ΜΕΓΑΡΑ ΑΤΤΙΚΗΣ – Αληθινές ιστορίες του ’40
Η Μεγαρίτισσα γιαγιά Ελένη Τσίγκρη θυμάται την κατοχή του ’40
Το 1941, στην κατοχή, οι άνθρωποι πεινούσαν πάρα πολύ. Όσοι είχαν διάφορα πράγματα τα αντάλλασσαν με αυτούς που είχαν λάδι ή σιτάρι για να μπορέσουν να ζήσουν. Υπήρχε το συσσίτιο που έδιναν λίγο πιο πάνω από το κτήριο που σήμερα στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων, και πήγαιναν οι άνθρωποι με το κατσαρολάκι για να πάρουν λίγο φαγητό. Επίσης έστελνε και η Αμερική για να ζήσουν οι άνθρωποι. Μερικά παιδιά πήγαιναν γύρω από τα σημεία που τρώγανε οι Γερμανοί και έπαιρναν από τα σκουπίδια ό,τι έβρισκαν: φύλλα από λάχανα, μήλα μισοφαγωμένα, φλούδες από τις πατάτες κ.α. και μερικές φορές έκλεβαν ό,τι μπορούσαν. Σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως στην Αθήνα πέθαινε πάρα πολύς κόσμος από την πείνα.
Στα Μέγαρα, μια Κυριακή απόγευμα, σκοτώσανε έναν Ιταλό στην περιοχή «Έξω Βρύση». Τη Δευτέρα το πρωί είχαν περικυκλωθεί όλα τα Μέγαρα από Γερμανούς και Ιταλούς οι οποίοι μπήκαν μέσα στην πόλη και ψάχνανε τα σπίτια. Πήρανε όλους τους άντρες και τους πήγανε στην πλατεία Ηρώων. Είχανε αποφασίσει να τους εκτελέσουν. Ο τότε δήμαρχος Θεόδωρος Τσεκές μαζί με το δεσπότη Ιάκωβο μεσολάβησαν για να μη τους εκτελέσουν. Ο Γερμανός αξιωματικός επέμενε ότι θα τους εκτελέσει. Τότε αυτοί μπήκαν μπροστά στους Μεγαρίτες και είπαν να εκτελέσουν πρώτα αυτούς και μετά τους άλλους. Οι Γερμανοί δεν τους εκτέλεσαν και γλίτωσαν οι άνθρωποι.
Στη σημερινή πλατεία «Εθνικής Αντιστάσεως» οι Γερμανοί είχαν κρεμάσει δέκα Μεγαρίτες.
Ελένη Τσίγκρη
Υ.Γ. Όλα αυτά μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου Ελένη Τσίγκρη η οποία τότε ήταν 13 ετών και τα είδε με τα μάτια της.
Ένας γέροντας Μεγαρίτης διηγείται…
Το 1942, είχαν έρθει στα Μέγαρα οι Γερμανοί. Είχαν τοποθετήσει νάρκες κάτω από μια γέφυρα στην Κακιά σκάλα Κινέττας διότι είχαν πληροφορίες ότι από κει θα περνούσαν Έλληνες στρατιώτες και ήθελαν να τους σκοτώσουν. Οι Έλληνες όμως υποψιάστηκαν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει και ψάχνοντας διαπίστωσαν ότι υπάρχουν νάρκες. Έτσι απέφευγαν να περνούν από αυτό το σημείο. Μετά από καιρό οι Γερμανοί πήγαν να βγάλουν τις νάρκες για να τις μεταφέρουν σε άλλο σημείο. Εκεί που δούλευαν, ένας Γερμανός στρατιώτης πάτησε κατά λάθος μια νάρκη και σκοτώθηκε.
