Τι να δασκαλέψουμε τα παιδιά μας

1. Γιατί άραγε να θέλομε, να δασκαλεύομε τα παιδιά μας;
 
Υποθέτω για τους ίδιους ακριβώς λόγους για τους οποίους όταν είναι μικρά τα χαϊδολογάμε αφενός, και τα ταΐζομε αφετέρου: (i) για να δομήσουν τη συνείδησή-τους, και (ii) για να επιζήσουν. Για τους ίδιους λοιπόν λόγους, στα παιδιά και στους εφήβους προσφέρομε Παιδείαν (δηλαδή Καλλιέργεια και Εκπαίδευση) – για τη Συνείδηση και για το Στομάχι, αντίστοιχα. Παρακαλώ να σημειωθεί απο τώρα οτι οφείλουν να ικανοποιούνται αμφότερες ετούτες οι ανάγκες του Είναι συγχρόνως (Αυτοεπιβεβαίωση και Αυτοσυντηρησία).

Να υπενθυμίσουμε όμως τώρα τους όρους κάπως καλύτερα.

«Καλλιέργεια» θα λέμε την παιδευτική εκείνη διεργασία που στοχεύει στην ανάπτυξη των ακόλουθων σπουδαίων ικανοτήτων:

– Αξιολογική ικανότητα, για να μπορεί ο νέος να συμβιώνει αρμονικά με τους Συνανθρώπους του: Καί για να ηδύνεται εν κοινωνία, καί για να κερδίζει συνεταιριζόμενος.

– Καλλιτεχνική ευαισθησία, προκειμένου να μπορεί να αισθητοποιεί το μέσα χάος-του (μια διεργασία τεράστιας για την ανθρώπινη ολβιότητα σημασίας).

«Εκπαίδευση» θα λέμε την παιδευτική εκείνη διεργασία η οποία στοχεύει:

– Στην απόκτηση γνώσεων, που θα κάνουν το παιδί-μας ικανό να κατανοήσει τον αντικειμενικό Κόσμο (να τοποθετηθεί μέσα στον Κόσμο, και να συσχετισθεί μαζί του), να αμυνθεί έναντι των κινδύνων, αλλά και να παραγάγει τα αναγκαία για την επιβίωση αγαθά.

– Στην απόκτηση δεξιοτήτων, μέσω των οποίων θα διευκολυνθεί η πραγμάτωση των όποιων στόχων θα θέσει το παιδί-μας στη ζωή του (απ’ τις Διαπροσωπικές σχέσεις και την Τέχνη, μέχρι την Επιστημονική γνώση και την Τεχνολογία). Θα υποστηρίξω οτι καμμία απολύτως μείωση εύρους του συνολικού παιδευτικού στόχου δέν δικαιολογείται – για κανέναν λόγο: Αυτός είναι ο Ανθρωπος, αυτές είναι οι ανάγκες-του, αυτές όλες οφείλουν να είναι κι οι κατευθύνσεις της «βοήθειας» που θα προσφέρει η παρούσα γενιά στην ερχόμενη γενιά. Προκρούστειες αποτιμήσεις εισβάρος της μιάς ή της άλλης αυτών των κατευθύνσεων Παιδείας οδηγούν σε ευνουχισμούς, που είναι δύσκολο να υποστηριχθούν απ’ τον σύγχρονο στοχασμό.

2. Σ’ αυτήν, εξ άλλου, την αναγκαία ολομέρεια θα εδράσω και την άποψή-μου οτι οι πόροι Παιδείας (τα «περάσματα» δηλαδή μέσα απ’ τα οποία διέρχεται η εισπνοή παρελθόντος για να γίνει εκπνοή μέλλοντος) δέν δικαιούνται καθόλου να παραλείπουν τη «διδασκαλία» του πρώτου απ’ τους στόχους της Καλλιέργειας, την Αξιολογική Παιδεία (δηλαδή την Ηθοπαιδείαν). Πολύ δε ολιγότερο που, την σήμερον ημέραν, τα καμπανάκια του Ανήθους χτυπάνε άσχημα και μέσα στα Σχολεία. Αλλά κι απ’ έξω, η εικόνα είναι ήδη γκρίζα, λόγω της εμφανώς εγωιστικότερης κατα τα τελευταία χρόνια συμπεριφοράς των ενηλίκων συμπολιτών-μας: απ’ τη συμπεριφορά των οδηγών αυτοκινήτων μέχρι τη δικομανία, κι απ’ το φούντωμα της ετεροδοσοληψίας μέχρι τις πελατειακές κομματικές-μας προτιμήσεις – κι άσε πιά το κάψιμο των δασών, για το οποίο φταίνε πάντα οι… εμπρηστές.

Εδώ άς σταθούμε. Τί «φύσεως» είναι ΟΛΑ τούτα τα αντικοινωνικά φαινόμενα; Είναι, μήπως, γνωσιακής, καλλιτεχνικής ή τεχνολογικής κατηγορίας; Οχι, δυστυχώς. Είναι «ηθικής» κατηγορίας. Εχουν δηλαδή εμφανώς να κάνουν με διαπροσωπικές σχέσεις. Υπάγονται στην κατηγορία φαινομένων που τα σνομπάρουν κάμποσοι πολιτικοί (αλλά και εκπαιδευτικοί) αναλυτές. Αλλ’ ώς πότε;

3. Ευτυχώς, τον τελευταίο καιρό συνειδητοποιήθηκε καλύτερα η ανάγκη να περιλάβομε καί αυτά τα φαινόμενα στις αναλύσεις μας – μειώνοντας την εμπιστοσύνη-μας στις δήθεν νομοτελειακές μηχανιστικές ερμηνείες των κοινωνικών πραγμάτων. Ετσι, η διερεύνηση των ηθικών αιτίων των δυσμενών εξελίξεων που περιγράψαμε προηγουμένως θα διευκολύνει την αντίστοιχη αναζήτηση των μέσων αντίστασης κατά της πλημμυρίδας ετούτης της αντικοινωνικότητας με το αθώο πρόσωπο. Την οποία θα την αποδώσω σε δυσλειτουργία των πέντε «πόρων Παιδείας»:

– Ως γονείς, έχομε μιαν κάπως ιδιοτελέστερη άποψη περι των ατομικών-μας δικαιωμάτων, κι έχομε ίσως αμβλύνει το αίσθημα αφιέρωσης στο παιδευτικό-μας λειτούργημα. Εξ άλλου, οι απαιτητικότερες συνθήκες εργασίας αμφοτέρων των γονέων, έξω από το σπίτι, μειώνουν κι άλλο τον σχετικό διαθέσιμο χρόνο (αλλ’ ίσως και την ποιότητα) γονικών καθηκόντων.

– Η έκρηξη του μαθητικού πληθυσμού και οι απαιτήσεις μεγάλου πλήθους Δασκάλων εμείωσαν το ποσοστό των διαθεσίμων αφιερωμένων σχολικών λειτουργών, ενώ εξ άλλου παρατηρείται και ενας μεταμοντερνικός συρμός ενάντια στην υποχρέωση (και το δικαίωμα;) του Σχολείου να επιλαμβάνεται μιας ηθολογικής διδασκαλίας!

– Οι Κοινότητές-μας γιγαντώθηκαν, η ανωνυμία ενισχύθηκε – η αδιαφορία και το ακαταλόγιστον των συμπεριφορών ξαπλώθηκαν μές στις μεγαλουπόλεις· αμβλύνθηκε δηλαδή η καθημερινή αμοιβαία λογοδοσία λόγων και πράξεων ανάμεσα στους γείτονες, μικρούς και μεγάλους…

– Τα Επιμορφωτικά (κατηχητικά) σχολεία καταργήθηκαν, ενώ ατόνησαν και οι σαββατιάτικες σύναξες των κομματικών νεολαιών (στις οποίες, ανάμεσα σε άλλα, οι νέοι διδάσκονταν και κοινωνική συμπεριφορά – ιδίως στις νεολαίες της αριστεράς).

