ΤΑ ΜΕΓΑΡΑ ΠΑΛΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟ 1970
ΗΘΗ – ΕΘΙΜΑ – ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ (από το 1970 και πριν)
ΜΕΡΕΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Βιώματα της Μεγαρικής καθημερινής ζωής – ή Συνήθειες που έσβησαν στο πέρασμα του χρόνου
του Χρυσόστομου Δ. Σύρκου τ. Δημάρχου Μεγαρέων
Μαθηματικού – Καθηγητή Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού Ασπροπύργου
Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1940 και πριν, ώριμοι σήμερα πολίτες της τρίτης ηλικίας και πάνω, βίωσαν όλες τις κοσμογονικές αλλαγές και μεταλλαγές της Ελληνικής κοινωνίας.
Ειδικότερα οι Μεγαρίτες ως παιδιά αγροτικών οικογενειών, από τα μεταπολεμικά χρόνια, υπέστησαν όλες τις στερήσεις της φτώχειας και της μιζέριας, αλλά και απόλαυσαν τον πλούτο μιας άδολης και γνήσιας βιωτής.
Μέσα στη στέρηση, υπήρχε η ευτυχία, το χαμόγελο, η σύμπνοια, η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον πλησίον. Ο συγγενής και προπαντός ο γείτονας ήταν ο συμπαραστάτης στις λύπες και ο συμμέτοχος της χαράς της οικογένειας.
Από τη γέννηση του παιδιού, με τη βοήθεια της «μαμής», έως τα «κολυμπίδια», τη βάπτιση, άρχιζε η συμμετοχή στις χαρές της οικογένειας.
Τα αρραβωνιάσματα με την «προξενήτρα», το «ξοφίλι» και τα γλέντα, οι «χάρες» της νύφης, η πασχαλιάτικη μεγάλη λαμπάδα, ο «Μάης» και οι «Koντoύρες» ανοίγουν και λαμπρύνουν το δρόμο της κοινής ζωής των νέων ζευγαριών.
Η αυλαία του γάμου που άνοιγε με τα «προιτσία», το πλύσιμό τους, το «άπλωμά» τους σε «γιούκο» σε ειδικό δωμάτιο, για να επακολουθήσουν τα «κατσουλέρια» που επείχαν και θέση προσκλήσεως για τους λαμβάνοντες. Οι «μπομπονιέρες», ως είδος αναγγελίας του γάμου. Τα «κατσουλέρια» και τις «μπομπονιέρες» όπου μοίραζαν με δίσκους κοπέλες, προ του μυστηρίου του γάμου.
Για να έλθει την Πέμπτη, προ της Κυριακής της «βλόγησης», της «στέψης» των αρραβωνιασμένων, το «γύρισμα της αλλαξίας», το «στρώσιμο του κρεβατιού» και για να τελειώσουν οι διαδικασίες, με το ξύρισμα του γαμπρού την Κυριακή.
Και για να φτάσουμε στην Κυριακή το απόγευμα, όπου οι προσκεκλημένοι του γαμπρού με τα λαϊκά όργανα μεταβαίνουν στο σπίτι του κουμπάρου, για να τον ενσωματώσουν στη συνοδεία τους και να μεταβούν όλοι στο σπίτι της νύφης, όπου ο γαμπρός «μπογιάζει» με το ρόδι, ρίπτοντάς το στο πλήθος του συμπεθεριού που περιμένει στην αυλή.
Ο πατέρας της νύφης κερνούσε τους , «σουμπεθέρους» ποτό με το , «ρογάτσι» και ένας που είχε Μάνα και Πατέρα Ζωντανούς «τραβούσε» το γαμπρό μέσα στο δωμάτιο, με άσπρη καλαμάτα, περασμένη στο λαιμό του. Επακολουθούσε το άπλωμα των προιτσίων, πάνω σε κάρο που το έσερνε άλογο με καλαμάτα στο κεφάλι. Η όδευση προς την Εκκλησία που γινόταν με πομπή, προηγουμένων του γαμπρού της νύφης και των σουμπεθέρων. Το κάρο με τα «προιτσία», τα «χαλκώματα» της νύφης στα χέρια των παιδιών, τα παπούτσια της σε πανέρι, συνοδεύουν την πομπή σε όλη τη διαδρομή τους μαζί φυσικά με τους σουμπεθέρους νύφης και γαμπρού.
Κατά τη διαδρομή γίνονταν στάσεις σε σταυροδρόμια, όπου οι «σουμπεθέρες» χόρευαν τον περίφημο Μεγαρίτικο Καρσιλαμά με χάρη.
