1930 Πηγή εικόνας:
Απ’ το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο της Μέλπως Μερλιέ
Μεγαρίτες ψάλτες/τραγουδιστές: Δημήτριος Καρώνης (2ος από αριστερά) και
Δημήτριος Παπαποστόλης (3ος από αριστερά)
Τὰ ὀνόματα μέχρι το νούμερο 39 κατέγραψε
και μας έδωσε ὁ ἱεροψάλτης Νικόλαος Μαργέτης.
- Αραπάκης Λιάκος (δήμαρχος)
- Παπαποστόλης Δημήτριος
- Μαργέτης Δημήτριος
- Μενιδιάτης Σωτήριος
- Σαλματάνης Σπυρίδων
- Σάλτας Ελευθέριος (Κουμούτσος)
- Ηλίας Παναγιώτης
- Χατζής Ιωάννης
- Καρώνης Δημήτριος
- Ρήγας Ανδρέας
- Δρίτσας Ιωάννης
- Δρίτσας Παναγιώτης
- Γκίνης Νικόλαος
- Μπούρης Ράλλης
- Σταμπόλας Σπυρίδων (ιερεύς)
- Κωνσταντίνος Καλλιάς
- Μπέης Νικόλαος (ιερεύς)
- Σταμέλος Ιωάννης
- Σάλτας Μελέτιος
- Δρίτσας Κωνσταντίνος
- Παπαγιώργης Σωτήριος
- Μαργέτης Νικόλαος
- Κατρακούλης Δαμασκηνός (ιερεύς)
- Τσορβάς Γεώργιος (ιερεύς)
- Λουκάς Ιωάννης (ιατρός)
- Τσορβάς Παναγιώτης (Θεολόγος, Λυκειάρχης)
- Παπαποστόλης Ιωάννης
- Μήτσος Γεώργιος (αγρότης)
- Φραγκούλης Γεώργιος
- Σάλτας Γεώργιος (διδάσκαλος)
- Κοντομηνάς Σπυρίδων (ξυλουργός)
- Μήτσος Ιωάννης (Καπνιάς)
- Ορφανός Σεραφείμ (επίσκοπος)
- Κουρελιάς Παναγιώτης
- Γκέλης Τιμολέων
- Γκίνης Ιάκωβος (επίσκοπος)
- Παπαδόπουλος Απόστολος (νυν πρωτοψάλτης Ι. Ν. Μητροπόλεως Αθηνών)
- Αναστασίου Γεώργιος
- Σταμπόλας Δημήτριος (καθηγητής Μαθηματικών)
- Τζερέτας Ἀντώνιος (διδάσκαλος)
- Πατέλης Ζήσιμος (στρατιωτικός)
- Λουκάς Μιμίκος (υπάλληλος)
- Τσαλίδης Δημήτριος (υπάλληλος ΔΕΗ)
- Πλαταράς Αργύριος (ράφτης)
- Κουλουριώτης Δημήτριος (δικηγόρος)
- Πάνος Μάξιμος (ιερεύς)
- Κάρκας Ιωάννης (ιερεύς)
- Γαβαλάς Χρυσόστομος (ιερεύς)
- Δρομπόνης Σωτήριος (διδάσκαλος)
- Αιγινίτης Δημήτριος (εργάτης)
- Αναγνωστάκης Γεώργιος (Μάγειρας)
- Κορώσης Ιωάννης (ιδ. υπάλληλος)
- Μαυρονάσος Ιερόθεος
- Αλεξανδρίδης Γεώργιος
- Οικονομόπουλος Ιωάννης (καθηγητής Αγγλικών)
- Μπούρης Ανδρέας
- Παπαηλίας Χρήστος
- Τσίγκρης Νικόλαος (υπάλληλος)
- Γεωργακής Ευάγγελος (καθηγητής Χημικός)
- Γαβαλάκης Εμμανουήλ (υπάλληλος ΟΤΕ)
Βοηθοί Ἱεροψάλτες - Κασουλίδης Eυριπίδης (Κύπριος)
- Μπακαούκας Γεώργιος (εργάτης)
- Μπακαούκας Σαράντης (μοναχός)
- Μωραΐτης Αναστάσιος (οικοδόμος)
- Καλογεράκης Χαράλαμπος (δημ. υπάλληλος)
- Πέγκος Αντώνιος (διδάσκαλος παραδοσιακών χορών)
- Ηλίας Γεώργιος (λογιστής)
- Τσολιάκος Οδυσσέας (εργολάβος οικοδομών – επιχειρηματίας)
- Αγγελακόπουλος Ανδρέας (Εργολάβος οικοδομών)
Πλαταράς Ἀργύριος (1926 – 2012)
Ιεροψάλτης Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου Θεολόγου (Μελί Μεγάρων)
Ο Αργύριος Πλαταράς τέλειωσε το δημοτικό και πήγε να μάθει ράφτης στο ραφείο του Λουκά Μπεναρδή. Αργότερα έκανε δικό του μαγαζί. Εξάσκησε το επάγγελμα του ράφτη όλη του τη ζωή. Από μικρός αγαπούσε την εκκλησία και την ψαλτική. Το 1969 πήγε στην Αμερική για έξι χρόνια. Εκεί πήγαινε τρεις φορές την εβδομάδα στον Έλληνα ιεροψάλτη Σάββα Σάββα (κάνοντας κάθε φορά μια διαδρομή 1 ½ ώρας με το τραίνο) όπου έμαθε και τη Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική. Όταν γύρισε στα Μέγαρα ανέλαβε ψάλτης στον Ιερό Ναό Αγίου Νεκταρίου στην Ιερά Μονή της Αγίας Βαρβάρας (3χλμ. βόρεια των Μεγάρων). Μετά από αρκετά χρόνια ανέλαβε ιεροψάλτης στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Μελί Μεγάρων, όπου και τελείωσε την ιεροψαλτική του πορεία, μετά από είκοσι και πλέον χρόνια διαρκούς προσφοράς στο αναλόγιο.
Μήτσος Γεώργιος (1926 – 2023)
Ιεροψάλτης Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής Μεγάρων
Ο Μήτσος Γεώργιος ή μπαρμπα-Γιώργης, γεννήθηκε στα Μέγαρα το 1926. Αγρότης στο επάγγελμα. Παντρέυτηκε την Κα Κατερίνα κι απέκτησε τρία θαυμάσια παιδιά και πολλά εγγόνια.