– Η ιδιωτικοποίηση των ΜΜΕ γενικεύεται· και ενδέχεται ενίοτε να επιζητείται το άμεσο κέρδος μέσω εντυπωσιοθηρίας, σκουπιδολαγνείας και προβολής ιδιαζόντως αποκλινουσών συμπεριφορών – με προφανείς αντιεκπαιδευτικές συνέπειες (σ’ όλες τις ηλικίες δέ)… Εάν αυτές οι αδρομερείς εκτιμήσεις αληθεύουν σε έναν βαθμό, τότε οι πέντε αυτοί ζωτικοί πόροι Ηθοπαιδείας δυσλειτουργούν κατα συρροήν – και δέν είναι παράδοξη η αντίληψη μερίδας της νεολαίας οτι φύτρωσε απ’ τα λάχανα. Μ’ άλλα λόγια, δέν υπάρχει πίσω-τους μια Ανθρωπότητα χιλιάδων ετών, κι ούτε και χρωστάμε σπουδαία πράματα στην αυριανή Ανθρωπότητα…

Τί κάνουμε; Διοτι δέν αρκεί να πείτε… φταίει το Κεφάλαιο ή η αθεΐα.

Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.

Πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=183255

Ο Μαρξ επηρεάστηκε κυρίως από τη Βίβλο

«Ο Μαρξ επηρεάστηκε  κυρίως από τη Βίβλο»

Ηταν ο λόγος του Μαρξ μια μεσσιανική ουτοπία, μια άλλη Βίβλος για τους φτωχούς; Πόσο είχε επηρεαστεί ο ίδιος από τα πατερικά κείμενα; Εχει λόγο σε περίοδο κρίσης η Εκκλησία και πού βρίσκεται ο πυρήνας της κρίσης της; Ο Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απαντά στα παραπάνω και σε άλλα ερωτήματα εν όψει της αυριανής ομιλίας του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

 

– Υποστηρίζετε ότι στον λόγο του Μαρξ υπάρχουν πολλές αναφορές στη Βίβλο. Στον Μαρξ υπάρχουν επίσης αναφορές στους γερμανούς ιδεαλιστές,στους γάλλους ουτοπιστές και στους αρχαίους Ελληνες. Πιστεύετε ότι η επιρροή του από τη Βίβλο είναι πιο καθοριστική από τις υπόλοιπες;

«Οι παραδοσιακοί μαρξιστές πιστεύουν ότι αυτοί που επηρέασαν τον Μαρξ είναι οι άγγλοι οικονομολόγοι, οι γάλλοι ουτοπιστές, αλλά και η Αρχαιότητα. Επίσης τον ενέπνεε η μεγάλη λογοτεχνία, ο Σαίξπηρ, ο Ομηρος, αλλά νομίζω ότι κυρίως τον επηρέασε η Βίβλος. Σε πολλά έργα του παίρνει κείμενα της Βίβλου και τα παρωδεί. Οταν, για παράδειγμα, ασκεί κριτική σε αντιπάλους ή σε αιρετικούς σοσιαλιστές. Κυρίως όμως είναι το ύφος και βεβαίως το προφητικό όραμα. Ιδίως στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, πέρα από τα χωρία όπου μιμείται συνειδητά τη Βίβλο, το πρότυπο ύφος του είναι η βιβλική μεγαληγορία, ο συνδυασμός υψηλού και προφητικού λόγου».

– Καταλογίζετε στον Μαρξ έναν μεσσιανισμό; Να υποθέσω ότι ήξερε συνειδητά ότι αυτό που επαγγέλλεται δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί;  

«Οχι. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το πνεύμα εκείνης της εποχής, που πίστευε στην πρόοδο, που διακήρυσσε ότι η τέχνη θα υποκαθιστούσε τη θρησκεία. Υπήρχαν απεριόριστες δυνατότητες ανάπτυξης. Το πρόγραμμα του Μαρξ προϋποθέτει την υπεραφθονία των αγαθών. Και εδώ βρίσκεται ένα από τα μεγάλα λάθη του, καθώς πίστευε ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί εύκολα να μεταβληθεί αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Αλλοι πραγματιστές, όπως ο Θουκυδίδης, έλεγαν ότι στην Ιστορία πολλά γεγονότα, όπως ένας εμφύλιος πόλεμος, θα συμβούν και πάλι, όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει αμετάβλητη. Ο Μαρξ παρασύρθηκε σε μια υπεραισιοδοξία, καθώς πίστευε ότι η ανθρώπινη φύση δεν θα έχει πια μεγάλες φιλοδοξίες και εγωισμό, και ο άνθρωπος θα μπορούσε να φροντίσει τον συνάνθρωπό του χωρίς υστεροβουλίακάτι που δεν συμβαίνει».

– Τα πατερικά κείμενα υπόσχονται μιαν άλλη ζωή,ενώ ο Μαρξ ήθελε να αλλάξει την πραγματική ζωή. Αυτό δεν είναι μια βασική τους διαφορά;

«Ο Μαρξ πίστευε ότι μπορεί να αλλάξει την ανθρωπότητα, ότι σε μια αταξική κοινωνία θα ήταν όλοι ίσοι, ο καθένας θα μπορούσε να ζει με βάση τις ανάγκες του. Οι ανάγκες όμως, όπως είδαμε και στον 20ό αιώνα, ποτέ δεν εξαντλούνται. Διαρκώς δημιουργούνται νέες. Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι επισημαίνουν αυτές τις αδυναμίες της μαρξιστικής σκέψης και προσπαθούν να βρουν άλλους τρόπους κοινωνικής δικαιοσύνης».

– Ο Μαρξ προσπάθησε να λύσει το ζήτημα της διακυβέρνησης της κοινωνίας,το ποιος θα ηγείται.Τα πατερικά κείμενα θέλουν να επιλύσουν ένα τέτοιο ζήτημα;

«Ορισμένα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ειδικότερα η Αποκάλυψη, ευαγγελίζονταν έναν άλλον κόσμο. Ο επουράνιος κόσμος δομείται κατ΄ αναλογία με τον ιδεατό επίγειο κόσμο και κατόπιν το επουράνιο μοντέλο επηρεάζει το επίγειο. Να λάβουμε υπόψη μας ότι η διδασκαλία του Χριστού υπέστη ακόμη μεγαλύτερες αλλοιώσεις απ΄ ό,τι η σκέψη του Μαρξ. Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι ο χριστιανισμός έχει ως μοντέλο την περσική αυτοκρατορία. Ο Θεός αντιστοιχεί στον αυτοκράτορα, η Παναγία στη βασιλομήτορα, και υπάρχει μια ολόκληρη διοικητική δομή από οσίους, αποστόλους, αγίους κ.λπ. που εκφράζουν την ιεραρχία. Οι άγγελοι μάλιστα ονομάζονταν τότε σατράπες: ο σατράπης Μιχαήλ, ο σατράπης Γαβριήλ κ.ο.κ. Μπορεί να πει κανείς ότι και ο Μαρξ είχε στο μυαλό του μια “νέα Ιερουσαλήμ”, μια νέα ουτοπία». – Η θεολογική αυτή ρίζα της μαρξιστικής σκέψης πιστεύετε ότι επηρέασε την εφαρμογή του μαρξισμού στα κράτη του «υπαρκτού σοσιαλισμού»;

«Πάρα πολύ, ίσως και γιατί οι χώρες αυτές ήταν ορθόδοξες. Το “Κεφάλαιο” του Μαρξ μεταφράστηκε στη Ρωσία το 1872. Η τσαρική λογοκρισία δεν το θεώρησε επικίνδυνο κείμενο, το έβρισκε δύσληπτο. Απαγόρευσε όμως να μπει η φωτογραφία του Μαρξ στο εξώφυλλο γιατί το πρόσωπό του θύμιζε ιερέα, έναν προφήτη. Η μαρξιστική σκέψη παραποιήθηκε, μιας και οργανώθηκε ως μια ιδεολογία που πήρε πολλά από τη θεολογία, την προσωπολατρία, το δόγμα, την πίστη, ότι ήταν μια κλειστή διδασκαλία που δεν επιδεχόταν νέες προτάσεις κτλ.».