Σωτηρία Σχινά
Η γιαγιά Αγγελική Κουρελιά θυμάται από το ’40
Τον Ιανουάριο του 1942 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής που βρίσκονταν στην περιοχή μας, κυνηγούσαν τους Ιταλούς συμμάχους των. Ο πατέρας της γιαγιάς μου έκρυψε έναν Ιταλό αξιωματικό ο οποίος είχε έρθει στην αυλή του και ζητούσε φαγητό και καταφύγιο. Οι Γερμανοί τον έψαχναν… Ο πατέρας της γιαγιάς μου τον έκρυψε στο άδειο βαρέλι του κρασιού. Στο τέλος ο Ιταλός σώθηκε από τη μανιώδη καταδίωξη των Γερμανών που σήμαινε εκτέλεση…
Αγγελική Κουρελιά
Ο παππούς μου Λεωνίδας Τσούκαλας θυμάται το ’40
Ερ. : Πώς ήταν η ζωή τότε παππού;
Απ.: Οι άνθρωποι πείναγαν πολύ. Έτρωγαν ό,τι έβρισκαν για να μην πεθάνουν από την πείνα. Σφαγμένους γαϊδάρους και γάτες. Κι αυτό γιατί οι Ιταλοί πήγαιναν στα σπίτια κι έπαιρναν τα τρόφιμα όπως κρέας, λάδι και σιτάρι και οι Έλληνες λιμοκτονούσαν.
Ερ.: Θυμάσαι κάποιο περιστατικό;
Απ.: Ένας Ιταλός πήγαινε με ένα υδροφόρο στην Έξω Βρύση για να πάρει νερό και να το πάει στο Μεγάλο Πεύκο (Ν. Πέραμος). Τότε κατέβηκαν από τα βουνά δυο Έλληνες αντάρτες. Ο Ιταλός τους έδωσε να καπνίσουν τσιγάρο, έβαλε το χέρι μέσα στην τσέπη του για να τους δώσει σπίρτα να ανάψουν το τσιγάρο και έβγαλε όπλο σκότωσε τον έναν Έλληνα. Ο άλλος Έλληνας τράβηξε το όπλο του και τραυμάτισε θανάσιμα τον Ιταλό. Οι Γερμανοί που ήταν στο Μεγάλο Πεύκο και περίμεναν το νερό είδαν ότι ο Ιταλός άργησε και ήρθαν στα Μέγαρα. Πήγανε στην Έξω Βρύση και είδαν το σκοτωμένο Ιταλό. Τότε άρχισαν να παίρνουν άντρες πάνω από 16 ετών έως και 50 ετών από την περιοχή Πλακάκια μέχρι τη Έξω Βρύση. Όσους πήρανε τους συγκέντρωσαν στην πλατεία Ηρώων και απ’ αυτούς διάλεξαν 10 άτομα και τους έκλεισαν στη φυλακή. Τους βασάνιζαν για να μαρτυρήσουν. Μερικοί Μεγαρίτες κρύφτηκαν στα βουνά για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί.
Στο σπίτι μας έμεναν 30 Γερμανοί. Οι Γερμανοί ήταν κύριοι και άμα δεν τους πειράζαμε δεν μας πείραζαν και δεν μας έπαιρναν τίποτα.
Στην Πάχη είχαν αράξει δυο ελληνικά καράβια φορτωμένα με κριθάρι. Μετά πέρασαν πέντε γερμανικά αεροπλάνα και τα βύθισαν. Τότε ο κόσμος επειδή πεινούσε έπαιρνε απ’ τη θάλασσα το βρωμοκρίθαρο και το άλεθαν στο μύλο και το έτρωγαν.
Στο Λουτρόπυργο περνούσε ένα τρένο με Γερμανούς αλλά δεν είχαν βάλει στα μπροστινά βαγόνια Έλληνες, ( έτσι συνήθιζαν να κάνουν ώστε αν γινόταν κάποιο σαμποτάζ να σκοτώνονταν οι Έλληνες). Οι Έλληνες αντιστασιακοί είχαν βάλει εκρηκτικά στις γραμμές και το τρένο ανατινάχτηκε. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί έφτιαξαν κρεμάλες και κρέμασαν 10 Έλληνες.