Στο αποκορύφωμα της «βλόγησης», όπου ο παπάς τελούσε το μυστήριο του γάμου, όλοι προσεύχονται με κατάνυξη για τη στέριωση του νέου ζευγαριού, για να αρχίσουν τις αταξίες στο «Ησαΐα χόρευε», όπου εκτόξευαν κουφέτα στο κεφάλι του γαμπρού και του κουμπάρου.
Τα κουφέτα όπου ήταν τοποθετημένα τα στέφανα, ήταν ο στόχος όλων των ελεύθερων, για να τα βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους και να ονειρευτούν τον καλό τους ή την καλή τους.
Στο σπίτι του γαμπρού, όπου καταλήγουν όλοι η νύφη, «μπογιάζει» πάλι με το ρόδι, αλλά τώρα το ρίχνει μέσα στο δωμάτιο, πάνω στους «σουμπεθέρους» που απλώνουν τα χέρια τους να το πιάσουν.
Η Μεγαρίτισσα νύφη στη χρυσοστόλιστη στολή της (τα «κατηφένια»), με τα κρόσσια
της μπόλιας στο μέτωπο, δίνει μια νότα μεγαλείου στην όλη τελετή.
Μετά το μπόγιασμα και τα κεράσματα, οι «σουμπεθέροι» της νύφης, αφού χορέψουν για λίγο τη νύφη και το γαμπρό, αποχωρούν, για να συμμετάσχουν σε δείπνο στο σπίτι της νύφης, όπως και οι σουμπεθέροι του γαμπρού.
Το παραδοσιακό δείπνο είχε ως βασικό πιάτο κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια, βρασμένα στο «λεβέτι), με ξύλα στην καμινάδα, με μυζήθρα και φυσικά άφθονη ρετσίνα Μεγαρίτικη που έδινε κέφι για χορό και τραγούδια, ως τις πρωινές ώρες της Δευτέρας.
Και ο έγγαμος βίος των ανθρώπων μας αρχίζει με τη γυναίκα που μοιράζει τις ώρες της στα χωράφια και στο νοικοκυριό. Το πλύσιμο του σταριού, το άλεσμά του, το κοσκίνισμα του αλευριού, το ζύμωμα του ψωμιού, το ψήσιμό του στο φούρνο της αυλής. Το πλύσιμο των ρούχων με το «ξερίπισμα» την μία ημέρα και το «θερμό» την επομένη. Το πλύσιμο των μαλλιών του προβάτου, το «ξιάσιμό» του, το «λανάρισμά» του, το «γνέσιμό» του, το «διασίδι» οι κοπιώδεις προετοιμασίες της νοικοκυράς που είναι και αγρότισσα, για να ακολουθήσει η ύφανση στον Μεγαρίτικο «αργαλειό». Νύκτες ολόκληρες διατίθενται στον αργαλειό, για να υφανθούν τα χράμια της δριστίλιας, το μονόκλονο, οι ανδρομίδες με περίφημα ξόμπλια.
Δραστηριότητες της Μεγαρίτισσας συζύγου – μητέρας – αγρότισσας – νοικοκυράς. Το μεγάλωμα των παιδιών και η πολύτιμη βοήθεια στο τρυγητό, στο αλώνισμα, στο αμπέλι, στις ελιές, οι άλλες ενέργειες της ηρωίδας Μεγαρίτισσας νοικοκυράς – μητέρας.
Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, με την ευλογία των σπόρων από τον ιερέα, αρχίζει η προετοιμασία της σποράς των παντός φύσεως δημητριακών. Τα πρωτοβρόχια, η σπορά, η ελαιοσυλλογή με τα «ταμάχια», τον τελάλη που τα ανακοινώνει, το πανηγύρι της συγκομιδής της, όπου όλοι δουλεύουν ακατάπαυστα, για να διακόψουν για λίγο με το πέρασμα του μανάβη που διαλαλεί «μια οκά ελιές, μια οκά μπακαλιάρο). «Δώστε ελιές και πάρτε μήλα».
Τα «κουμούλια», στη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, το «ξεφτίλισμα» του Μάη, ο θερισμός τον Ιούνιο, με τα δρεπάνια, από άνδρες και γυναίκες, το αλώνισμα με τα («vτουγιένα» και τα «καρπολόγια», όπου το κυρίως φαγητό ήταν τα κουκιά «παπούγια».