– Θεωρείτε ότι αν είχε μεταφερθεί κάπως αλλιώς θα είχε άλλα αποτελέσματα;

«Πολλοί μαρξιστές πιστεύουν κάτι ανάλογο. Αλλοι πιστεύουν ότι τα έργα του είναι μόνο τροφή για σκέψη και όχι εφαρμόσιμες θεωρίες. Πάρτε υπόψη σας και κάτι άλλο για τα μαρξιστικά έργα. Ο Μαρξ είχε και λογοτεχνικές φιλοδοξίες, χρησιμοποιεί τη μυθοπλασία και άλλους αφηγηματικούς τρόπους για να γίνει πειστικός. Πολλά από αυτά που λέει μπορεί να ερμηνευθούν ως λογοτεχνικοί μανιερισμοί, ως ρητορικές προσπάθειες πειθούς».

– Η χριστιανική θεολογία επηρεάστηκε από τον Μαρξ;

«Βεβαίως, ήδη από την εποχή του Μαρξ υπάρχει ένα ρεύμα σκέψης που καταπολεμά τον χριστιανισμό ως ιστορικό φαινόμενο, που θέλει να αποδείξει ότι τα Ευαγγέλια δεν είναι θεόπνευστα αλλά απλώς μαρτυρίες και σημασία έχει μόνο το ουμανιστικό μήνυμά τους- άποψη που επεκράτησε στον 20ό αιώνα, ιδίως στον προτεσταντικό κόσμο. Στα χρόνια του Μαρξ υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να τα καταφέρουν καλύτερα αν το Ευαγγέλιο εφαρμοζόταν στην πράξη, ότι ήταν ένας προάγγελος του σοσιαλισμού. Μην ξεχνάτε ότι ένα από τα πρώτα ονόματα των χριστιανών ήταν “οι πτωχοί”, ενώ πολλές αιρέσεις πίστευαν στην κοινοκτημοσύνη. Προς το τέλος του 19ου αιώνα είχαμε και την εμφάνιση των χριστιανοσοσιαλιστικών κομμάτων».

– Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι,παρά τον κοινωνικό χαρακτήρα της,η Εκκλησία δεν μπορεί να διαχειριστεί μεγάλα κοινωνικά ζητήματα.Παράδειγμα η παιδοφιλία στην Καθολική Εκκλησία και ο Πάπας. Από την άλλη, υπάρχει μια άνοδος του ισλαμισμού.Γιατί;

«Η Καθολική Εκκλησία βρίσκεται σε παρακμή. Τα σκάνδαλα την έχουν αποδιοργανώσει και την έχουν οδηγήσει σε τεράστια κρίση. Εχει χάσει το κύρος της. Από τις μονοθεϊστικές θρησκείες, έχουμε την εξάπλωση του Ισλάμ από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Αβδούλ Χαμίτ έλεγε ότι “θα πρέπει οι Δυτικοί να ξέρουν ότι έχω μια λέξη στο στόμα που ο μεγαλοδύναμος Αλλάχ δεν με αφήνει να την πω. Αν την πω, θα καταρρεύσουν οι αυτοκρατορίες και οι αποικίες”. Ηταν η λέξη “τζιχάντ”. Το Ισλάμ δίνει μια μεγάλη ικανοποίηση στον απλό άνθρωπο καθώς υπόσχεται απευθείας επικοινωνία με τον Θεό, χωρίς τη μεσολάβηση των ιερέων, αφού στο Ισλάμ δεν υπάρχει κλήρος. Το Ισλάμ επίσης στις υποβαθμισμένες περιοχές έφερνε μαζί του και τον αλφαβητισμό».

– Η κρίση έχει να «πει» κάτι στην Εκκλησία;

«Το καταναλωτικό επίπεδο ζωής στην Ελλάδα, η ευμάρεια των δανεικών επηρέασε και την Εκκλησία. Οι φωταψίες, τα άμφια, ο προκλητικός τρόπος ζωής από ορισμένους ιερωμένους, η κατασκευή μεγαλοπρεπών ναών, οι λιτανείες χάριν επίδειξης ήταν εκτός πνεύματος Εκκλησίας. Σήμερα ο νυν Αρχιεπίσκοπος με τις ενέργειές του δείχνει μετριοπάθεια και ενδιαφέρον για τα κοινωνικά προβλήματα».

– Ποια είναι η σχέση των κομμάτων με την Εκκλησία;

«Η σχέση της Εκκλησίας με το Κράτος ήταν πάντα προβληματική. Κατά διαστήματα η Εκκλησία πήγε με το μέρος της αντίδρασης (στον διχασμό, μεταπολεμικά, συνεργασία με τα Ανάκτορα κτλ.). Επίσης η επί πολλά χρόνια διατήρηση του ασθενούς Σεραφείμ στην κορυφή της Ιεραρχίας, όπου έχασε τον έλεγχο, και ύστερα το “άστρο” του μακαριστού Χριστόδουλου, στάθηκαν μοιραία για την Εκκλησία».

– Ο Σάμουελ Χάντινγκτον είχε δίκιο τελικά για τη διαμάχη του μουσουλμανικού με τον χριστιανικό κόσμο;

«Τις απόψεις που θέλουν να δώσουν οριστικές λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα καλό είναι να τις αντιμετωπίζει κανείς επιφυλακτικά. Είναι ένα έξυπνο βιβλίο, τα έχουν πει και άλλοι πριν από αυτόν. Ισως έγινε γνωστό λόγω και της υποστήριξης από πολιτικούς κύκλους. Ας σκεφτούμε αυτό που είχε πει ο Τσου Εν Λάι για τη Γαλλική Επανάσταση: “Είναι πολύ νωρίς για να το κρίνουμε”- εννοώντας ότι δεν ξέρουμε αν η αστική τάξη θα διατηρηθεί ως άρχουσα τάξη. Γιατί μπορεί να έχουμε και μια οπισθοδρόμηση. Μήπως μελλοντική κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να είναι μια ολιγομελής “φεουδαρχία του χρήματος;”» – Η κρίση σάς φοβίζει; «Σε εποχή κρίσεων πολλοί πιστεύουν ότι ο κόσμος θα στραφεί προς τα αριστερά. Η Ιστορία μάς λέει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το πιθανότερο είναι να στραφούν προς τα δεξιά. Γιατί ο λαϊκίστικος δεξιός λόγος είναι πιο απλοποιητικός, αισιόδοξος, παραπλανητικός».

«Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΚΡΑΤΟΥΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ»

Ποιον ρόλο μπορεί να παίξει η Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα,σε καθεστώς κρίσης; Θα μπορούσε να γίνει ο μαρξισμός της εποχής μας; «Είναι μεγάλο ζήτημα που απασχολεί όλους όσοι σχετίζονται με την Εκκλησία» απαντά ο κ.Κοπιδάκης. «Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει διανοούμενους και ιεράρχες πολύ καλούς.Αυτό που λείπει είναι ο παραδοσιακός παπάς,ο άνθρωπος της ενορίας που είναι κοντά στον άπορο, στον φτωχό,στον έχοντα ανάγκη.

Αυτό συνέβη επί μακαριστού Χριστόδουλου,με τη γρήγορη ανάδειξη μορφωμένων μεν ιεραρχών,αλλά πολύ νέων,που δεν είχαν την πείρα της σχέσης με τον απλό κόσμο.Είναι πολύ βασικό για την Εκκλησία να διατηρήσει τη σύνδεση με την αγροτική ζωή και τον κύκλο του χρόνου, τις γιορτές και τα έθιμα».

Τι πιστεύει ο ίδιος για το ζήτημα του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος; «Θεωρώ ότι ουσιαστικά η πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια,όπου η Εκκλησία θέλησε να επηρεάσει όλους τους θεσμούς με ορισμένους ιεράρχες να πολιτεύονται,βάθυνε το πρόβλημα που υπάρχει σήμερα.Ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους θα γίνει πιθανόν πολύ σύντομα,μιας και η Ευρώπη δεν αναγνωρίζει τις ομολογιακές Εκκλησίες και μπορεί να επιβάλει διαχωρισμό».

