους, να τους διδάξουν την υπευθυνότητα.

Αφετέρου, τα υποκριτικά ηθικά κηρύγματα οδηγούν την ευαίσθητη και αγνή ψυχή των νέων στην εξέγερση, στην αγανάκτηση και στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς. Η ζωτικότητα των νέων μεταβάλλεται σε επιθετικότητα και καταστροφικότητα με τη συνειδητοποίηση της υποκρισίας, της απανθρωπιάς, της αδικίας , που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας. Η κοινωνική ανισότητα πληγώνει την ευαισθησία τους, ενταφιάζει τα όνειρά τους και γαλβανίζει την αγανάκτησή τους. Ορισμένοι οδηγούνται στην περιθωριοποίηση, επιτίθενται στο κατεστημένο, παρασύρονται λόγω της νεανικής ορμής σε μορφές αρνητικής αμφισβήτησής του και οδηγούνται αναπόφευκτα στη βίαιη και εγκληματική συμπεριφορά.

7.    Η παρόξυνση της επιθετικότητας ως ανάγκης για  εκτόνωση  οφείλεται και στο άγχος που προκαλεί  ο ψυχοφθόρος  τρόπος ζωής στην κοινωνία μας. Η ψυχολογική πίεση που υφίσταται ο άνθρωπος στην εποχή μας είναι φαινόμενο καθημερινό σε κάθε τομέα της δραστηριότητάς του: στην οικογενειακή ζωή, στο χώρο εργασίας και αλλού.

8.    Η ανεργία, ένα συνεχώς διογκούμενο πρόβλημα στην εποχή μας, έχει ως συνέπεια την περιθωριοποίηση των ατόμων που στερούνται το δικαίωμα στην εργασία. Ο άνεργος δεν εντάσσεται οργανικά στο σύνολο, επομένως στερείται κοινωνικής συνείδησης.  Δεν μπορεί να σεβαστεί τους νόμους και τις αξίες μιας κοινωνίας που τον αρνείται, μιας κοινωνίας που δεν αναγνωρίζει το δικαίωμά του στη ζωή. Έτσι, λοιπόν, εξωτερικεύοντας την αγανάκτηση και την πικρία του, εύκολα υιοθετεί αντικοινωνική συμπεριφορά. Εξάλλου, είναι επιτακτική η ανάγκη της επιβίωσης ή της υλοποίησης του καταναλωτικού οράματος. Άρα το έγκλημα γίνεται συχνά η μόνη διέξοδος.

Εξάλλου, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, όλος ο δυναμισμός, η ενεργητικότητα του ατόμου, πρέπει οπωσδήποτε  να βρει διέξοδο, να διοχετευτεί σ’ ένα έργο. Όταν, λοιπόν, το άτομο δεν εκφράζει τη ζωτικότητά του δημιουργικά, στρέφεται στην καταστροφή, όχι μόνο για να εκτονωθεί, αλλά και για να αποδείξει την ύπαρξή του.

Επομένως, σε βίαιες και καταστροφικές ενέργειες οδηγεί γενικότερα η έλλειψη του αισθήματος της δημιουργίας. Είναι ένα κενό που δε χαρακτηρίζει μόνο τους άνεργους, αλλά και πολλούς από τους εργαζόμενους της εποχής μας, λόγω της μηχανοποίησης και της αλλοτρίωσης στον τομέα της εργασίας.

          «… Η βία γοητεύει, γιατί είναι η άλλη όψη του μόνου πράγματος που ο άνθρωπος μοιράζεται με το Θεό: της ικανότητας για δημιουργία. Η δημιουργία χρειάζεται ταλέντο και η βία όχι, αλλά και οι δύο δίνουν τα ίδια αποτελέσματα: μεταμορφώνουν τη φυσική ύλη, προσφέρουν μια διέγερση… και μια αίσθηση δύναμης…». (Antony Berdges)

9.    Η γενικότερη πολιτιστική – ηθική κρίση της εποχής μας  ευνοεί την ανάπτυξη της εγκληματικότητας. Η κρίση των θεσμών και των αξιών, η κατάρρευση των ιδανικών, η έλλειψη σταθερών ηθικών σημείων αναφοράς, στερούν από τον άνθρωπο της εποχής μας τα απαραίτητα ηθικά ερείσματα για μια αξιοπρεπή ζωή