Από μικρός πήγαινε στην εκκλησία. Οκτώ ετών έψαλλε το «Χριστός ανέστη» κι μεγάλοι τον θαύμαζαν. Τα πρώτα του ψαλτικά βήματα τα έκανε στον Ιερό Ναό του αγίου Δημητρίου κοντά στον δεξιό ιεροψάλτη Σωτήριο Παπαγιώργη από το 1939 ως το 1952. Πήγαινε στις ακολουθίες, άκουγε τα ψαλλόμενα και επέστρεφε στο σπίτι του για να κάνει πολλές ώρες εξάσκηση ώστε να τα μάθει καλά και να τα λέει όπως οι μεγάλοι ψάλτες. Κατόπιν άρχισε να πηγαίνει στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής. Έψαλλε σαν βοηθός κοντά στον αριστερό ψάλτη Δημήτρη Καρώνη. Μετά από ένα χρόνο ο αριστερός ψάλτης αποσύρθηκε και ο μπαρμπα-Γιώργης ανέλαβε το αριστερό ψαλτήρι, το οποίο υπηρέτησε από το 1953 μέχρι και το 1994. Δηλαδή για 41 συναπτά έτη ήταν ο αριστερός ιεροψάλτης του Ιερού ναού της αγίας Παρασκευής Μεγάρων. Είχε μάθει και τη Βυζαντινή Μουσική κοντά στο Μεγαρίτη ιερέα π. Νικόλαο Μπέη. Του άρεσε να ψάλλει κι ευχαριστιόταν που ο κόσμος του έλεγε ότι έχει ωραία φωνή. Είχε μεγάλη έκταση φωνής κι έψαλλε άνετα και στα πολύ χαμηλά και στα πολύ ψηλά. Έψαλλε σωστά, χωρίς να φαλτσάρει κι φωνή του είχε ωραίο μέταλλο.
Οι αρετές του μπαρμπα-Γιώργη ήταν πολλές. Σαν άνθρωπος ήταν απλός, καλοσυνάτος, υπομονετικός, εργατικός, πολύ κοινωνικός, συζητήσιμος σε οποιοδήποτε θέμα, τίμιος και ειλικρινής, αγνός και άδολος Ισραηλίτης, όπως θα λέγαμε στην εκκλησιαστική γλώσσα.
Στο σχεδόν μισό αιώνα που υπηρέτησε το αναλόγιο της Αγίας Παρασκευής σαν απλός και ταπεινός εργάτης του, υπήρξε ο καλύτερος δάσκαλος της πρακτικής ψαλτικής και του εκκλησιαστικού ήθους (που πρέπει να διακρίνει τους «ἐπὶ τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παραγινομένους»), των αμέτρητων συμπολιτών του που πήγαιναν να μάθουν να ψάλλουν δίπλα του. Με υπομονή και αγάπη τους συμβούλευε πώς πρέπει να ψάλλουν, πώς πρέπει να συμπεριφέρονται μέσα στην εκκλησία ακόμη και πώς να ντύνονται ευπρεπώς δείχνοντας έτσι το σεβασμό και την ευλάβειά τους στο σπίτι του Θεού. Τους έβαζε στην αρχή να διαβάζουν πολύ απλά εκκλησιαστικά κείμενα, όπως π.χ. το «Πάτερ ἡμῶν», μετά τους έδινε να ψάλλουν κάτι εύκολο π.χ. ένα απολυτίκιο και όταν τα μάθαιναν αυτά, τους έδινε να ψάλλουν πιο δύσκολα μαθήματα. Δεν τους πίεζε ούτε τους μάλωνε όταν έκαναν λάθη αλλά με αγάπη τους δίδασκε το σωστό. Έτσι όλοι κάθονταν κοντά στον μπαρμπα-Γιώργη και μάθαιναν. Σχεδόν όλοι όσοι πέρασαν από τα χέρια του είναι σήμερα ιερείς και ιεροψάλτες στην περιοχή των Μεγάρων κι όλοι τον αγαπούν κι έχουν ένα καλό λόγο να πουν γι’ αυτόν που τους έμαθε να ψάλλουν και να υμνούν το Θεό με ευλάβεια.
Η τοπική μας εκκλησία του απένειμε κατά καιρούς πολλούς επαίνους, εκφράζοντας έτσι την ευγνωμοσύνη της και αναγνωρίζοντας την πολύχρονη προσφορά του στο ψαλτήρι.
Ο αγαπητός μπαρμπα-Γιώργης εκοιμήθη στις 30 Απριλίου 2023, πλήρης ημερών, σε ηλικία 97 ετών. Ευχόμαστε ολόψυχα όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός ημών, κατατάξει την ψυχή του μετά των αγίων Του και τον αξιώσει να ψάλλει αιώνια και στον παράδεισο υμνώντας την άπειρη δόξα Του.
Λουκάς Ιωάννης (17/7/1921 – 3/6/1997)
Ιεροψάλτης Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Μεγάρων
Ο Λουκάς Ιωάννης ήταν στο επάγγελμα μαιευτήρας – γυναικολόγος. Παντρεύτηκε την Κα Μαρία Τσάκωνα με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: Τον Θανάση (οδοντίατρος), την Κατερίνα (φιλόλογος) και τη Μαρίνα (δημοσιογράφος).
Έψαλλε από μικρός αλλά πρακτικά. Δεν ήξερε τα μουσικά (Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική). Του άρεσε όμως πολύ να ψάλλει, γιατί το ένοιωθε μέσα του, το είχε σαν μεράκι. Πήγαινε στην εκκλησία στους εσπερινούς και σε άλλες ακολουθίες, που δεν ήταν υποχρεωμένος να πάει, επειδή πίστευε στον Θεό κι αγαπούσε την εκκλησία και την ψαλτική την οποία δε θεωρούσε επάγγελμα.
Έψαλλε ως αριστερός ιεροψάλτης στον μητροπολιτικό ιερό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Μεγάρων (Παναγία) τριάντα εννέα χρόνια, από το 1950 έως το 1989. Λίγο πριν αναλάβει τη θέση αυτή, του είχε πει ο μακαριστός μητροπολίτης Κλεόπας: «Κύριε Γιάννη τώρα θα σε επιστρατεύσει η εκκλησία για να την υπηρετείς ψάλλοντας».
Πολλές φορές, λόγῳ του επαγγέλματός του, πήγαινε στο σπίτι του ξενυχτισμένος από τη δουλειά του και κατ’ ευθείαν έφευγε για την εκκλησία επειδή ήταν κάποια γιορτή κι είχε θεία λειτουργία. Είχε πάντα την έννοια του να μη λείψει από την εκκλησία και κάθε τόσο έλεγε: «Δόξα τώ Θεώ. Μου τα ’φερε βολικά και δεν έλειψα από την εκκλησία μου. Δεν έλειψα από το καθήκον μου».
Ήταν αγαπητός στον κόσμο. Είχε ωραία, σωστή, μελωδική και μεταλλική φωνή. Γνώριζε τη Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική παράδοση των παλαιοτέρων ιεροψαλτών και τις «θέσεις» που έπρεπε να κάνει σε κάθε τροπάριο.
Τις πληροφορίες μας έδωσε η σύζυγός του Κα Μαρία την οποία και ευχαριστούμε θερμά.