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ

Αύριο στις 23.05 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στο πλαίσιο του προγράμματος Μegaron Ρlus θα μιλήσουν ο Μιχάλης Ζ.Κοπιδάκης με θέμα «Ο ελληνιστής Ενγκελς και ο βιβλικός Μαρξ» και ο καθηγητής Πληροφορικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Γιάννης Βενέρης με θέμα «Μαρξ: επιστημονικός σοσιαλισμός ή θρησκευτική επαγγελία;»

Πηγή: http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=402033&h1=true

Ανακοίνωση για το μάθημα των Θρησκευτικών στο Νέο Λύκειο

Αθήνα, 31 Μαρτίου 2011

Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις για την τύχη του μαθήματος των Θρησκευτικών, έπειτα από τις διαρροές στον τύπο-το περασμένο φθινόπωρο-ενός σχεδίου για το νέο Λύκειο, τελικά με τις πρόσφατες ανακοινώσεις του ΥΠΔΒΜΘ, φαίνεται να αναγνωρίζεται στην πράξη η  θεμελιώδης παιδευτική αξία του ΜτΘ.

Σύμφωνα όμως με τις ανακοινώσεις του ΥΠΔΒΜΘ, στο τελικό σχέδιο για την μορφή, το περιεχόμενο σπουδών και τους εκπαιδευτικούς σκοπούς του νέου Λυκείου, το μάθημα των Θρησκευτικών   είναι το μοναδικό μάθημα το οποίο απέκτησε «νέο τίτλο» δηλ. «Θρησκεία  καί  κόσμος» (σημ.: στις Β΄ και Γ΄ τάξεις) σε σχέση με τα υπόλοιπα τα οποία εξακολουθούν να υφίστανται με τις γενικές τους ονομασίες (π.χ. Μαθηματικά, Ιστορία, Φυσική κλπ). Ταυτόχρονα  διαφοροποιείται ριζικά ο χρόνος που διατίθεται για τη διδασκαλία του, αφού στη μεν Β΄ τάξη γίνεται μονόωρο ( το μοναδικό μάθημα   στη τάξη αυτή ) σε σχέση με τα υπόλοιπα, στη δε  Γ΄ τάξη «αναβαθμίζεται» σε δίωρο, πλην όμως επιλεγόμενο.

Με τον τρόπο αυτό εισάγεται ένα νέο (;) ως προς το περιεχόμενό του  μάθημα, που ενώ στη Α΄ τάξη διατηρεί την υφιστάμενη και σήμερα γενική ονομασία «Θρησκευτικά», στις άλλες δυο τάξεις εμφανίζεται σαφώς διαφοροποιημένο ή εξειδικευμένο κάτω από τον  προαναφερθέντα τίτλο. Πρόκειται ασφαλώς για εσκεμμένη ενέργεια – επιλογή του Υπουργείου, το οποίο  προκαταλαμβάνει τους πάντες και ερήμην των θεολογικών επιστημονικών ενώσεων θέτει αδιαπραγμάτευτα και χωρίς να το συγκεκριμενοποιεί το πλαίσιο και το περιεχόμενο του νέου αυτού μαθήματος.  Όσο και αν είναι ελλιπή τα στοιχεία-αυτή τη στιγμή- για το ακριβές περιεχόμενό του, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι όποιοι παιδαγωγικοί και εκπαιδευτικοί του στόχοι και σκοποί ακυρώνονται a priori στη πράξη, εφόσον η διδασκαλία του περιοριστεί σε μία(1) ώρα υποχρεωτική (Β΄ τάξη) και δύο (2) ώρες μετά από επιλογή (Γ΄ τάξη). Η εμπειρία και η πρακτική έχουν αποδείξει ότι μονόωρη διδασκαλία μαθήματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σχεδόν εκμηδενίζει την παρουσία του στο πρόγραμμα και ελαχιστοποιεί τη συμβολή του στη συνολική εκπαιδευτική προσπάθεια (κάτι που εξάλλου και η ίδια η Υπουργός υπογράμμισε σαν λάθος, σε προφορική συνέντευξή της, αναφερόμενη στα μονόωρα μαθήματα που υπήρχαν στο προηγούμενο πρόγραμμα).

Επομένως εάν το υπουργείο επιθυμεί το μάθημα με τον νέο τίτλο να εξυπηρετήσει στοιχειωδώς τις ανάγκες της εκπαίδευσης με στόχο μια σφαιρική προσέγγιση της γνώσης  για το θρησκευτικό φαινόμενο στη ζωή του ανθρώπου και του κόσμου, οφείλει, προκειμένου να είναι εναρμονισμένο με το συνολικό σχεδιασμό του νέου Λυκείου, να αναθεωρήσει την πρότασή του επαναφέροντας τουλάχιστον το δίωρο στη Β΄ τάξη. Είναι αναγκαίο εξάλλου να υπενθυμίσουμε ότι για το θέμα αυτό έχει ήδη αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας σε παλαιότερη απόφασή του ότι η θρησκευτική εκπαίδευση – ως συνταγματική πρόβλεψη – δεν εξυπηρετείται επαρκώς με την μονόωρη διδασκαλία. Ο θεολογικός εκπαιδευτικός κόσμος αναμένει με ενδιαφέρον την απάντηση του υπουργείου ενώ θα θεωρούσε ως κίνηση ύψιστης αίσθησης ευθύνης την επαναφορά του μαθήματος για την Γ΄ τάξη στη ζώνη των υποχρεωτικών, έστω και με το ισχύον καθεστώς της μιας (1) ώρας.

Οι παραπάνω προτάσεις μας προφανώς ούτε παραβλέπουν την όποια θετική προσπάθεια καταβάλλεται για τη βελτίωση του νέου Λυκείου ,ούτε έχουν να κάνουν με την εξυπηρέτηση πρόσκαιρων συντεχνιακών αιτημάτων. Τα όποια προβλήματα επιφέρει ο νέος αυτός σχεδιασμός σε όλους τους εκπαιδευτικούς θα αφορούν προφανώς και τους θεολόγους, γι’ αυτό και πιστεύουμε οτι χρειάζεται συντονισμένη προσπάθεια από όλους τους εκπαιδευτικούς φορείς ώστε να αναδείξουμε  μεν τα όποια θετικά της νέας πρότασης(π.χ. μαθητικές εργασίες, μείωση μαθημάτων) επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις αδυναμίες της και τις εμμονές της σε παρωχημένα σχήματα και λανθασμένες επιλογές (π.χ. εξετασιοκεντρική λογική, βαθμοθηρία). Γι’ αυτό και επιφυλασσόμαστε να τοποθετηθούμε συνολικά για το σχεδιασμό του νέου λυκείου προσεχώς.

Κλείνοντας, οφείλουμε να τονίσουμε για μια ακόμη φορά  την πάγια θέση μας για μια θρησκευτική εκπαίδευση που θα αμβλύνει τις αντιθέσεις, θα ξεπερνά τις προκαταλήψεις και τις στερεότυπες αντιλήψεις, θα ενώνει και δε θα χωρίζει τους μαθητές. Στην κατεύθυνση αυτή είμαστε πρόθυμοι να συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις, τονίζοντας οτι το αμέσως επόμενο βήμα για το ΥΠΔΒΜΘ προκειμένου να πείσει για τις πραγματικές προθέσεις του σχετικά με την  αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στον τόπο μας, είναι να  προχωρήσει επιτέλους στη κατάργηση των εγκυκλίων που αφορούν στις απαλλαγές από το μάθημα των Θρησκευτικών και οι οποίες εξακολουθούν να δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητα της σχολικής κοινότητας αφήνοντας ανοιχτά ζητήματα που δεν εξυπηρετούν παρά μόνο πρόχειρες ιδεολογικές φορτίσεις και θέτουν διαρκώς σε αμφισβήτηση ένα μάθημα που τα τελευταία χρόνια αλλάζει προς το καλύτερο.