«…Αξιώματα ηθικά, όπως ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, ανασταλτικά, όπως ο φόβος της τιμωρίας και η ντροπή για τον κοινωνικό διασυρμό που συνεπάγεται η αδικοπραγία και, τέλος, η έμφυτη αποστροφή προς αυτή την ίδια την πράξη βίας, δείχνουν να έχουν αμβλυνθεί, υποχωρήσει, σχετικοποιηθεί. Τη θέση τους στον κατάλογο αξιών των εφήβων και ενηλίκων καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο ο πάση θυσία ευδαιμονισμός, η εύκολη, περιστασιακή διασκέδαση, η με κάθε τρόπο «εκτόνωση» κάθε απωθημένου. Χωρίς αναστολές, επιφυλάξεις, δισταγμούς…». (Εφ.  Μεσημβρινή, 12/5/82)

      «… Ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει την ίδια του τη ζωή και αυτή των συνανθρώπων του σαν κάτι χωρίς νόημα, δεν είναι απλώς δυστυχής, αλλά και σχεδόν ανάξιος να ζει…». (Αλ. Άινστάιν)

10.    Η ροπή του σύγχρονου ανθρώπου προς τη βιαιοπραγία και την εγκληματική συμπεριφορά πηγάζει και από το κενό της ανθρωπιστικής παιδείας που διακρίνει την εποχή μας. Οι τεχνοκρατικοί προσανατολισμοί της κοινωνίας μας και τα υλιστικά οράματα των μελών της δεν αφήνουν περιθώρια ενασχόλησης με τις ανθρωπιστικές σπουδές, με αποτέλεσμα να παρατηρείται έλλειψη ιδεολογικών και ηθικών προσανατολισμών, αμοραλισμός και ανευθυνότητα, κατάρρευση του ανθρωπισμού. Μόνον η ανθρωπιστική παιδεία θα μπορούσε να εγγυηθεί το σεβασμό στην αξία του ανθρώπου και στα δικαιώματά του.

«Ο άνθρωπος ως ηθικό πρόσωπο, επομένως ως πρόσωπο ιερό κι αξιοσέβαστο, πέθανε. Επομένως, κάθε μορφή βίας και τρομοκρατίας σε βάρος του είναι πια ανεκτή». (Κ. Τσιρόπουλος)

11. Τα Μ.Μ.Ε. δεν είναι άμοιρα ευθυνών για τη διόγκωση των φαινομένων βίας και εγκληματικότητας, αφού προβάλλουν διαρκώς τη βία ως τρόπο ζωής,  μέσο επίλυσης των διαφορών και υπερίσχυσης. Οι νέοι εθίζονται σταδιακά στη βία, εξοικειώνονται μ΄ αυτήν τη στάση ζωής. Ηρωοποιούν τους δολοφόνους και όλους όσους επιβάλλονται με τη σωματική τους δύναμη  -η δύναμη είναι εκείνη που καθορίζει το δίκαιο. Η μίμηση των προτύπων είναι ένας από τους ισχυρότερους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης των παιδιών και των εφήβων. Όσοι παρακολουθούν βίαιη συμπεριφορά ασυνείδητα και σταδιακά την ενστερνίζονται και την εκδηλώνουν, όταν βρεθούν υπό την επίδραση ευνοϊκών παραγόντων.

Υπάρχει, βέβαια, και η  αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία, η προβολή της βίας και του εγκλήματος από τα Μ.Μ.Ε. όχι μόνον είναι αναπόφευκτη (αφού αυτά αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα), αλλά και αναγκαία για την κοινωνικοποίηση των νέων, για την ομαλή προπαρασκευή της ένταξής τους σ΄ έναν κόσμο σκληρό, ανταγωνιστικό και βίαιο. Πρέπει να αποδεχτούμε εν μέρει την ορθότητα της άποψης αυτής, όμως δεν πρέπει να αποπροσανατολιστούμε από την ουσία του προβλήματος. Το πρόβλημα δεν είναι η προβολή της βίας, αλλά η αναγωγή της σε τρόπο ζωής. Το πρόβλημα δεν είναι η προβολή των εγκληματιών, αλλά η μυθοποίηση και η ειδωλοποίησή τους. To πρόβλημα εντέλει δεν είναι η προβολή της βίας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται και ο κίνδυνος για τα παιδιά και τους νέους έγκειται στην έλλειψη δυνατότητας για κρίση και κατάκρισή της.

