Τα μυστήρια των Μαθηματικών…

Παράξενος μαθηματικός υπολογισμός

Μπορώ να μάθω σε ένα λεπτό τι σκέφτεστε και τι ηλικία έχετε.
Μερικές απλές αριθμητικές πράξεις χρειάζονται και τελειώσαμε.
Λοιπόν, ξεκινάμε…
Βάλτε έναν αριθμό στο μυαλό σας (κατά προτίμηση μονοψήφιο).
Πολλαπλασιάστε τον  επί 2.
Προσθέστε άλλα 5.
Πολλαπλασιάστε επί  50.
Προσθέστε  1775 (αν έχουν περάσει τα γενέθλιά σας)  ή
1774 (αν δεν έχουν περάσει τα γενέθλιά σας).
Αφαιρέστε το έτος γέννησής σας.
Ωραία! Τώρα βρήκατε έναν αριθμό.
Πείτε μου τον αριθμό ή γράψτε τον εδώ: ………
Τα δυο τελευταία ψηφία του είναι η ηλικία σας. Σωστά;
Τα πρώτα ψηφία είναι ο αριθμός που είχατε βάλει στο μυαλό σας. Έτσι δεν είναι;

Είδατε τι αξία έχουν τα μαθηματικά φίλοι μου;
Μπορείτε να μάθετε τα μυστικά των άλλων.

Προσοχή! Όλα τα παραπάνω ισχύουν μόνο για το έτος 2025.
Θέλετε να το βρούμε και με αριθμητική παράσταση;

Προσέξτε:

[(?? Χ 2) + 5 ] Χ 50 + 1775 – ??? = ???   (Αν έχουν περάσει τα γενέθλιά σας)
[(?? Χ 2) + 5 ] Χ 50 + 1774 – ??? = ???   (Αν δεν έχουν περάσει τα γενέθλιά σας) 

Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και το computer-άκι σας.

Άλλο μυστήριο…

Κάντε τους παρακάτω πολλαπλασιασμούς:
1) Πολλαπλασιάστε: 13.837 X την ηλικία σας = ;;;
2) Πολλαπλασιάστε το γινόμενο του πρώτου πολλαπλασιασμού Χ 73 = ;;;
Ήρθε η ώρα να εκπλαγείτε από το αποτέλεσμα!

Μπορείτε και πάλι να χρησιμοποιήσετε και το computer-άκι σας.

 

Κι άλλο μυστήριο…  (Στο μυστήριο αυτό δε θα χρησιμοποιήσουμε το 0.)

Στο computer-άκι σας οι αριθμοί είναι γραμμένοι συνήθως με την παρακάτω σειρά:

7  8  9

4  5  6

1  2  3

Λοιπόν, κάνετε τυχαίες αφαιρέσεις χρησιμοποιώντας όμως πάντα τον ίδιο σχηματισμό αριθμών.

Π.χ.

963 – 852 =…                 (εδώ ο σχηματισμός αριθμών είναι ↓-↓ )       

852 – 741 =…

963 – 741 =…

963.852 – 852.741 =…

963.258 – 852.147 =…

969.363-858.252 =…

963.963.963 – 852.852.852 =…

93.658 – 82.547 = …

953 – 842 =…

9.536 – 8.425 =…

987 – 654 =…

987.456 – 654.123 =… 

9.764 – 6.431 =…

κλπ.      Τα αποτελέσματα θα σας εντυπωσιάσουν…

 

Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Α     Πήρα ένα Α και το έκαμα άστρο.

Β     Με το Β έγραψα Βηθλεέμ

Γ     και με το Γ τη γέννηση του Κυρίου.

Δ     Στο Δ βρήκα τη δόξα Του

Ε     και στο Ε την ελπίδα που μας έφερε στη γη.

Ζ     Με το Ζ θυμήθηκα τα ζώα που Τον ζέσταναν

Η     και με το Η τον Ηρώδη, τον κακό Βασιλιά.

Θ     Με το Θ είπα: «Θεέ μου».

Ι      Και με το Ι ψιθύρισα: Ιωσήφ.

Κ     Το Κ μου έφερε στο νου την καλοσύνη Του

Λ     και το Λ το λιβάνι και το Λυτρωμό.

Μ    Μέσα στο Μ είδα τους Μάγους

Ν     και στο Ν την άγια Νύχτα.

Ξ     Το Ξ σκόρπισε την ξαστεριά

Ο     και με το Ο γιόρτασε η Οικουμένη.

Π    Το Π γονάτισε μπροστά στην Παναγία.

Ρ     Το Ρ μου θύμισε τον Ραββί, το Δάσκαλο.

Σ     Μ’ ένα μεγάλο Σ ζωγράφισα το σπήλαιο,

Τ     μ’ ένα χαρούμενο Τ τραγούδησα τραγούδια,

Υ     το Υ ήταν για τους ύμνους

Φ     και το Φ για το φως που φώτισε την πλάση.

Χ     Ένα Χ είπε: Χριστέ μου!

Ψ    Οι άγγελοι έψελναν με το Ψ ψαλμούς

Ω     και το Ωσαννά, που αρχίζει από Ωμέγα.

                                                Αγγελική Βαρελά

ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ; Κάλαντα των Φώτων

Να τα πούμε;

Καντέ κλικ εδώ για ν’ ακούσετε τα κάλαντα των Φώτων.

Χριστού

Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός
και χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός!
Εις τον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η Κυρά μας η Παναγιά.
Όργανο βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί
ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.

Καλημέρα, καλημέρα,
καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ, ΑΓΑΠΗ, ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΠΡΟΟΔΟ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ!

Γιάννης ο βλογημένος

ΤΟ ΒΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ
του Φώτη Κόντογλου

Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ? ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ? ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε(1) από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ?ναι φτωχός κόσμος. Απ? όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).
Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.
Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ? ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ?να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια
(3) και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε? μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια? και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ? αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.
Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ? ανασπάστηκε και τό ?βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:
«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».
Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
«Βλογημένοι νά ?σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε
(4) η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ?βαλε και μια μαξιλάρα ν? ακουμπήσει.
Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:
«Βλογημένο νά ?ναι τούτο το καλύβι!».
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ?να και τ? άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.
Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ?τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές
(5) που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ? άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ?ναι στον Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.
Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν? ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ?λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ?λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : ?Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ? : Τέκνου μου! Τέκνου μου!?. Αυτά τα γράμματα ξέρω?».
Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ? απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ? απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα – Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».
Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».
Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».
Του λέγει ο Άγιος:
«Αλήθεια, τον ξέχασα!».
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου
(6)», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».
Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος:
«Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου?».
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :
«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ?χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:
«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών?».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Λεξιλόγιο

 

1. Βολοδέρνω = βασανίζομαι γυρνώντας από δω κι από κει
2. Λεμπεσουριά = φτωχολογιά
3. Ρουπάκι = αγριοβελανιδιά
4. Ξελοχίζω = ζωηρεύω τη φωτιά
5. Πυτιά (η) = μαγιά απ? την οποία γίνεται το τυρί
6. Μογιλάλος = βουβός

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ

του Φώτη Κόντογλου

Φώτης ΚόντογλουΗ πιο φοβερή και η πιο ανεξιχνίαστη δύναμη στον κόσμο είναι ο Χρόνος, ο Καιρός. Καλά-καλά τι είναι αυτή η δύναμη δεν το ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε να την προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Το μυστήριο του Χρόνου απόμεινε ακατανόητο, κι ας μας φαίνεται τόσο φυσικός αυτός ο Χρόνος. Τον ίδιο τον Χρόνο δε μπορούμε να τον καταλάβουμε τι είναι, αλλά τον νοιώθουμε μοναχά από την ενέργεια που κάνει, από τα σημάδια που αφήνει πάνω στην πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τ’ αλλάζει. Δεν απομένει τίποτα σταθερό, ακόμα κι όσα φαίνονται σταθερά κι αιώνια. Μια αδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει όλα τα πάντα, μέρα-νύχτα, κι αυτή την άπιαστη και κρυφή κίνηση δε μπορεί να τη σταματήσει καμιά δύναμη. Τούτο το πράγμα που το λέμε Χρόνο, το έχουμε συνηθίσει, είμαστε εξοικειωμένοι μαζί του, αλλιώς θα μας έπιανε τρόμος, αν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε καλά τι είναι και τι κάνει. Όπως είπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αιώνες αιώνων, αδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι όλα τ’ αλλάζει με μία καταχθόνια δύναμη, άπιαστος, αόρατος, ανυπάκουος, τόσο, που να τον ξεχνά κανένας και να θαρρεί πως δεν υπάρχει, αυτός που είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει και που δε μπορεί η διάνοιά μας, με κανέναν τρόπο, να καταλάβει πως κάποτε δεν θα υπάρχει, πως θα καταστραφεί, πως θα λείψει. Πώς, αφού αυτό το «κάποτε» είναι ο ίδιος ο Χρόνος; Πώς μπορεί να φανταστεί κανένας πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει αυτό το ίδιο το «κάποτε»;

  Αν λείψει ο Χρόνος θα λείψουνε όλα τα πάντα. Αυτός τα γεννά, κι αυτός πάλι τα λιώνει, τα κάνει θρύψαλα, και τα εξαφανίζει. Γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες λέγανε στη Μυθολογία τους πώς ο Κρόνος, δηλαδή ο Χρόνος, έτρωγε τα παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά και θάνατος είναι τ’ ακατάπαυστα έργα του. Ενώ βρίσκεται γύρω μας, απάνω μας, μέσα μας, δεν τον νοιώθουμε ολότελα, αυτόν τον ακατανόητο άρχοντά μας, αυτόν πού είναι φίλος κι εχθρός μας, γιατί αυτός μάς φέρνει όλα τα καλά που μας χαροποιούνε, κι όλα τα κακά που μας πικραίνουνε. Μάς δίνει τη γέννηση, τη γλυκιά λέξη της ζωής, τη χαρά της νιότης, τη δύναμη της αντρείας, μας δωρίζει παιδιά, εγγόνια, έργα λαμπρά που μας ξεγελούνε, κάθε λογής ευχαρίστηση κι ανάπαψη. Και πάλι, ο ίδιος μας δίνει τις στενοχώριες, τις θλίψεις, τους πόνους, τις αρρώστιες, το απίστευτο άλλαγμα και χάλασμα του κορμιού μας και των έργων, που κοπιάσαμε να τα κάνουμε, και στο τέλος μας ποτίζει το φαρμάκι από το ίδιο ποτήρι που μας πότισε το γλυκό κρασί της χαράς, δίνοντάς μας τον θάνατο, σ’ εμάς και στους δικούς μας.

  Ω! ποιος θα πιάσει αυτόν τον κλέφτη, που μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, την ώρα που κοιμόμαστε και την ώρα που είμαστε ξυπνητοί, αδιάκοπα, χωρίς να σταματήσει μήτε όσο ανοιγοκλείνει το μάτι μας, τριγυρίζει παντού, ολόγυρά μας, μέσα μας, στο φως και στο σκοτάδι, μπαίνει σε κάθε μέρος, στον ουρανό που γυρίζουνε τ’ άστρα και στα καταχθόνια, σε κάθε στεριά και σε κάθε θάλασσα, σε κάθε τρύπα, σε κάθε ζωντανό κι άψυχο, σε κάθε αρμό του βράχου, σε κάθε καρδιά, κι όλα τα παλιώνει, τα τρίβει σαν τη μυλόπετρα, τα κάνει σκόνη· και πάλι από την άλλη μεριά ο ίδιος φτιάνει κάθε λογής κτίσμα και κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τι που υπάρχει σε τούτον τον κόσμο!

  Όπως λοιπόν όλα τα πάντα, έτσι κι εμείς οι άνθρωποι είμαστε παίγνια στα χέρια αυτού του ακαταμάχητου γίγαντα, που είναι μαζί ευεργέτης μας και τύραννός μας. Και δεχόμαστε το ποτήρι που μας κερνά με το ‘να χέρι του και που ‘ναι γεμάτο γλυκό κρασί, και πίνουμε, και τ’ άλλο ποτήρι που κρατά στ’ άλλο χέρι του και που έχει μέσα το πικρό φαρμάκι. Τι είναι λοιπόν αυτό το σκληρό παιχνίδι πού παίζει μ’ εμάς αυτό το τέρας, που δεν έχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα απ’ ό,τι έχουνε όσα πλάσματα γεννά και σκοτώνει, και που το παίζει δίχως να γελά, μήτε να κλαίει, αδιάφορος κι ανέκφραστος, κρύος σαν φάντασμα, αυτός ο ίδιος που ανάβει τη φλόγα της ζωής;

  Αλλοίμονο! Αυτή την άσπλαχνη μυλόπετρα που τ’ αλέθει όλα στον κόσμο, τη γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, και τη φχαριστούμε για όσα μας έκανε πριν, και για όσα θα μας κάνει ύστερα, για τα πολλά κακά που θα πάθουμε απ’ αυτή, κοντά στα λίγα καλά που θα μας φέρει και που θα μας τα πάρει βιαστικά. Εμείς είμαστε σαν τους δυστυχισμένους κατάδικους που καλοπιάνουνε τον δήμιό τους, σαν τους μονομάχους της Ρώμης που χαιρετούσανε τον Καίσαρα, πριν να σφάξει ο ένας τον άλλον, κράζοντάς του: «Χαίρε, ω Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούνε»! Έτσι, κι εμείς, χαιρετάμε τον καινούριο Χρόνο που θα μας πάει πιο κοντά στο στόμα του για να μας φάγει, και χοροπηδάμε και τραγουδάμε οι δύστυχοι, σαν τα σαλιγκάρια του Αισώπου, την ώρα που ψηνόντανε.

  Τούτος ο υλικός κόσμος είναι το βασίλειο του Χρόνου, που τον κάνει ν’ ανθίζει και να μαραίνεται αδιάκοπα. Η φθορά είναι ο σκληρός νόμος που έβαλε απάνω του τούτος ο τύραννος. Μ’ αυτή την άσπαστη αλυσίδα βαστά και τον άνθρωπο, σκλάβο ανήμπορον κάτω από τα πόδια του. Μόνο μία ελπίδα υπάρχει γι αυτόν, να γλιτώσει από τη φθορά: ο Χριστός, ο λυτρωτής, ο καθαιρέτης της φθοράς. Εκείνος που πάτησε τον θάνατο και που είπε: «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται. Εγώ ειμί ο άρτος ο ζών, ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα»!

Ο απόστολος Παύλος, ο κλειδοκράτορας του μυστικού κόσμου, λέγει: «Η κτίσις υποτάχθηκε στη ματαιότητα, άθελά της, με την ελπίδα πως κι αυτή η κτίση θα λευτερωθεί από τη σκλαβιά της φθοράς, στην ελευθερία της δόξας των τέκνων του Θεού. Γιατί γνωρίζουμε, πως όλη η κτίση αναστενάζει και πονά μαζί μας ως τώρα. Κι όχι μοναχά η κτίση, αλλά κι εμείς οι ίδιοι που έχουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα μας, αναστενάζουμε, περιμένοντας την υιοθεσία (δηλ. να γίνουμε τέκνα του Θεού), ήγουν να λυτρωθεί το σώμα μας από τη φθορά». Κι αλλού λέγει: «Αν κατοικεί μέσα σας το Πνεύμα Εκείνου που ανάστησε τον Ιησού, Αυτός που ανάστησε τον Χριστό από τους νεκρούς, θα ζωοποιήσει τα θνητά σώματά σας με το Άγιον Πνεύμα, που κατοικεί μέσα σας». Ναι. Μοναχά ο Χριστός, που είναι ο Λόγος του Πατρός και που πήρε απ’ Αυτόν κάθε εξουσία, θα δώσει την αφθαρσία στους αγαπημένους του, καταργώντας και τον χρόνο και τον τόπο της ύλης, από τον κόσμο της φθοράς. Να, τι λέγει ο άγιος Πέτρος γι αυτή την αλλαγή: «Ήξει δε η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν η ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται». Και στην Αποκάλυψη είναι γραμμένα τα παρακάτω λόγια για τον καινούριο κόσμο της παλιγγενεσίας: «Και νυξ ουκ έσται εκεί, και χρείαν ουκ έχουσι λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων».