Η Διοικούσα Επιτροπή

του «Πανελληνίου Θεολογικού Συνδέσμου-ΚΑΙΡΟΣ-για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης»

Αμπατζίδης  Θεόφιλος, Θεολόγος (Κοζάνη)

Αργυρόπουλος Ανδρέας, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων (Μυτιλήνη)

Καζλάρη Πηγή, Θεολόγος (Λάρισα)

Κωνσταντίνου Μιλτιάδης, Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ (Θεσσαλονίκη)

Μαυροκωστίδης Γρηγόρης, Θεολόγος (Θεσσαλονίκη)

Μόσχος Δημήτρης, Λέκτορας του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ (Αθήνα)

Παπαδόπουλος Γιώργος, Θεολόγος (Αθήνα)

Παπασωτηρόπουλος Χριστόφορος, Θεολόγος (Πάτρα)

Σταματέλλου Νόνη ,Θεολόγος (Ιωάννινα)

Η διχασμένη ελληνική ιστοριογραφία και κάποιες σκέψεις για τη «θεραπεία» της

π. Βασίλειος Θερμός*

Κατά καιρούς, όπως πρόσφατα με το 1821 ή λίγο παλαιότερα με τη Σμύρνη, έρχονται στην επιφάνεια δημόσιες διαμάχες γύρω από την ορθότητα συγκεκριμένων ιστορικών απόψεων ή ιστοριογραφικών μοντέλων. Καθώς η από χρόνια αυτονόητη για τα πανεπιστημιακά δεδομένα γνώση εκλαϊκεύεται, το ευρύ κοινό δεν παύει να εκπλήσσεται βλέποντας να αναθεωρούνται στερεότυπες απόψεις με τις οποίες είχε γαλουχηθή από δεκαετίες. Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι στην Ελλάδα διαφέρει εντυπωσιακά, ίσως σε αρχετυπικό βαθμό, η κοινόχρηστη ιστορία από την ακαδημαϊκή ιστορία.

Πώς πρέπει να αντιμετωπισθή ένα τέτοιο φαινόμενο; Είναι σύμπτωμα παρακμής; Είναι ανησυχητικό σημάδι; Πώς θα πορευθή ένα έθνος του οποίου η ηγετική και διανοητική ελίτ έχει ριζικά διαφορετική εικόνα από τον λαό για το παρελθόν, με όποιες συνέπειες μπορεί αυτή η διαφορά να έχει για το αίσθημα εθνικής ταυτότητας και συνοχής;

Έχω τη γνώμη (και υπό τους περιορισμούς πάντοτε του μη ειδικού) ότι στις δημόσιες ιστοριογραφικές διαμάχες του τόπου μας συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Στην πραγματικότητα συγκρούονται η μακρά κεκτημένη συνήθεια της Ανατολής με τα κατακτημένα αυτονόητα της Δύσης.

Οἱ ὀρθόδοξες χῶρες βρίσκονται σέ διαφορετική ψυχολογική θέση ἀπό τίς δυτικές ὡς πρός τό θέμα μας, ἀλλά καί στό ἐσωτερικό τους οἱ πιστοί χαρακτηρίζονται ἀπό διαφορετική ψυχολογική πραγματικότητα σέ σύγκριση μέ τούς ἀδιάφορους καί δυτικοποιημένους. Ἄλλες εἶναι οἱ ψυχολογικές προτεραιότητες τοῦ καθενός διότι δομεῖται διαφορετικά τό αἴσθημα ψυχικῆς ταυτότητος. Η συντριπτική πλειονότητα τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀντλοῦν τήν χριστιανική τους ταυτότητα πρωτίστως μέσα ἀπό τή διαμεσολάβηση τοῦ ἔθνους. Ἑπομένως μέ ὁποιαδήποτε ἀλλαγή τῆς καταστατικῆς τους σχέσης μέ τό ἔθνος κινδυνεύουν νά μήν εἶναι πιά χριστιανοί!

Ὑπάρχει χῶρος γιά τό ἔθνος στή σημερινή κοινωνία τῶν πολιτῶν; Δέν θά μποροῦσε νά μήν ὑπάρχει, δεδομένου ὅτι καί τό ἔθνος μέ τή σημερινή του ἔννοια ἀποτελεῖ προϊόν τῆς νεωτερικότητας. Ἀλλά χρειάζεται νά δοῦμε μέ ποιά μορφή ὑπάρχει. Ὅπως εἶναι μᾶλλον γνωστό, οἱ ἐξελίξεις διαμόρφωσαν δύο βασικούς τύπους ἐθνικῆς συνείδησης.

Ὁ πρῶτος ἀναπτύχθηκε στή Βρεττανία καί στή Γαλλία. Ἐδῶ τό ἔθνος γίνεται ἀντιληπτό ὡς ἔννοια πού ἀπορρέει ἀπό τόν πατριωτισμό τοῦ συντάγματος. Ἕνας πολίτης αὐτοῦ τοῦ μοντέλου συγκροτεῖ ψυχική ταυτότητα μέσα ἀπό τήν ἐθνική ἰδεολογία ὅπως αὐτή νοηματοδοτεῖται ἀπό τούς θεσμούς τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, μέ ἄλλα λόγια αἰσθάνεται τό ἔθνος μέσα ἀπό τούς θεσμούς τοῦ «συνανήκειν». Ἡ ἐκδοχή αὐτή ἐμπλουτίστηκε ἀπό τίς μεταπολεμικές θεωρίες γιά τήν ἰδεολογία καί τή συγκρότηση ταυτοτήτων. Ἄς προσθέσουμε ἐδῶ ὅτι αυτός ο τύπος έθνους ἀποτελεῖ τήν κοινή βάση τῶν ἐπικρατέστερων θεωριῶν γιά τό ἔθνος στή διεθνῆ ἀκαδημαϊκή κοινότητα.

Καθοριστικό χαρακτηριστικό τοῦ ἐν λόγῳ μοντέλου εἶναι τό γεγονός ὅτι ἐθνικές ἀρετές εἶναι οἱ κοινωνικές ἀρετές. Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ δυναμική τοῦ ἔθνους ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἰδιοπροσωπίας τῶν παραδόσεων καί τῶν συμβόλων ὑπάρχει. Ἡ κοινή ἔννοια τῆς δικαιοσύνης δέν εἶναι ἀρκετή. Μέ λίγα λόγια, ὑπάρχει καί ὑγιής πατριωτισμός σύμφωνα μέ τό μοντέλο αὐτό, δηλαδή συνδεμένος μέ τόν ἱστορικό πολιτισμό τοῦ ἔθνους, ἀρκεῖ νά ἐναρμονίζεται μέ τίς ἀρχές τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν. Πρωτίστως ὅμως ὁ πολίτης αἰσθάνεται ὑπόλογος ψυχικά ἀπέναντι στήν κοινωνία.

Ἀπό τή «διαφωτιστική» ἐκσυγχρονιστική διανόηση στόν τόπο μας θεωρεῖται (και ὄχι ἀβάσιμα) ὅτι ἐνδεχόμενη υἱοθέτηση αὐτοῦ τοῦ μοντέλου θά προαγάγει τήν κοινωνική εἰρήνη, την ἀνοχή ἀπέναντι στήν ὁποιουδήποτε τύπου διαφορά, τήν ἀξιοπιστία καί ὑπευθυνότητα τοῦ πολίτη, τή συνεργασία, τό ξεπέρασμα τῶν συνδρόμων ἄμυνας καί ἀπομονωτισμοῦ… ἐνῶ θά ἐξαπλώσει περισσότερο τό νόμο καί τό δίκαιο στίς κοινωνικές καί διεθνεῖς σχέσεις.

Ποιός εἶναι ὁ δεύτερος τύπος ἐθνικῆς συνείδησης; Τό βαλκανικό καί γερμανικό μοντέλο. Παρά τήν αἰτιολογική σύνδεσή του μέ τή νεωτερικότητα τό μοντέλο αὐτό ἐκφράζει κυρίως, ὄχι τόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τό θυμικό. Ἡ σύνδεσή του μέ τή νεωτερικότητα ἐπιτυγχάνεται κατά βάσιν μέσῳ τῆς ἰδεολογίας.

Τό ἔθνος λατρεύθηκε ἰδεολογικά κατά τόν 19ου αἰῶνα ἐπί τῇ βάσει τῆς «ἐθνικῆς ψυχῆς». Τό πάθος αὐτῆς τῆς λατρείας ὑπῆρξε ἀνάλογο τοῦ θρησκευτικοῦ: τό ἔθνος γίνεται ἱερό, διαθέτει «ἀποστόλους καί μάρτυρες», ἀπαιτεῖ «κατήχηση» στόν ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα, ἡ δέ ἀμφισημία του ἐμπνέει ὅ,τι καί μέ τίς θρησκεῖες: εἴτε λαμπρά κατορθώματα θυσίας καί ἡρωισμοῦ, εἴτε φανατισμό καί ἐγκληματικότητα. Ὡς πολιτισμικό ἔρεισμα αὐτῆς τῆς ἐκδοχῆς περί ἔθνους χρησίμευσε κυρίως ὁ γερμανικός ρωμαντισμός.