Εγώ τότε ήμουν 9 ετών και φύλαγα 5 πρόβατα στην περιοχή της Ι. Μ. Αγ. Βαρβάρας. Μια μέρα ήρθαν οι Ιταλοί να μου πάρουν ένα πρόβατο. Εγώ δεν το έδινα. Με χτύπησαν και ήρθα κλαίγοντας στα Μέγαρα αλλά το πρόβατο δε μου το πήρανε.
Ερ.: Εσείς είχατε να φάτε;
Απ.: Εμείς ήμασταν αγρότες και είχαμε σιτάρι, φακές, φασόλια, κουκιά, κριθάρι και καλαμπόκι.
Σ’ ευχαριστώ πολύ παππού. Τώρα κατάλαβα αρκετά πράγματα για το κακό που κάνει ο πόλεμος στους ανθρώπους.
Μάριος Τσούκαλας
Η γιαγιά Παρασκευή Χατζή, 86 ετών, θυμάται από τον πόλεμο του 1940
Οι Ιταλοί έφτασαν τη Δευτέρα, ενώ οι άνθρωποι ήταν ακόμη στα αμπέλια και τρυγάγανε. Τότε είδαν πέντε, έξι Ιταλικά αεροπλάνα που πήγαν να βομβαρδίσουν την Κακιά Σκάλα (περιοχή μεταξύ Μεγάρων και Κινέττας). Όλες οι βόμβες που ρίξανε έπεσαν στη θάλασσα. Ένας Μεγαρίτης ειδοποίησε τους ανθρώπους που ήταν στ’ αμπέλια ότι οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Τότε όλοι φύγανε και πήγαν στα σπίτια τους. Ύστερα μαζεύτηκαν παλικάρια για να πολεμήσουν. Πολεμούσαν, νικούσαν τους Ιταλούς και χτυπούσαν τις καμπάνες για κάθε χωριό που έπαιρναν.
Τον Απρίλιο μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Μετά βομβάρδισαν το λιμάνι του Πειραιά, την παραλία των Μεγάρων (στον Άγιο Νικόλα στην Πάχη). Έγινε και αερομαχία και έπεσε ένα αγγλικό αεροπλάνο στην περιοχή του Αϊ-Γιάννη του Χορευταρά.
Τασίνου Δήμητρα
Εγώ πήρα αυτή την συνέντευξη από τον παππού μου τον Βαγγέλη Μακεδόνα κι από την γιαγιά μου Καλλιόπη Μακεδόνα που έζησαν τον πόλεμο σε ηλικία δέκα ετών.
-Γιαγιά και παππού πως αντιμετωπίσατε την πείνα στην κατοχή το 1940;
Παππούς: Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας, όπως χόρτα, καλαμπόκι, φλούδες από πατάτες, χαρουπάλευρο, δηλαδή αλεύρι από χαρούπια, κριθάρι, γιατί την εποχή εκείνη στην Πάχη είχε βουλιάξει ένα καράβι και στις αποθήκες του είχε κριθάρι. Είχε μαυρίσει. Το είχαν αλέσει, είχε γίνει σαν κοπριά και το έτρωγαν ο κόσμος από ανάγκη.
-Πώς ζήσατε τον πόλεμο;
Γιαγιά: Ζήσαμε με πολύ φόβο και αγωνία για τους συγγενείς μας.
Παππούς: Ζήσαμε με πολύ πείνα και με πολλούς βομβαρδισμούς.