Κοντομηνάς Σπυρίδων (1930 – )
Ιεροψάλτης Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Νέας Περάμου
Ο Κοντομηνάς Σπυρίδων είναι Μεγαρίτης. Γεννήθηκε το 1930 και είναι σήμερα 93 ετών. Είναι παντρεμένος με την Κα Κατερίνα με την οποία έχει αποκτήσει τρία θαυμάσια παιδιά: τη Γρηγορία, τον Γιάννη και τον Παναγιώτη. Στο επάγγελμα ήταν ξυλουργός.
Πριν τον πόλεμο του 1940 καθόταν με τους γονείς του στην Πάχη. Κάθε Κυριακή, όταν ήταν ακόμη 5-6 ετών, η μητέρα του τον έπαιρνε και πήγαιναν με τα πόδια στα Μέγαρα (3χμ.) στην Παναγία για να εκκλησιαστούν. Έτσι του μετέδωσε την αγάπη για την εκκλησία και την ψαλτική. Όπως μας είπε χαρακτηριστικά: «Στη μάνα μου οφείλω την αγάπη μου για την εκκλησία και το ότι έγινα ψάλτης».
Δώδεκα ετών άρχισε να πηγαίνει κοντά στον δεξιό ψάλτη της Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγία) τον μπάρμπα-Γιάννη Χατζή και να μαθαίνει την ψαλτική τέχνη. Μέχρι είκοσι χρονών (1950) ήταν στην Παναγία ως βοηθός ψάλτης και πήγαινε στις καθημερινές λειτουργίες, στις λειτουργίες του Σαββάτου που γίνονταν στους αγίους έξι μάρτυρες και σε όλα τα μυστήρια (γάμοι, βαπτίσεις, κηδείες). Αυτό το συνέχισε και αργότερα για άλλα είκοσι χρόνια, αν και είχε γίνει επίσημος ψάλτης σε ενορίες.
Δάσκαλός του στη Βυζαντινή Μουσική ήταν ο ιεροψάλτης Νίκος ο Μαργέτης που τον δίδαξε για τρία χρόνια και του έμαθε το Αναστασιματάριο. Όμως ο Σπύρος συμβουλευόταν και τον τότε αριστερό ψάλτη της Παναγίας Σπύρο Κατρακούλη, (μετέπειτα αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό (παππού), ιδρυτή της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Μακρυνού) για διάφορες απορίες που είχε πάνω στη Βυζαντινή Μουσική. Μας είπε: «Όταν διάβαζα μουσικά και είχα απορίες, έπαιρνα το ποδήλατο και πήγαινα στο σπίτι του Σπύρου που ήταν φίλος μου και μεγαλύτερος από μένα και τον ρωτούσα, γιατί αυτός ήξερε καλύτερα.
Το 1950 ως το 1954 έγινε δεξιός ψάλτης στον ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Μελί Μεγάρων. Το 1955 δούλεψε για αρκετό καιρό σαν Μαραγκός στην Κεφαλονιά (διότι τότε εκεί ζητούσαν μαραγκούς για την επισκευή των σπιτιών που είχαν καταστραφεί από τον μεγάλο σεισμό του 1953 που έγινε στα Επτάνησα) και στο διάστημα αυτό έγινε για 7 μήνες δεξιός ψάλτης στον Άγιο Γεράσιμο.
Τον Αύγουστο του 1956, παραμονή της Παναγίας, ανέλαβε δεξιός ψάλτης στον Άγιο Γεώργιο Νέας Περάμου κι έμεινε σ’ αυτήν τη θέση μέχρι το 2012 (56 χρόνια) όπου μια ασθένεια τον ανάγκασε να σταματήσει. Όταν έγινε καλά συνέχισε να ψάλλει στην Αγία Τριάδα στον Λουτρόπυργο (παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου).
Το 2003 η ενορία του Αγίου Γεωργίου του έδωσε έπαινο για τα πενήντα και πλέον χρόνια προσφοράς του στο αναλόγιο.
Ως επίσημος ψάλτης ψάλλει από το 1950 μέχρι σήμερα, δηλαδή 67 χρόνια. Πάντα του αρέσει να διαβάζει τη Βυζαντινή Μουσική, ακόμα και τώρα που είναι 87 ετών.
Η φωνή του είναι λεπτή, μεταλλική, κατανυκτική κι έχει μεγάλη έκταση. Μπορεί να ψάλλει άνετα και σε χαμηλά και σε ψηλά ίσα. Έχει ωραία βυζαντινά διαστήματα, δε φαλτσάρει ποτέ κι ούτε φεύγει από το ίσο. Είναι βαθύς γνώστης της ψαλτικής βυζαντινής μουσικής παράδοσης της περιοχής των Μεγάρων και όχι μόνο.
Είναι άνθρωπος πιστός, απλός, καλοσυνάτος, με το χαμόγελο στα χείλη και την αισιοδοξία στο πρόσωπό του. Συνεπής στις υποχρεώσεις του (ψαλτικές και επαγγελματικές) και πολύ εργατικός. Πάντα ήταν και είναι αγαπητός απ’ όλους (κληρικούς, λαϊκούς, επιτρόπους).
Κύριε Σπύρο, ευχόμαστε ολοψύχως και με τις πρεσβείες του Αγίου Γεωργίου, που τόσα χρόνια με πίστη, αγάπη και αυτοθυσία υπηρέτησες στον ναό του, να σου δίνει ο Χριστός δύναμη και υγεία για να Τον υμνείς και να Τον δοξάζεις για πολλά χρόνια ακόμη εφαρμόζοντας στην πράξη το στίχο του προφητάνακτος Δαβίδ: «Αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου. ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω».
Αιγινήτης Δημήτριος (1963 – 2021)
Ιεροψάλτης Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Μεγάρων
Ο Αιγινήτης Δημήτριος γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1963 και ήταν ο πρωτότοκος γιος της πολύτεκνης οικογένειας του Ιεροθέου και της Νίκης Αιγινήτη. Στο επάγγελμα ήταν εργάτης. Παντρεύτηκε την Ιωάννα Κ. με την οποία έζησε αγαπημένα ως το τέλος της ζωής του.
Από μικρός πίστεψε κι αγάπησε τον Χριστό και την εκκλησία Του. Εκκλησιαζόταν ανελλιπώς στην ενορία του, τον Άγιο Δημήτριο Μεγάρων, όπου έζησε τα πρώτα χριστιανικά του βιώματα και διαποτίστηκε με τα νάματα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως τα οποία έβαλε κι έκρυψε βαθιά στην καρδιά και την ψυχή του σαν πολύτιμο θησαυρό. Με βάση αυτά προσανατόλισε όλη την πορεία της επίγειας ζωής του.
Δάσκαλο στην ψαλτική τέχνη είχε τον τότε δεξιό ιεροψάλτη του ναού, Νικόλαο Μαργέτη, έμπειρο ιεροψάλτη και άριστο γνώστη της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής και του τυπικού. Έμαθε τη Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική και το τελετουργικό τυπικό των ακολουθιών κι έψαλλε εκτελώντας σε κάθε τροπάριο τις σωστές και παραδοσιακές θέσεις που αρμόζουν στο ιεροπρεπές, ορθόδοξο χριστιανικό ύφος και ήθος και την ιεροψαλτική μουσική παράδοση της περιοχής των Μεγάρων.