Για να επακολουθήσει ο τρυγητός, με όλα τα θαυμάσιά του «χυλός» που μετά αποξηραίνεται, «οι σταφίδες» οι περίφημες λιχουδιές που δίνουν δύναμη στα πόδια να πατήσουν τα σταφύλια, για να γίνει ο μούστος που θα μπει στα «τουλούμια», για να μεταφερθεί στα βαρέλια για να γίνει κρασί.
Ζωή γεμάτη στερήσεις, μόχθο, κόπους, θυσίες, αλλά και πλούσια σε ικανοποίηση.
Στις χαρές ενωμένοι, στις λύπες συσπειρωμένοι, οι Μεγαρείς οδεύουν όλη τους τη ζωή ενωμένοι και δεμένοι με τη γης τους, με τους φίλους τους, με τους συγγενείς τους.
Έως την ώρα του αποχωρισμού, όπου η σορός του προσφιλούς τυγχάνει ιδιαιτέρων τιμών και περιποιήσεων, με ξενύχτι και μοιρολόι. Τιμούν το νεκρό τους οι Μεγαρείς, συνοδεύοντάς τον πεζοί στην Εκκλησία, στο κοιμητήριο.
Συνεχίζουν με το σαρανταλείτουργο, με τα εννιάμερα, με τα μνημόσυνα (σαράντα – τρίμηνα – εξάμηνα – εννεάμηνα – χρόνο). Στα «σαράντα» και στα «χρόνια» έβραζαν το στάρι στο σπίτι και το μοίραζαν μαυροφορεμένες κοπέλες με δίσκους στα σπίτια, όπου ενείχε τη θέση προσκλήσεως για τα μνημόσυνα.
Η ζωή των Μεγαριτών, η βιωτή τους, η διάβα τους στη ζωή γεμάτη απλοϊκό μεγαλείον και νόημα.
Μέρες νοσταλγικές, γεμάτες αναμνήσεις που έφυγαν, παραχωρώντας τη θέση τους σ’ άλλες ημέρες, διαφορετικές.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Αργαλειός: Οικιακό όργανο ύφανσης ρούχων.
Βλόηση: Το μυστήριο του γάμου (στην Εκκλησία ή στο σπίτι).
Γιούκος: Η έκθεση κατά τάξη της κλινοστρωμής των υφαντών και των άλλων ρούχων της νύφης με ειδικό τρόπο για να παρατηρούνται από τους επισκέπτες.
Γνέσιμο: Η μετατροπή του μαλλιού σε νήμα.
Γύρισμα της αλλαξίας: Μετάβαση της μάνας του γαμπρού με τις «κουνιάδες» ή άλλες γυναίκες, πάντα σε μονό αριθμό ατόμων, στο σπίτι της νύφης την Πέμπτη προ της Κυριακής του γάμου, όπου γύριζαν τα μέσα έξω των εσωρούχων των μελλονύμφων που θα φορούσαν την ημέρα του γάμου.
Διασίδι: Προετοιμασία των νημάτων, για την τοποθέτηση στον αργαλειό.
Θερμός: Διαδικασία καθαρισμού των ασπρορούχων. Μετά το ξερίπισμα, στυβόντουσαν τα ρούχα σε ξύλινη κάσα, σκεπασμένη με βαμβακερό πανί, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν στρώμα καθαρής στάχτης πάχους 5-10 εκατοστών που περιέχυναν βαθμιαίως με καυτό νερό, ώστε να διαπερνά όλα τα στρώματα των ρούχων. Η διαδικασία αυτή κρατούσε 2-4 ώρες και το νερό εξερχόταν από τα ειδικά ανοίγματα που είχε η ξύλινη κάσα. Τα ρούχα έμεναν στην κάσα μέχρι την επόμενη ημέρα, όπου γινόταν και το ξεθέρμιασμα.
Καρπολόγια: Εργαλεία για το διαχωρισμό καρπού (στάρι, κριθάρι, βρώμη) από το άχυρο στο αλώνι.
Κατηφένια: Επίσημη χρυσοκέντητη στολή της Μεγαρίτισσας.
Κατσουλέρια: Σταρένια ψωμιά, σχήματος παχιάς στεφάνης πλασμένα με ειδικό τρόπο και διακοσμημένα από την ίδια ζύμη με καλλιτεχνικά κοσμήματα.
Κολυμπίδια: Το πρώτο πλύσιμο του παιδιού από τη μαμή, με την τρίτη ημέρα από τη γέννησή του. Επακολουθούσε τραπέζι καλό στο στενότερο συγγενικό κύκλο. Κατά την αναχώρηση, οι προσκεκλημένοι έριχναν χρήματα τα οποία έπαιρνε η μαμή.