12. Ευθύνες, όμως, για την επίταση του εγκλήματος βαρύνουν και τους θεσμούς της Πολιτείας που είναι αρμόδιοι για την καταστολή του. Φαινόμενα διαφθοράς ή εγκληματικής συμπεριφοράς δε λείπουν, δυστυχώς, και μέσα στους κόλπους του διωκτικού μηχανισμού. Το σωφρονιστικό σύστημα, εξάλλου, συχνά αναπαράγει την εγκληματικότητα, αντί να σωφρονίζει και να μεριμνά για την ομαλή επανένταξη του εγκληματία στο κοινωνικό σύνολο.

 ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ –ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 Α.  Για το θύτη –δράστη

1. Ηθική εξαχρείωση του ατόμου

– η βία παρέχει διέξοδο στα ζωώδη ένστικτα, στα καταστροφικά πάθη.

– περιορίζει τη δυνατότητα αυτοελέγχου.

– περιστέλλει/υπονομεύει την εσωτερική / ηθική ελευθερία.

– καθιστά τον άνθρωπο δέσμιο των παθών του, άθυρμα των παρορμήσεών του.

– εκφυλίζει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια, την αξία του ως ανθρώπου.

2.    Ατομικισμός –ανευθυνότητα

– ο εγκληματίας δε σέβεται τους συνανθρώπους του, τον τυφλώνει το ατομικό συμφέρον.

– φανατίζεται.

– γίνεται ρατσιστής.

– ενισχύεται στη συνείδησή του η πίστη στη βία ως μέσο επίλυσης των διαφορών  και επιβολής του ισχυροτέρου.

– υποστηλώνεται το πνεύμα της βίας και όχι του διαλόγου.

– πιστεύει πως υπερέχει η δύναμη και όχι το δίκαιο, η λογική ή ο ανθρωπισμός.

– κατακρημνίζονται εντός του οι ηθικές αξίες.

 

Β. Για το θύμα ή το υποψήφιο θύμα (όλοι είμαστε υποψήφια θύματα)

3.Φαλκίδευση των κυριότερων ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών

– ζωή, τιμή, ασφάλεια, περιουσία, ελευθερία σκέψης –έκφρασης – δράσης.

– υπονόμευση της ποιότητας της ζωής.

– πλήγμα στα ιδεώδη του ανθρωπισμού.

 

4.Αύξηση του άγχους της επιβίωσης

– ανασφάλεια, φόβος, αγωνία.

– διαρκής αμυντική στάση απέναντι στο συνάνθρωπο, που θεωρείται πιθανός εχθρός.

– υπονόμευση της ψυχικής γαλήνης.

 

Γ. Για το κοινωνικό σύνολο

5. Ένταση της κρίσης στις ανθρώπινες σχέσεις

– δυσπιστία, καχυποψία, φόβος, μίσος για το συνάνθρωπο.

– φαινόμενα εκδίκησης και αυτοδικίας (η βία προκαλεί τη βία).

– ανταγωνισμός, υποσκελισμός και εκμετάλλευση των άλλων, ατομικισμός.

-ρατσισμός.

 

6.Διατάραξη της κοινωνικής τάξης

– διασαλεύεται η κοινωνική συνοχή.

-τορπιλίζεται η κοινωνική γαλήνη.

– δυναμιτίζεται η αρμονική συνύπαρξη.

– υπονομεύεται η κοινωνία δικαίου.

– διογκώνονται τα κοινωνικά προβλήματα (ανισότητα, αδικία, εκμετάλλευση κ.ά).

– αναπαράγεται – πολλαπλασιάζεται η κοινωνική παθογένεια.

– δυσλειτουργούν οι θεσμοί.

– τροχοπεδείται η κοινωνική ανάπτυξη, η πρόοδος.

– γνωρίζει έξαρση η αρνητική αμφισβήτηση του κατεστημένου.