Από τη νεανική του ηλικία ανέλαβε το αναλόγιο του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου, ως αριστερός ιεροψάλτης, το οποίο και υπηρέτησε με αγάπη, ταπεινοφροσύνη, αυταπάρνηση και αμείωτο ζήλο, χωρίς διακοπή, για σαράντα περίπου χρόνια. Επίσης διακόνησε και ως επίτροπος του Ιερού Ναού επί σειρά πολλών ετών.
Ο Δημήτριος ήταν ένας βιοπαλαιστής και άνθρωπος του καθημερινού αγώνα και μόχθου για μια τίμια και απλή κοινωνική ζωή στην κοινωνία των Μεγάρων. Σαν χαρακτήρας ήταν απλός, ταπεινός, λιγομίλητος, πιστός και ζεστός χριστιανός. Στα τόσα χρόνια της διακονίας του στο ψαλτήρι λειτούργησε με πολλούς ιερείς κι έψαλε με πολλούς ιεροψάλτες. Ποτέ δεν τον είδαμε να τσακώνεται ή να αρνείται τη συνεργασία με οποιονδήποτε ιερέα ή άλλον ιεροψάλτη. Ακόμα κι όταν είχε κάποιο παράπονο ή αδικείτο από τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων δεν οργιζόταν. Έκανε υπομονή και προσπαθούσε να ξεπεράσει τη δύσκολη στιγμή. Στις εντολές ή υποδείξεις των ιερέων ή του δεξιού ψάλτου σε τυχόν λάθη του, έκανε αμέσως απόλυτη υπακοή διορθώνοντας τον εαυτό του με χαρά και χωρίς δυσφορία ή γογγυσμό. Ήταν πάντα παρών στις ακολουθίες, στα ιερά μυστήρια, στις αγρυπνίες και γενικά σε κάθε λειτουργική πράξη της ενορίας προσφέροντας με προθυμία και αγάπη τις υπηρεσίες του. Πολλές φορές πήγαινε στη διακονία του στην εκκλησία από το πρωί και γύριζε στο σπίτι του το βράδυ.
Η φωνή του ήταν σωστή και όταν έψαλλε δεν έφευγε από το «ίσο». Ακολουθούσε πάντα το ίσο και τη χρονική αγωγή που του έδινε ο δεξιός ψάλτης. Ήταν ο ιδανικός, απλός, ταπεινός και παραδοσιακός ιεροψάλτης που με την ψαλμωδία του η οποία ήταν γι’ αυτόν ταυτόχρονα και προσευχή που έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς του, υμνούσε ακατάπαυστα τον «ἐν μονάδι Τριαδικόν Θεόν μας, (Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιον Πνεῦμα)», τον Πλάστη και δημιουργό των απάντων.
Ο Αιγινήτης Δημήτριος ήταν με άλλα λόγια ένα ζεστό, ζωντανό, ενεργό μέλος της ενορίας του αγίου Δημητρίου Μεγάρων που ανδρώθηκε κι έζησε μέσα σ’ αυτήν και γι’ αυτήν. Έζησε με τον Χριστό και τον άγιο Δημήτριο και τώρα, που κοιμήθηκε εν Κυρίῳ, πήγε με τον Χριστό και τον άγιο Δημήτριο στη θριαμβεύουσα εκκλησία να χαίρεται αιώνια εκεί όπου «ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός».
Αγαπητέ και αξέχαστε φίλε, Δημήτριε Αιγινήτη, προσευχόμαστε ολοψύχως ο δικαιοκρίτης Κύριος να κατατάξει την ψυχή σου μετά των αγίων Του. Αυτόν αγάπησες και πόθησες σε όλη τη ζωή σου, Αυτός σε υποδέχεται τώρα στην αιώνια βασιλεία Του. Είμαστε βέβαιοι ότι στον παράδεισο, την των πραέων χώρα, που πας, θα υμνείς κι εκεί τον Θεό ψάλλοντας μαζί με τους αγίους αγγέλους Του στο ουράνιο, αγγελικό ψαλτήρι.
Γαβαλάκης Εμμανουήλ (1941 – )
Ιεροψάλτης Ι. Ν. Αγ. Τριάδος (Μετόχι Ι. Μ. Φανερωμένης Σαλαμίνος)
(Υδροβιότοπος Βουρκάρι Μεγάρων Αττικής)
Ο Εμμανουήλ Γαβαλάκης γεννήθηκε στην Κρήτη στο χωριό Τσιβαρά Χανίων το 1941. Σήμερα είναι συνταξιούχος αλλά στην επαγγελματική του ζωή ήταν υπάλληλος στον ΟΤΕ.
Ο κ. Μανώλης αγάπησε τον Χριστό και την εκκλησία Του από μικρό παιδάκι. Εκκλησιαζόταν ανελλιπώς στην εκκλησία του χωριού του. Μικρό παιδί ντυνόταν παπαδάκι και υπηρετούσε στο ιερό βοηθώντας τον ιερέα. Πήγαινε και στο αναλόγιο κι έψαλλε. Από τον ψάλτη του χωριού του διδάχθηκε την ψαλτική τέχνη. Στην αρχή του έδιναν κι έλεγε το «Πάτερ ἡμῶν», το «Πιστεύω» και αργότερα το «Ἄσπιλε ἀμὀλυντε» στους χαιρετισμούς της Παναγίας. Έτσι σιγά σιγά έμαθε να ψάλλει. Από τη μεγάλη του αγάπη για την εκκλησία και το ψαλτήρι έγινε ιεροψάλτης. Μοναδικός σκοπός του ήταν και είναι να υμνεί εκ βάθους καρδίας τον Τριαδικό Θεό μας, την Παναγία μητέρα Του και όλους τους αγίους Του.
Ψάλλει όλη του τη ζωή πάντα με την ίδια αγάπη, πίστη, κέφι και μεράκι και μάλιστα αφιλοκερδώς. Εφαρμόζει δηλαδή στην πράξη τον στίχο από τον 145ο ψαλμό του προφητάνακτος Δαβίδ: «Αἴνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον. αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου. ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω».
Ψάλλει πρακτικά, απλά κι ανεπιτήδευτα. Η φωνή του είναι διαπεραστική, σωστή και δε φεύγει από το ίσο. Η άρθρωσή του είναι καθαρή και ακούγονται ξεκάθαρα όλες οι λέξεις και τα νοήματα των τροπαρίων, πράγμα που ευχαριστεί ιδιαίτερα τους πιστούς. Λάθη, διαφωνίες και όποιες άλλες δυσκολίες τυχόν παρουσιασθούν κατά τη διάρκεια της ακολουθίας τα ξεπερνάει πάντα με καλοσύνη, υπομονή και χαμόγελο, σαν αληθινός χριστιανός και γνήσιος Κρητικός που είναι.