Κουμούλια: Σκάψιμο του αμπελιού κατά το μήνα Μάρτιο, με τοποθέτηση του νεοσκαμένου χώματος σε σωρό με κορυφή. Χρησιμοποιούσαν ειδικό βαρύ τσαπί του σκαψίματος.
Κουντούρες: Kεvτητές παντόφλες.
Μάης: Στεφάνι με λουλούδια που έστελνε την παραμονή της Πρωτομαγιάς η νύφη στην πεθερά. Συνοδευόταν από γλύκά, κουλούρια και κόκκινα αυγά σε στολισμένο με λουλούδια πανέρι και κρασί συνήθως κόκκινο, σε καλλιτεχνική γυάλινη μποτίλια. Τα πήγαιναν δύο κοπέλες η μία το Μάη η άλλη το πανέρι και ένα αγόρι με τη μποτίλια το κρασί. Οι κοπέλες φορούσαν Kατηφέvια, το αγόρι φουστανέλες. Μεταπολεμικώς, επικράτησε να πηγαίνει η νύφη το «Μάη στην πεθερά.
Μαμή: Η πρακτική μαία.
Μπόγιασμα: Χτύπημα ροδιού στην κάσα της κυρίως πόρτας της κατοικίας του γαμπρού και της νύφης κατά την είσοδό τους, καθώς και σταύρωμα της κάσας με το δάκτυλο.
Ντουγένι: Το ξύλινο σχεδόν επίπεδο παραλληλόγραμμο όργανο με χονδρά σιδερένια ελάσματα στην κάτω όψη και χονδρό χαλκά στην άνω εμπρός, το οποίον έσερναν άλογα υπό την καθοδήγηση αναβάτη για το αλώνισμα των δημητριακών.
Ξερίπισμα: Εμπλουτισμό των ρούχων με νερό, πριν από το «θερμό», ώστε να φύγουν οι χονδροί ρύποι.
Ξεφτύλισμα: Αραίωση των ψύλλων της αμπέλου.
Ξιάσιμο: Άνοιγμα του πλυμένου «μαλλιού», για να μπει στη λανάρα.
Ξοφίλι: Σημείωμα υποσχετικό για τα όσα ο πεθερός δεσμευόταν να δώσει ως προίκα στον μέλλοντα γαμπρό του.
Παπούγια: Κουκιά νερόβραστα, με ρίγανη, ξύδι και λάδι ή χωρίς λάδι.
Προιτσία: Τα υφαντά, ο ρουχισμός και η οικοσυσκευή της νύφης που έπαιρνε ως προίκα από τον πατέρα της, για να ανοίξει το νέο νοικοκυριό της.
Προξενητής: Το πρόσωπο που συνομιλούσε με τις δύο οικογένειες (αγοριού – κοριτσιού), εκθειάζοντας τα προσόντα τους και ενημερώνοντας για την προίκα της νύφης.
Σουμπεθέροι: Οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης.
Σταφίδες: Ζεματισμένα αποξηραμένα κόκκινα σταφύλια.
Στημόνι: Ειδικό νήμα στην ύφανση των ρούχων.
Στρώσιμο του κρεβατιού: Πανηγυρικό στρώσιμο της νυφικής κλίνης από τους φίλους του γαμπρού, μετά το γάμο και την εκφόρτωση των προιτσίων.
Ταμάχια: Περιοχές, στις οποίες χωριζόταν ο Μεγαρικός κάμπος, όπου επιτρεπόταν το μάζεμα των ελαιών.
Τουλούμια: Ασκός από δέρμα κατσικιού επισκευασμένος καταλλήλως για τη μεταφορά του γλεύκους (μούστου).
Χάρες: Τα επίσημα ρούχα και παπούτσια, τα οποία έστελνε τον πρώτο χρόνο της μνηστείας, τη Λαμπρή (Πάσχα) ή της Παναγίας (Κοίμηση της Θεοτόκου) ή τα Χριστούγεννα ο αρραβωνιαστικός στην αρραβωνιαστικιά.
Χράμι: Μάλλινο υφαντό στον Μεγαρίτικο αργαλειό.
Το έθιμο του Μάη
Την παραμονή της πρωτομαγιάς οι αρραβωνιασμένες νέες, ντυμένες με την παραδοσιακή νυφική ενδυμασία, προσφέρουν στην μητέρα του μνηστήρα τους ένα στεφάνι με λουλούδια σε ένδειξη σεβασμού, το «Μάη». Μαζί με το στεφάνι προσφέρουν μια στολισμένη κουλούρα ψωμιού, κόκκινα αυγά και κουλούρια του Μάη. Οι νέες συνοδεύονται από φίλες οι οποίες κρατούν εναλλάξ το βαρύ στεφάνι στη διαδρομή, η οποία γίνεται περπατώντας. Επίσης, σύμφωνα με το έθιμο, είναι υποχρεωτικό να συνοδεύονται από ένα αγόρι προεφηβικής ηλικίας που κρατά ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί και το παραδίνει στον πατέρα του μνηστήρα.