-Τι σας συγκλόνισε που σας έμεινε χαραγμένο στη μνήμη; Τι σας φόβισε;
Γιαγιά: Αυτό που με συγκλόνισε περισσότερο είναι όταν ένα πρωί, όπως κάθε μέρα, ξεκινήσαμε να πάμε στην περιοχή «Καντήλι» να σπάσουμε πέτρες στο δρόμο. Εκείνο το πρωινό εγώ δεν πήγα γιατί δεν πρόλαβα το αυτοκίνητο και ήμουν πολύ τυχερή γιατί εκείνη την ημέρα, την ώρα που είχαν μοιράσει το συσσίτιο και έτρωγαν πέρασε ένα αμερικανικό αεροπλάνο και βομβάρδισε την περιοχή. Όσοι ήταν εκεί σκοτώθηκαν όλοι. Αυτό με συγκλόνισε πολύ και δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ.
-Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου δώσατε.
Πόπη Μακεδόνα
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες οι παππούδες μας φέρνουν στο μυαλό τους τα δύσκολα εκείνα χρόνια του πολέμου που οι Ιταλοί κατακτητές εισέβαλλαν στην Ελλάδα. Εμένα ο παππούς μου Σπύρος Κρεμμύδας μου διηγήθηκε τα παρακάτω, καθώς έπινε το καφεδάκι του:
«Δύσκολα εκείνα χρόνια που με τα λίγα πολεμικά μέσα αλλά με μεγάλη ψυχή αγωνιστήκαμε και πολεμήσαμε στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Θυμάμαι τις δύσκολες μέρες που πολεμούσαμε στα βουνά της Ηπείρου χωρίς ζεστά ρούχα και τρόφιμα. Περιμέναμε να μας στείλουνε μάλλινα ρούχα και τρόφιμα για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Πολλοί από μας έπαθαν κρυοπαγήματα και αναγκάστηκαν να κόψουν χέρια και πόδια για να μην πεθάνουν. Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός έκανε μεγάλο αγώνα για να βοηθήσει τους πολεμιστές που είχαν ανάγκη. Τους πήγαιναν τρόφιμα και ρούχα, επίσης βοηθούσαν τους χτυπημένους Έλληνες.
Όλοι μας όμως είμαστε υπερήφανοι που καταφέραμε να διώξουμε τους κατακτητές και να ζείτε τώρα εσείς ελεύθεροι».
Κι εγώ αυθόρμητα, έτρεξα, τον αγκάλιασα, του έδωσα ένα γλυκό φιλί και του είπα: «Αυτό, για τον αγώνα που κάνατε για μας παππού».
Βαγγέλης Γκοσδής
Στα χρόνια της κατοχής οι Έλληνες αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα πείνας. Τα Μέγαρα επειδή είναι αγροτική περιοχή δεν αντιμετώπισαν τόσο έντονα το πρόβλημα αυτό. Κάθε οικογένεια είχε το δικό της σιτάρι. Έτσι αν και είχαν πολλές ελλείψεις κατάφερναν να επιβιώσoυv τα δύσκολα αυτά χρόνια. Για τα μικρά παιδιά ο Ερυθρός Σταυρός μοίραζε συσσίτιο στα σχολεία. Κάθε παιδάκι κρατούσε στο χέρι μια καρτέλα για να σημειώνουν ότι πήρε τη μερίδα του και ένα κατσαρολάκι. Το φαγητό ήταν συνήθως όσπρια και πλιγούρι. Το πλιγούρι το έφτιαχναν από σπασμένο σιτάρι. Πολλές φορές έρχονταν στα Μέγαρα ξένοι πεινασμένοι και εξαντλημένοι άνθρωποι που οι Μεγαρίτες τους έδιναν λίγο ψωμί ή ένα αβγό για να μπορέσουν να ζήσουν. Άλλοι τα κατάφερναν και άλλοι όχι. Οι Μεγαρίτες πήγαιναν στο κάμπο και μάζευαν χόρτα και μαζί με καλαμποκάλευρο έφτιαχναν πίττες. Με καλαμποκάλευρο επίσης έφτιαχναν ένα είδος ψωμιού που το περιέχυναν με πετιμέζι και το έτρωγαν σαν γλύκισμα που το έλεγαν μπομπότα. Είχαν όσπρια κρασί και λάδι Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πως οι Μεγαρίτες μπορεί να πείνασαν στην κατοχή αλλά δεν λιμοκτόνησαν.