Σ’ αὐτή τήν κατηγορία σκέψης τό ἔθνος γίνεται ἀντιληπτό ὡς μιά διαχρονική κοινότητα κουλτούρας καί ἱστορίας. Ἄλλοτε θεωρεῖται ἀδιαλείπτως ἐνεργό καί ἄλλοτε ἀφυπνίζεται κάτω ἀπό ὁρισμένους ὅρους. Ἡ ἀφύπνιση κατά τόν 19ο αἰῶνα ἀποδίδονταν στή θεία πρόνοια ἤ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐνῶ στήν ἐποχή μας σέ συγκεκριμένες οἰκονομικοκοινωνικές μεταβολές.

Ἐπειδή ἡ συναισθηματική ἐπένδυση στό ἔθνος εἶναι σ’ αὐτή τήν ἐκδοχή πελώρια, εἶναι ἑπόμενο νά προκάλεσε καί νά προκαλεῖ πάθη. Αὐτό ἐξηγεῖ καί τίς φρικτές αἱματοχυσίες πού ἔλαβαν χώρα κατά τόν 20ό αἰῶνα μέ ἀφετηρία -ὄχι τυχαῖα- στή Γερμανία καί στα Βαλκάνια. Ἕνα τέτοιο ἔθνος ὑπόκειται σέ μία νοητική ἀναπαράσταση ἀπό τά ὑποκείμενα τέτοια ὥστε νά ἱκανοποιεῖ ψυχικές ἀνάγκες συνοχῆς καί ἰσχύος. Ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτό τό μοντέλο δέν εἶναι τόσο πολίτης ὅσο μέλος ἑνός ἔθνους, αὐτή ἡ ἰδιότητα εἶναι πού χαρίζει τή θεμελιώδη ταυτότητα. Αὐτό τό ἐπιτυγχάνει μέ τό νά συγκρατεῖ τίς διαλυτικές δυνάμεις τοῦ ψυχισμοῦ καί νά παρέχει ἀσφάλεια: ἐφ’ ὅσον ὁ ἐχθρός βρίσκεται κάπου ἔξω ὁ ψυχισμός ἀποφεύγει τόν δικό του ἐμφύλιο πόλεμο μέσῳ τοῦ ἀσυνείδητου ψυχολογικοῦ μηχανισμοῦ τῆς προβολῆς. Ἐπί πλέον «φυσιολογικοποιεῖ» τίς ἀσυνείδητες ἐπιθετικές ἐνορμήσεις ἐνσωματώνοντάς τις σέ κοινό συμβολικό σύστημα, τό ὁποῖο ἀποενοχοποιεῖ τίς ἐνορμήσεις αὐτές παρέχοντάς τους ἰδεολογική προκάλυψη. (Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἐμπειρική παρατήρηση ὅτι ὅσο περισσότερο ἐθνικιστής εἶναι κάποιος τόσο μεγαλύτερη χαρακτηρολογική ἐπιθετικότητα ἐμφανίζει). Ἡ ἐθνική συνείδηση, μέ ἄλλα λόγια, ἐδῶ ἐξυπηρετεῖ πρωτίστως συναισθηματικούς σκοπούς τῆς ψυχικῆς οἰκονομίας.

Τό προπατορικό ἐλάττωμα αὐτοῦ τοῦ ἐθνικισμοῦ, στόν ὁποῖο ὅπως εἶναι φανερό ἀνήκει καί ὁ ἑλληνικός, βρίσκεται στόν ἔντονα φαντασιακό χαρακτῆρα τῆς ἀντίληψης ἑαυτοῦ καί τῶν ἄλλων. Τό ἔθνος στό ὁποῖο ἀνήκει κάποιος δέν γίνεται ἀντιληπτό στήν πραγματική του κατάσταση, ἀλλά στήν ἰδεατή: ἡ ἐπιθυμία συγχέεται μέ τήν πραγματικότητα. Ἐξογκώνονται οἱ ἀρετές του καί ἀποσιωπῶνται οἱ κακίες του, ἐνῶ σέ κάποιες περιπτώσεις ἀναπτύσσεται ἡ θεωρία τοῦ περιουσίου ἔθνους. Φυσικά υἱοθετεῖται μία ἐγωκεντρική στάση σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέν παραχωροῦνται στά ἄλλα ἔθνη ἰσοδύναμα αἰτήματα ὅσων ζητοῦνται ἀπό αὐτά. Πρόκειται γιά τήν ἀσυνέπεια τοῦ ἐθνικισμοῦ στήν αὐτοκριτική καί στά αἰτήματά του, τήν ὁποία ἐπισημαίνει ὁ Gellner.

Εὔλογη ἀπόρροια αὐτῆς τῆς ἐκδοχῆς περί ἔθνους ἀποτελεῖ ἡ προβληματική στάση της ἀπέναντι στό νόμο. Ὁ νόμος δέν γίνεται δεκτός ὡς ὑποχρεωτικός καί ἐξισωτικός, ἀλλά διαθλᾶται μέσα ἀπό τά συμφέροντα καί τίς προτιμήσεις λαμβάνοντας κυρίως προσωπική χροιά. Ἡ ἔμφαση στό πρόσωπο καί τίς προσωπικές σχέσεις συνήθως λειτουργεῖ ὡς ἄλλοθι, δεδομένου ὅτι κατά βάθος τό ἐθνικιστικό ὑποκείμενο δέν ἀνέχεται ἄλλο νόμο πέρα ἀπό ὅ,τι τό ἀγχολύει καί ὅ,τι τό ἰσχυροποιεῖ. Ἡ λανθάνουσα ψυχική δομή ἔγκειται σέ μία ναρκισσιστικά ἐξογκωμένη καί παντοδύναμη εἰκόνα ἑαυτοῦ, ἡ ὁποία αἰσθάνεται τό κέντρο τοῦ κόσμου: ὅλα τά ἄλλα ἔθνη πρέπει νά παραμερίσουν μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ ἐκλεκτοῦ ἔθνους.

Ἄν ἡ ἰδέα-κλειδί τοῦ πρώτου τύπου πατριωτισμοῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη, τοῦ δευτέρου τύπου εἶναι τό μεγαλεῖο. Ἡ στενότατη διασύνδεση τοῦ ἔθνους μέ τήν ἰσχύ γίνεται ἐμφανής καί ἀπό τήν ἄρρηκτη διαπλοκή ἔθνους καί κράτους. Τό ἔθνος δέν ἀρκεῖται στήν διατήρηση τῆς ἰδιοπροσωπίας του ἀλλά διεκδικεῖ κρατική ὀντότητα καί θεσμική ἐπιβολή, μέσα ἀπό τό γνωστό δίδυμο «ἔθνος-κράτος». Τό ἔθνος μεγαλουργεῖ ὅταν ἀνεξαρ-τητοποιεῖται καί ἐπεκτείνεται. Πρός τόν σκοπό αὐτό ἡ ἱστορία διαβάζεται μεροληπτικά, προκειμένου νά δικαιωθοῦν οἱ ἐδαφικές ἀξιώσεις.

Αν ο δεύτερος τύπος εθνικής συνείδησης σάς θυμίζει κάτι, έχετε απόλυτο δίκιο. Ο ελληνικός πατριωτισμός ερωτοτροπεί ανέκαθεν με τον εθνικισμό του θυμικού. Το δυστύχημα εδώ είναι οτι, όπως εἶναι παγκοίνως γνωστό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει συνδεθῆ ανεπιφύλακτα μέ αὐτοῦ τοῦ τύπου τόν ἐθνικισμό, γι’ αὐτό καί κατά κανόνα ὑποδαύλισε καί στήριξε τίς ἐθνικές διεκδικήσεις, χωρίς νά ἐνδιαφερθῆ στόν ἴδιο βαθμό καί γιά τίς ἀρετές τῆς συνυπάρξεως. Αὐτή ἡ ἐπιζήμια σύνδεση κατέστη δυνατή, ὄχι μόνο ἐξ αἰτίας συγκεκριμένων ἱστορικῶν περιπετειῶν, ἀλλά καί ἐπειδή ἡ θεολογική σκέψη δέν ἔχει ἀσχοληθῆ σχεδόν καθόλου μέ τή δυναμική τῆς ἰδεολογίας προκειμένου νά συμβάλει καί αὐτή στήν ἀπογύμνωσή της.