Τα τελευταία χρόνια οι δημοτικές αρχές των Μεγάρων έχουν προβάλλει έντονα το έθιμο και για να υπάρξει συμμετοχή από αρραβωνιασμένες νέες στο συγκεκριμένο τελετουργικό, τις ενθαρρύνουν να ρυθμίζουν την διαδρομή τους ώστε να περνούν από την κεντρική πλατεία της πόλης. Εκεί τους υποδέχεται ο δήμαρχος ο οποίος τους προσφέρει μια ανθοδέσμη και ένα αναμνηστικό κόσμημα συλλεκτικής αξίας. Οι Μεγαρίτες και οι Μεγαρίτισσες στέκονται στα πεζοδρόμια των δρόμων απ’ όπου περνούν οι «Μάηδες» και τους θαυμάζουν κάνοντας και σχόλια για το ποιος είναι ο καλύτερος.
Ο χορός της Τράτας
Την Τρίτη του Πάσχα τα Μέγαρα γίνονται, εδώ και πολλά χρόνια, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων όσων ασχολούνταν με την παράδοση και τη λαογραφία. Τα τηλεοπτικά κανάλια και οι δημοσιογράφοι των Αθηνών έρχονται στην πόλη μας για να μεταδώσουν από την τηλεόραση ένα μοναδικό θέαμα: το χορό της Τράτας. Και είναι πράγματι μοναδικό αφού όμορφες κοπέλες ντυμένες με την παραδοσιακή στολή, τα κατηφένια, και στολισμένες με πλούσια κοσμήματα, χορεύουν πιασμένες με τα χέρια χιαστί στην πλατεία του Αγίου Ιωάννου του Γαλιλαίου ή Χορευταρά. Τις συνοδεύουν οι μουσικοί παίζοντας τραγούδια σε αργούς κυρίως ρυθμούς.
Ο χορός της Τράτας έλκει την καταγωγή του από τον αρχαίο τελετουργικό χορό των πεπλοφόρων παρθένων ΟΡΜΟ, όπως βρέθηκε σε τοιχογραφία στα Υβλαία Μέγαρα (αποικία των αρχαίων Μεγαρέων στη Ν. Ιταλία) και χρονολογείται στο 400 π.Χ. Στην τοιχογραφία φαίνονται οι γυναίκες πιασμένες χέρι χέρι με τον ίδιο τρόπο, όπως και σήμερα. Ο χορός αυτός χορευόταν προς τιμήν της θεάς Δήμητρας αλλά και των Ολυμπιονικών.
(Πηγή πληροφορίας: Το βιβλίο «Τα παλαιά Μέγαρα» )
Τα Ρουσάλια
Τη Δευτέρα του Πάσχα, στα Μέγαρα, συναντά κανείς μέχρι σήμερα ζωντανό ένα ακόμη έθιμο με πανάρχαιες ρίζες που λέγεται Ρουσάλια. Ομάδες από νέους γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας και χορεύοντας κυκλικά. Ο πρώτος του χορού κρατά ένα κοντάρι με λουλουδένιο σταυρό στην κορυφή. Κάτω από το σταυρό υπάρχει ένα μεταξωτό μαντίλι αντί για σημαία. Ο τελευταίος του χορού κρατά ένα καλάθι. Οι νοικοκυρές δίνουν στον τελευταίο , κόκκινα αυγά, γλυκά, χρήματα κ.α. Αυτός που κρατά το καλάθι λέγεται «σαχανατάρης» (= ταμίας). Το έθιμο αυτό ανάγεται σε αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές παραδόσεις. Το Μάη οι Ρωμαίοι γιόρταζαν δυο μεγάλες γιορτές προς τιμήν των νεκρών. Τα «Λεμούρια» και τα «Ροζάλια». Lemures ήταν τα πνεύματα των νεκρών. Τα Ροζάλια πήρανε το όνομά τους από τα ρόδα ( Rosa = ρόδα, τριαντάφυλλα). Τα ροζάλια ή ροζάρια πέρασαν αργότερα στο Βυζάντιο, διατηρήθηκαν με χριστιανική μορφή και πήρανε το όνομα «Ρουσάλια».