7.    Πλήγμα στο ιδεώδες της δημοκρατίας και στην ομαλή λειτουργία μιας ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας, που θεμελιώνεται στην πειθαρχημένη ελευθερία, στην υπευθυνότητα, στον αμοιβαίο σεβασμό.

8.    Τρομοκρατία – αναρχία

(εκτός από όλες τις προηγούμενες συνέπειες)

– εκφυλίζουν και βεβηλώνουν ιερές αξίες και θεσμούς.

– με την τυφλή τους βία βάλλουν εναντίον αθώων.

– δεν πολεμούν το κατεστημένο, αντίθετα το ενισχύουν, καθώς:

– δικαιώνουν στη συνείδηση των πολιτών τον αυταρχισμό του κράτους, τη βία της εξουσίας, ακόμη κι όταν αυτή είναι παράνομη και καταχρηστική.

– η τυφλή τους βία χρησιμοποιείται έντεχνα από το κράτος ως μέσο εκφοβισμού και συσπείρωσης των πολιτών κάτω από τις προστατευτικές «φτερούγες» του κατεστημένου.

– οι ενέργειές τους συχνά λειτουργούν ως μέσο αποπροσανατολισμού των πολιτών από άλλα ουσιωδέστερα προβλήματα.

9.    Χουλιγκανισμός

(εκτός από όλες τις προηγούμενες συνέπειες)

– καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.

– εκφυλισμός του αθλητικού ιδεώδους.

10. Βία στις διακρατικές σχέσεις

α) Κατίσχυση του δικαίου της πυγμής

– τροχοπέδη στο διεθνισμό

– εκμετάλλευση των ασθενέστερων κρατών από τις Μ. Δυνάμεις.

– διαιώνιση της ανισότητας και της αδικίας μεταξύ των εθνών.

– περιστολή της ανεξαρτησίας των λαών – εθνών.

β) Πόλεμος: γενική καταστροφή: οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, ηθική οπισθοδρόμηση της ανθρωπότητας.

Πώς μπορούμε ν’ απαλείψουμε τη βία από τη ζωή μας;

1.    Με την υπεύθυνη αγωγή – κοινωνικοποίηση μπορούμε:

  • Να εθίσουμε από νωρίς τα παιδιά στον έλεγχο της επιθετικότητάς τους.
  • Να τους διδάξουμε πως η αμοιβαία κατανόηση και η συνεργασία είναι η σωστή βάση για τις σχέσεις τους με τους συνανθρώπους.
  • Να τους εμφυσήσουμε την πίστη στο διάλογο και στην πειθώ, ως μόνα μέσα επίλυσης των διαφορών τους.
  • Να καλλιεργήσουμε την υπευθυνότητά τους, τη συνείδηση των υποχρεώσεων απέναντι στο σύνολο.