Μέ τό νά παραμένει ἀνυποψίαστος ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος σχετικά μέ τόν μηχανισμό τῆς αὐταπάτης που είναι εγγενής στήν ἰδεολογία, ἀφήνει ἀφύλακτα τά νῶτα του στήν χρήση του ίδιου ἀπό τήν ἐθνική ἰδεολογία, μιά χρήση ἡ ὁποία ἐνδέχεται νά ὁδηγήσει καί σέ ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μηνύματος. Νομίζει (ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος) ὅτι χρησιμοποιεῖ τόν πατριωτισμό ἀλλά στήν πραγματικότητα χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἐθνικισμό. Ἡ μέχρι τώρα θητεία τῆς Ἐκκλησίας στό ἔθνος συνόδευσε τόν ἐθνικισμό στά δεινά τῆς ἰδεολογίας, γι’ αὐτό καί τώρα εἰσπράττει τήν κρίση της.
Όμως ἡ ἀρχική γέννηση καί ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβε χώρα σέ περιβάλλον πού ἔμοιαζε, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, μέ τή σημερινή κοινωνία τῶν πολιτῶν, δηλαδή σε περιβάλλον ρωμαϊκῆς παγκοσμιοποίησης. Εἶναι καί αὐτός ἕνας ἀπό τούς λόγους πού ὑποστηρίζω πώς ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν ἀποτελεῖ φυσικώτερο χῶρο γιά τήν Ἐκκλησία ἀπό ὅσο τό ἔθνος.

Γιατί η Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία είναι ασύμβατη μέ τόν δεύτερο τύπο τοῦ ἔθνους, ὁ ὁποῖος μέχρι τώρα μονοπώλησε στον τόπο μας την εθνική συνείδηση;

1) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον νά ἀρνεῖται τόν φαντασιακό χαρακτῆρα πού τόσο συχνά προσδίδεται στήν ἐθνική ταυτότητα, λόγῳ τῆς ἀγάπης της πρός τήν ἀλήθεια. Χρειάζεται νά δώσει ἰδιαίτερη προσοχή στήν ἐπισήμανση τοῦ Gellner ὅτι «σέ γενικές γραμμές ἡ ἐθνικιστική ἰδεολογία ὑποφέρει ἀπό μία διάχυτη ψευδῆ συνείδηση. Οἱ μύθοι της ἀντιστρέφουν τήν πραγματικότητα: ἰσχυρίζεται πώς ὑπερασπίζεται τόν παραδοσιακό πολιτισμό, ἐνῶ στήν πραγματικότητα βοηθᾶ νά κατασκευαστεῖ μιά ἀνώνυμη μαζική κοινωνία… Κηρύσσει καί ὑπερασπίζεται τήν πολιτισμική ποικιλία, ὅταν στήν πραγματικότητα ἐπιβάλλει τήν ὁμοιογένεια τόσο στό ἐσωτερικό τῶν πολιτικῶν ὀντοτήτων, ὅσο καί μεταξύ τους σέ μικρότερο βαθμό». Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μιά πλασματική ὁμοιογένεια ἀπέναντι στόν ἀληθινό ἤ φανταστικό κίνδυνο, μιά ὁμοιογένεια πού συχνά περιλαμβάνει καί ἔντονα ἀντικοινωνικά στοιχεῖα, ἀρκεῖ νά εἶναι «πατριῶτες»!

2) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει χρέος νά ἀντιστέκεται στόν ἐγωκεντρικό χαρακτῆρα τοῦ ἐθνικισμοῦ, ἀναγνωρίζοντας τά θετικά στοιχεῖα ὅλων τῶν ἄλλων ἐθνῶν καί τῶν πολιτισμῶν τους. Μάλιστα, κάτι περισσότερο: ἔχει ὑποχρέωση νά ἀνεύρει καί νά ἀναδείξει ἐκεῖνα τά στοιχεῖα τῶν ἄλλων πολιτισμῶν τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά συμβάλουν στή σάρκωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ μέσα στό σύγχρονο κόσμο. Ἡ συνάντηση Θεολογίας καί πολιτισμοῦ δέν σταμάτησε μέ τόν ἑλληνικό πολιτισμό. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πολιτισμοί ἔχουν ἀνάγκη κάποιου ἰσχυρότερου χειραγωγοῦ στή διαδικασία προσλήψεώς τους ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος ὅμως νά ἀντιλαμβάνεται τήν ἰσχύ του καί τά ἱστορικά του προνόμια, ὄχι ὡς «ἁρπαγμόν», ἀλλά ὡς «κένωσιν» καί ἔξοδο ἀπό τήν ἐγωκεντρικότητά του.

3) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει «συμφέρον» νά προάγει τά ἰδεώδη τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, διότι μέ αὐτά ἐξασφαλίζει ἐλευθερία κινήσεων καί δράσεων σέ χῶρες πού δέν ἀποτελεῖ τήν πλειονότητα, ἀλλά καί διότι μέσῳ τῆς ἀτομικῆς αὐτοδιαθέσεως ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀποκτᾶ νέα μέλη διά τῆς μεταστροφῆς τους στόν Χριστό. Προφανῶς δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στόν τόπο μας, ὅπου λειτουργεῖ σέ ὑποτυπώδη μορφή ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν, κάθε ἄτομο πού μεταστρέφεται σέ ἄλλη θρησκεία ἤ αἵρεση θεωρεῖται ἀπό τούς πιστούς λιγώτερο ἕλληνας. (Καί ἐνδεχομένως νά ἀληθεύει αὐτό, ἀφοῦ ἡ ἐθνική μας ταυτότητα δομεῖται κατά τόν βαλκανικό τύπο!)

Ἀντίθετα, ἄν θά ἐπιθυμούσαμε νά ἀρθρώσουμε κριτικό λόγο γιά το εκσυγχρονιστικό μοντέλο περί έθνους, θά παρατηρούσαμε τά ἀκόλουθα:

1) Ὁλόκληρη ἡ συζήτηση περί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων στηρίζεται σέ ἀνθρωποκεντρικό σκεπτικό, ἀφοῦ ἀπουσιάζει μία θεολογία περί τῆς ἰσότητας τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό τό ἔλλειμμα ὀντολογίας καθιστᾶ εὐάλωτη στό πέρασμα τοῦ χρόνου τήν θεσμιζόμενη ἰσοτιμία καί ἀνοίγει τήν πόρτα στόν κίνδυνο ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν νά ἐκφυλισθῆ σέ ἁπλῆ ἰσορροπία συμφερόντων.

2) Ὁ ὑπερτονισμός τῆς ταυτότητας δικαίου ὁδηγεῖ σέ πολιτισμικό ἀποχρωματισμό, στοιχεῖο πού διευκολύνει τήν ἐπιβολή ἀλλοτριωτικῶν πρακτικῶν ἀφοῦ μειώνει τίς ἠθικές ἀντιστάσεις. Τό ἐπιχείρημα αὐτό ἀποτελεῖ καί τόν κατ’ ἐξοχήν ἀντίλογο τοῦ σημερινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου στήν πρόταση τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ. Αὐτό πού δέν ἐπισημαίνεται εἶναι πώς οἱ σημερινοί μηχανισμοί ἀλλοτριώσεως ἀπευθύνονται κυρίως στό ἀσυνείδητο καί τίς αἰσθήσεις (μέσῳ τῆς διαφημίσεως καί τῆς εἰκόνας ἐν γένει), κάτι τό ὁποῖο ὁ ὀρθός λόγος δέν εἶναι ἐπαρκῶς προετοιμασμένος νά ἀντιμετωπίσει. Μέ λίγα λόγια, ἡ κοινωνία του νόμου δέν εἶναι σέ θέση νά ἀποτρέψει τόν ἐκφυλισμό τοῦ ἀνθρώπου. Πέρα ἀπό τίς δικές της ἀξίες χρειάζονται καί οἱ ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ ὡς ἀντίδοτο.