(Πηγή: Κώστας Α. Ρήγας, «Γλωσσολογικά και Λαογραφικά των Μεγάρων»)
Μεγαρίτες μεγαλύτεροι στην ηλικία μας λένε πώς ήταν τα Μέγαρα παλιά
Η γιαγιά Ειρήνη Κουτσουβάνου
Τις προηγούμενες δεκαετίες στα Μέγαρα η ζωή κυλούσε όπως και στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις. Τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες κι οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν πολύ καλές. Το κάθε σπίτι ήταν ανοιχτό για όλη τη γειτονιά. Η χαρά κι η λύπη του καθενός ήταν χαρά και λύπη για τον άλλο. Τα παιδιά έπαιζαν στους δρόμους πολλά παιχνίδια όπως: κουτσό, κρυφτό, βόλους και αμύγδαλα. Σε γιορτές όπως οι απόκριες μαζευόταν όλη η γειτονιά, άναβαν φωτιές στους δρόμους και τραγουδούσαν αποκριάτικα μεγαρίτικα τραγούδια. Επίσης στην περίοδο του τρύγου όλη η οικογένεια ήταν στο αμπέλι. Μάζευαν τα σταφύλια, τα πήγαιναν στο πατητήρι και τα πατούσαν για να βγει ο μούστος που αργότερα θα γινόταν κρασί.
Η γιαγιά Αναστασία Μπισταράκη
Τα Μέγαρα παλιά ήταν πολύ διαφορετικά. Τα σπίτια ήταν μικρά με κεραμίδια και τζάκι. Είχαν αυλές με λουλούδια και μποστάνι με λαχανικά. Οι αυλές δεν είχαν πλακάκια αλλά είχαν χώμα. Τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και τα βράδια φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου και κεριά Άφηναν ξεκλείδωτες τις πόρτες επειδή δεν υπήρχε φόβος ότι θα μπει κάποιος στο σπίτι. Οι δρόμοι ήταν από χώμα, δεν υπήρχε άσφαλτος. Δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα και κάθε δρόμος ήταν γεμάτος από χαρούμενα παιδιά που έπαιζαν κρυφτό, κυνηγητό, ξυλίκι, βόλους, σβούρα, αμπάδες και κουτσό. Οι μεγάλοι πήγαιναν στις δουλειές τους με άλογα και σούστες. Σε κάθε γειτονιά ίσως να υπήρχε ένα αυτοκίνητο. Οι γυναίκες μαζεύονταν στις γειτονιές και κεντούσαν. Οι άντρες δούλευαν και το βράδυ πήγαιναν στο καφενείο. Σε κάθε γειτονιά υπήρχε μια βρύση κι οι μεγάλοι πήγαιναν κι έπαιρναν νερό με τους πετρελαίους (σιδερένια δοχεία) για να έχουν στο σπίτι τους.
Η γιαγιά Κατερίνα Μαυρονάσου
Τα Μέγαρα είναι μια πόλη γραφική γιατί είναι χτισμένη πάνω σε δυο λόφους: τον άγιο Δημήτριο (Αλκάθους) και τον Προφήτη Ηλία (Καρία). Παλιότερα δεν υπήρχαν τόσοι δρόμοι όπως σήμερα και δεν κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι πήγαιναν με τα πόδια, με ποδήλατα ή με σούστες (άμαξες που τις έσερναν γαϊδούρια ή άλογα). Οι δρόμοι ήταν με χώμα κι όχι με άσφαλτο. Τα περισσότερα σπίτια χτίζονταν με πλίθρες κι αργότερα με τούβλα. Τα πατώματα ήταν χωματένια και στα σπίτια των πιο πλουσίων τσιμεντένια. Στις αυλές υπήρχαν οι γούρνες που έπλεναν οι γυναίκες τα ρούχα της οικογένειας. Επίσης είχαν χτιστούς φούρνους κι έψηναν το ψωμί που ζύμωναν και το φαγητό. Οι άνθρωποι νοιάζονταν ο ένας τον άλλο. Τ’ απογεύματα μαζεύονταν στις αυλές των σπιτιών ή στα πεζουλάκια που υπήρχαν έξω από πολλά σπίτια κι έλεγαν τα νέα των Μεγάρων π.χ. ποιος αρραβωνιάστηκε, ποιος παντρεύτηκε, ποιος πέθανε κλπ. ή ιστορίες από τα παλιά κι έτσι περνούσε η ώρα. Όταν σουρούπωνε αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλο κα πήγαιναν για ύπνο. Τα αγόρια στις αλάνες έπαιζαν μπάλα και κρυφτό. Τα κορίτσια έπαιζαν κρυφτό, κυνηγητό, αμπάδες, λάστιχο, σχοινάκι, κότσια,βόλους κουτσό, τσούκαλα, αμύγδαλα κ.α. Στις μεγάλες γιορτές όπως το Πάσχα, τα Χριστούγεννα κλπ. όλη η γειτονιά γλεντούσε μαζί με παραδοσιακά μεγαρίτικα τραγούδια και χορούς.