Παύλος Δαλάκας
Η πείνα και τα αντίποινα
Το 1940 ξέσπασε ο πόλεμος κι έτσι αρχίζει το άγιο πάθος της Ελλάδας. Ο γερμανικός στρατός έχει κατακτήσει την Ελλάδα. Έτσι έφθασε και στα Μέγαρα ο Γερμανός κατακτητής. Είναι όλοι θλιμμένοι. Σιγά σιγά τα αποθέματα τροφίμων τελειώνουν. Ο κόσμος πεινάει. Οι εκκλησίες αρχίζουν να δίνουν συσσίτιο. Οι μέρες περνούν με πολλή δυστυχία κάτω από το γερμανικό ζυγό. Σε συμπλοκή σκότωσαν ένα Γερμανό στρατιώτη. Μόλις το έμαθε ο Γερμανός διοικητής αμέσως κάνει μπλόκο και μαζεύει όλους άνδρες των Μεγάρων στο Γυμνάσιο για εκτέλεση. Ο τότε δήμαρχος Θεόδωρος Τσεκές καλεί το βράδυ το Γερμανό διοικητή και του κάνει το τραπέζι. Του ζητάει συγγνώμη και τον παρακαλεί να μην κάνει τέτοιο κακό. Γιατί ο Γερμανός διοικητής είχε πει αν πειράξει κανείς Γερμανό στρατιώτη, γι’ αντίποινα θα σκοτώσει 100 Μεγαρίτες. Ο δήμαρχος κατάφερε να του αλλάξει γνώμη και την επόμενη μέρα το πρωί δεν έγινε η εκτέλεση κι αφέθηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι Μεγαρίτες ελεύθεροι.
Παρασκευή Γκέλη
Το 1940
Εκείνη τη χρονιά ζήτησε ο Μουσολίνι, ο υπουργός της Ιταλίας, να μας πάρει την Ελλάδα και είπαμε ΟΧΙ δε θα πάρετε τη χώρα μας. Ο στρατός μας ήταν έτοιμος και χτύπησε το στρατό της Ιταλίας. Τους πήραμε τη Βόρεια Ήπειρο κι ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους και χειροκροτούσε τους Έλληνες στρατιώτες, χτύπαγαν τις καμπάνες στις πόλεις που περνούσε ο ελληνικός στρατός. Κορυτσά, Τεπελένι κ.α. Οι Έλληνες χαίρονταν που έβλεπαν το τραίνο να περνάει γεμάτο με Ιταλούς αιχμαλώτους. Είχαμε και μια τραγουδίστρια, τη Σοφία Βέμπο που άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι» κι έδινε χαρά και θάρρος στους στρατιώτες. Μετά μας επιτέθηκαν οι Γερμανοί με τανκς. Η Ελλάδα αντιστάθηκε και πάλι αλλά δε νικήσαμε και μας σκλαβώσανε για τέσσερα χρόνια. Μετά έφυγαν οι Γερμανοί και ξανάρθε η λευτεριά στην πατρίδα μας.
Δημήτριος Κάντας
Το 1940 που έγινε η εισβολή των Ιταλών στα Μέγαρα ήμουν πολύ μικρή στην ηλικία αλλά κάποιες αναμνήσεις μου έρχονται στο νου.
Οι Ιταλοί τα μαγειρεία τους πίσω από το σπίτι μου. Εγώ, σαν μικρή που ήμουνα, πήγαινα κι ανέβαινα στον τοίχο του σπιτιού μας κι αυτοί μ’ έβλεπαν και μου φώναζαν να μου δώσουν φαγητό. Μου έδιναν λάχανο με ρύζι κουραμάνα και γαλέτα που ήταν το αγαπημένο τους.