Όταν εγκαταστάθηκε στην περιοχή των Μεγάρων έψαλε για τέσσερα χρόνια στο εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου στο Κουλουριώτικο μονοπάτι (περιοχή ΒΑ των Μεγάρων Αττικής). Τα τελευταία είκοσι χρόνια ψάλλει στο ιστορικό εξωκλήσι της Αγίας Τριάδος στον υδροβιότοπο Βουρκάρι (περιοχή ΝΑ των Μεγάρων Αττικής) μαζί με τον πολύτιμο, ακούραστο και σχεδόν συνομήλικό βοηθό του κ. Ανδρέα Αγγελακόπουλο με τον οποίο έχει άριστη συνεργασία και μαζί αποτελούν ένα πολύ ταιριαστό και δυνατό δίδυμο. Οι ύμνοι βγαίνουν από τα χείλη τους με απλότητα, πίστη και αγάπη με αποτέλεσμα να δημιουργείται κατά την ώρα της ακολουθίας μια ωραία, κατανυκτική ατμόσφαιρα που προδιαθέτει τους πιστούς στην προσευχή και την ανάταση της ψυχής προς τον Θεό και τα ουράνια αφήνοντας πίσω τα γήινα και τις βιοτικές μέριμνες.
Ευχόμαστε ο Άγιος Θεός να τους δίνει δύναμη και υγεία ώστε να τον υμνούν για πολλά χρόνια ακόμη με τον ίδιο ζήλο και την ίδια αγάπη προς Αυτόν, τους αγίους Του, την εκκλησία και τους πιστούς που εκκλησιάζονται στον ιστορικό Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος στον υδροβιότοπο Βουρκάρι της περιοχής Μεγάρων Αττικής.
Σάλτας Γεώργιος (1918 – 2000),
Ιεροψάλτης Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου Νέας Περάμου
Γεννήθηκε στα Μέγαρα το 1918. Μετά το Γυμνάσιο σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία κι έγινε δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο. Ως δάσκαλος υπηρέτησε το 1940 – 41 σε χωριό της Φλώρινας, στη συνέχεια στην Αταλάντη, στη Νέα Πέραμο (Μεγάλο Πεύκο) και τέλος στα Μέγαρα. Νυμφεύτηκε τη δασκάλα Γεωργία Ταγκαλάκη εξ Αραχώβης και απέκτησαν δυο παιδιά, την Πηνελόπη και τον Κωνσταντίνο.
Από παιδί αγαπούσε την εκκλησία. Του άρεσε να ψάλλει και πήγαινε κοντά στο ψαλτήρι. Άρχισε να ψάλλει ως ψάλτης από τα έτη των σπουδών του. Μοναδικό κίνητρο της ψαλμωδίας του η απέραντη αγάπη του στον Χριστό και την εκκλησία.
Την ψαλτική τέχνη και την Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική έμαθε κοντά στον θείο του Νεόφυτο, μοναχό της Ιεράς Μονής Φανερωμένης Σαλαμίνος αλλά και από τον αείμνηστο δεξιό ιεροψάλτη της μητροπόλεως Αθηνών Σπυρίδωνα Περιστέρη, διότι φοίτησε στην Σχολή Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής του Ωδείου Αθηνών της οποίας ο Περιστέρης ήταν καθηγητής.
Έψαλε σε όλα τα χωριά που υπηρέτησε ως δάσκαλος και επί τρία χρόνια στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Νέας Περάμου (τη δεκαετία του ’60).
Η φωνή του ήταν σωστή, γλυκιά και κατανυκτική έτσι ώστε προέτρεπε τους πιστούς στην προσευχή, χωρίς να τους κουράζει με δυνατές κραυγές και φωνητικές επιδείξεις, πράγματα τα οποία άλλωστε δεν ταίριαζαν με τον ήπιο, σεμνό κι ευγενικό χαρακτήρα του ως ανθρώπου. Φυσικό αποτέλεσμα ήταν το σεμνό και κατανυκτικό ύφος της ψαλμωδίας που έβγαινε από τα χείλη του να μετατρέπεται σε αγνή και εκ βάθους καρδίας προσευχή προς τον πλάστη των απάντων, τον Ένα, Τριαδικό Θεό μας.
Είχε μεγάλη ευλάβεια και αγαπούσε ιδιαιτέρως τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (ίσως και διότι ο άγιος αυτός είναι προστάτης των δασκάλων, των μαθητών και των Σχολείων, όπως και οι τρεις Ιεράρχες). Και το θαυμαστό και άξιον προσοχής είναι ότι ο ιεροψάλτης Γεώργιος Σάλτας κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 24 Αυγούστου, ημέρα της μνήμης του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Τσαλίδης Δημήτριος (1945 – )
Πρωτοψάλτης Ι. Ν. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (Νέο Μελί Μεγάρων)
Ο κ. Τσαλίδης Δημήτριος του Κωνσταντίνου και της Κυρατσώς γεννήθηκε στο Νέο Σιδηροχώριο Κομοτηνής του νομού Ροδόπης, (προσφυγικό χωριό από Έλληνες πρόσφυγες εξ ανατολικής Θράκης (1922) στο οποίο εγκαταστάθηκαν οι γονείς του). Είναι έγγαμος με δυο παιδιά. Στο επάγγελμα ήταν υπάλληλος στη ΔΕΗ.
Από μικρό παιδί, οκτώ ετών, του άρεσε να πηγαίνει στην εκκλησία του χωριού του και να λέει το «Πάτερ ἡμῶν». Στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου καθόταν στο αναλόγιο δίπλα στον ιεροψάλτη νονό και θείο του, Θεόδωρο Χάιδο, που ήταν κι αυτός πρόσφυγας από την ανατολική Θράκη και κατείχε την μουσική παράδοση και τα βυζαντινά ακούσματα της περιοχής εκείνης, αν και ήταν πρακτικός ιεροψάλτης. Ο μικρός Δημήτρης έψαλε κι αυτός (ἀπολυτίκια, ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου κ.α.), διάβαζε τα αναγνώσματα και κατέγραφε σαν μαγνητόφωνο τον νονό του. Είχε όμως ακούσματα κι από τον πατέρα του ο οποίος έψαλε (πρακτικά κι αυτός) και τραγουδούσε πολύ ωραία αλλά κι από άλλους ιεροψάλτες της Κομοτηνής κατά την περίοδο που φοιτούσε εκεί στο Γυμνάσιο. Έτσι, σιγά σιγά, χρόνο με τον χρόνο, αγάπησε την εκκλησία και το ψαλτήρι και σε συνδυασμό με την «εις Χριστόν» αγάπη και πίστη του έγινε κι αυτός ιεροψάλτης.