Ο Κώστας Κακαλέτρης
Τα Μέγαρα παλιά ήταν ένα μεγάλο χωριό. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα κι οι γειτονιές ήταν γεμάτες από παιδιά. Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Κάθε Κυριακή απόγευμα κατέβαιναν κάτω στην αγορά όπου συναντούσαν ο ένας τον άλλο στην καθιερωμένη «βόλτα».Τα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά στις γειτονιές ήταν κυνηγητό, κουτσό, ξυλίκι, αμπάδες και λάστιχο. Κάθε Τρίτη του Πάσχα πήγαιναν στον Αϊ-Γιάννη το χορευταρά για έθιμο του χορού της Τράτας. Ακόμη υπήρχε και το έθιμο του Μάη που οι νύφες την πρωτομαγιά πήγαιναν στεφάνια στις πεθερές τους.
Η γιαγιά Ελένη Καλλιπέτση
Μια μέρα προσπαθούσα να φανταστώ πώς ήταν τα Μέγαρα τα παλιά χρόνια και τώτε μου ήρθε η ιδέα να ρωτήσω τη γιαγιά μου πώς ήταν στην παιδική της ηλικία τα Μέγαρα. Ήμουν περίεργη να μάθω πώς ζούσαν, έπαιζαν και πώς περνούσαν τη μέρα τους. Η γιαγιά Ελένη, μ’ ευχαρίστηση και νοσταλγία για τις μέρες εκείνες, μου είπε: «Τα Μέγαρα στην παιδική μου ηλικία ήταν με μικρά πέτρινα σπίτια και μεγάλες αυλές που μέσα σ’ αυτές είχαν ζώα (κατσίκες, κότες, γαϊδούρια κ.α.) Οι μανάδες μετά τις δουλειές του σπιτιού μαζεύονταν κι έγνεφαν με τη ρόκα, τα κορίτσια κεντούσαν και τα αγόρια πήγαιναν στα χωράφια με τους πατεράδες τους. Το απόγευμα όλα τα παιδιά έπαιζαν μαζί στις αλάνες ωραία μεγαρίτικα παιχνίδια όπως τόπι μάνα, αμπάδες, φίτζο, και ξυλίκι που το έπαιζαν μόνο τ’ αγόρια. Περιμέναμε με χαρά να έρθει το Πάσχα να πάμε στον Αϊ-Γιάννη το χορευταρά να δούμε το χορό της Τράτας και τη Δευτέρα του Πάσχα να περάσουν από τις γειτονιές τ’ αγόρια ντυμένα με φουστανέλες και με πουκαμίσες για να χορέψουν τα «ρουσάλια» (κάλαντα του Πάσχα). Επίσης να έρθει η πρωτομαγιά για να δούμε τις νύφες να πηγαίνουν στις πεθερές τους το Μάη, ένα ωραίο στεφάνι με πολύχρωμα κι ευωδιαστά λουλούδια. Τη γιορτή των αγίων αποστόλων και της Παναγίας για να φορέσουν οι κοπέλες τα κατιφένια και να χορέψουν στα Πλακάκια και στην πλατεία Ηρώων. Τα παλιά τα χρόνια παιδί μου μπορεί να περνούσαμε φτωχά και να μην είχαμε τις ανέσεις που έχουμε σήμερα αλλά είμαστε χαρούμενοι και πιο δεμένοι με τους γείτονες και τους συγγενείς μας και βιώναμε τις χαρές και τις λύπες των συμπολιτών μας».