Χριστουγεννιάτικα αστεράκια

Παιδιά σας ευχόμαστε ολοψύχως
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, και ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Παρακολουθήστε τα video και κατασκευάστε με χρωματιστά ή λευκά χαρτιά, ωραία χριστουγεννιάτικα αστεράκια.
Μπορείτε να τα τοποθετήσετε σε όλους τους χώρους τους σπιτιού σας (γραφείο, δωμάτιο, κουρτίνες, χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ.) και να κάνετε μια πανέμορφη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση.
Καλή επιτυχία!

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το “Δόξα εν Υψίστοις”
και τούτο Άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί. Χωρίς να λείψει ώρα,

φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι,
πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν να Τον ευρώσι.

Διά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης,

ότι πολλά φοβήθηκε διά την βασιλείαν,
μη του την πάρη ο Χριστός και χάση την αξίαν.

Κράζει τους Μάγους κι ερωτά: -Πού ο Χριστός γεννάται;
-Εν Βηθλεέμ ηξεύρωμεν, ως η Γραφή διηγάται.

Τους είπε να υπάγωσι και όπου Τον ευρώσι,
Να Τονε προσκυνύσωσιν, κι ευθύς να του το ειπώσι,

οπώς υπάγη και αυτός για να Τον προσκυνήση,
με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίση.

Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντες και τον Αστέρα βλέπουν,
φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.

Στην Βηθλεέμ εφθάσανε, βρίσκουν την Θεοτόκον
Κρατούσε εις τας αγκάλας της τον Aγιόν της Τόκον.

Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν:
σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.

Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα,
τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.

Αφού Τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν

Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει, τους εμποδίζει,
άλλην οδόν να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.

Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτον να πορευθή κι εκεί να ησυχάση,

να πάρη και την Μαριάμ ομού με τον Υιόν της,
ότι ο Ηρώδης εζητεί τον Τόκον τον δικόν της.

Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίζουν,
στην Βηθλεέμ επρόσταξεν παιδια να μην αφήσουν.

Όσα παιδία εύρισκον δύο χρονών και κάτω
όλα να τα περάσωσι ευθύς απ’ τα σπαθιά των.

Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σε μιαν ημέραν,
θρήνον, κλαυθμόν και οδυρμόν είχε κάθε μητέρα.

Κι εξεπληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου:

«Φωνή ηκούσθη εκ Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει,
παραμυθία ουκ ήθελε, ότι αυτά ουκ έχει».

Ιδού ότι σας είπαμεν όλην την υμνωδίαν
του Ιησού μας του Χριστού Γέννησιν την Αγίαν

Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε, κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε κι ευθύς να σηκωθήτε

Στην Εκκλησίαν τρέξατε με θείαν προθυμίαν
και με πολλήν ευλάβειαν στην Θείαν Λειτουργίαν.

Κι ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας

και τον σταυρό σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε,
δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται,

Δώστε κι εμάς τον κόπο μας, ό,τι είναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι,
σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι

Εις έτη πολλά!

ΤΟ ΑΓΙΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Αγαπημένοι μας δάσκαλοι, γονείς, συμμαθητές και φίλοι,
Σας ευχόμαστε ολόψυχα ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
Η νέα χρονιά 2025 που φθάνει σε λίγες μέρες να είναι Ευλογημένη και να περάσει με υγεία, χαρά και πρόοδο στα μαθήματα (για τους μαθητές) και στις δουλειές (για τους μεγάλους).

Σας αφιερώνουμε τις παρακάτω ζωγραφιές που έφτιαξαν μαθητές για σας με πολύ μεράκι.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως. ἐν αυτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν. Κύριε δόξα σοι.

 

Τον καιρό που στον κόσμο κυριαρχούσαν οι Ρωμαίοι, ο αυτοκράτορας Αύγουστος έβγαλε διαταγή να γραφτούν όλοι οι υπήκοοί του σε καταλόγους. Ήθελε να δει πόσο πληθυσμό είχε το απέραντο κράτος του.
Ένα μεγάλο πηγαινέλα αναστάτωσε όλη την Παλαιστίνη, γιατί η απογραφή έπρεπε να γίνει στον τόπο καταγωγής του καθενός.
Η Μαρία και ο Ιωσήφ κατάγονταν από τη γενιά του Δαβίδ.
Έπρεπε λοιπόν να πάνε στη Βηθλεέμ.
Φτάνοντας εκεί, χτύπησαν όλες τις πόρτες. Μα ούτε σε σπίτι ούτε σε πανδοχείο βρήκαν δωμάτιο. Επειδή η Παναγία ήταν ετοιμόγεννη, ένας πανδοχέας τη λυπήθηκε και τους επέτρεψε να μείνουν στο στάβλο με τα ζώα.
Εκεί, στο στάβλο γεννήθηκε ο Χριστός. Η μητέρα του τον σπαργάνωσε και τον κοίμισε πάνω στα άχυρα, μέσα στο παχνί. Ολόγυρα τα ζώα τού κρατούσαν συντροφιά και τον ζέσταιναν με την ανάσα τους.
Ήταν χειμωνιάτικη και κρύα νύχτα.
Έξω στον κάμπο, βοσκοί φύλαγαν τα πρόβατά τους και δεν έπεφταν να κοιμηθούν, μην έρθει ο λύκος και τους τα φάει. Έξαφνα, φως μεγάλο έλαμψε κι ένας άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά τους.
Οι ποιμένες τρόμαξαν πολύ. Μα ο άγγελος τους είπε:
«Μη φοβάστε, γιατί σας φέρνω μια καλή είδηση που σ’ όλο τον κόσμο θα δώσει χαρά. Σήμερα στην πόλη του Δαβίδ γεννήθηκε ο Σωτήρας, που είναι ο Χριστός ο Κύριος. Και το σημείο που θα σας οδηγήσει θα είναι τούτο: θα βρείτε βρέφος φασκιωμένο και ξαπλωμένο σε παχνί».
Κι εκεί που μιλούσε ακόμα ο άγγελος, έξαφνα άνοιξαν τα ουράνια, και στρατός αγγέλων ενώθηκε μαζί του και δοξολογούσε κι έλεγε:
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», που σημαίνει:
«Δόξα στο Θεό, που βρίσκεται στα επουράνια. Με τη γέννησή του ήλθε στη γη σωτηρία. και στους φανερώθηκε όλη η καλή διάθεση και η αγάπη που έχει ο Θεός γι’ αυτούς».
Χάθηκαν οι άγγελοι και σηκώθηκαν τότε οι βοσκοί και πήγαν στη Βηθλεέμ, βρήκαν το στάβλο, όπως τους είχε πει ο άγγελος, και, μπαίνοντας, είδαν το βρέφος που κοιμόταν στο παχνί και τη μητέρα του που καθόταν πλάι του. Με συγκίνηση γονάτισαν μπρος στο παχνί και προσκύνησαν.
Τον καιρό που γεννήθηκε ο Χριστός ζούσαν στην Ανατολή τρεις άνθρωποι πολύ σοφοί. Γι’ αυτό τους έλεγαν Μάγους. Αυτοί, που από χρόνια μελετούσαν τα ουράνια σώματα, ξαφνικά παρατήρησαν ένα πρωτόφαντο αστέρι. Έβγαλαν λοιπόν το συμπέρασμα ότι γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου. Το αστέρι αυτό τους οδήγησε στην Ιερουσαλήμ.
Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, που περίμεναν τον ελευθερωτή βασιλιά, αναστατώθηκαν, όταν είδαν τους Μάγους. Μα πιο πολύ απ’ όλους αναστατώθηκε ο Βασιλιάς Ηρώδης, γιατί φοβόταν μήπως κάποιος του πάρει το θρόνο.
Φώναξε λοιπόν τους συμβούλους του και ζήτησε να μάθει πού λένε οι Γραφές ότι θα γεννηθεί αυτός ο βασιλιάς. Εκείνοι του διάβασαν το ιερό βιβλίο με τις προφητείες που έλεγε ότι θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Αμέσως ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους στο παλάτι και τους ρώτησε πότε ακριβώς είδαν το αστέρι. Έπειτα τους έστειλε στη Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε με το καλό. Ψάξτε να βρείτε το παιδί κι ελάτε να με ειδοποιήσετε, για να πάω κι εγώ να το προσκυνήσω».
Οι Μάγοι έφυγαν, ακολουθώντας το αστέρι, που τους οδήγησε ως το μέρος όπου βρισκόταν το παιδί. Μπήκαν μέσα, γονάτισαν και το προσκύνησαν. Ύστερα του πρόσφεραν τα δώρα τους: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα (αρώματα).
Μετά την προσκύνηση, άγγελος Κυρίου τους πρόσταξε να μην πάνε πίσω στον Ηρώδη, αλλά να φύγουν από άλλο δρόμο, γιατί ο Ηρώδης είχε κακό σκοπό για το παιδί.
Οι τρεις Μάγοι έφυγαν από άλλο δρόμο για την πατρίδα τους, γιατί δεν ήθελαν να τους δει και να τους ρωτήσει ο βασιλιάς Ηρώδης, που γύρευε το κακό του παιδιού.
Μόλις όμως έφυγαν οι Μάγοι, ο άγγελος παρουσιάστηκε στον Ιωσήφ και του είπε:
– Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγετε για την Αίγυπτο. Θα μείνετε εκεί ώσπου να σου πω, γιατί ο Ηρώδης θα ψάξει να βρει το παιδί για να το σκοτώσει.
Υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, ο Ιωσήφ πήρε τη μητέρα και το παιδί και φύγανε νύχτα για την Αίγυπτο. Έτσι βγήκε αληθινός ο λόγος που είχε πει ο προφήτης Ωσηέ, πολλά χρόνια προτού γεννηθεί ο Χριστός:
«Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου».
Αργότερα, όταν ο Ηρώδης είχε πια πεθάνει, παρουσιάστηκε ξανά ο άγγελος στον Ιωσήφ και του παράγγειλε να πάρει τον Ιησού και τη Μαρία και να γυρίσουν πίσω στην Παλαιστίνη. Γύρισαν πραγματικά, και πήγαν να μείνουν στη μικρή πόλη που την έλεγαν Ναζαρέτ, πατρίδα της Παναγίας. Εκεί μεγάλωσε ο Ιησούς. Γι’ αυτό αργότερα τον είπαν Ναζωραίο.
(Από τα βιβλία «Η ζωή με το Χριστό» της Γ΄ τάξης και «Ο δρόμος του Χριστού» της  Δ΄ τάξης του σχολείου)

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης, υψώθηκε. Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη.» Μ’ ένα λόγο : Ας ευφραίνονται οι ουρανοί και ας αγάλλεται η γη για τον επουράνιο, που κατόπιν έγινε επίγειος. Ο Χριστός παρουσιάζεται με ανθρώπινο σώμα, αγαλλιάσθε με τρόμο και χαρά. Με τρόμο για την ενοχή της αμαρτίας και με χαρά για την ελπίδα της σωτηρίας.
Πάλι διαλύεται το σκοτάδι, πάλι υπάρχει το φως. Πάλι τιμωρείται με σκοτάδι η Αίγυπτος και πάλι ο ισραηλιτικός λαός φωτίζεται με τον πύρινο στύλο. Ο λαός που καθόταν στο σκοτάδι της αγνοίας, ας δη το μεγάλο φως της θεογνωσίας. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά». Το νεκρό γράμμα υποχωρεί. Το πνεύμα επικρατεί. Οι σκιές του νόμου περνούν. Η αλήθεια θριαμβεύει. Ο Μελχισεδέκ, που ήταν ένας τύπος, τώρα δείχνει ποιόν προεσήμαινε, δηλαδή τον Χριστό. Αυτός, που ως Θεός δεν έχει μητέρα, γεννιέται χωρίς πατέρα. Γιατί στον Δημιουργό της φύσεως δεν ισχύουν οι φυσικοί νόμοι. Όλα τα έθνη χειροκροτήστε, γιατί «παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ου η αρχή επί του ωμού αυτού και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος». Ας φωνάζη δυνατά ο Ιωάννης Βαπτιστής : «Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου». Και εγώ θα φωνάζω την δύναμη και τη σημασία της μεγάλης αυτής ημέρας (των Χριστουγέννων).
Αυτός που είναι άναρχος και αιώνιος, τώρα λαμβάνει αρχή. Αυτός που είναι αυθύπαρκτος , δημιουργείται. Αυτός που είναι άπειρος , χωρείται στην περιορισμένη ανθρώπινη φύση. Αυτός που πλουτίζει με τα αγαθά Του τον κόσμο, γίνεται φτωχός , παίρνοντας ανθρώπινο σώμα, για να πλουτίσω εγώ με την θεότητά Του. Ποιος μπορεί να παραστήσει πόσος είναι ο πλούτος της αγαθότητός Του; Γι’ αυτό και συ μαζί με τον Αστέρα τρέξε και μαζί με τους Μάγους φέρε Του για δώρα, χρυσό και λιβάνι και σμύρνα. Τίμησέ Του ως Βασιλέα και Θεό και ως Λυτρωτή, που νεκρώθηκε για σένα. Μαζί με τους ποιμένες δόξασέ Τον, με τους αγγέλους υμνησέ Τον, με τους αρχαγγέλους σκίρτησε από χαρά. Ας είναι κοινή η πανήγυρις των ουρανίων και των επιγείων δυνάμεων.»

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ

Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρίζω. Βοσκών φωνές φτάνουν στ’ αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιον τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι’ αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους· αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς. Γιατί όπου θέλει ο Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι.
Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι’ αυτόν το σκοπό.
Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!
Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννησή Του: Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία· κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν αλλά αντί άλλων. O Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.
Ε λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ’ ουρανού να βρίσκεται στη γη μ’ ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Και ήρθαν οι βασιλιάδες να προσκυνήσουν τον επουράνιο Βασιλιά της δόξας.
Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον Αρχιστράτηγο των ουράνιων Δυνάμεων.
Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που μετέβαλε τις λύπες της γυναίκας σε χαρά.
Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν Εκείνον που δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από Μητέρα Παρθένο.
Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν Εκείνον που έγινε νήπιο, για να συνθέσει δοξολογικό ύμνο «απ’ τα στόματα των νηπίων» (Ψαλμ. 8:3).
Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν Εκείνον που η μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.
Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό Ποιμένα, που θυσίασε τη ζωή Του για χάρη των προβάτων.
Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν Εκείνον που έγινε αρχιερέας όπως ο Μελχισεδέκ (Εβρ. 5:10).
Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν Εκείνον που πήρε μορφή δούλου, για να μετατρέψει τη δουλεία μας σ’ ελευθερία.
Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν Εκείνον που τους μετέβαλε σε «ψαράδες ανθρώπων» (Ματθ. 4:19)
Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν Εκείνον που από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν Εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.
Κοντολογίς, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου:

Οι μάγοι για να Τον προσκυνήσουν·
οι ποιμένες για να Τον δοξολογήσουν·
οι τελώνες για να Τον κηρύξουν·
οι πόρνες για να Του προσφέρουν μύρα·
η Σαμαρείτισσα για να ξεδιψάσει·
η Χαναναία για να ευεργετηθεί.

Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι’ αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό τα ‘χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμή τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό», και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί Εκείνος που προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένα υπερφυσικά. Το πως, το γνωρίζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: Πως αληθινή είναι και η ουράνια γέννησή του, αδιάψευστη είναι και η επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα. Στον ουρανό είναι ο μόνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, γιος Του μονογενής. Και στη γη είναι ο μόνος που γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο, γιος της μονογενής. Όπως στην περίπτωση της ουράνιας γεννήσεώς Του είναι ασέβεια να σκεφτούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωση της επίγειας γεννήσεώς Του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ο Θεός Τον γέννησε με τρόπο θεϊκό. Η Παρθένος Τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε η ουράνια γέννησή Του μπορεί να εξηγηθεί, ούτε η ενανθρώπησή Του μπορεί να ερευνηθεί. Το ότι Τον γέννησε η Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι Τον γέννησε ο Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννησή Του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ’ ό,τι αφορά το Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Εκείνου που κατευθύνει τα πάντα.
Τί φυσικότερο απ’ το να γεννήσει μια παντρεμένη γυναίκα; Αλλά και τί πιο παράδοξο απ’ το να γεννήσει παιδί μια παρθένα, δίχως άνδρα, και να παραμείνει παρθένα;
Γι’ αυτό λοιπόν μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, ας το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλά γιατί είναι ανερμήνευτο.

Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.
Τι να πω και τι να λαλήσω;

Βλέπω εκείνη που γέννησε. Βλέπω κι Εκείνον που γεννήθηκε. Αλλά τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ο Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: Παραμερίστηκε η φυσική τάξη και ενέργησε η θεία θέληση.
Πόσο ανέκφραστη είναι η ευσπλαχνία του Θεού!
Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ο άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιό λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ’ ό,τι βλέπουμε παρά σ’ ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στ’ αόρατα όχι. Έτσι δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχτηκε λοιπόν ο Θεός να παρουσιαστεί μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύσει μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξή Του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξει με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία Του, να μας οδηγήσει εύκολα στην αληθινή πίστη, στ’ αόρατα και υπερφυσικά.
Κατάπληξη με γεμίζει το θαύμα!
Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό!
Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός που έχει θρόνο τον ουρανό!
Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!
Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως… τούτο είναι το θέλημά Του: Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή· με δόξα να ντύσει την ευτέλεια· και την προσβολή σ’ αρετή να μεταπλάσει.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα Του. Μου χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντάς μου: Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει· μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ησ. 7:14).
Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή έβαψε το νήμα· η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Η Ιουδαία Τον γέννησε· η οικουμένη Τον υποδέχτηκε.
Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε· η Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα· εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Η συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια· οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο· οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά.
Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος».
Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε;
Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει· και σ’ εμένα δεν μιλάς για να μην Τον προσκυνήσω.
Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;
Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, η φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο που ο ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος που έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος που έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, Εκείνος που από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένα κόρη που νίκησε τη φύση, ξεπερνώντας το νόμο του γάμου.
Ο Αδάμ τότε, χωρίς να έχει γυναίκα, γυναίκα απόκτησε.
Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχει άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλαιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης γυναίκας. Για αυτό η Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.
Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεση της πλευράς του.
Αδιάφθορη έμεινε κι η Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους.
Αλλά πρόσεξε και κάτι ακόμα:
Δεν έπλασε ο Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανιστεί στη γη. Πήρε το σώμα του ανθρώπου, για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωση. Κι ο διάβολος, που είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από έναν κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννησή Του. Γι’ αυτό γεννιέται από παρθένα· γι’ αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη· γι’ αυτό διαφυλάσσει την παρθενία της ακέραιη: Για να γίνει ο παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ’ αυτόν λοιπόν που θ’ αμφισβητήσει την άσπορη γέννηση του Λόγου του Θεού, θα επικαλεστώ ως μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε η Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν γέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννηση; Αν πάλι δεν γέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθει που θα γεννηθεί ο Χριστός, εσύ δεν είπες «στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (Ματθ. 2:4); Μήπως εγώ γνώριζα την πόλη ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του Βρέφους που ήρθε στον κόσμο; Ο Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι’ Αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για το Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν γέννησε η Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία, «Αλλ’ από σένα, Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής του Εφραθά, αν και είσαι μια από τις μικρότερες πόλεις του Ιούδα, θα αναδειχθεί αρχηγός του Ισραήλ» (Μιχ. 5:1);
Πολύ καλά είπε ο προφήτης «από σένα». Από σας προήλθε και παρουσιάστηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Παρουσιάστηκε ως άνθρωπος, για να καθοδηγήσει τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε ως Θεός, για να σώσει την οικουμένη.
Μα τί ωφέλιμοι εχθροί που είστ’ εσείς! Τι φιλάνθρωποι κατήγοροι!
Εσείς κατά λάθος δείξατε πως το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς Τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς Τον φανερώσατε, πασχίζοντας να Τον κρύψετε. Εσείς Τον ευεργετήσατε, επιθυμώντας να Τον βλάψετε.Τι αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμφτωχοι είστε, και πλουτίζετε άλλους.
Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε! Ελάτε να πανηγυρίσουμε! Είναι παράξενος ο τρόπος της γιορτής -όσο παράξενος είναι κι ο λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.
Ο διάβολος καταντροπιάστηκε.
Οι δαίμονες δραπέτευσαν.
Ο θάνατος καταργήθηκε.
Ο παράδεισος ανοίχτηκε.
Η κατάρα εξαφανίστηκε.
Η αμαρτία διώχτηκε.
Η πλάνη απομακρύνθηκε.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού.
Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη.
Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Όλα έγιναν ένα.
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ο Θεός στη γη κι ο άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ο Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός και πήρε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά και στα χέρια Του κρατάει την οικουμένη.
Τρέχουν κοντά Του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ’ αστέρι για να φανερώσει τον Κύριο τ’ ουρανού. Μα… κι Εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια, πως πηγαίνει εκεί για ν’ αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Την ημέρα εκείνη ο ισραηλιτικός λαός θα πάρει τρίτος, μετά τους Ασσυρίους και τους Αιγυπτίους, την ευλογία του Θεού πάνω στη γη» (Ησ. 19:24).
Τί λες, Ιουδαίε; Εσύ που ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ο πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;
Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, που Τον δέχτηκαν, όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν’ αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ο Ισραηλιτικός λαός, που γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη.
Τι άλλο μένει να πω;
Δημιουργό και φάτνη βλέπω… Βρέφος και σπάργανα… Λεχώνα παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή… Ανέχεια πολλή…
Είδες όμως τι πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια; Ο Πλούσιος έγινε φτωχός για χάρη μας. Δεν έχει ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε ταπεινό παχνί Τον έχουν αποθέσει…
Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!
Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!
Μέσα στη φάτνη κείτεσαι και την οικουμένη σαλεύεις.
Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.
Λέξη ακόμα δεν άρθρωσες και δίδαξες στους μάγους τη θεογνωσία.

Τί να πω και τί να λαλήσω;
Να Βρέφος σπαργανωμένο!
Να η Μαρία, Μητέρα και Παρθένος μαζί!
Να ο Ιωσήφ, πατέρας τάχα του Παιδιού!
Εκείνη η γυναίκα, αυτός ο άνδρας. Νόμιμες οι ονομασίες, αλλά χωρίς περιεχόμενο.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο τη Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επισκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε τι να υποθέσει για το Βρέφος: Να πει πως ήταν καρπός μοιχείας, δεν τολμούσε. Να προσφέρει λόγο βλάσφημο εναντίον της Παρθένου, δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το Παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πως και από ποιόν γεννήθηκε.
Αλλά να, που, πάνω στη σύγχυσή του, παίρνει απάντηση από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Ιωσήφ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα» (Ματθ. 1:20). Και φανέρωσε έτσι σ’ εκείνον και σ’ εμάς ότι το Άγιο Πνεύμα επισκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ο Χριστός θέλησε να γεννηθεί από παρθένα, αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;
Να γιατί:
Κάποτε ο διάβολος εξαπάτησε την παρθένα Εύα. Τώρα ο άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην Παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε η Εύα ξεστόμισε λόγο, που έγινε αιτία θανάτου. Τώρα η Μαρία γέννησε το Λόγο, που έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο, που έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο.
Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε το Σταυρό, που έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.

Σ’ αυτόν λοιπόν, το Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, που άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Οι μεγάλοι ψάλλουν τη γέννηση: Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών
Αλλά και οι μικροί επίσης: Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ
Του φώτη Κόντογλου

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές. Καμιά βδομάδα ο καιρός καλοσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ’ έπιασε κ’ έριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ’ έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κι εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ’ οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί νά ‘ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ’ ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.Θα ‘τανε ώρα εσπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα ‘τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού ‘χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά.«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γιος του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ’ η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά. «Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το ‘λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια – Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ’ επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να ‘ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ‘κανε!»
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ’ έτρεμε σαν θερμιασμένο.
«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!»
Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιό βαθιά. Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε». Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κι έριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ’ έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ’ είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κ’ ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κ’ ήτανε από τη Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ‘μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα. Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ’ επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’ – Απόστολο με τον μούτσο.Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…», φτάξατε κ’ εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»! Χα! Χα! Χα!» – γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.Στο μεταξύ ο πάτερ – Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καημένος, κ’ είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του:«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ’ έκανε τον σταυρό του.
Ο πάτερ – Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ’ είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ’ ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ’ η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ’ ύστερα ξυπνούσε κ’ έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΠΟΥ ΜΙΣΟΥΣΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Του Ευγένιου Τριβιζά

Διασκευή /Διδασκαλία: Δέσπω Πολή , Κατερίνα Χάματσου , Μαριάννα Χριστοδούλου
Μουσική επιμέλεια: Επιθεωρήτρια Μουσικής Λούλα Χαραλάμπους

Πρόσωπα
1. Αφηγητής1:
2. Αφηγητής2:
3. Αφηγητής3:
4. Μάγισσα:
5. Ομάδα καλάντων:

ΣΚΗΝΗ Α΄

Αφηγητής 1: Ήτανε κάποτε μια μάγισσα που τη λέγανε Φρικαντέλα Ζαρζουέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη.
Αφηγητής2: Η Φρικαντέλα ήταν κακιά. Πολύ κακιά. Πάρα πολύ κακιά.
Αφηγητής 3: Τόσο κακιά που μισούσε αφάνταστα όλα τα καλά.
Αφηγητής2: Ακόμα και τις λέξεις που είχανε τις συλλαβές «καλά» κι αυτές τις μισούσε.
Αφηγητής 1: Για να σας δώσω να καταλάβετε, η μάγισσα Φρικαντέλα δεν έτρωγε ποτέ καλαμαράκια. Έτρωγε μόνο… κακαμαράκια.
Αφηγητής 3: … και στο σπίτι της δε είχε ούτε καλάθια ούτε μπουκαλάκια. Είχε μόνο κακάθια και μπουκακάκια…
Αφηγητής 1: … και δεν πήγαινε ποτέ για εκδρομή στην Καλαβασό. Πήγαινε κάθε χρόνο στην Κακαβασό…
Αφηγητής 2: … και δεν χόρευε ποτέ καλαματιανό. Χόρευε μόνο κακαματιανό…
Αφηγητής 1: … και δεν έπινε ποτέ την πορτοκαλάδα της με καλαμάκι. Έπινε πάντα την πορτοκακάδα της με κακαμάκι…
Αφηγητής 3: … και, βέβαια, δεν της αρέσανε καθόλου τα παραμύθια με καλό τέλος. Της αρέσανε μόνο τα παραμύθια με κακό τέλος.
Αφηγητής 1: Δηλαδή, έκοβε τη σελίδα που έλεγε «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» και στη θέση της έβαζε μια σελίδα που έλεγε «και ζήσανε αυτοί κακά κι εμείς χειρότερα».
Αφηγητής 2: Αλλά πιο πολύ απ’ όλα η μάγισσα Φρικαντέλα μισούσε τα κάλαντα. Μάλιστα! Δεν ήθελε να ακούει καθόλου κάλαντα. Ήθελε να ακούει μόνο κάκαντα.
Αφηγητής 3: Μια μέρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, η Φρικαντέλα ζύμωνε κουλουράκια με μαγική μαγιά που όποιος τα έτρωγε μεταμορφωνόταν σε σαπουνόφουσκα. Ξαφνικά άκουσε χαρούμενες φωνές.
Αφηγητής 2: Ήταν τα παιδιά της γειτονιάς που χτυπούσαν τα τριγωνάκια τους και τραγουδούσαν τα κάλαντα.
Μάγισσα: Με τα δυο χεράκια πλάθω κουλουράκια…

ΜΟΥΣΙΚΗ: ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Παιδιά: «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
Ψιλή μου δεντρολιβανιά…»
Μάγισσα:Σκασμός! Σκασμός, σκασμένα σκουπιδοσκουπιδένια σκουπιδόπαιδα! Αν δε σταματήσετε να λέτε τα κάλαντα, θα το μετανιώσετε πικρά!
(Τα παιδιά όμως δεν της έδωσαν καθόλου σημασία και συνέχισαν να τραγουδάνε.
Η μάγισσα ήταν τώρα έξω φρενών.)
Μάγισσα: Τι να κάνω άραγε για να τα τιμωρήσω τα σκουπιδοσκουπιδένια σκουπιδόπαιδα; σκεφτόταν. Τι να κάνω; Τι να κάνω;
(Τα παιδιά εξακολουθούν να τραγουδούν.)
Μάγισσα:Το βρήκα! Θα τα μεταμορφώσω τώρα αμέσως σε βατραχάκια!
Άμπρα κατάμπρα!

ΜΟΥΣΙΚΗ: Κούνησε πέρα δώθε το μαγικό της ραβδί…

(Κούνησε πέρα δώθε το μαγικό ραβδί και
μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε βρεγμένα βατραχάκια.
Αλλά τα βρεγμένα βατραχάκια συνέχισαν να κοάξ- κοάξ- κοάζουν με κέφι τα κάλαντα.)

Παιδιά: Αρχιμηνιάξ κι αρχιχρονιάξ
ψιλή μου δέντρο κουάξ κουάξ κουάξ!
Μάγισσα: Χμμμ…Ας τα μεταμορφώσω καλύτερα σε γατούλες! Χόκους πόκους!
(Κούνησε πέρα δώθε το μαγικό ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε χαδιάρες γατούλες.
Αλλά οι χαδιάρες γατούλες συνέχισαν να νιαουρίζουν χαδιάρικα τα κάλαντα. )
Παιδιά: Αρχιμηνιάρ κι αρχιχρονιάρ
ψιλή μου δέντρο νιαρ νιαρ νιαρ!
Μάγισσα: Μπα σε κακό μου! Πάλι δεν τα κατάφερα! Για να δούμε τι θα γίνει αν τα μεταμορφώσω σε κατσικάκια. Άμπερ κατάμπερ!
(Κούνησε αριστερά δεξιά το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε παρδαλά κατσικάκια.
Αλλά τα παρδαλά κατσικάκια συνέχισαν να βελάζουν μελωδικά τα κάλαντα. )
Παιδιά: Αρχιμπεμπέ κι αρχιμπεμπέ
ψιλή μου δέντρο μπε μπε μπε!
Μάγισσα: Χμμμ… Μήπως να τα μεταμορφώσω άραγε σε παπάκια; Πάκους πατάκους!

(Κούνησε αριστερά δεξιά το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε παπάκια.
Αλλά τα παπάκια συνέχισαν να παπακίζουν ρυθμικά τα κάλαντα. )

Παιδιά: Αρχιπιπί κι αρχιπαπά
ψιλή μου δέντρο πα πα πα!
Μάγισσα: Το βρήκα! Μάλλον σε αγελαδίτσες πρέπει να τα μεταμορφώσω. Αγελαμούρα!
(Κούνησε κυκλικά το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε παχουλές αγελαδίτσες .
Αλλά οι παχουλές αγελαδίτσες συνέχισαν να μουγκανίζουν χαρούμενα τα κάλαντα. )
Παιδιά: Αρχιμουμού κι αρχιμουμού
ψιλή μου δέντρο μου μου μου!
Μάγισσα: Ας κάνω μια τελευταία προσπάθεια. Για να δοκιμάσω να τα μεταμορφώσω σε γαϊδουράκια! Γαϊδαρομούρα!
(Κούνησε πάνω κάτω το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε πεισματάρικα γαϊδουράκια.
Αλλά τα πεισματάρικα γαϊδουράκια συνέχισαν να γκαρίζουν με πείσμα τα κάλαντα. )
Παιδιά: Αρχιγκαργκαρ κι αρχιγκαργκαρ
ψιλή μου δέντρο γκαρ γκαρ γκαρ!

Μάγισσα: Βρε τα σκασμένα σκουπιδοσκουπιδένια σκουπιδόπαιδα! Σε ότι και να τα μεταμορφώσω συνεχίζουν να λένε τα κάλαντα. Ξέρω όμως τι τους χρειάζεται! Θα τα ξανακάνω παιδιά, αλλά θα κλέψω τις φωνές τους. Να δούμε πως θα τραγουδάνε τα σκουπιδοπουλάκια μου τα κάλαντα χωρίς φωνές! Αφωνίσιους φυλακίσιους μπαλόνιους!
Αφηγητής 1: Τόπε και το’κανε. Κούνησε κυματιστά το μαγικό ραβδί της και τους έκλεψε τις φωνές.
Αφηγητής2: Τις έκλεψε και τις φυλάκισε σε μαγικά μπαλόνια.Τις φωνές των κοριτσιών σε ροζ μπαλόνια…
Αφηγητής 3: …και των αγοριών σε γαλάζια.
Μάγισσα: Ωραία τα κανόνισα τα σκουπιδοσκουπιδένια σκουπιδόπαιδα. Τώρα στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν!
Αφηγητής 2: Έτσι λοιπόν τα παιδιά έμειναν άφωνα. Και βέβαια χωρίς φωνές δεν μπορούσαν να τραγουδήσουν τα κάλαντα. Έτρεξαν λοιπόν στα μεγαλύτερα αδέρφια τους και ψιθυριστά τους έδωσαν να καταλάβουν τι συνέβηκε.

ΜΟΥΣΙΚΗ: ΄Ετρεξαν λοιπόν στα μεγαλύτερα αδέλφια τους..

ΣΚΗΝΗ Β’

Αφηγητής 1: Σαν βράδιασε τα μεγαλύτερα παιδιά πήγανε νυχοπατώντας στο πέτρινο κάστρο της μάγισσας, για να βρούνε τα μπαλόνια με τις κλεμμένες φωνές.

ΜΟΥΣΙΚΗ: Το κάστρο αυτό όμως ήταν στοιχειωμένο…
Το κάστρο αυτό όμως ήταν στοιχειωμένο, πολύ σκοτεινό, πολύ παγωμένο και πάρα μα πάρα πολύ επικίνδυνο!

ΜΟΥΣΙΚΗ: Αέρας στο στοιχειωμένο κάστρο

Αφηγητής 2: Η πύλη όμως ήταν κλειδαμπαρωμένη και τα παράθυρα τριπλομανταλωμένα.
Αφηγητής 3: Μόνο ένας μικρός αραχνιασμένος φεγγίτης στον πιο ψηλό πυργίσκο του θεόρατου κάστρου φαινόταν ανοικτός.
-Ας σπρώξουμε με δύναμη τη σιδερένια πύλη του κάστρου.
-Άδικός κόπος! Έχω μετρήσει 88 σύρτες και 70 λουκέτα.
-Μην απογοητεύεστε. Κάποια λύση θα βρεθεί…
-Α να! Βλέπω φως από εκείνο το μικρό φεγγίτη!
-Κάποιος όμως πρέπει να σκαρφαλώσει ως εκεί πάνω…
-Εγώ είμαι εδώ! Είμαι άσσος στο σκαρφάλωμα. Κάθε μέρα σκαρφαλώνω σε εφτά δέντρα! Σε τρεις ελιές, δυο χαρουπιές, μια λεμονιά και μια πορτοκαλιά.

ΜΟΥΣΙΚΗ: Ο Σεβαστιανός Μπισμπικούκης σκαρφαλώνει…
[Ο Σεβαστιανός Μπισμπικούκης σκαρφαλώνει στο ψηλό φεγγίτη και ρίχνει το σχοινί στα υπόλοιπα παιδιά, που σκαρφαλώνουν και αυτά με τη σειρά τους στο κάστρο.]

ΣΚΗΝΗ Γ’

ΜΟΥΣΙΚΗ: Νομίζω πως βρισκόμαστε…
-Νομίζω πως βρισκόμαστε στο μοβ δωμάτιο με τους μαγικούς καθρέφτες.
-Θεέ μου! Φαίνομαι λες και είμαι 70 χρονών!
-Κι αυτό εδώ ο καθρέφτης με δείχνει με κόκκινα σπυράκια ιλαράς στο πρόσωπο!
-Προσοχή! Μη ξεγελαστείτε και κοιταχτείτε στο σκοτεινό καθρέφτη με την ασημένια κορνίζα!
-Έχω ακούσει πώς όποιος κοιταχτεί σ’ αυτόν μαρμαρώνει… κι η μάγισσα τον κάνει μαρμαρόσκονη και τον πουλά σε μάντρα οικοδομών!
-Ας ψάξουμε για τα μπαλόνια στην κίτρινη αποθήκη της μάγισσας.
-Εφτά μαγικά σκουπόξυλα… τρία πιθάρια με δάκρυα κόκκινου κροκόδειλου… κι ένα καλάθι με αγκάθια σμαραγδένιου σκαντζόχοιρου;
-Πάρτε από ένα αγκάθι σμαραγδένιου σκαντζόχοιρου ο καθένας. Μπορεί να μας χρειαστεί. Αλλά προς Θεού, μην κάνετε το λάθος και καβαλήσετε κανένα από τούτα εδώ τα μαγικά σκουπόξυλα!
-Έχω ακούσει ότι κανένας εκτός από τη μάγισσα δε μπορεί να τα καβαλήσει αλλιώς αν δοκιμάσεις τότε θα φας 12 τσουχτερές ξυλιές στον ποπό σου.
-Αυτή πρέπει να’ ναι η κόκκινη τραπεζαρία της μάγισσας.
-Προσοχή! Όσο κι αν πεινάτε μη δοκιμάσετε ούτε ένα από αυτά τα φαγητά!
-Όποιος φάει από αυτή τη νυχτεριδόσουπα, βγάζει φτερά νυχτερίδας κι όποιος φάει σπαγγέτι από ουρές αρουραίων, βγάζει ροζ ουρά αρουραίων και περνά την υπόλοιπή του ζωή, κινδυνεύοντας να τον αρπάξει καμιά γάτα.
-Πλησιάστε σιγά σιγά! Φτάσαμε στη ροζ κρεβατοκάμαρα της μάγισσας.
-Πάρε προσεκτικά το μαγικό ραβδί της…
-Σπάστε τα μπαλόνια!
-Με τι να τα σπάσουμε;
-Με τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου!
[Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Τα παιδιά σπάζουν τα μπαλόνια και η μάγισσα ξυπνά!]

ΜΟΥΣΙΚΗ : Γέλιο της μάγισσας
Μάγισσα: Γέλια της μάγισσας ακούονται φρικιαστικά!
Πού βρεθήκατε εσείς εδώ σκασμένα σκουπιδοσκουπιδένια σκουπιδοπαιδά; Γιατί με ξυπνήσατε; Τι θέλετε;
-Να σου τα ψάλουμε!
Μάγισσα: Τι να μου ψάλετε δηλαδή;
Όλοι: Τα κάλαντα!
Μάγισσα: Φύγετε αμέσως γιατί θα κουνήσω το μαγικό μου ραβδί και θα σας μεταμορφώσω σε σουρωτήρια!
-Αυτό θα το έκανες αν είχες μαγικό ραβδί για να κουνήσεις αλλά δεν το, χεις, γιατί το’ χουμε εμείς!
Μάγισσα: Δώστε μου αμέσως το ραβδί μου, θέλω το ραβδί μου, δεν μπορώ χωρίς το ραβδί μου!
-Θα στο δώσουμε αν κάτσεις φρόνιμα και ακούσεις με κατάνυξη τα κάλαντα!
Μάγισσα: Εντάξει…
[Συμφώνησε η μάγισσα και βούλωσε με τρόπο τα αυτιά της με βαμβάκι. Ένα παιδί όμως το κατάλαβε και της τα ξεβούλωσε. Έτσι τα παιδιά είπανε στη μάγισσα τα πανελλήνια κάλαντα.]

ΜΟΥΣΙΚΗ: Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται , χαίρει η Κτίσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το δόξα εν υψίστοις
και τούτο άξιον εστί η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα…
Μάγισσα: Ωραία! Δώστε μου τώρα το μαγικό μου ραβδί και χαθείτε από μπροστά μου σκουπιδόπαιδα!
-Όχι ακόμα, κάνε υπομονή! Θα σου πούμε τώρα τα κάλαντα όπως τα λένε στην Κύπρο.
Μάγισσα: Ας είναι…
[Έτριξε τα δόντια η μάγισσα και βούλωσε τα αυτιά της με δύο λουκάνικα. Ένα παιδί όμως το κατάλαβε και της τα ξεβούλωσε. Έτσι τα παιδιά είπανε στη μάγισσα τα κυπριακά κάλαντα.]

ΜΟΥΣΙΚΗ: Κυπριακά Κάλαντα

ΚΑΛΗΝ ΕΣΠΕΡΑΝ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ
Καλήν εσπέραν θα σας πω τζιαν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θεία γέννησιν να πω στ’αρχοντικό σας.
Γεννιέται μες το σπήλαιον, στην φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των ουρανών τζιαι ποιητής των όλων.
Άγγελοι εις τον ουρανόν ψάλλουν το εν υψίστοις
τζιαι κάτω φανερώνεται η των ποιμένων πίστης.
Που την Περσίαν έρκουνται τρεις μάγοι με τα δώρα
τζ’έναν αστέριν λαμπερόν τους οδηγεί στη χώρα.
Όταν εφτάσασιν τζ’οι τρεις , με πόθον ερωτούσιν
πού εγεννήθει ο Χριστός , να παν να τόνε βρούσιν…
Μάγισσα: Επιτέλους! Δώστε μου τώρα το μαγικό μου ραβδί και πηγαίνετε στο κακό σκουπιδάκια!
Παιδί 1: Όχι ακόμα. Θα σου πούμε τα κάλαντα όπως τα λένε και στην Κρήτη.
Μάγισσα: Σύμφωνοι.
[Ξίνισε τα μούτρα της η μάγισσα και βούλωσε τα αυτιά της με δύο μπανάνες. Ένα παιδί όμως το κατάλαβε και της τα ξεβούλωσε. Έτσι τα παιδιά είπανε στη μάγισσα τα κρητικά κάλαντα.]

ΜΟΥΣΙΚΗ: Κρητικά Κάλαντα

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ
Χριστός γεννιέται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρεται η φύσις όλη.
Κυρά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα,
απού τον έχεις τον υγιό , τον μοσχοκανακάρη.
Λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειό τον πέμπεις
κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Κι αν είναι το θέλημα , άσπρη μου περιστέρα,
ανοίξετε την πόρτα σας , να πούμε καλησπέρα.
Μάγισσα: Επιτέλους! Δώστε μου τώρα το μαγικό μου ραβδί και γίνετε καπνός προτού σας κάνω καπνιστά σκουπιδούλικά μου σκουπιδάκια.
Παιδί 2: Όχι ακόμα. Θα σου πούμε και τα κάλαντα όπως τα λένε στην Πελοπόννησο.
Μάγισσα: Τέλος πάντων.
[Μούγκρισε η μάγισσα και βούλωσε τα αυτιά της με δύο σουτζούκους. Ένα παιδί όμως το κατάλαβε και της τα ξεβούλωσε. Έτσι τα παιδιά είπανε στη μάγισσα τα κυπριακά κάλαντα.]

ΜΟΥΣΙΚΗ: Πελοποννησιακά Κάλαντα

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγάτε διέτε μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται.
Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
το μέλι τρων’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
δώστε μας και πεντ’έξι αυγά , να πάμε σ’άλλη πόρτα.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μην ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλούς χρόνους να ζήσει.

Παιδί 3: Ορίστε, τώρα μπορείς να πάρεις το ραβδί σου!
Μάγισσα: Όχι, δεν το θέλω! Δε το θέλω καθόλου, καθόλου δεν το θέλω!
Παιδί 4: Δε θέλεις το ραβδί σου;
Παιδί 5: Τι θέλεις τότε;
Μάγισσα: Να ερχόσαστε κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και να μου λέτε τα κάλαντα! Τώρα που αναγκάστηκα να τα ακούσω, κατάλαβα πόσο όμορφα είναι. Τι λέτε; Χορεύουμε τα πελοποννησιακά;
Αφηγητής 1: Έτσι κι έγινε
Αφηγητής 2: Από τότε η μάγισσα Φρικαντέλα Ζαρζουέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη άλλαξε και άρχισαν να της αρέσουν όχι μόνο τα κάλαντα, αλλά και όλα τα καλά πράγματα.
Αφηγητής 1: Πέταξε όλα τα κακάθια της και στη θέση τους έβαλε καλάθια.
Αφηγητής 2: Και πέταξε όλα τα μπουκακάκια της και στη θέση τους έβαλε μπουκαλάκια.
Αφηγητής 1: Και πέταξε όλα τα κακώδια και στη θέση τους έβαλέ καλώδια.
Αφηγητής 2: Και σαν να μην έφταναν αυτά, κάθε πρωί δεν πίνει ένα φλιτζάνι ζεστό κακάο.
Αφηγητής 1: Πίνει ένα φλιτζάνι αχνιστό καλάο.
Αφηγητής 2: Και όταν φτάνουν με το καλό οι παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ο Σεβαστιανός Μπισμπικούκης,
με την παρέα του πηγαίνουν στο κάστρο και λένε στη Φρικαντέλλα τα κάλαντα.
Μάγισσα: Κι αν θέλετε μπορείτε να τα μάθετε κι εσείς και να τα τραγουδάτε, παίζοντας τα τριγωνάκια σας, στους φίλους και τους γείτονές σας.
Όλοι: Τι περιμένετε; Ξεκίνατε τώρα αμέσως!

ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
(Ελένη Χουκ – Αποστολοπούλου)

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη.
Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν.
Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά.
Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και
του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
– Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον».
Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει: – Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
-Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα,
για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
-Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι.
Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα.
Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Tο κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
-Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της,
αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
-Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα.
Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
-Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
-Μα τι έγινε;
-Θαύμα!
-Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη,
δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει
«λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».

Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό.
Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 – 8 εβδομάδες.

Από το βιβλίο «Να τα πούμε,; Να τα πείτε»

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΟΝΤΟΥ

Χριστός γεννέθεν,
χαράν σον κόσμον,
χα καλή ωρά, καλή σ’ ημέρα.
Χα καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν,
οψέ γεννέθεν, ουρανοστάθεν.
Τον εγέννεσεν η Παναγία,
Τον ενέστεσεν Αϊ- Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
κι εκατήβεν σο σταυροδρόμι,
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Έρπαξαν Ατόν οι χιλ’ Εβραίοι,
χιλ’ Εβραίοι και μυρι’ Εβραίοι.
Α σ’ ακρόντικα κι α’ σήν καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολή ΄κι εφάνθεν.
Ούμπαν έσταξεν και μύρον έτον,
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον,
Για μυρίστ’ατό κι εσύ Αφέντα.
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρα
και θημίζνε τον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δάβα σο ταρέζ’, κι ελά σην πόρταν,
δος μας ούβας και λεφτοκάρα.
Κι αν ανοιείς μας, χαράν σην πόρτα σ’.

Τα επόμενα χριστουγεννιάτικα κάλαντα γνωστά στην περιοχή του Ατάπαζαρ, του νομού Νικομήδειας (όχι άγνωστα και σε περιοχές του Δυτικού Πόντου), ανήκουν μάλλον στη «λόγια» παράδοση:

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν
και εν τη Παρθένω κατώκησεν.
Βασιλεύς των όλων και κύριος
ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε,
τάξεις των αγγέλων, ευφραίνεσθε.
Δεύτε εν σπηλαίω θεάσασθαι,
κείμενον εν φάτνην τον Κύριον.
Εξ Ανατολών Μάγοι έρχονται,
δώρα προσκομίζουσιν άξιον.
Ζήτω, προσκυνήσατε Κύριον,
Τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον.
Ήνεγκεν Αστήρ Μάγους οδηγών,
άνω τω σπηλαίω προσέφερεν.
Θεός Βασιλεύς επουράνιος,
τίκτεται εν φάτνη Θεότικτος.
Ίδεν ο Ηρώδης ως έμαθεν,
όλως εξεπλάγη ο δόλιος.
Κράζει και βοά προς τους λειτουργούς,
τους δοξολογούντας τον Κύριον.
Λέγετε σοφοί και διδάσκαλοι,
άρα, πού γεννάται ο Κύριος;
Μέγαν και φρικτόν το τεράστιον,
των ανρωπίνων εξεθύμισεν.
Νύκτα Ιωσήφ χρήμα ήκουσεν,
Άγγελου Κυρίου ελάλησεν.
Ξένον και παράδοξον άκουσμα
και εις συγκατάβασιν θέαμα.
Όμμα αραθύμησε Δέσποινα,
τους εγκαταβαίνοντας έσωσε.
Πύλαι οραταί και ανέκραζεν,
δούλος τον Δεσπότην εβάπτιζεν.
Ρεύμα Ιορδάνου εστρέφετο,
κατερχόμενον προς τον Κύριον.
Σήμερον χαρά η ευφρόσυνος,
Άγγελος Κυρίου ελάλησεν.
Τάγματα Αγγέλων θαυμάζουσι,
Πνεύμα κατελθόν εκ του ουρανού.
Ύμνος Σοι προσφέρουσι ευλαβώς
τα του Ιορδάνου ορώμενα.
Φόβω Ιωάννης Σου άπτεται,
φωνή εξελθούσα εξ ουρανών.
Χαρά αγιάσαι τα ύδατα,
Πνεύμα κατελθόν εις τον ποταμόν.
Ψηλαφών ωμάς προς την Σην πλευράν,
πιστεύσας βοών προς τον Κύριον.
Ο ον του Πατρός προαιώνιος,
φώτισον τους πάντας πιστεύσαντας.

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Η Πρωτοχρονιά γιορτάζεται σ’ όλο τον κόσμο με μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα και με διάφορες εκδηλώσεις. Κατά την ημέρα αυτή γίνεται ανταλλαγή επισκέψεων και δώρων και επικρατούν διάφορα έθιμα, όπως της βασιλόπιτας κ.ά., τα οποία μας κληροδότησαν οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας, γιατί, σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, ούτε οι Έλληνες ούτε οι Ρωμαίοι γιόρταζαν την πρώτη μέρα του χρόνου. Οι δύο αυτοί λαοί που εκπροσωπούν τον αρχαίο κόσμο, συνήθιζαν να γιορτάζουν την πρώτη ημέρα κάθε μηνός. Οι περισσότερες μάλιστα ελληνικές πόλεις δε συμφωνούσαν ούτε ως προς την αρχή του χρόνου. Το ίδιο συνέβαινε και ανάμεσα στους ανατολικούς λαούς. Η 1η Ιανουαρίου σαν αρχή του χρόνου επικράτησε να γιορτάζεται στη Ρώμη από το 48 π.Χ., την εποχή δηλαδή του Καίσαρα, και πήρε πολλά στοιχεία από τη ρωμαϊκή γιορτή Σατουρνάλια. Από τότε την 1η Ιανουαρίου δέχτηκαν σαν Πρωτοχρονιά όλοι οι λατινογενείς λαοί, καθώς και όλοι οι λαοί που είχαν κατακτηθεί από τους Ρωμαίους.Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία, της εποχής κυρίως του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επειδή ήθελε να χωρίσει τους Χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες, απαγόρευε στους χριστιανούς να γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά, όπως εκείνοι. Τα αποτελέσματα όμως της απαγόρευσης αυτής ήταν πολύ μικρά. Απαλείφτηκαν μόνο τα στοιχεία εκείνα που έρχονταν σε τέλεια αντίθεση προς τη χριστιανική ηθική.
Η Πρωτοχρονιά λοιπόν, όπως αυτή διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση της Εκκλησίας και τη σύνδεσή της με τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, διαιωνίστηκε μέχρι σήμερα σαν λαϊκή γιορτή.

Τα σημαντικότερα έθιμά της είναι τα ακόλουθα:

1) Η διανομή στα παιδιά δώρων, τα οποία οι νοικοκυρές παρασκευάζουν στα σπίτια. Αυτά κυρίως είναι γλυκίσματα, όπως κουραμπιέδες, μελομακάρονα κ.ά.

2) Συντροφιές μικρών παιδιών από την παραμονή ψάλλουν τα κάλαντα στα σπίτια και στα μαγαζιά και μαζεύουν φιλοδωρήματα.

3) Τα μεσάνυχτα της παραμονής, λίγα δευτερόλεπτα πριν από τις 12, σβήνουν τα φώτα και οι οικογένειες γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι ψάλλουν ύμνους, ανταλλάσσουν φιλιά και κόβουν την πατροπαράδοτη βασιλόπιτα. Εκείνος μάλιστα που βρίσκει στο κομμάτι του το νόμισμα, που είναι κρυμμένο μέσα σ’ αυτήν, θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς.

4) Πολλοί καλούν έναν που να έχει «καλό ποδαρικό» το πρωί της Πρωτοχρονιάς.

5) Επίσης δε δίνουν τίποτα έξω από το σπίτι, δε ρίχνουν νερό έξω από αυτό και δεν αναφέρουν ονόματα επιβλαβών ζώων, εντόμων κ.λπ.


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Ο άγιος Βασίλειος είναι ο ένας από τους τρεις ονομαστούς ιεράρχες, πατέρες της εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330 μ.Χ. Γονείς του ήταν ο Βασίλειος και η Εμμέλια που ήταν κόρη χριστιανού μάρτυρα. Η αγωγή που του έδωσε η μητέρα του και η γιαγιά του Μακρίνα, διαμόρφωσαν το θαυμάσιο χαρακτήρα του. Η μόρφωσή του ήταν πολύ μεγάλη. Ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, την ελληνική φιλολογία, την ιατρική, φυσική, γεωμετρία, τα μαθηματικά, την αστρονομία. Σπούδασε στην πατρίδα του, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Κατόπιν ξαναγύρισε στην Καισάρεια και δικηγορούσε. Παράλληλα δίδασκε και σε σχολή ρητορικής, που ίδρυσε ο ίδιος. Τη θεολογική του κατάρτιση την απέκτησε μελετώντας τον ασκητισμό σε περιοδείες στον Πόντο, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στη Συρία, και παρακολουθώντας τις διδασκαλίες λογής σοφών. Στην Καισάρεια δεν έμεινε πολύ. Πήρε μαζί του το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό , στενό του φίλο, και πήγαν στον Πόντο, για να μελετήσουν τον ασκητικό τρόπο ζωής. Εκεί έζησε σαν μοναχός πέντε χρόνια. Στη συνέχεια γύρισε στην Καισάρεια όπου έγινε πρεσβύτερος και μετά επίσκοπος Καισαρείας το 370 μ.Χ. Από τότε αρχίζει η πλούσια, η γεμάτη αυταπάρνηση και θερμή πίστη, χριστιανική και φιλανθρωπική δράση του.

Το έργο του

Πρώτα πρώτα ενδιαφέρθηκε ν’ ανακουφίσει τους φτωχούς, να παρηγορήσει έμπρακτα τους δυστυχισμένους, να προστατέψει χήρες κι ορφανά. Όλα τα χρήματά του τα μοίραζε και φρόντιζε με ζήλο να κτιστούν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία. Τα κηρύγματά του συγκέντρωναν χιλιάδες πιστούς, που έτρεχαν ν’ ακούσουν με ιερή κατάνυξη, τα λόγια του, εμπνευσμένα από βαθιά πίστη. Μια μέρα ο αυτοκράτορας Ουάλης, φίλος των Αρειανών (οπαδών της αίρεσης του Αρείου) τους οποίους ο Μέγας Βασίλειος καταδίκαζε αμείλικτα, έστειλε τον έπαρχό του Μόδεστο να τον απειλήσει.  Κι ο άγιος Βασίλειος του είπε ήρεμα, γαλήνια, με την αυτοπεποίθηση ανθρώπου που βαθύτατα σέβεται τις αρχές του: «Δε με φοβίζουν οι φοβέρες για δήμευση της περιουσίας μου, για εξορία και βασανιστήρια. Γιατί έχω μόνο δυο παλιά σχεδόν άχρηστα ράσα και λιγοστά βιβλία. Τίποτ’ άλλο. Η εξορία; Μα είμαι περαστικός διαβάτης από τούτον τον κόσμο. Πόσο θα μείνω ακόμα; Για το μαρτυρικό θάνατο, τέλος, αδιαφορώ. Είναι τόσο ασθενικό το κορμί μου, που αμέσως θα υποκύψει, και η ψυχή μου θα ενωθεί με το Θεό. Τον θεωρώ, λοιπόν, σαν ευεργέτη το θάνατο». Θαύμασε ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος το θάρρος και την πίστη του αγίου κι έφυγε, χωρίς να τον ξαναενοχλήσει.

Στάθηκε γενναίος μαχητής της Ορθοδοξίας, έγραψε έργα παιδαγωγικά, δογματικά, ασκητικά. Ο ίδιος έγραψε και τη λειτουργία που φέρει τ’ όνομά του (Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου) και τελείται δέκα φορές το χρόνο.

Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους του Χαλκηδόνιου Χριστιανισμού με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του Τριαδολογικού δόγματος. Διακήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδας ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της. Κάθε υπόσταση διακρίνεται από ορισμένους τρόπους ύπαρξης και μεμονωμένα χαρακτηριστικά (ιδιώματα): Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννηθείς αχρόνως και το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό εκ μόνου του Πατρός. Η μόνη προτεραιότητα του Πατέρα είναι λογική, μη χρονική και δεν ενέχει καμία ανωτερότητα.
Στο έργο τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Μεταξύ του άκτιστου Θεού και του κτιστού κόσμου υπάρχει οντολογικό χάσμα, που αποκλείει την κατ’ ουσία κοινωνία και σχέση μεταξύ τους. Ο Θεός καθίσταται αντιληπτός στον κόσμο διά των ενεργειών του. Το ότι ο κόσμος διατηρείται στο “είναι” οφείλεται στη δημιουργική, συνεκτική και ζωοποιό ενέργεια του Θεού.
Ο Βασίλειος υπήρξε θαυμαστής του μεγάλου αλεξανδρινού φιλοσόφου Ωριγένη αλλά στο ερμηνευτικό του έργο απορρίπτει την αλληγορική μέθοδο και πλησιάζει προς την αντιοχειανή σχολή. Ερμηνεύει χρησιμοποιώντας το κείμενο ως αφορμή έκθεσης των προσωπικών του θέσεων.
Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων. Η φιλοσοφία, κατά το Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απορρίπτει τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα προτρέπει στη χρήση τους ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.
Στον τομέα του μοναχισμού ανέλαβε δράση θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και εισήγαγε την ομολογία της αφιέρωσης στο Θεό και της ένταξης στην αδελφότητα, η οποία προέβλεπε αγαμία, υπακοή και ακτημοσύνη. Επίσης έθεσε την αυθαίρετη πνευματικότητα του μοναχισμού στη σταθερή βάση της Αγίας Γραφής και τοποθέτησε τους μοναχούς στη γραμμή του κοινού βίου και της οργανωμένης δράσης.

Συγγραφικό έργο: Τα έργα του κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες:
1. Δογματικά συγγράμματα.

α) «Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου».
Αποτελείται από τρία βιβλία και καταφέρεται ενάντια του αρχηγού των Ανομοίων Ευνομίου.
β) «Προς Αμφιλόχιον, περί του Αγίου Πνεύματος».
Επιστολική πραγματεία προς τον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο σχετικά με το Άγιο Πνεύμα.
2. Ασκητικά συγγράμματα.

α) «Τα Ηθικά».
Συλλογή 80 ηθικών κανόνων.
β) «Όροι κατά πλάτος».
Περιέχει 55 κεφάλαια με θέμα γενικές αρχές του μοναχισμού.
γ) «Όροι κατ’ επιτομήν».
Περιέχει 313 κεφάλαια που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή των μοναχών.
δ) «Περί πίστεως».
ε) «Περί κρίματος».
στ) «Περί της εν παρθενία αληθούς αφθορίας».
Έργο σχετικό με την παρθενική ζωή.
3. Ομιλίες.
Ορισμένες από τις ομιλίες του είναι:

α) «Εις την Εξαήμερον».
Συλλογή 9 ομιλιών με θέμα τη δημιουργία του κόσμου.
β) «Εις του Ψαλμούς».
Συλλογή 18 ομιλιών με αφορμή το περιεχόμενο των Ψαλμών του Δαυίδ.
γ) «Περί του ουκ έστιν αίτιος του κακού ο Θεός».
δ) «Περί πίστεως».
ε) «Κατά Σαβελλιανών, Αρείου και Ανομοίων».
στ) «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων».
Το διασημότερο από τα κείμενα του Βασιλείου, στο οποίο πραγματοποιεί προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ χριστιανικής και κλασσικής παιδείας.
ζ) «Προτρεπτικός εις το άγιον βάπτισμα».
η) «Εις το πρόσεχε σεαυτώ».
θ) «Προς Πλουτούντας».
ι) «Εν λιμώ και αυχμώ».
ια) «Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν και περί ευχαριστίας».
4. Επιστολές.

Σώζονται 365 επιστολές με το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου, που καλύπτουν την εικοσαετία από την επιστροφή του στην Καισάρεια από την Αθήνα έως και το θάνατό του.

Ο Φώτης Κόντογλου για το Μέγα Βασίλειο

Ο ευλαβής χριστιανός, συγγραφέας και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου  για το Μέγα Βασίλειο γράφει στην ιδιότυπη, μα τόσο ζωντανή και παραστατική γλώσσα του: «Τον άγιο Βασίλειο ο πολύς ο κόσμος τον γνωρίζει σαν ένα μεγάλο άγιο, που βρίσκεται μέσα στη μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών, απάνω από τούτον τον ταραγμένο κόσμο, «ἐν τόπῳ ἀναπαύσεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός». Πού να ξέρει πως τον καιρό που ζούσε σε τούτη την αμαρτωλή ζωή, στάθηκε πολυβασανισμένος, άρρωστος, στεναχωρεμένος από χίλιες έγνοιες, παλεύοντας καταπάνω στους άθεους και στους αιρετικούς, φαρμακωμένος από τους κακούς και φθονερούς ανθρώπους. Αυτά φαίνονται ζωηρά μέσα στα γράμματα που έγραψε, και τόση είναι συχνά η πίκρα που στάζουνε τα λόγια του, που είναι ν’ απορεί κανένας πώς έναν τέτοιο αγιότατο άγιο τον τυραννήσανε τόσο πολύ κάποιοι δαιμονόψυχοι άνθρωποι. Μα από τ’ άλλο μέρος εκείνος που τα διαβάζει παρηγοριέται για όσα τραβά από την κακία κάθε λογής, από την ασέβεια, από τη ζηλοφθονία, από την αχαριστία κι απ’ όλα τα φαρμακερά φίδια του σατανά, βάζοντας με το νου του πως αφού απάνω σ’ έναν τέτοιο επίγειο άγγελο έπεσε τόση κακία, τα δικά τους βάσανα δεν είναι τίποτα ».

Ο άγιος Βασίλειος στον τύπο του σώματος ήταν ψηλός, μελαχρινός και αδύνατος. Κοιμήθηκε το 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών. Τόσοι πολλοί πήγαν στην κηδεία του, ώστε μερικοί πέθαναν από ασφυξία. Η εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του την πρώτη Ιανουαρίου.