Είναι πολύ καλός γνώστης της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής. Τα λιγοστά πρώτα μαθήματα (εκμάθηση της φυσικής κλίμακος του Νη και των χαρακτήρων ποσότητος) πήρε από τον ιεροψάλτη κ. Γαϊτανίδη Κωνσταντίνο (μαθητή του Αθανασίου Καραμάνη) το 1964, πρωτοψάλτου του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Κομοτηνής. Αργότερα, όταν ήλθε στα Μέγαρα το 1969 (ως υπάλληλος της ΔΕΗ), γνωρίστηκε με τον κ. Απόστολο Παπαδόπουλο, τότε δεξιό ιεροψάλτη του μητροπολιτικού Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Μεγάρων και νυν δεξιό ιεροψάλτη του Ιερού Ναού Μητροπόλεως Αθηνών (μαθητή του Σπυρίδωνος Περιστέρη), ο οποίος τον βοήθησε προμηθεύοντάς του τα βιβλία του Ιωάννου Μαργαζιώτου (θεωρία και ασκήσεις) και το αναστασιματάριο του Ιωάννου πρωτοψάλτου. Έκτοτε ο Δημήτρης πορεύθηκε μόνος του. Αγάπησε και λάτρεψε τη Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική. Με τον υπερβολικό ζήλο, την ακατάβλητη θέληση, τη μεγάλη αντίληψη και την χαρισματική μουσική-φωνητική ικανότητα που τον διέκριναν, άρχισε να μελετά πολλές ώρες την ημέρα, όλα τα μουσικά κείμενα που είχε (Μουσική Συλλογή Αθανασίου Καραμάνη, Χαρίλαου Ταλιαδώρου, Χρύσανθου Θεοδοσόπουλου) και που έβρισκε. Σε λίγο χρόνο, γνώριζε και μπορούσε να ψάλλει όλα τα μέλη της ΒΕΜ, αργά και σύντομα (χερουβικά, κοινωνικά, καταβασίες, στιχηρά κλπ.). Στην ουσία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτοδίδακτος. Η πρακτική γνώση και τα ακούσματα της ιεροψαλτικής παράδοσης του τόπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε συνδυασμό με την μετέπειτα θεωρητική και πρακτική κατάρτιση στην ΒΕΜ (αποτέλεσμα ατελείωτων ωρών μελέτης) δημιούργησαν τον μετέπειτα πρωτοψάλτη Τσαλίδη Δημήτριο.
Η φωνή του Δημήτρη είναι μεταλλική, δυνατή αλλά γλυκιά, σωστή και κατανυκτική. Συνήθως ψάλλει στις φυσικές βάσεις των ήχων με δυνατότητες υπέρβασης, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Από το 1974 ως σήμερα έχει ψάλλει ως επίσημος ιεροψάλτης και πρωτοψάλτης σε διάφορες ενορίες της περιοχής Μεγάρων Αττικής (και όχι μόνο). Έψαλε στον μητροπολιτικό Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Μεγάρων, στον Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου Μεγάρων, στον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Ελευσίνος, στον Ι. Ν. Αναλήψεως του Κυρίου στη Μαγούλα, στον Ι. Ν. Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στο Μελί Μεγάρων (στον οποίο ψάλλει μέχρι και σήμερα), στην Ι. Μ. Αγίας Βαρβάρας αλλά και σε πολλές άλλες ενορίες και εκκλησίες.
Σαν άνθρωπος είναι απλός, ζεστός, καταδεκτικός, συζητήσιμος, ειλικρινής και φιλαλήθης. Εκφράζει ευθέως και με παρρησία την άποψή του στα θέματα που συζητά (ιεροψαλτικά και μη). Σέβεται τους ιερείς, αγαπά και υποστηρίζει τους ιεροψάλτες συναδέλφους του. Με τους συμπολίτες, γνωστούς και φίλους του έχει αγαθές σχέσεις κι έναν καλό λόγο να πει γι’ αυτούς. Είναι πάντα πρόθυμος και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη προσφέρει απλόχερα τη βοήθεια και συμπαράστασή του σε όποιον του τη ζητήσει.
Θεωρεί τον Χριστό «γνησιότατο φίλο» του κι σκοπός της ιεροψαλτικής ζωής του είναι να εφαρμόζει στην πράξη τον στίχο του προφητάνακτος Δαβίδ: «Αἴνει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου. ψαλῶ τῷ Θεῷ μου, ἕως ὑπάρχω».
Ευχόμαστε ολοψύχως ο Θεός να του δίνει δύναμη, σωματική και πνευματική υγεία ώστε να Τον υμνεί από το αγαπημένο του αναλόγιο με πίστη και αγάπη γι’ Αυτόν και την μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία Του.
ΚΟΥΖΗΝΟΠΟΥΛΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ (1/3/1927 – 27/12/2023)
Καθηγητής της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Ιεροψάλτης
και δάσκαλός μου στο Ωδείο Αθηνών
Κουζηνόπουλος Λάζαρος Κουζηνόπουλος και Περιστέρης Σπυρίδων
Ο Λάζαρος Κουζηνόπουλος διευθύνει τον βυζαντινό χορό του ωδείου Αθηνών (Χριστούγεννα 1989)
Λάζαρος, ὁ φίλος καὶ διδάσκαλος ἡμῶν κεκοίμηται…
Έφυγε στις 27/12/2023 για τη χώρα των ζώντων, τη γη των πραέων, ο Λάζαρος Κουζηνόπουλος.
Ο δάσκαλος, ο ιεροψάλτης, ο μουσικός, ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο μαχητής του 9ου συντάγματος του ΕΛΑΣ Μεσσηνίας. Άνθρωπος των γραμμάτων, της τέχνης, των κοινωνικών αγώνων, της συνεχούς και αφιλοκερδούς προσφοράς.
Επικήδειος λόγος από τον γιο του Ιορδάνη κατά την εξόδιο ακολουθία που έγινε την 2α Ιανουαρίου 2024 στο δημοτικό κοιμητήριο Καισαριανής.