Η γιαγιά Μαρία Λάγιου
Παλιά τα Μέγαρα ήταν διαφορετικά. Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από πέτρα. Οι δρόμοι ήταν από χώμα. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Κυκλοφορούσαν με τα άλογα και τις σούστες. Οι πλατείες και τα σχολεία και ήταν διαφορετικές. Για παράδειγμα η πλατεία Λυτάρα ήταν η αφετηρία για τα λεωφορεία που εκτελούσαν το δρομολόγιο Μέγαρα – Αθήνα. Το κτήριο του 3ου Δημοτικού Σχολείου ήταν πριν ήταν κοτέτσι. Τα παιδιά δεν είχαν ηλεκτρονικά παιχνίδια αλλά έπαιζαν μπάλα στις αλάνες, έκαναν βόλτες με τα ποδήλατα και τα κορίτσια έπαιζαν τις αμπάδες. Οι άντρες, όταν δε δούλευαν, πήγαιναν στο καφενείο κι οι γυναίκες πήγαιναν η μια στο σπίτι της άλλης με το πλεκτό ή με το κέντημα και περνούσαν την ώρα τους πλέκοντας και συζητώντας τα νέα της γειτονιάς και της πόλης. Το Πάσχα όλοι μαζί στο δρόμο ή σε κάποιο οικόπεδο έψηναν τα αρνιά στη σούβλα ενώ την Τρίτη του Πάσχα πήγαιναν όλες μαζί στον Αϊ-Γιάννη το χορευταρά για να χορέψουν το χορό της Τράτας. Τώρα βέβαια υπάρχουν οι λαογραφικοί σύλλογοι της πόλης μας που έχουν αναλάβει αυτό το έργο.
Η γιαγιά Μαρία Μπισταράκη
Τα Μέγαρα παλιότερα ήταν πολύ διαφορετικά. Δεν υπήρχαν δρόμοι με άσφαλτο. Ήταν χωματόδρομοι και χωρίς φώτα. Τα σπίτια ήταν απλές μονοκατοικίες. Παλιά, ασπρισμένα με ασβέστη κι όχι σαν τα σημερινά που είναι περίπλοκα με πολλούς ορόφους και πολύχρωμα. Τα παλιά Μέγαρα ήταν χτισμένα πάνω στους δυο λόφους τους. Το λόφο του αγίου Δημητρίου (Αλκάθους) δυτικά και το λόφο του Προφήτη Ηλία (Καρία) ανατολικά. Γύρω από τους λόφους ήταν χωράφια και πολύ λίγοι κάτοικοι είχαν χτίσει εκεί τα σπίτια τους. Στις γειτονιές όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Τα παιδιά έπαιζαν όλα μαζί στους δρόμους. Τα παιχνίδια τους ήταν: κρυφτό, βόλοι και μπάλα που ήταν φτιαγμένη από πανιά. Τα παιδιά έπαιζαν ανέμελα χωρίς τον κίνδυνο των αυτοκινήτων τα οποία ακόμα δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Οι περισσότεροι κυκλοφορούσαν με μουλάρια, άλογα και γαϊδουράκια που κουβαλούσαν τις σούστες. Τότε είχαν ένα έθιμο να παίρνουν τις νύφες με τη σούστα και να την πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού. Στη σούστα έβαζαν και τα προικιά κι από πίσω ακολουθούσαν πολύς κόσμος και τα όργανα που έπαιζαν τραγούδια του γάμου. Κάθε Μεγαρίτης είχε διάφορα ζώα (κότες, κατσίκες, πρόβατα, κουνέλια, κ.α.) κήπο με λαχανικά, χωράφια και αμπέλια που έδιναν τα περισσότερα προϊόντα και περνούσε η οικογένεια τη χρονιά. Δεν υπήρχαν πολλά μαγαζιά και τα σημερινά super market. Η πλατεία Σωτήρος ήταν από χώμα, είχε το εκκλησάκι της μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ένα πηγάδι και μια γούρνα για να πλένουν οι νοικοκυρές.
Η γιαγιά Κυριακή Βαποράκη
Τα χρόνια που πέρασαν ήταν ωραία κι ευτυχισμένα παρ’ όλη τη φτώχεια που είχαμε. Ο κόσμος είχε άλλες, ξένοιαστες απολαύσεις. Εγώ Δημήτρη πέρασα πολύ ωραία, αν και δεν είχα όλα αυτά που έχουμε σήμερα. Θυμάμαι με νοσταλγία τις παλιές συνοικίες, τα χωμάτινα δρομάκια, τους απλούς ανθρώπους, τα σπίτια με τις μεγάλες αυλόπορτες και τους ψηλούς τοίχους που μέσα τους έκρυβαν όλο το μεγαρίτικο νοικοκυριό με τα διάφορα ζωντανά τους. Όταν άρχιζε να ξημερώνει άρχιζαν να λαλούν οι πετεινοί κι οι Μεγαρίτες ξυπνούσαν πρωί πρωί να πάνε με τα ζώα τους να καλλιεργήσουν τη γη τους. Η ζωή ήταν ωραία κι ας είχε κόπο και δυσκολίες η καθημερινότητα των ανθρώπων.