Μετά από λίγο καιρό ήρθαν οι Γερμανοί. Κάθε βράδυ απαγορευόταν η κυκλοφορία, γιατί έκαναν περιπολία. Εμείς δεν μπορούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας. Οι Γερμανοί ήταν πολύ πιο σκληροί από τους Ιταλούς. Μας έπαιρναν τις προμήθειες, επιτάσσανε τα σπίτια μας και παίρνανε τους άντρες.
Στο γειτονικό μου σπίτι είχαν το διοικητήριό τους. Πήγαινα και κρυφοκοίταζα κι έβλεπα ότι ήταν πολύ σκληροί. Φώναζαν πολύ δυνατά, είχαν μεγάλα σκυλιά, φόραγαν μπότες, είχαν μηχανές και τα όπλα τους που δεν τα αποχωρίζονταν ποτέ.
Πήγαινα με τους γονείς μου στη Λάκκα σ’ ένα περιβόλι που έπεφταν τα αλεξίπτωτα. Όταν ήθελαν ν’ αποχωρήσουν οι Ιταλοί επίταξαν το σπίτι κι έμειναν ένα βράδυ και όταν έφυγαν, πάνω στο τραπέζι είχαν αφήσει μια σοκολάτα.
Αμαλία Παπασίδερη
Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρέσβυς στην Αθήνα Γκράτσι παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο και ζητούσε την ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε λέγοντας ΟΧΙ. Σε λίγες ώρες ξεκίνησε η ιταλική επίθεση. Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στους Ιταλούς. Οι άνδρες έτοιμοι να πιάσουν τα όπλα, είχαν γεμίσει τους δρόμους για να φύγουν για το αλβανικό μέτωπο. Πολλοί Μεγαρίτες πήγαν να πολεμήσουν στα βουνά της Αλβανίας, στην Κορυτσά στο Τεπελένι, στους Αγίους σαράντα.
Ο προπάππους μου που πολέμησε στα χιονισμένα βουνά έλεγε ότι ο λόχος τους είχε πολλά προβλήματα. Κάποιοι στρατιώτες είχαν πάθει κρυοπαγήματα και τους είχαν κόψει τα πόδια κι άλλοι ήταν γεμάτοι ψείρες και ξύνονταν συνέχεια σ’ όλο τους το σώμα. Τρώγανε λίγο καλαμπόκι κι ήταν πάντα πεινασμένοι. Ένα πρωί ο ταχυδρόμος τους μοίρασε ημερολόγιο της εποχής με το νεογέννητο βασιλιά Κωνσταντίνο.
Αφροδίτη Πέγκου
– Παππού, πες μου τι έκαναν οι Μεγαρίτες το 1940 όταν χτύπαγε η σειρήνα;
– Κρυβόντουσαν σε πηγάδια και σε δυο καταφύγια. Το ένα ήταν κάπου στο λόφο του Αγίου Δημητρίου και το άλλο δίπλα από το χρυσοχοείο του Φατούρου στα πατρικά του Σπύρου Μουρτζούκου.
– Πείνασαν τότε οι Μεγαρίτες;
– Ναι, υπήρξε πείνα. Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας. Χόρτα, καλαμπόκι, πατάτες και 5 αυγά κι έτρωγαν 6–7 άτομα. Το σπίτι μου ήταν μαγειρείο των Ιταλών. Έχω ακούσει ιστορίες για μακαρονόζουμο και ότι μια μαμά έδωσε κάρβουνο στο παιδί της για φαγητό.
– Θυμάσαι κάποιο περιστατικό να μου πεις;
– Γυρνάγαμε από την Κινέττα, από τα χωράφια και τότε ήμουν οκτώ χρονών και ήμουν με τον αδερφό μου και ήθελαν να μας πάρουν το γαϊδούρι. Μας πήραν κι εμάς μαζί τους για να καθοδηγούμε το γαϊδούρι και μας άφησαν μετά από τρεις ημέρες.