2.    Με τη μόρφωση, και ειδικότερα με την ανθρωπιστική παιδεία, μπορούμε να οδηγήσουμε τον άνθρωπο στον εξανθρωπισμό, στον αυτοσεβασμό, στο σεβασμό της αξίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
3.    Εξάλλου, η πνευματική καλλιέργεια βοηθά τους νέους να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους και τον κόσμο που τους περιβάλλει, να κατανοήσουν τη δομή και τη λειτουργία της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Έτσι, και την επιθετικότητά τους θα μπορούν ευκολότερα να τιθασεύσουν και θα οδηγηθούν στη γόνιμη αμφισβήτηση του κατεστημένου, σ’ ένα ώριμο ιδεώδες κοινωνικής ανάπλασης, απαλλαγμένου από το πλέγμα της καταστροφικότητας.
4.    Τα Μ.Μ.Ε. μπορούν να γίνουν το αποτελεσματικότερο όπλο στον αγώνα αυτό, γιατί με την τεράστια δύναμη υποβολής  έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλουν ριζικά την κατεστημένη νοοτροπία του ανταγωνισμού και της υπερίσχυσης με μέσο τη βία και τη δύναμη, προβάλλοντας τον ανθρωπισμό και ώριμα, ηθικά πρότυπα. Επιπροσθέτως, η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση των πολιτών όσον αφορά τα βαθύτερα αίτια της βίας και της εγκληματικότητας είναι ανάγκη επιτακτική. Η γνώση του προβλήματος είναι η αρχή της επίλυσής του.
5.    Η Πολιτεία θα καταφέρει να περιστείλει ή και να καταστείλει τη νεανική εγκληματικότητα, όταν θα φροντίζει  για την κοινωνική επανένταξη των νεαρών εγκληματιών, για το σωφρονισμό τους, και όχι για την τιμωρία τους. Αίτημά μας θα πρέπει να είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής στις φυλακές, η ανθρωπιστική μόρφωση των κρατουμένων, η επαγγελματική τους εκπαίδευση και αποκατάσταση, η αναμόρφωσή τους  δηλαδή σε όντα κοινωνικά, που θα σέβονται τους συνανθρώπους και τα δικαιώματά τους. Μόνον έτσι η Πολιτεία θα καταφέρει να μειώσει την υποτροπή στο έγκλημα.
6.    Η Πολιτεία οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της για την άρση όλων των κοινωνικών συνθηκών που κυοφορούν την εγκληματικότητα(ανισότητα, αδικία, ανεργία κτλ.) και για τη δημιουργία ανθρώπινων όρων διαβίωσης. Γιατί, αναμφισβήτητα, οι κοινωνικοί παράγοντες είναι εκείνοι που διαπλάθουν την εγκληματική προσωπικότητα.
7.    Είναι αναγκαίο όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του προβλήματος και να επωμιστούμε τις ευθύνες μας για την επίλυσή του. Για να χτυπήσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του, χρειάζεται κοινωνική ανάπλαση, ριζική αναθεώρηση των αρχών και των αξιών μας, επαναπροσδιορισμός των προτύπων μας. Είναι χρέος μας απέναντι στον εαυτό μας, στα παιδιά μας, στην κοινωνία μας, να πλάσουμε έναν κόσμο ηθικότερο, ομορφότερο, πιο ανθρώπινο, ξεριζώνοντας τη βία από τη ζωή μας…
 

                «… Είχα πάντοτε τη γνώμη ότι δεν είναι δυνατόν να μεταβάλουμε τον κόσμο, αν δεν ξέρουμε καλά την κοινωνία στην οποία ζούμε κι αν δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς και πότε να τη μεταμορφώσουμε. Υψώνοντας σημαίες, χτυπώντας γροθιές στο τραπέζι, καταστρέφοντας και λεηλατώντας, δεν είναι δυνατόν να έχουμε αυτήν την αλλαγή. Δεν είναι ούτε οι βόμβες ούτε τα πυροβόλα όπλα τα μέσα εκείνα που μεταβάλλουν την ιστορία, αλλά η νοημοσύνη, η λογική, η διαλεκτική, με μια λέξη, η πνευματική καλλιέργεια και, μερικές φορές, η φαντασία.

                […] Να ο σκοπός προς τον οποίο οφείλουμε να τείνουμε και τον οποίο θα θέλαμε ν’ αφήσουμε ως κληρονομιά στις γενεές του μέλλοντος εμείς που είμαστε υπεύθυνοι για τα μαζικά μέσα επικοινωνίας: η χρησιμοποίηση των απεριόριστων δυνατοτήτων του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που συνεχώς αναπτύσσεται, για τη διανομή στις μάζες της ολοκληρωμένης πνευματικής μόρφωσης, η χρήση δηλαδή των μέσων αυτών όχι μόνο για τη μεταβίβαση γνώσεων, αλλά και για την εκμάθηση των τρόπων κατανόησης. Θα έπρεπε, επίσης, να υποχρεωθούμε να παρουσιάζουμε στα παιδιά μας υποδείγματα ανθρώπων με υψηλό πνευματικό περιεχόμενο (όχι βέβαια υποδείγματα με συσσωρευμένες γνώσεις μόνο), για να τα βοηθήσουμε να φανταστούν άλλους τρόπους ύπαρξης, δράσης και δημιουργίας της δικής τους ζωής.

                Όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν, πριν αποβεί «φαινόμενο φυλετικής παρακμής», κατά τον Konrad Lorenz, η προοδευτική άνοδος του παράλογου παιδισμού και της εγκληματικότητας των εφήβων.  γιατί, όταν φτάσουμε σ’ αυτό το στάδιο, θα είναι πράγματι πολύ αργά για να γυρίσουμε πίσω κι ο κίνδυνος μιας φοβερής «αποκαλύψεως» θα πλανάται επάνω μας. Βρισκόμαστε στο μέσον του ποταμού, δεν έχουμε παρά λίγο χρόνο μπροστά μας. Αν δεν αρχίσουμε σήμερα να κάνουμε κάτι με τα μέσα που διαθέτουμε, αύριο θα είναι πιθανόν πολύ αργά. Μας μένει κάποια ελπίδα, γιατί υπάρχει μια πραγματική δυνατότητα για τον άνθρωπο να ξαναγίνει ο ίδιος ο εαυτός του και να χτίσει μια ανθρωπινότερη κοινωνία. Ας συμμεριστούμε, από την άποψη αυτή, τη σκέψη του Fromm: «Δε μας ανήκει να ολοκληρώσουμε το έργο, δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να απέχουμε και να μην το αρχίσουμε».

Paolo Grassi

Θέματα για ανάπτυξη και προβληματισμό

 1.              «Αν ο άνθρωπος φέρθηκε ως τώρα με αγριότητα και απερισκεψία, όπως όλα τα θηρία, και όταν καταλαβαίνει ότι έχει την υπεροχή, λύνει τις διαφορές του με τη βία, το γεγονός αυτό Δε σου δίνει το λογικό δικαίωμα να περιμένεις ότι θα επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον και πολύ λιγότερο να υποστηρίζεις ότι πρέπει να  επαναλαμβάνεται. Γιατί τίποτε δεν εμποδίζει ν’ αλλάξει αύριο και στο σημείο αυτό η ροή της ιστορίας (φαινόμενο όχι τόσο σπάνιο όσο νομίζεται) είτε από τη συνδρομή διάφορων απρόβλεπτων περιστάσεων είτε με την πρωτοβουλία του ίδιου του ανθρώπου που, αφού έχει τις καταβολές του λογικού, μπορεί κάποτε να λογικευτεί και ν’ αποφασίσει να αξιοποιεί με άλλους συμφερότερους και ευπρεπέστερους τρόπους την περίσσεια των σωματικών και πνευματικών του δυνάμεων, όχι με τον εξευτελισμό και τη σφαγή των ομοίων του».

Ευ. Παπανούτσος

α) Ποιες είναι οι βασικές θέσεις που περιέχονται στο απόσπασμα και με ποια επιχειρήματα τεκμηριώνονται από τον συγγραφέα;

β)  Συμφωνείτε με τις απόψεις του συγγραφέα;

 

2.    Ποιες είναι οι συνέπειες της βίας στην προσωπική και στην κοινωνική ζωή;

3.  «Η δύναμη δε δημιουργεί ούτε δίκαιο ούτε λογική, κι όμως είναι ίσως απαραίτητη για να επιβάλει το σεβασμό του δικαίου και της λογικής»( Σαιν Ζυστ). Να σχολιάσετε την άποψη.

4.              Ο Βάρναλης έγραφε: «Από τη βία λυτρών’ η βία / κι όχι η άρνηση κι η καλοσύνη / και το ξετύλιγμα τ’ αργό…».

Ο Σέλλεϋ: «Θερίζεις αυτό που σπέρνεις. Η βία προκαλεί τη βία».

Η μέση άποψη ανήκει στον Rolf Grigat που φαίνεται πως δικαιολογεί τη βία σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις: «…Κανένα πρόβλημα στις σχέσεις των ανθρώπων δε λύνεται με την άσκηση βίας… Υπάρχουν περιπτώσεις όπου είναι λογικότερο και καλύτερο να «καταπιούμε» μια επιθετική ενέργεια ενός υποτιθέμενου ή πραγματικού αντιπάλου, χωρίς ν’ αντιδράσουμε αμέσως με μια αντίστοιχη επιθετική ενέργεια… Αυτό φυσικά πρέπει να’ χει τα όριά του. Οπωσδήποτε ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και πρέπει να εμποδίζει να γίνεται θύμα εσκεμμένων ή απερίσκεπτων επιθέσεων…».

 α) Με ποια από τις τρεις απόψεις συμφωνείτε και γιατί;

β) Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες δικαιολογείται ή και επιβάλλεται η άσκηση βίας; Ποιες είναι αυτές;

 Σοφία Μάνιου

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση