Ζωγραφίζω…

ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ

Α, ζωγραφίζω!
Εκφράζω συναισθήματα,
μιλώ για την αγάπη, τη χαρά,
τη λύπη και τη μοναξιά.

Μεταδίδω σκέψεις, ιδέες,
λέω ιστορίες αληθινές,
αποτυπώνω όνειρα,
μύθους, παραμύθια
και κόσμους μαγικούς.

Τη γη, τον γαλάζιο ουρανό,
το αχανές, μυστήριο σύμπαν.
Έν’ άστρο παράξενο και μακρινό.
Φτιάχνω αγίους ζωγραφιστούς,
τον ίδιο τον άπειρο, απερινόητο Θεό.

Της θάλασσας τα βάθη,
τον άγνωστο ωκεανό.
Ψάρια παράξενα,
πουλιά, ζουζούνια,
ζώα μεγάλα και μικρά
μάγισσες, πύργους,
τέρατα, φρικιά.

Τον παγερό, βαρύ χειμώνα,
κάτασπρο χιόνι στο βουνό,
την ερημιά στο δρόμο,
στο τζάκι ανθρώπους
μες στο σπιτάκι το ζεστό.

Τη ζωηφόρο άνοιξη,
την ξαναγεννημένη φύση.
Άνθη πολύχρωμα, ευωδιαστά,
με μύρια χρώματα
και μαγικά αρώματα.
Και τη χαρά της Πασχαλιάς.

Το γλυκό καλοκαιράκι,
παιδιά στη θάλασσα να κολυμπούν,
βαρκούλες ν’ αρμενίζουν,
σπάρους, κοχύλια στο βυθό
μαρίδες, καβουράκια,
φάλαινες, φώκιες κι αχινούς,
σουπιές, καλαμαράκια.
Κύμα που παίζει απαλά
με την ολόχρυση, καυτή αμμουδιά
και σκάει στα βραχάκια.

Το φθινόπωρο, το μελαγχολικό,
με τα κιτρινισμένα φύλλα
να φτιάχνουν πέφτοντας χαλί
κίτρινο, πράσινο, καφέ, πορτοκαλί.
Τα γκρίζα σύννεφα στον ουρανό
μαζί και πρωτοβρόχια.
Σαλιγκαράκια στο βουνό,
σταφύλια και αμπέλια.
Παιδάκια πάλι στο σχολειό,
τρεχαλητά, φωνές και γέλια.

Κι ένα σωρό άλλα πράγματα,
με θέληση, μεράκι ζωγραφίζω.
Ταιριάζω όλα τα χρώματα,
κανένα δεν αφήνω.

Δίνω ομορφιά στον πίνακα,
ζωντάνια, δύναμη, χαρά,
μιλάει η ψυχή, μιλάει η καρδιά.

Αυτή είναι, φίλοι μου, η ζωγραφική!

Δημιουργείς και χαίρεσαι,
επικοινωνείς και δένεσαι
με όλους και με όλα.
Με μια άλλη γλώσσα, θαυμαστή,
τη γλώσσα των χρωμάτων.

Ελάτε, λοιπόν, τώρα κι εσείς
πάρτε χαρτί, πιάστε μπογιές,
χαρείτε, ζωγραφίστε,
κάντε ωραίες πινελιές
με χρώματα μιλήστε.

Δρομπόνης Σωτήριος

DSC07259ΒυθόςDSC07254 - ΑντίγραφοΣτην ακροθαλασσιάDSC07260Σπίτι στην εξοχή DSC07261 - Αντίγραφο - ΑντίγραφοΤο πατρικό σπίτι

DSC07256 - ΑντίγραφοΤο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στη ΓορτυνίαDSC07262Εξοχή (Μάζι Μεγάρων)

 

Επαγγέλματα που χάθηκαν ή χάνονται

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ Ή ΧΑΝΟΝΤΑΙ

παγοπώλης
πλανώδιος μανάβης,
βαρελάς
νερουλάς,
παγωτατζής,
αλμπάνης,
ντενεκετζής,
καρεκλάς,
καλαθοποιός,
υαλοποιός,
λούστρος,
σαμαράς,
τσαγκάρης.

Νερουλάς: Γέμιζε βαρέλια με νερό, περνούσε από τις γειτονιές και το πουλούσε.

Λούστρος: Καθόταν στις πλατείες και γυάλιζε τα παπούτσια των περαστικών.

Σαμαράς: Έφτιαχνε σαμάρια για τα γαϊδουράκια.

Καρεκλάς: Περνούσε απ΄τις γειτονιές και έφτιαχνε με ψάθες τις χαλασμένες καρέκλες.

Μυλωνάς: Είχα μύλο κι έκανε το σιτάρι  αλεύρι.

Πεταλωτής: Έβαζε πέταλα στα πόδια των αλόγων.

Ασβεστοποιός: Έφτιαχνε τον ασβέστη στο ασβεστοκάμινο.

Τελάλης: Περνούσε από τις γειτονιές και διαλαλούσε ένα σπουδαίο γεγονός

Τσαρουχοποιός: Έφτιαχνε τσαρούχια.

Βαρελοποιός: Έφτιαχνε βαρέλια από δρυ ή βελανιδιά.

Γαλατάς: Περνούσε από τις γειτονιές και πουλούσε γάλα στα σπίτια.

Κανατάς: Πουλούσε κανάτες.

Τσαγκάρης : Έφτιαχνε και επιδιόρθωνε παπούτσια.

Παγοπώλης: Τα παλιότερα χρόνια περνούσε από τις γειτονιές ο παγοπώλης και πουλούσε πάγο. Τον αγόραζε από κάποιο εργαστήριο παραγωγής πάγου, που υπήρχε στις μεγάλες πόλεις. Έβαζε τον πάγο σε μικρά ψυγεία και τον μετέφερε στα χωριά με ένα φορτηγάκι με μεγάλη καρότσα. Το επάγγελμα αυτό εξαφανίσθηκε γιατί τώρα έχουμε τα ηλεκτρικά ψυγεία κι έχουμε συνέχεια ψύξη για τα τρόφιμα και παγάκια.

Γυρολόγος: Τις προηγούμενες δεκαετίες δεν υπήρχαν στα χωριά καταστήματα κι ο κόσμος έκανε τα ψώνια του από το γυρολόγο. Αυτός κυκλοφορούσε με ένα αυτοκίνητο που στο πίσω μέρος του είχε αποθηκευτικό χώρο. Εκεί έβαζε τα εμπορεύματά του, που τα αγόραζε από καταστήματα στις πόλεις και τα πουλούσε με κέρδος. Αυτά ήταν από υφάσματα, προικιά και ρούχα μέχρι κουζινικά και διάφορα εργαλεία. Ο γυρολόγος φώναζε τα εμπορεύματά του και οι νοικοκυρές έβγαιναν έξω και ψώνιζαν. Στις μέρες μας δεν υπάρχουν γυρολόγοι γιατί ψωνίζουμε αυτά που χρειαζόμαστε από τα καταστήματα που πλέον υπάρχουν παντού.