Δημήτρης Κακαρίκος
– Γιαγιά, τι γνωρίζεις για τον πόλεμο του 1940;
– Μόλις άρχισε ο πόλεμος άλλαξε πολύ η ζωή μας. Δεν ήμασταν πια ελεύθεροι και ζούσαμε συνέχεια με τον φόβο των Ιταλών.
– Γιατί γιαγιά;
– Γιατί πολλοί στρατιώτες μας είχαν είχανε φύγει και πολεμούσανε στα βουνά της Πίνδου και δεν ξέραμε αν θα γυρίσουν.
– Μέσα στην πόλη πώς ζούσατε;
– Φοβισμένοι. Λίγες ώρες την ημέρα κυκλοφορούσαμε και το βράδυ στο σπίτι ήμασταν χωρίς φως. Υπήρχε πολύ φτώχεια και πείνα. Με το σφύριγμα της σειρήνας ο κόσμος έτρεχε να κρυφτεί στα καταφύγια και στα υπόγεια για να γλιτώσει από τις βόμβες που έριχναν τα αεροπλάνα.
Γιαγιά Ρίτσα
Ο παππούς του πατέρα μου υπηρέτησε στο στρατό στους εύζωνες, δηλαδή στους τσολιάδες. Το 1940 με την επιστράτευση κλήθηκε στο τάγμα ευζώνων για να πολεμήσει. Οι κορυφές της Πίνδου ήταν χιονισμένες. Το έδαφος κρύο, υγρό, χιονισμένο και λασπωμένο. Το φαγητό λίγο και η κούραση μεγάλη. Παρ’ όλα αυτά, οι εύζωνες προχωρούσαν πολεμώντας κι οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν. Ο προπάππους μου από εκείνον τον πόλεμο έπαθε στα πόδια κρυοπαγήματα από τα οποία υπέφερε μέχρι τα γεράματα.
Πόνιος Στέργιος
Ο παππούς μου Στέφανος Σάλτας μας έλεγε ότι στην Κατοχή οι Γερμανοί έμπαιναν τα βράδια σε σπίτια που είχαν πληροφορίες ότι μπορεί να υπήρχαν αντάρτες και χτυπούσαν τους ανθρώπους με μαστίγιο στο κεφάλι, στα χέρια και στα πόδια για να τους μαρτυρήσουν που κρύβονται.
Επίσης μας έλεγε ότι μερικές φορές έριχναν οι σύμμαχοι με αλεξίπτωτα κονσέρβες για να φάνε ο κόσμος που λιμοκτονούσε. Αν όμως τους τσάκωναν οι Γερμανοί, η ποινή ήταν θάνατος.
Στέφανος Σάλτας (89 ετών)
Η Ιωάννα Κουρελιά Κάτσενου στον ιταλογερμανικό πόλεμο ήταν 8 χρονών. Όμως θυμάται ότι όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς κάθε τόσο χτυπούσαν οι σειρήνες. Όταν περνούσε κανένα εχθρικό αεροπλάνο έτρεχαν και κρύβονταν οι άνθρωποι. Κλαίγανε και φοβόντουσαν πολύ. Χτυπούσε συναγερμός που τους προειδοποιούσε να κρυφτούν. Μετά από λίγη ώρα ξαναπτυπούσε για να τους ειδοποιήσει ότι έφυγε ο κίνδυνος και ξαναγύριζαν στα σπίτια τους.
Στην Κατοχή δεν υπήρχαν πολλά τρόφιμα. Ο κόσμος έτρωγε μόνο το βράδυ χόρτα, φακές και φασόλια. Τη μέρα έτρωγαν ελιές με ψωμί (όσοι είχαν).
Ιωάννα Κάτσενου (84 ετών)