Δυστυχώς στις μέρες μας, ο πολύς κόσμος γνωρίζει τον άγιο Βασίλειο, τον ένα από τους «τρεις μεγίστους φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος», σαν έναν γερούλη με άσπρα γένια, χοντρούλη, κοιλαρά, που μένει μόνιμα κάπου στο βόρειο πόλο με τη γυναίκα του (!). Όλο το χρόνο εργάζεται σκληρά για να ετοιμάσει «δωράκια» και κάθε πρωτοχρονιά φοράει μια κόκκινη στολή κι έρχεται από τα χιόνια, πάνω σ’ ένα έλκηθρο, μόνο και μόνο για να φέρει δώρα στα παιδιά και να διαφημίσει τα διάφορα προϊόντα των εταιρειών στην τηλεόραση. Αυτοί που τον παρουσιάζουν έτσι, φαίνεται πως αγνοούν τα πάντα γι’ αυτόν ή μάλλον (πράγμα που είναι και το πιο πιθανό) δεν τους ενδιαφέρει καθόλου ο πραγματικός άγιος Βασίλης αλλά το πώς θα τον χρησιμοποιήσουν για να πουλήσουν τα προϊόντα τους και να πλουτίσουν ακόμα περισσότερο.
Όπως είδαμε λίγο πιο πάνω, ο άγιος Βασίλης στον τύπο του σώματος ήταν ψηλός, μελαχρινός και αδύνατος. Κοιμήθηκε το 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών και δεν πρόλαβε ποτέ να γεράσει. Τέλος, αν ήξεραν λίγη γεωγραφία και τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς που λένε ότι «ο άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία», θα καταλάβαιναν ότι ο άγιος αυτός δεν έχει καμιά σχέση με τα χιόνια και τα έλκηθρα όπως και η Καισάρεια της Καππαδοκίας δεν έχει καμιά σχέση με τις πολικές περιοχές γεωγραφικά και κλιματικά γιατί βρίσκεται στη μικρά Ασία κι όχι στο Βόρειο πόλο.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (6 Δεκεμβρίου)

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλουσίους, την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού, Μαξιμιανού και έτυχε επιμελημένης μόρφωσης. Όμως, σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Από πολύ νωρίς είχε αφιερωθεί στα Θεία όπου και μετά την μετάβασή του στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τον Πανάγιο Τάφο, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του χειροτονήθηκε ιερέας στα Πάταρα. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο κι έγινε ηγούμενος της Μονής Σιών στα Μύρα της Λυκίας. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι, δια θεϊκής αποκαλύψεως, έκαναν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο.
Από την θέση αυτή ανέπτυξε έντονη δράση και επεξέτεινε τους αγώνες του για την προστασία των φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Προικισμένος με υψηλό χριστιανικό φρόνημα, ακαταμάχητο θάρρος και ζωτικότητα εμψύχωνε τους διωκόμενους από τους Ρωμαίους χριστιανούς διωκόμενος και εξοριζόμενος και ο ίδιος για τη στάση του αυτή.
Κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού υπέστη βασανιστήρια. Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αρχιεπισκοπικό θρόνο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας και έσωσε πολλούς ανθρώπους, και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμησή του.
Αναφέρονται πλείστα θαύματα του Αγίου όπως η απελευθέρωση των τριών στρατηλατών, θεραπείες νοσούντων και αποκαταστάσεις φτωχών μεταξύ των οποίων και η περίπτωση που έγινε πολύ γνωστή, παρά τη θέληση του Νικολάου, όταν ένας φτωχός οικογενειάρχης, που κατοικούσε στην περιοχή της πατρίδας του Αγίου, και δεν είχε χρήματα να προικίσει τις τρεις κόρες του, σκόπευε πάνω στην απελπισία του να τις στείλει να γίνουν πόρνες σε οίκο ανοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Νικόλαος, άρχισε να πηγαίνει μυστικά έξω από το σπίτι εκείνο τις νύχτες και να αφήνει σακούλια με χρήματα. Σε τρεις νύχτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών, αφήνοντας 100 χρυσά νομίσματα στην κάθε μία. Την τρίτη φορά όμως, ο πατέρας είχε παραφυλάξει για να δει ποιος ήταν ο άγνωστος ευεργέτης, κι αντιλήφθηκε τον Άγιο, που τον παρακάλεσε να μην το αποκαλύψει σε κανέναν. Έτσι, οι τρεις κόρες παντρεύτηκαν κι ο πατέρας μετανόησε για την πρόθεσή του.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Το 325 μ.Χ έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, και καταπολέμησε τις διδασκαλίες του Αρείου. Λέγεται ότι κατά τη Σύνοδο χαστούκισε τον Άρειο και ο Μέγας Κωνσταντίνος τον έβαλε στη φυλακή. Όταν επέστρεψε από τη Σύνοδο, συνέχισε το ποιμαντικό του έργο μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Ο άγιος Νικόλαος πέθανε ειρηνικά στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 330 μ. Χ. (Κατ’ άλλους του 345 ή 352 μ.Χ.) Μετά την κοίμησή του ονομάστηκε «μυροβλύτης», καθώς τα λείψανά του άρχισαν να αναβλύζουν άγιο μύρο, όπως και άλλων αγίων. Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα έως και τον ενδέκατο αιώνα, όπου το 1087 κάποιοι ναύτες τα αφαίρεσαν και τα μετέφεραν στην Ιταλία, στην πόλη Μπάρι, όπου τοποθετήθηκαν στο Ναό του Αγίου Στεφάνου. Λέγεται ότι κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας άρχισε να αναβλύζει τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες, ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν από την ευωδία του μύρου αυτού.
Η μνήμη του γιορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου τόσο από την Ορθόδοξη, όσο και από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Απολυτίκιο Αγίου Νικολάου (ήχος δ΄)

“Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος
εγκρατείας διδάσκαλον ανέδειξέ σε
τη ποίμνη σου η των πραγμάτων αλήθεια
δια τούτω εκτείσω τη ταπεινώσει τα υψηλά
τη πτωχεία τα πλούσια.
Πάτερ ιεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ
σωθήναι τας ψυχάς ημών”.

Κοντάκιο Αγίου Νικολάου (ήχος γ΄)

Εν τοις Μύροις Άγιε, ιερουργός ενεδείχθης,
του Χριστού γαρ όσιε, το ευαγγέλιο πληρώσας,
έθηκας την ψυχήν σου υπέρ λαού σου,
έσωσας τους αθώους εκ του θανάτου,
δια τούτο ηγιάσθεις,
ως μέγας μύστης του Θεού της χάριτος.

Μεγαλυνάριο του Αγίου Νικολάου

Μύρων ιεράρχης προχειρισθείς  μυριπνόοις έργοις κατεμύρισας
αληθώς Μύρων επαρχίαν, διό και μύρα βλύζειν,
Νικόλαε τρισμάκαρ, όντως ηξίωσαι.

«ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΟΥΣ»
ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ (ούτε Αϊ-Νικόλας)

 

Το χρονικό της ταύτισης του Αγίου Βασιλείου με ένα… καρτούν!

Σύμβολο καταναλωτισμού ο αγαπημένος «άγιος» των παιδιών. Είναι δύσκολο να βρει κανείς πώς οι Έλληνες συνδύασαν τον Άγιο Βασίλειο με τον «Σάντα Κλάους» (σε εισαγωγικά γιατί πρόκειται περί ανυπάρκτου αγίου που ονομάστηκε έτσι για να φέρνει τα δώρα στα παιδιά…), που είναι μια καθαρά αμερικανική εφεύρεση, όπως η Κόκα Κόλα και τα Μακ Ντόναλντς.
Ο Αϊ-Βασίλης και «Σάντα Κλάους» δεν έχουν καμία σχέση, ούτε ημερολογιακά ούτε αγιολογικά ούτε ονομαστικά.
Για να τον «βολέψουμε», κάναμε κι εμείς βαφτίσια, αφού το αμερικανικής προελεύσεως εφεύρημα το ονομάσαμε «Άγιο Βασίλειο» και το εορτάζουμε στη μνήμη του Αγίου Βασιλείου την Πρωτοχρονιά. Αυτό την ώρα που όλοι οι άλλοι λαοί τον θεωρούν «άγιο» των Χριστουγέννων και τον ονομάζουν εκτός από «Σάντα Κλάους» Άγιο Νικόλαο (Σάν Νίκολας) ή «Άγιο των Χριστουγέννων».
Ο Άγιος Βασίλειος λοιπόν δεν έχει καμία σχέση με τον «Σάντα Κλάους», όπως εφευρέθηκε από τους Αμερικανούς αλλά ούτε και ο Άγιος Νικόλαος έχει καμία σχέση, έστω κι αν του έδωσαν το όνομα.
Και οι δυο άγιοι διακρίθηκαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα για την ασκητικότητά τους, την αγιότητα του βίου τους και το λιπόσαρκο του σώματος τους.Ο Άγιος Νικόλαος συμμετέσχε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο και όπως γράφουν οι ιστορικοί κατατρόπωσε τον Άρειο.Η αμερικανική εφεύρεση του «Σάντα Κλάους » έγινε το 19ο αιώνα και αποτελεί κοσμική εξέλιξη του Αγίου Νικολάου που εόρταζαν οι Προτεστάντες της Ευρώπης και μετέφεραν την εορτή του κατά τη μετανάστευση τους στην Αμερική. Από την εφεύρεση και μετά αποκτά όλο και μεγαλύτερη δημοτικότητα σε όλες τις χώρες και ίσως να αποτελεί την πρώτη περίπτωση παγκοσμιοποίησης αλά Αμέρικα. Είναι γνωστό ότι ευχές και κάρτες για τα Χριστούγεννα ανταλλάσσουν και οι αλλόθρησκοι, κυρίως οι Ιάπωνες, αλλά και πολλοί Μωαμεθανοί!… Πράγματι για πολλούς συγγραφείς, όπως ο Τζέιμς Μπαρνέτ, οι Ολλανδοί καλβινιστές κατά το 17 αιώνα μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου (Σαν Νίκολας ή Σάντα Κλάους επί το αμερικανικότερο), που ακόμη τότε επίστευαν… Στο τελευταίο μάλιστα τέταρτο του 18ου αιώνα έγινε περιέργως στην Αμερική ο Άγιος Νικόλαος ένα σύμβολο αντίθεσης προς την αγγλική αποικιοκρατία και τη βασιλεία. Και από τότε φθάνουμε στις άρχες του 1860, όταν ο διακεκριμένος κι ίσως πιο σημαντικός Αμερικανός σχεδιαστής καρτούν και γελοιογραφιών και ζωγράφος Τόμας Ναστ εφεύρε τον «Σάντα Κλάους», που να είναι η προσωποποίηση του αμερικανικού υλισμού, της αφθονίας της χαράς και της ευδαιμονίας. Να σημειώσουμε ότι ο εφευρέτης του χοντρούλη και αγαθούλη γέροντα είναι ο ίδιος που σχεδίασε τα σήματα των αμερικανικών κομμάτων, δηλαδή του γαϊδάρου για τους Δημοκρατικούς και του ελέφαντα για τους Ρεπουμπλικάνους.Επειδή οι περισσότεροι μετανάστες στην Αμερική προήρχοντο από τις βόρειες χώρες της Ευρώπης, ο Ναστ σκέφθηκε να τον βάλει να γεννιέται στο Βόρειο Πόλο. Από κει και πέρα άρχισε να δουλεύει η φαντασία και το επιχειρηματικό πνεύμα των Αμερικανών.
Ο Λούις Πραγκ εισήγαγε στα 1875 τις κάρτες των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους βάζοντας σ’ αυτές το χοντρούλη γέροντα με τις μπότες για τα χιόνια και την κόκκινη στολή και προσθέτοντας τη μαύρη ζώνη και το σκούφο και προπάντων το τεράστιο σακούλι του, με το οποίο μεταφέρει στα παιδιά τα δώρα, που είναι κυρίως παιχνίδια.
«Παγκοσμιοποίηση»
Από τότε η δημοτικότητα του «Σάντα Κλάους» μεγάλωνε συνέχως στην Αμερική και επεξετάθη όχι μόνο στις χριστιανικές χώρες αλλά σε όλες τις χώρες του πλανήτη, όπως σήμερα η Κόκα Κόλα. Μάλιστα το 1930 η Κόκα Κόλα, που ήθελε να διευρύνει τις αγορές της διεισδύουσα περισσότερο στις νεότερες γενιές, ζήτησε από το διαφημιστή Χλάντον Σάμπομ να χρησιμοποίησα τον «Σάντα Κλάουςς» ως διαφημιστικό όπλο. Τότε είναι που δημιουργήθηκαν τα χρώματα κόκκινο και λευκό της εταιρίας, που είναι τα κύρια χρώματα τις ενδυμασίας του «Σάντα Κλάους».
Τώρα όλα τα παιδιά του πολιτισμένου κόσμου περιμένουν το δώρο από τον «Σάντα Κλάους» (σ.σ.: και στη χώρα μας από την ελληνική έκδοση του που είναι ο Άγιος Βασίλειος). Επίσης η οικογένεια, όπου παραμένει παραδοσιακή, συγκεντρώνεται κυρίως την ημέρα των Χριστουγέννων αλλά και της Πρωτοχρονιάς και ανταλλάσσουν δώρα και γενικά είναι ημέρα χαράς για το κάθε σπίτι.

Και για να γυρίσουμε στον Τόμας Ναστ, όλα τα πορτρέτα που είχε δημιουργήσει του «Σάντα Κλάους» τα συγκέντρωσε σ’ έναν τόμο που τον ονόμασε «Σχέδια των Χριστουγέννων για την ανθρώπινη φυλή». Μάλιστα ο τόμος αυτός γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και στον πρόλογο του ο εφευρέτης με όχι κρυπτόμενη υπερηφάνεια έγραψε «Ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Προστάτης της Ρωσίας (σ.σ.: λόγω ίσως του ονόματος του τότε Τσάρου), των ναυτικών, των μαθητών και των παιδιών έχει επιτελέσει χιλιάδες θαύματα, αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν τόσο θαυμαστό όσο αυτό το σκίτσο που τον κάνει να επιβιώσει για πολλά ακόμη χρόνια ως ο πιο αγαπητός άγιος στα παιδιά και από τους πιο δημοφιλείς αγίους».Από τότε η δημοτικότητα του «Σάντα Κλάους» μεγάλωνε συνέχως στην Αμερική και επεξετάθη όχι μόνο στις χριστιανικές χώρες αλλά σε όλες τις χώρες του πλανήτη, όπως σήμερα η Κόκα Κόλα. Μάλιστα το 1930 η Κόκα Κόλα, που ήθελε να διευρύνει τις αγορές της διεισδύουσα περισσότερο στις νεότερες γενιές, ζήτησε από το διαφημιστή Χλάντον Σάμπομ να χρησιμοποίησα τον «Σάντα Κλάουςς» ως διαφημιστικό όπλο. Τότε είναι που δημιουργήθηκαν τα χρώματα κόκκινο και λευκό της εταιρίας, που είναι τα κύρια χρώματα τις ενδυμασίας του «Σάντα Κλάους». Τώρα όλα τα παιδιά του πολιτισμένου κόσμου περιμένουν το δώρο από τον «Σάντα Κλάους» (σ.σ.: και στη χώρα μας από την ελληνική έκδοση του που είναι ο Άγιος Βασίλειος). Επίσης η οικογένεια, όπου παραμένει παραδοσιακή, συγκεντρώνεται κυρίως την ημέρα των Χριστουγέννων αλλά και της Πρωτοχρονιάς και ανταλλάσσουν δώρα και γενικά είναι ημέρα χαράς για το κάθε σπίτι. Και για να γυρίσουμε στον Τόμας Ναστ, όλα τα πορτρέτα που είχε δημιουργήσει του «Σάντα Κλάους» τα συγκέντρωσε σ’ έναν τόμο που τον ονόμασε «Σχέδια των Χριστουγέννων για την ανθρώπινη φυλή». Μάλιστα ο τόμος αυτός γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και στον πρόλογο του ο εφευρέτης με όχι κρυπτόμενη υπερηφάνεια έγραψε «Ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Προστάτης της Ρωσίας (σ.σ.: λόγω ίσως του ονόματος του τότε Τσάρου), των ναυτικών, των μαθητών και των παιδιών έχει επιτελέσει χιλιάδες θαύματα, αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν τόσο θαυμαστό όσο αυτό το σκίτσο που τον κάνει να επιβιώσει για πολλά ακόμη χρόνια ως ο πιο αγαπητός άγιος στα παιδιά και από τους πιο δημοφιλείς αγίους».
Αντιδράσεις
Στη Γαλλία ο «Σάντα Κλάους» εισέρχεται (ή εισβάλλει;) αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με όχι μικρή αντίδραση εκ μέρους της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία ήθελε να μείνει η γαλλική κοινωνία προσδεδεμένη στον Πατέρα των Χριστουγέννων (Περ Νοέλ). Όμως οι συντηρητικοί καθολικοί δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τίποτε.Ο «Σάντα Κλάουςς» κέρδισε ης καρδιές των Γάλλων, όπως εξάλλου και όλου του κόσμου. Ίσως γιατί κανείς δεν ξέρει ότι είναι εφεύρημα και δεν εκφράζει τις αρχές και δεν ανταποκρίνεται στη μνήμη του Αγίου Νικολάου, ή, για μας, του Αϊ-Βασίλη, αλλά ότι εκφράζει κάτι διαφορετικό, μία ανάμιξη αγάπης και κατανάλωσης… Σημειώνεται ότι στην Ολλανδία κανένας πλέον δεν εορτάζει τον Άγιο Νικόλαο στις 6 Δεκεμβρίου και όλοι εορτάζουν τον «Σάντα Κλάους» του Ναστ σας 25 Δεκεμβρίου…
Το 1993 δημιουργήθηκε μία ομάδα Ολλανδών με σκοπό και φιλοδοξία να διασώσει τη μνήμη του Αγίου Νικολάου και να ενημέρωσει τους Ολλανδούς ότι ο «Σάντα Κλάους» δεν έχει καμία σχέση με τον παραδοσιακό άγιο τους. Εις μάτην. Σε δημοσκόπηση του 2001 στην Ολλανδία το 71% των πολιτών πιστεύει ότι ο «Σάντα Κλάους» ταυτίζεται με τον παραδοσιακό Άγιο Νικόλαο και μόνο το 12% τους διαφοροποιεί θεωρώντας τον άγιο «πιο σοφό» αυτού που ο Ναστ εφεύρε… Αλλά πάντως φαίνεται ότι ο Άγιος Νικόλαος έχει ακόμη τη δημοτικότητα του στη Δύση. Δεν δικαιολογείται αλλιώς που οι μουσουλμάνοι Τούρκοι ζήτησαν επισήμως από το Βατικανό και τους Ιταλούς το Ιερό Σκήνωμά του, για να το τοποθετήσουν στο ναό που είναι αφιερωμένος σε Αυτόν στα Μύρα της Λυκίας, στη Μικρά Ασία. Όπως είναι γνωστό, το Ιερό Λείψανο του φυλάσσεται στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου το μετέφεραν χριστιανοί για να μην το καταστρέψουν οι Τούρκοι! Βεβαίως η απάντηση του Βατικανού ήταν αρνητική και υπήρξε το σχόλιο του δομινικανού μοναχού Γεράρδου Τσιοφάρι ότι οι μουσουλμάνοι Τούρκοι θέλουν το σκήνωμα του Αγίου Νικολάου μόνο για εμπορικούς λόγους και για να αποτελεί αυτό «τουριστική ατραξιόν». Και πρόσθεσε: «Δεν θα αποδεχθούμε ποτέ τη μεταφορά του Σκηνώματος του Αγίου Νικολάου στην Τουρκία, που θέλει να εκμεταλλευθεί την ελληνική και χριστιανική ιστορία της Μικράς Ασίας για τουριστικούς λόγους». Αντίσταση στην επιρροή του αμερικανικού «Σάντα Κλάους» φαίνεται ότι προβάλλουν κυρίως οι Ισπανοί. Εκείνοι παραδοσιακά εορτάζουν οικογενειακά και ανταλλάσσουν δώρα σε ανάμνηση των τριών Μάγων, Γασπάρ, Μελχιόρ και Βαλτάσαρ, που πήγαν τα δώρα τους και προσκύνησαν το βρέφος Ιησού. Είναι λοιπόν οι τρεις Μάγοι που της νύχτα της 5ης προς την 6η Ιανουαρίου φέρνουν τα δώρα, κυρίως παιχνίδια, στα παιδιά.
Η είσοδος του «Σάντα Κλάους» και του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην Ισπανία γίνεται τη δεκαετία του 1950, με την εγκατάσταση των Αμερικανών και των στρατιωτικών βάσεων τους στην Ιβηρική Χερσόνησο. Η ισχυρότατη στην Ισπανία Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έκρουσε τότε τον «κώδωνα του συναγερμού» και αντετάχθη έντονα στην «πολιτισμική αποικιοκρατία», όπως θεώρησε την αντικατάσταση των παραδοσιακά εορταζόμενων Μάγων από τον ξένο και αμερικανικής προελεύσεως «Άγιο των Χριστουγέννων».
Επίσης η συνέλευση των Ισπανών Επισκόπων καταδίκασε την τάση αντικατάστασης στα σπίτια της παραδοσιακής φάτνης με τα έλατα, που ήταν κατά την άποψη τους ένα «προτεσταντικό έθιμο».
Η αντίσταση του ισπανικού καθολικού κλήρου βρήκε απήχηση στο μεγάλο μέρος των Ισπανών. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του CIS, σε ποσοστό 90% οι γονείς που ρωτήθηκαν απάντησαν ότι κάνουν τα δώρα στα παιδιά τους τη νύχτα των Μάγων, δηλαδή της 5ης προς την 6η Ιανουαρίου. Επίσης τόνισαν ότι όχι ο «Σάντα Κλάους» αλλά οι Μάγοι δέχονται την αλληλογραφία των παιδιών ακόμα και σήμερα.
Σχετικά ο Ισπανός κοινωνιολόγος Κάρλος Μάλο ντε Μολίνα σημείωσε: «Σε μία χώρα όπου η δική μας της οποίας οι πολίτες είναι προσκεκολλημένοι στις παραδοσιακές αξίες και οικογενειακές αρχές είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκθρονιστούν οι τρεις βασιλείς – μάγοι της Ανατολής. Κι αυτό γιατί ανήκουν σε ένα πολύ αρχαίο έθιμο, βαθιά ριζωμένο σης συνειδήσεις τους». Οι Ισπανοί το έθιμο των τριών Μάγων το πέρασαν στις χώρες που είχαν ως αποικίες, κυρίως στο Μεξικό και τη Νότια Αμερική.

Αμερικανικό προϊόν

Στην Ελλάδα σχεδόν κανείς δεν θυμάται ότι ο βαφτισμένος «Αϊ-Βασίλης» είναι αμερικανικής προελεύσεως. Υπάρχει πάντως μία τάση και ορισμένες οικογένειες αντικαθιστούν τα έλατα με καράβια.
Τελικά και διεθνώς ο «Σάντα Κλάους» έχει επικρατήσει στις καρδιές των παιδιών, παρότι όλοι παραδέχονται ότι είναι ένας «αμερικανικός μύθος» και παρότι όλοι πρόβλεπαν ότι η πολιτισμικά ανώτερη Ευρώπη θα αντισταθεί στην εισβολή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συντηρητική γαλλική εφημερίδα «Le Figaro» στις 21 Δεκεμβρίου 1946 είχε προβλέψει: «Τα παιδιά της Γαλλίας θα αντιληφθούν ότι ο Άγιος των Χριστουγέννων είναι αμερικανικό προϊόν και θα τον εγκαταλείψουν». Η πρόβλεψη δεν επαληθεύθηκε. Αντιθέτως το καρτούν κέρδισε τα γαλλόπαιδα και τα έκανε να ξεχάσουν τον Άγιο Νικόλαο ή την ίδια την ημέρα των Χριστουγέννων και το βρέφος Ιησού Χριστό, Και απόδειξη το περιοδικό της εφημερίδας «Le Figaro magazine» 50 και πλέον χρόνια μετά προσχώρησε στον καταναλωτικό «Σάντα Κλάουςς» και δι’ αυτού προσφέρει στο ειδικό τεύχος των εορτών «χιλιάδες ιδέες δώρων». (Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Λεμεσού.)

ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Ας την καλησπερίσουμε τούτην την φαμελίαν
ο Θεός να την πολυχρονά και να ’χει την υγείαν.
Βασίλειε θαυματουργέ ήλθα να σε παινέσω
που στων αγγέλων το χορό βρίσκεσαι εν τω μέσω.
Της Καισαρείας γέννημα βλαστός Καππαδοκίας
και ποιητής και λυτρωτής της θείας λειτουργίας.
Κάμνω λοιπόν καλήν αρχήν επαίνους να συνθέσω
τον Άγιον Βασίλειον για να τον επαινέσω.
Να σας ειπώ τα θαύματα που έκαμε ο εαυτός του,
με του Θεού τη δύναμη που ήταν βοηθός του.

 

 

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

Μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια, πριν από 1500 χρόνια περίπου, στην πόλη Καισάρεια της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Κάποια μέρα όμως, ένας στρατηγός-τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης, αλλιώς θα την πολιορκούσε για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του, πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον στρατηγό. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι χριστιανοί της Καισάρειας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ό,τι χρυσαφικά είχαν και του τα προσέφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του και διέταξε το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης. Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, έγινε το θαύμα!
Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι. Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας.
Τότε όμως, ο Δεσπότης της, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ότι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Κάλεσε λοιπόν τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά.
Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα δικά της χρυσαφικά. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί.
Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Η βασιλόπιτα, αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την αγάπη και την καλοσύνη αυτού του Αγίου ανθρώπου.

Ο ΑΓΙΟΣ Σ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑΣ (27 Δεκεμβρίου)

Ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι.
Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρʼ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ».(Πράξεις Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.
Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και απεδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.
Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλασφημεί το Μωϋσή και το Θεό.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί.
Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια- κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος.
Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό.
Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σʼ αυτούς την αμαρτία αυτή. Η εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 27 Δεκεμβρίου.

Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ ΤΟΥ ΑΗ-ΒΑΣΙΛΗ
(Θεατρικό για Α΄ και Β΄ δημοτικού. Παίζουν 14 παιδιά)

Σενάριο: Γιάννα Λαγού (δασκάλα)

Παιδί
Ποπό τι όμορφο γλυκό,
πόσο πολύ μοσχοβολά;
Μανούλα πώς το έφτιαξες
τι έβαλες για υλικά;

Μαμά
Είναι η βασιλόπιτα.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά».
Του Αη-Βασίλη έθιμο
για τη χρυσή, καλή χρονιά.

Πρώτα απ’ όλα έβαλα
αγάπη, κέφι, μαστοριά.
Και ύστερα τους πρόσθεσα
αγνά, ολόφρεσκα υλικά.

(Η μαμά δείχνει τα υλικά τα οποία πλησιάζουν ένα ένα και παρουσιάζονται.)

Αλεύρι
Εγώ είμαι τ’ αλεύρι.
Άσπρο και ψιλό σαν σκόνη
Μόνο μ’ εμένανε η κυρά
πίτες και ψωμιά ζυμώνει.

Προζύμι
Το προζυμάκι είμ’ εγώ
κι η πίτα σας φουσκώνει
γίνεται σκέτη λιχουδιά
και τρώτε την Πρωτοχρονιά.

Νερό
Παίζω κι εγώ το ρόλο μου
στο φτιάξιμο της πίτας.
Κάνω το μίγμα μαλακό
Όλοι με λέν’ ανθόνερο,
ευωδιαστό, καλό νερό.

Αυγά
Είναι γλυκό χωρίς αυγά,
θρεπτικά κι υγιεινά;
Οι πίτες σας χωρίς εμάς
θα ’τανε απλώς… ψωμιά.

Γάλα
Άσπρο, φρέσκο, αγελαδινό
γάλα πρέπει στο γλυκό.
Δίχως γάλα δε θ’ αξίζει
ούτε θα μοσχομυρίζει.

Ζάχαρη
Ζάχαρη χωρίς γλυκό;
Ας γελάσω, χο, χο, χο!
Μ’ αγαπάνε τα παιδάκια
κι ας χαλάω τα δοντάκια.

Βούτυρο
Είτε είμαι μαργαρίνη
είτε βούτυρο είμαι φρέσκο,
μες στην πίτα πάντα μπαίνω
και πολύ σ’ όλους αρέσω.

Φλουρί
Του Αη-Βασίλη το φλουρί
όλοι ψάχνουνε στην πίτα.
Θέλουν να ’ναι οι τυχεροί
και να λεν «εγώ το βρήκα».

Φούρναρης
Είμαι ο φούρναρης παιδιά,
δε με βάζουνε στα υλικά.
Μα στο φούρνο μου θα ψήσω
πίτες, δίπλες, κουλουράκια,
ευωδιές μες στα σπιτάκια.

Ταψί
Βασιλόπιτα για να ψηθεί
θέλει και καλό ταψί.
Μπαίνουν μέσα τα υλικά
πάει στο φούρνο η νοικοκυρά.

Σπουργίτι
Να  ’χα λίγα ψιχουλάκια
από τούτη την πιτούλα,
το φτωχό εγώ σπουργίτι.
Θα  ’μουνα ευτυχισμένο
και καθόλου πεινασμένο
μες σε τούτο το χιονιά.
Θ’ άρχιζε για μένα ωραία
η καινούρια μας χρονιά.

Ο τυχερός της χρονιάς
Τι να πω για τη χαρά
που ’χω μέσα μου παιδιά!
Μου ’δωσαν κομμάτι πίτα
και καθώς το εμασούσα
το χρυσό φλουράκι βρήκα.
Κι είμαι τόσο χαρωπός,
της χρονιά ο τυχερός.

Μαμά
Τ’ άκουσες αυτά Δημήτρη;
Να πώς γίνεται η πίτα
τώρα την Πρωτοχρονιά
κι έχει νοστιμιά και γλύκα
που τρελαίνει τα παιδιά.

Παιδί
Έλυσα κάθε απορία.
Όμως όταν μεγαλώσω
θέλω πιο πολλά να μάθω
για το έθιμο αυτό.

Χρόνια σας πολλά σε όλους
με υγεία και χαρά
το φλουρί της πίτας βρείτε
και πολύ πολύ χαρείτε.

Όλοι μαζί
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ


ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΜΗΠΙΟΒΑΠΤΙΣΜΟΣ

 

Βάπτισμα
Κατά την ορθόδοξη πίστη η αναγέννηση του ανθρώπου πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα. Δεν πρόκειται εδώ για το βάπτισμα του Ιωάννη, γιατί αυτό διακρίνεται από το Χριστιανικό  βάπτισμα (Πράξ. ιθ’ 3-5). Το Χριστιανικό βάπτισμα γίνεται εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη’ 19)
Με το Χριστιανικό βάπτισμα ενδύεται κανείς τον Χριστό, λαμβάνει το Πνεύμα της υιοθεσίας και γίνεται κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Ιησού Χριστού (Γαλ γ’ 26-29. Ρωμ. η’ 17). Η αγία Γραφή βεβαιώνει πώς δεν υπάρχουν δύο βαπτίσματα για τούς πιστούς το βάπτισμα με νερό, πού ακολουθείται από το άγιο Χρίσμα, είναι ή «άνωθεν αναγέννηση» του Ιω. γ’ 3-5.
Το Χριστιανικό Λοιπόν βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία (Μάρκ. ιστ’ 16. Α’ Πέτρ. γ’ 20-21). Μ’ αυτό αποθνήσκουμε ως προς την αμαρτία και αναγεννώμεθα πνευματικά (Πράξ. β’ 38. Ρωμ. στ’ 1-11. Τίτ. Υ’ 5).
Με το άγιο βάπτισμα λαμβάνουμε το Πνεύμα της υιοθεσίας και γινόμαστε «τέκνα Θεού» (Ρωμ. η’ 5-11. Γαλ δ’ 5-6), γιατί με το βάπτισμα εvτασσόμαστε στο σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία (Πράξ. β’ 41.47. Α’ Κορ. lβ’ 13. Γαλ Υ’ 26-28) «εν σώμα και εν Πνεύμα… μία πίστις, ένα βάπτισμα» (Εφεσ. δ’ 4-5). Ή Εκκλησία, πού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. Υ’ 15), ερμήνευσε το Ιω. γ’ 3-5 σε αναφορά με το άγιο βάπτισμα.
Ο άγιος Ιουστίνος (†165) συνδέει το βάπτισμα με την αναγέννηση του Ιω. γ’ 3-5′ μάλιστα το χαρακτηρίζει «τρόπον αναγεννήσεως» (Άπολ Α’ 61). Ο Ωριγένης (185-254) Λέγει πώς το Άγιο Πνεύμα υπάρχει «εις μόνους τούς μεταλαβόvτας αυτού εν τη του βαπτίσματος δόσει» (παρά Άθαν., Πρός Σεραπ. επ. Δ’, 10). Ο Τερτυλλιανός (†220) αναφέρει πώς «χωρίς το βάπτισμα δεν ανήκει σε κανένα η σωτηρία, όλως ιδιαιτέρως εξ αιτίας του Λόγου του Κυρίου, ‘εάν τις δεν αναγεννηθεί εξ ύδατος’, δεν έχει την Ζωήν» (Περί βαπτ. 12). Ο Μ. Άθανάσιοςτον μεν παλαιόν απεκδύεται, ανακαινίζεται δε άνωθεν, γεννηθείς τη του Πνεύματος χάριτι» (Πρός Θεραπ., επιστ. Δ’,13). (295-373)
Αλλά και στην εποχή των μεγάλων πατέρων, η Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο ερμήνευσε τούς Λόγους της Γραφής, ταυτίζοντας τη σωτηρία και την αναγέννηση με το βάπτισμα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο διάλογο με τον Νικόδημο (Ίω. γ’ 1-21) και ονομάζει το βάπτισμα «λοχείαν», δηλαδή τοκετόν και «νέον δημιουργίας τρόπον… εξ ύδατος και Πνεύματος», «και αν ερωτήση κανείς ‘πως από ύδωρ;’, τότε πρέπει να δοθεί η απάvτηση: Όπως ακριβώς εις την αρχήν το πρώτον υποκείμενον στοιχείον ήτό το χώμα και το παν ήτο έργο του Δημιουργού, έτσι και τώρα το μεν ύδωρ είναι το υποκείμενον στοιχείον, το παν δε είναι έργον της χάριτος του Πνεύματος’» (Χρυσ., Εις τό Ιω., ομιλ ΚΕ’ 2).
«Διότι τίποτε το αισθητόν δεν μας παρέδωσεν ο Χριστός αλλά με αισθητά μεν πράγματα, όλα όμως νοητά. Έτσι και το βάπτισμα, η μεν δωρεά του ύδατος γίνεται με αισθητόν πράγμα, αλλά το συντελούμενον, δηλαδή η αναγέννησις και ανακαίνισις είναι νοητά. Διότι, εάν μεν ήσουν ασώματος, γυμνά θα σου παρέδιδε τα ασώματα αυτά δώρα. Επειδή όμως η ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το σώμα, με αισθητά πράγματα σου παραδίδει τα νοητά» (Χρυσ., Εις το Ματθ., όμιλ. ΠΒ’ 4)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (381) αναφέρει τρεις γεννήσεις: «την σωματική, την δια του βαπτίσματος και την δια της αναστάσεως» (Λόγος Μ’ 2, Εις το άγιον βάπτισμα).
Αλλά και οι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, όπως ο Αυγουστίνος, ονομάζουν το βάπτισμα «μυστήριον αναγεννήσεως». Γι’ αυτό και όποιος αρνείται τον νηπιοβαπτισμό, βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγία Γραφή, αλλά και με το «τυπικό της Εκκλησίας, πού παραδόθηκε από παλαιά και τηρείται πάντοτε» (Αύγουστ., Έπιστ. πρός Σίξτο VII 32. Χ 43).
Το γεγονός της ταύτισης του βαπτίσματος με την αναγέννηση δεν σημαίνει βέβαια πώς το βάπτισμα μας απαλλάσσει από τον προσωπικό αγώνα για την διατήρηση και την καρποφορία του πνευματικού δώρου. Αντίθετα η Εκκλησία εύχεται στον Κύριο να αναδείξει τον νεοφώτιστο «αήττητον αγωνιστήν κατά των μάτην έχθραν φερομένων κατ’ αυτού» και να δώσει σ’ αυτόν «πάντα μελετάν εν τω νόμω σου και τα ευάρεστά σοι πράττειν».
Όπως αναφέρθηκε, το βάπτισμα μας «ενδύει» τον Χριστό και μας εισάγει στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή στη «βασιλεία του Θεού» (Ίω. γ’ 3-5), όμως αυτός είναι ο «αρραβών» (Β’ Κορ. ε’ 5. Έφεσ. α’ 14), τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί και να χάσει. Άλλωστε η περίοδος του αρραβώνα, ακόμη και στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι περίοδος δοκιμασίας. Γι’ αυτό και απαιτείται άσκηση και αγώνας (Α’ Θεσ. ε’ 6-11. Α’ Πέτρ. ε’ 8-9).

 

Νηπιοβαπτισμός
Όπως αναφέραμε, στην ορθόδοξη Εκκλησία η αναγέννηση ταυτίζεται με το άγιο βάπτισμα, δεν προηγείται του βαπτίσματος. Το βάπτισμα είναι σωτηρία, γι’ αυτό και δεν το στερούμε από τα μικρά παιδιά. Ο Κύριος παρήγγειλε πώς δεν πρέπει κανείς να εμποδίζει τα παιδιά να λάβουν τη χάρη (Ματθ. ιθ’ 14).
Ο άγιος Ειρηναίος († 202), αναφέρει πώς ο Χριστός «ήλθε να σώσει δια του εαυτού τού όλους λέγω, όσοι δι’ αυτού αναγεννώνται εις Θεόν, βρέφη και παιδιά και νέους και γέρους. Γι’ αυτό ήλθε χάριν όλων των ηλικιών και έγινε βρέφος για τα βρέφη, αγιάζων τα βρέφη νήπιος μεταξύ των νηπίων, αγιάζων τούς έχοντας την ηλικίαν αυτήν…» (Ειρ.,MPL 7,784).
Ο Ωριγένης μας πληρoφoρεί για την πράξη της Εκκλησίας της εποχής του: «Τα παιδιά βαπτίζονται εις άφεσιν αμαρτημάτων… μήποτε επεί ουδείς καθαρός από ρύπου, τον ρύπον δε αποτίθεταί τις δια του μυστηρίου του βαπτίσματος, δια τούτο και τα παιδιά βαπτίζονται» (Ύπόμν. εις Ρωμ. ε’ 9, βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος 3, σ. 114).
Ο Τερτυλλιανός, κάτω από αιρετικές επιδράσεις αντιτίθεται στην τότε πράξη της Εκκλησίας και αναφέρει: «Γιατί η αθώα ηλικία σπεύδει εις την άφεσιν των αμαρτιών; Επιθυμεί ίσως να συμπεριφερθεί σε πρόσκαιρα πράγματα με μεγαλύτερα προσοχή, και τα θεϊκά αγαθά να εμπιστευθεί σε κάποιον, στον όποιον δεν εμπιστεύεται ακόμη τα γήινα;» (Τερτυλ, Περί βαπτ. 18).
Ο άγιος Κυπριανός († 258), μας πληροφορεί οτι «δεν επιτρέπεται να αρνηθούμε σε κανένα άνθρωπο, πού γεννήθηκε, το έλεος και τη χάρη του Θεού. Διότι, αφού ο Κύριος λέγει στο ευαγγέλιό του πώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να καταστρέψει τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά να τις σώσει (Λουκ. θ’ 56), δεν επιτρέπεται, καθόσον εξαρτάται από μας, να απολεσθεί καμία ψυχή. Διότι τι λείπει ακόμη σε αυτόν πού σχηματίσθηκε στην κοιλία της μητέρας του με το χέρι του Θεού;». «Εάν κάτι θα μπορούσε να εμποδίσει τούς ανθρώπους να λάβουν τη χάρη, τότε θα ήταν πιο πολύ για τούς ενήλικες και ηλικιωμένους και γέρoντες εμπόδιο οι βαρύτερες αμαρτίες. Εάν όμως παρέχεται άφεση αμαρτιών ακόμη και σε πιο βαριά αμαρτωλούς και σε εκείνους πού προηγουμένως πολλαπλά αμάρτησαν εναντίον του Θεού και δεν αποκλείεται κανείς από το βάπτισμα και τη χάρη, εάν αργότερα επιστρέψει, πόσο λιγότερο επιτρέπεται το να εμποδίζει κανείς ένα παιδί, πού είναι νεογέννητο και δεν διέπραξε καμία αμαρτία, ,αλλά έχει υποστεί μόνο με την πρώτη γέννηση τη δραστικότητα του παλαιού θανάτου, επειδή κι αυτό, όπως και ο Αδάμ εγεννήθη κατά σάρκα! Έτσι μπορεί να φθάσει στην άφεση αμαρτιών γι’ αυτό το λόγο πιο εύκολα, επειδή δεν υπάρχουν για συγχώρηση προσωπικές αμαρτίες, αλλά μόνο ξένες αμαρτίες »(Κυπρ., Επιστ. πρός Φίντους (BKV 2,273. 275).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, για να κατοχυρώσει τον νηπιοβαπτισμό αναφέρει την περιτομή, πού γινόταν την όγδοη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού (Γεν. ιζ’ 12) και την επάλειψη των θυρών με αίμα του αμνού (Έξοδ. ιβ’ 7) και υπογραμμίζει:
«Έχομεν αιτιολογίαν, την οκταήμερον περιτομήν, πού ήτο μιά τυπική σφραγίς και εδίδετο εις αυτούς, στους οποίους δεν είχεν αναπτυχθεί ακόμη το λογικόν. Ομοίως και η επάλειψις των φλιών των θυρών, η οποία εφύλαττε με τα αναίσθητα, τα πρωτότοκα» (Γρηγ. Θεολογ., Λόγος μ’ 28, ΕΠΕ 4,339).
«Έχεις νήπιον; μη δίδεις καιρόν εις την κακίαν, βάπτισέ το από την βρεφικήν ηλικίαν, αφιέρωσέ το εις το Πνεύμα από την ήλικίαν των μαλακών ονύχων» (Γρηγ. Θεολ. Λόγος , 17, ΕΠΕ 4,311).

Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ. Φιλοσοφίας


ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

Λόγος εις την παραμονήν των Φώτων, PG 99, 708 A-C).

Οι άγιοι του Θεού άνθρωποι, φωτιζόμενοι από το Πνεύμα του Θεού, βλέπουν με τους «κεκαθαρμένους οφθαλμούς τους» τις αλήθειες που κρύβονται στα θεόπνευστα λόγια των Αγίων Γραφών.

Με τη βοήθειά τους κατανοούμε κι εμείς τα όσα γράφονται στην Αγία Γραφή, αλλά και το μυστικό νόημα των μεγάλων εορτών της πίστεώς μας. Και των όσων τελούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας.

Έτσι, εξ αφορμής της εορτής των Φώτων και του βαπτίσματος των Χριστιανών, το οποίο στα παλιά χρόνια γινόταν την παραμονή των Φώτων, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης βυθίζει το βλέμμα του «επί τας προφητικάς θεοπτίας» και βλέπει πώς «υποτυπούται» σ’ αυτές «το ιερώτατον βάπτισμα». Γράφει:

«Ο Ησαΐας λέει «Ευφράνθητι, έρημος διψώσα,  ότι ερράγη εν τη ερήμω ύδωρ και φάραγξ εν γη διψώση» (βλ. Ησ. 35 1.6). Προς την ανθρώπινη φύση γίνεται η προσφώνηση αυτή, στη φύση που ήταν έρημη από την καρποφορία της πίστεως και των αγαθών έργων.

Γι’ αυτό και ξεπήδησε το ύδωρ της υιοθεσίας, το ύδωρ του βαπτίσματος, σαν ένα ρεύμα ποταμού το τρεχούμενο νερό του Ιορδάνου. Και από αυτό τι συνέβη; «Και έσται η άνυδρος εις έλη», δηλαδή θα μεταβληθεί σε άφθονη πίστη «και εις την διψώσαν γην πηγή ύδατος έσται», δηλαδή θα υπάρξει σ’ αυτήν η κρήνη της υιοθεσία «εκεί έσται ευφροσύνη όρνεων» (Ησ. λε΄ 7), δηλαδή εκεί θα είναι ευφροσύνη και αναπαυτική διαμονή αυτών που αναγεννώνται διά του αγίου βαπτίσματος, αφού τροπικώς τα πτηνά είχαν την αρχή τους από τα ύδατα.

Τι όμως σήμαινε η γεμάτη νερό λεκάνη του Γεδεών, όταν στράγγισε τη δροσιά, που συγκεντρώθηκε πάνω στο ποκάρι; (βλ. Κριτ. στ΄ 37-40) Σήμαινε την όμοια με μητέρα κολυμβήθρα, που έχει σχήμα κυκλικό, και που είναι τορνευμένη γύρω-γύρω με την ιδέα της αναμαρτησίας στην οποία κολυμβήθρα έρρευσε η ιαματική δροσιά του νοητού ποκαριού, η γεμάτη από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Από τη χάρη αυτή αναγεννώνται τα παιδιά του Θεού, που μόλις έλαβαν το άγιο βάπτισμα, αφού αντάλλαξαν μ’ αυτό τη σαρκική γέννησή τους. Τα παιδιά δε του Θεού αυξάνουν και προοδεύουν τόσο πολύ «εις άνδρα τέλειον», ώστε με τη βοήθεια της λατρείας της αγίας Τριάδας να παλεύουν και να νικούν «το δαιμόνιον φύλον».

Τι σημαίνει πάλι η τρισσή επίχυση με νερό από τον προφήτη του θυσιαστηρίου και του ολοκαυτώματος; (βλ. Γ΄ Βασ. ιη΄ 34). Φανερώνει, νομίζω, ή τη μεγαλόφωνη τρισσή επίκληση στο βαπτιζόμενο της θείας μακαριότητας ή την τρισσή κατάδυση στην κολυμβήθρα αυτού που βαπτίζεται. Ανεβαίνει πάλι από το νερό του Ιορδάνου ολοκάθαρος από τη λέπρα ο Νεεμάν, ο Σύρος, υπακούοντας στη διαταγή του προφήτη Ελισσαίου.

Διότι επέστρεψε και αποκαταστάθηκε, λέει η Αγία Γραφή, γιατρεύτηκε και καθαρίστηκε η αρρωστημένη σάρκα του και έγινε απαλή και γυαλιστερή, όπως η σάρκα του μικρού παιδιού (βλ. Δ΄ Βασ. ε΄ 14). Αυτό ήταν σύμβολο της κάθαρσης από την αμαρτία όλων όσοι βαπτίζονται διότι καθένας που έχει δεχθεί τη χάρη του Αγίου Πνεύματος διά του αγίου βαπτίσματος βγαίνει από την κολυμβήθρα νέος και ολοκάθαρος από τα αμαρτήματα που είχε διαπράξει πριν το άγιο βάπτισμα»