Ο Λάζαρος Κουζηνόπουλος – ο Πατέρας μου – γεννήθηκε στις παράγκες της Καισαριανής (πίσω από τον Άγιο Νικόλαο), το ξημέρωμα της 1ης Μαρτίου του 1927. Ήταν το τρίτο παιδί του πρόσφυγα Ιερέα και παλαιότερα δάσκαλου, Ιορδάνη Κουζηνόπουλου από το Ανδρονίκιον της Καππαδοκίας (σημερινό Ενδερλίκ) και της δασκάλας Αλκυόνης Γλυκοφρύδη από το Σαράκιον της Μικράς Ασίας με καταγωγή από τα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Μεγάλωσε στη Χώρα Τριφυλίας την οποία υπεραγάπησε και ως γνήσιος απόγονος προσφύγων αλλά και άνθρωπος με προσφυγική αίσθηση, “επέλεξε” ως πατρίδα του. Αυτή του την επιλογή, όσα χρόνια αλλά και γεγονότα και αν μεσολάβησαν, δεν επέτρεψε σε τίποτα να του την ανατρέψει. Η Χώρα Τριφυλίας – η “πατρίδα” όπως έλεγε – ήταν σημείο αναφοράς για εκείνον, ήταν το σημείο που ήταν μόνιμα στραμμένη η προσωπική του πυξίδα. Εκεί οι πρώτες του θύμισες από αυτόν τον κόσμο, εκεί τα πρώτα παιδικά παιχνίδια “αμπάριζα” και “ξυλίκι” στους δρόμους της ενορίας του Αγίου Νικολάου στο “Τσιφλίκι”, εκεί οι πρώτοι ισχυροί φιλικοί δεσμοί τους οποίους δεν κατάφερε να διακόψει ούτε το “μοιραίον”, εκεί τα πρώτα του μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του, εκεί τα πρώτα ακούσματα σπουδαίων ιεροψαλτών όπως ο πατέρας του παπα- Ιορδάνης, ο Δημήτριος Γιαρένης και ο Σταύρος Ρούσσος, εκεί τα πρώτα και συνάμα καθοριστικά για τη διαμόρφωση του πρωσωπικού του ύφους, ιεροψαλτικά βήματα στο αναλόγιο του Αγίου Νικολάου, εκεί τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο – στο “επάνω σχολείο” – τα οποία συνέχισε στο Γυμνάσιο Φιλιατρών. Στο Γυμνάσιο Φιλιατρών τον βρίσκει το πρωϊνό της 28ης Οκτωβρίου 1940 και διακόπτει βίαια την ειρηνική πορεία των πραγμάτων. Επιστρέφει στη Χώρα όπου φροντίζοντας για την αυτομόρφωσή του διαβάζει, αντιγράφει χειρόγραφα αλλά και σχεδόν απομνημονεύει κάθε έντυπη σελίδα που πέφτει στα χέρια του, λογοτεχνία, ποίηση, μουσική, φιλοσοφία, πολιτική, μια συνήθεια άλλωστε που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Εκεί οι πρώτες λογοτεχνικές και ποιητικές του απόπειρες, κάτω από τα πλατάνια, δίπλα στα νερά του Κεφαλόβρυσου, μαζί με τους αδερφικούς του φίλους Κώστα Κορωνιό και Τάσο Νηφάκο. Εκεί φεύγει από τη ζωή και ο πατέρας του, παπα-Ιορδάνης τον Νοέμβριο του 1942. Εκεί οι πρώτοι εθνικοί και κοινωνικοί αγώνες. Εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ και αργότερα κατατάσσεται στο 9ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Μεσσηνίας με το οποίο συμμετέχει σε όλες τις μάχες της κατοχής. Τραυματίζεται από γερμανική νάρκη σε ναρκοπέδιο στη μάχη της Καλαμάτας και επιβιώνει από καθαρή τύχη. Μετά το τέλος των μαχών της κατοχής αποστρατεύεται από τον ΕΛΑΣ και επιστρέφει στη Χώρα. Η απώλεια της πατρικής φιγούρας και η διάλυση της οικογένειας λόγω της συνολικής της συμμετοχής στον αγώνα, σε συνδυασμό με τις πρώτες πολιτικές διώξεις, αναγκάζουν την οικογένεια να μετακινηθεί στην Αθήνα, στην Καισαριανή, στο καταφύγιο που της παρείχαν οι εκ Μικράς Ασίας συγγενείς της, της οικογένειας Γλυκοφρύδη. Από το “εκεί” στο “εδώ” λοιπόν αρχίζει ο αγώνας για επιβίωση. Δουλεύει για να εξασφαλίσει τα προς το ζην ως παράνομος μικροπωλητής λεμονάδων στην πλατεία Ομονοίας, ως βοηθός ασπριτζή στις νεόδμητες πολυκατοικίες της εποχής της ανοικοδόμησης στην Κυψέλη αλλά και εκτελώντας χρέη μουλαριού, ζώνεται τα λουριά ζεψίματος ενός μικρού κάρου, ξεκινάει σέρνοντάς το από την οδό Ψαρομυλίγκου στην πλατεία Κουμουνδούρου και το βιβλιοδετείο της οικογένειας Γαρμπή, να μοιράζει σε όλη την Αθήνα τις βιβλιοδετήσεις της επιχείρησης. Αρρωσταίνει βαριά και ξεγελάει για δεύτερη φορά τον θάνατο, χάρη στις φροντίδες της οικογένειάς του αλλά και ανθρώπων όπως ο τότε πρωτοψάλτης της Αγίας Τριάδας Αμπελοκήπων Φάνης Καπαρός. Ολοκληρώνει σε νυχτερινό γυμνάσιο τις εγκύκλιες σπουδές που του είχε διακόψει ο πόλεμος και ονειρεύεται να σπουδάσει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο. Για την πραγμάτωση του ονείρου αυτού απαιτείται το περιβόητο “πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων” το οποίο και δεν διαθέτει. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγησή του είναι η υπογραφή δήλωσης μετανοίας και αποκήρυξης των πολιτικών ιδεών του, την οποία και δεν υπογράφει. Και συνεχίζεται ο κύκλος των διώξεων. Γράφεται στην Πάντειο και σπουδάζει πολιτικές επιστήμες καθώς είναι η μόνη σχολή που δέχεται φοιτητές χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Παράλληλα ως υπότροφος του ΤΑΚΕ (Ταμείο Ασφάλισης Κληρικών Ελλάδος) συνεχίζει τις μουσικές σπουδές που είχε ξεκινήσει με τον πατέρα του στη Χώρα Τριφυλίας, στο “Ωδείον Αθηνών” με καθηγητές τους Νικόλαο Παπά, Ιωάννη Μαργαζιώτη, Γεώργιο Σκλάβο και Μενέλαο Παλάντιο. Αποφοιτά ως πτυχιούχος και διπλωματούχος και συμμετέχει σε τρεις διαδοχικούς διαγωνισμούς για πρόσληψη καθηγητών στη Β/θμια εκπαίδευση. Μαζί με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων που τον κατατάσσουν και τις τρεις φορές στην πρώτη πεντάδα των επιτυχόντων, έρχεται και η υπενθύμιση του μετεμφυλιακού κράτους: “Κύριε Κουζηνόπουλε, δεν διορίζεστε ως μη νομιμόφρων”. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Χορωδίας Αταλάντης της οποίας το διοικητικό συμβούλιο δεν πτοήθηκε από τις προειδοποιήσεις για το πολιτικό του παρελθόν και παρόν. Διδάσκει μουσική στη Δραματική Σχολή Θεοδοσιάδη και παράλληλα ψάλλει ως τακτικός ιεροψάλτης στους Ιερούς Ναούς Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κολοκυνθούς, Αγίου Βλασίου Μενιδίου, Αγίας Παρασκευής Νέας Καλλιπόλεως Πειραιώς και Αγίας Φιλοθέης Αθηνών. Αργότερα ξεκινάει την ζωή του εκπαιδευτικού στην “Ιόνιο Σχολή”, στη “Σχολή Μαρούδα” και στη “Σχολή Χιλλ”, ιδιωτικά σχολεία που δεν τα “έσκιαζαν οι φοβέρες” των παραγόντων για τα κοινωνικά του φρονήματα και συνεχίζεται από το 1981 και μετά στο 1ο Γυμνάσιο Καματερού και στο 3ο Γυμνάσιο Βύρωνα. Σε όλη του την πορεία δεν σταματάει να προσφέρει στους κοινωνικούς αγώνες από το δικό του μετερίζι. Ιδρύει εδώ στην Καισαριανή μαζί με άλλους Καισαριανιώτες την ιστορική ΦΕΝ, πολιτιστικό οργανισμό με σπουδαία πολιτιστική και εκπολιτιστική δράση και εκλέγεται πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της. Διευθύνει τη Χορωδία του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου και διδάσκει αφιλοκερδώς μουσική σε κοινωνικά φροντιστήρια. Το 1974 είναι μία χρονιά σταθμός στη ζωή του. Αποκαθίσταται η Δημοκρατία, παντρεύεται τη μητέρα μου (παρότι ανέβαλε τις προετοιμασίες του γάμου του για να συμμετάσχει στους πανηγυρισμούς για την πτώση της Χούντας λέγοντας χαρακτηριστικά στη Μητέρα μου: “Κική, ο γάμος είναι δεύτερη υπόθεση”) και ξεκίνησε να διδάσκει στο “Ωδείον Αθηνών”. Η Διδασκαλία στο “Ωδείον Αθηνών” αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του. Ένα κεφάλαιο που ξεκίνησε με την αναμόρφωση της λειτουργίας της Σχολής Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής του Ωδείου, και χαρακτηρίζεται από την επιμονή του για την επιστημονική ερμηνεία των μουσικολογικών φαινομένων της Βυζαντινής Μουσικής, από την αδιαπραγμάτευτη τήρηση των κανόνων και του ύφους της “Πατρώας Μουσικής”, από την εμμονική σχεδόν διάθεση για ανιδιοτελή προσφορά των γνώσεών του στους μαθητές του. Στους μαθητές του που τους αγάπησε σαν παιδιά του. Στους μαθητές του που έδωσε όλο του το “είναι” με πάθος και επιμονή. Στους μαθητές του που έγιναν συνάμα και φίλοι του, διαχωρίζοντας με τον μοναδικό δικό του τρόπο τους ρόλους του καθηγητή και του φίλου.
Ο πατέρας μου πίστευε ότι τα “πράγματα” πάνε παρακάτω, ότι η κοινωνική εξέλιξη συντελείται, ότι ο άνθρωπος βελτιώνεται, μέσω της προσωπικής προσφοράς “ενός εκάστου ημών”. Δεν σταμάτησε στιγμή να προσφέρει τον εαυτό του και τις γνώσεις του σε όλους, ανεξάρτητα από την ικανότητα πρόσληψης του υποκειμένου. Δεν σταμάτησε ποτέ να έχει πολιτικές ανησυχίες και να τις μοιράζεται με τους φίλους του Τάκη Καραντιλιόν και Κυριάκο Κατριβάνο. Ήταν βέβαιος ότι “για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή” και αναλάμβανε το δικό του μερίδιο σε αυτή την ιερή εργασία με τόσο πάθος που ήταν σαν να προσπαθούσε να καταφέρει αυτή τη μεταβολή πορείας εκείνος για όλη την ανθρωπότητα.
Πατέρα, ελπίζω να είμαστε όλοι εμείς οι μαθητές σου άξιοι «τῶν σῶν δωρεῶν». «Παρορών» (πόσο σου άρεσε αυτή η λέξη…) τα όποια μουσικά και όχι μόνον «πλημμελήματα ἡμῶν». Σαν να σε βλέπω να ξεπροβάλεις από την εξώπορτα του ναού σχολιάζοντας το πώς ψάλαμε και το τι σου έγραψα. Είμαι βέβαιος ότι η κριτική σου θα είναι σκληρή όταν κάποια στιγμή ξανανταμώσουμε.
Πατέρα, σκεπτόμουνα συχνά στο παρελθόν τούτη τη στιγμή. Αγωνιούσα για το τι θα έπρεπε να πω, να γράψω, για αυτό το τελευταίο σου ξόδι. Βλέπεις έβαλες πολύ ψηλά για εμένα τον πήχη των λέξεων με την πορεία σου. Φοβάμαι πως δεν κατάφερα τίποτα παραπάνω από το να ιχνογραφήσω τα βήματά σου στο χάρτη της ζωής. Θέλω λοιπόν να τελειώσω αυτή την «ξεπατικοτούρα» των βημάτων σου σε τούτο τον κόσμο με τους στίχους του Ουίτμαν:
Τέλειωσε, καπετάνιο μου, το φοβερό ταξίδι
τις τρικυμίες ντροπιάσαμε, κερδίσαμε τη νίκη.
Να το λιμάνι, θριαμβικά σημαίνουν οι καμπάνες.
Μυριόστομο το αλαλητό που μας καλωσορίζει
και στη γερή την πλώρη μας τα μάτια στυλωμένα
το άξιο μας καμαρώνουνε κι’ ατρόμητο καράβι.
Ω, σήκω, καπετάνιο μου, ν’ ακούσεις τις καμπάνες!
Για σε ανεμίζουν φλάμπουρα και σάλπιγγες ηχάνε,
για σε λουλούδια φέρνουνε και στέφανα και δάφνες
για σένα μ’ ανυπόμονη αναγαλλιά τρικυμίζει
ανθρωποπέλαο στη στεργιά και σένα αναζητάνε
τα χίλια μύρια πρόσωπα με πόθο αναγερμένα.
…/…
Αγαπημένε μας δάσκαλε, Λάζαρε Κουζηνόπουλε,
εμείς οι ταπεινοί μαθητές σου, σ’ ευχαριστούμε από καρδιάς για όσα με τόση αγάπη, πάθος, υπομονή και μεράκι μας εδίδαξες. Σε βεβαιώνουμε ότι αυτά που είδαμε, ακούσαμε και μάθαμε από σένα θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στην καρδιά και την ψυχή μας. (Άλλωστε κι εσύ αυτό θα επιθυμούσες κι αυτό θα σου έδινε μεγάλη χαρά.) Θα προσπαθούμε όσο μπορούμε να ακολουθούμε τα μουσικά βήματά σου για να υμνούμε όσο γίνεται καλύτερα τον ποιητή και πλάστη μας «τὸν ἐν μονάδι Τριαδικὸν Θεόν μας, τὴν Παναγία μητέρα Του καὶ τὰ ἀμέτρητα πλήθη τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων Του» όλες τις ημέρες της επίγειας ζωής μας.
Ευχόμαστε ολοψύχως όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός ημών, κατατάξει την ψυχή σου μετά των αγίων Του και να υμνείς τη δόξα Του στο ουράνιο ψαλτήρι με τους αγίους αγγέλους.
Αιωνία η μνήμη σου.