3) Ἡ ἀπουσία πνευματικοῦ ὑπόβαθρου στήν «ἀσκητική» τῶν πολιτῶν καί ἡ ἀποκλειστική θεμελίωσή της σέ ἀρχές δικαίου ἐγκυμονοῦν τόν κίνδυνο ἐγωκεντρικοῦ περιορισμοῦ τῆς συνταγματικής κοινωνίας τῶν πολιτῶν ἐντός τῶν συνόρων. Μέ ἄλλα λόγια τό μοντέλο της δέν ἐξάγεται, διότι αὐτό θά σήμαινε δραστική περιστολή δικαιωμάτων «χρησικτησίας» τοῦ δυτικοῦ κόσμου πάνω στόν τρίτο κόσμο. Ἔτσι οἱ ἀνεπτυγμένες «ήρεμες» χῶρες συμπεριφέρονται διπρόσωπα: δέν ἐμποδίζονται νά ἐξάγουν τά ἐπικίνδυνα ἀπόβλητά τους σέ ἄλλες φτωχότερες ἤ νά χρησιμοποιοῦν γιά σεξουαλικό τουρισμό γυναῖκες καί παιδιά χωρῶν πού δέν διαθέτουν κοινωνία τῶν πολιτῶν γιά νά τά προστατέψουν!
Ἡ ἐκκοσμίκευση πού δέν ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στήν ἀποθρησκειοποίηση τῆς κοινωνίας χρειάζεται κάποια θετική ἀποδοχή ἀπό τήν Ἐκκλησία προκειμένου νά μπορέσει νά συμμετέχει δημιουργικά καί ἀποτελεσματικά στόν δημόσιο διάλογο στά πλαίσια τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν γιά τή διαμόρφωση τοῦ κράτους δικαίου. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει πλέον τή δυνατότητα (οὔτε κἄν τό δικαίωμα) νά ἀπορρίπτει τήν ἐκκοσμικευμένη κοινωνία τῶν πολιτῶν στόν δημόσιο λόγο της. Ἀντίθετα, καλεῖται νά συζητᾶ ὡς ἕνας ἀπό τούς πολλούς, κάτι πού φυσικά τῆς προκαλεῖ μεγάλη δυσαρέσκεια.

Μέσα στό οὕτως διαμορφωμένο πλαίσιο ἀποδεικνύονται παντελῶς ἄχρηστα κάποια προνόμια πού ἔρχονται ἀπό τό παρελθόν. Ἡ ἐπιβίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου μέσα σέ μία σημερινή δυτική κοινωνία στηρίζεται πλέον ἀποκλειστικά καί μόνο στίς ἀρχές τοῦ ὑγιοῦς ἀνταγωνισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητα ἀπό τό γιά πόσο καιρό ἀκόμη θά τῆς παρέχεται μιά τυπική θεσμική ὑπεροχή, ἔχει ἤδη ἀρχίσει νά δρᾶ ὡς ἕνας ἀπό τούς πολλούς, ἕνα ἔργο πού τό ἀγνοοῦσε μέχρι τώρα καί γιά τό ὁποῖο τά στελέχη της δέν εἶναι ἐπαρκῶς ἐκπαιδευμένα.

*

Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις λοιπόν είναι απόλυτα εύλογο να συγκρούονται δύο τόσο αντιτιθέμενα ιστοριογραφικά μοντέλα. Το «παραδοσιακό» εκλαμβάνει την εκπαίδευση ως εργαστήριο που σκοπό έχει να γαλβανίζει το θυμικό ώστε να προστατεύσει τη χώρα από υπαρκτούς ή ανύπαρκτους εχθρούς. Το «εκσυγχρονιστικό», αντίθετα, θεωρεί την εκπαίδευση ως χώρο δημιουργίας απλώς πολιτών, απολύτως άχρωμων ως προς την εθνική ταυτότητα. Το πρώτο ορκίζεται στο απειλούμενο μεγαλείο του έθνους, το δεύτερο λογοδοτεί για τη νομιμοφροσύνη του στο υπερεγώ (δηλ. σύστημα κανονιστικών αξιών) της νεωτερικότητας, εσχάτως δε και της μετανεωτερικότητας. Το πρώτο απολαμβάνει τη ησυχία του επί μακρόν ελλιμενισμού, το δεύτερο βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και αυτοδιαμόρφωση.

Η ασυμβατότητα των δύο μοντέλων εγείρει δυναμικά πόλωσης που ενεργεί τελικά ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Κάθε υπενθύμιση της παρουσίας του ενός σκληραίνει τη στάση του άλλου. Η μάχη είναι παθιασμένη και δεν θα κοπάσει παρά με την εξόντωση του αντίπαλου, κάτι που δεν θα έλθει ποτέ. Φρονώ πως ο εκκλησιαστικός λόγος οφείλει να επιδείξει σωφροσύνη και να σπάσει τον φαύλο κύκλο. Έχει χρέος να αντιμετωπίσει νηφάλια την πραγματικότητα του έθνους χαράσσοντας τη μέση οδό μεταξύ των δύο άκρων.

Καμία αλλαγή στην ιστοριογραφική του αντίληψη δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς προηγουμένως να αποκολληθή από το γερμανικό-βαλκανικό μοντέλο εθνικής ταυτότητας, δηλαδή χωρίς να απαλλαγή από τα βαρίδια της εθνικιστικής ρητορείας του παρελθόντος. Ο εκκλησιαστικά εμπνεόμενος ιστορικός λόγος έχει υποχρέωση με τη στάση του να καταγγείλει τόσο τον σχετικισμό όσων ντρέπονται για την ελληνική τους ταυτότητα όσο και τη φοβική αμυντικότητα εκείνων που η συμπεριφορά τους συνιστά ζωντανή δυσφήμιση του ελληνισμού.

Επιπλέον καλείται να αντιληφθή την πασιφανή πραγματικότητα ότι, αν η άχρωμη και εκσυγχρονιστική ιστοριογραφία έχει σήμερα καταλάβει το έδαφος που κατέλαβε, οφείλεται κατά κύριο λόγο στα «κατορθώματα» του ελληνικού εθνικισμού του παρελθόντος. Ενός εθνικισμού ο οποίος φακελώνοντας και βασανίζοντας ανθρώπους, περιθωριοποιώντας πληθυσμούς, ρητορεύοντας ασύστολα, καπηλευόμενος τα όσια, οδηγώντας σε εθνικές καταστροφές και τραγωδίες, κατάφερε να εκθρέψει το «αυγό του φιδιού» με την αντίστροφη έννοια, δηλαδή του εθνικού και θρησκευτικού αποχρωματισμού. Τόσο δύσκολο είναι οι εκκλησιαστικοί να αντιληφθούμε ότι σήμερα πληρώνουμε τις αμαρτίες της Δεξιάς που κυβέρνησε ασύδοτα επί δεκαετίες τον τόπο και την οποία τότε δεν κρίναμε αλλά μάλλον αναπτύξαμε ομαλότατη συνεργασία; Επιτέλους, οφείλουμε οι χριστιανοί να συνειδητοποιήσουμε πως οι φυλακισμένοι και διωκόμενοι αριστεροί συχνά υπήρξαν πιο καλλιεργημένοι (ίσως και ηθικώτεροι) από τους άξεστους βασανιστές τους και πως η τότε Εκκλησία στάθηκε με το μέρος των δεύτερων. Τέτοιες ιστορικές αδικίες δεν μένουν ατιμώρητες και κινητοποιούν τους πνευματικούς νόμους.

Συγκεκριμένα και εντελώς ενδεικτικά ο εκκλησιαστικά εμπνεόμενος ιστορικός λόγος θα χρειαστή:

α) Να επικεντρώσει εξ ίσου στις αρετές και στα ελαττώματα του λαού μας, προκειμένου να εξαχθούν διδάγματα χρήσιμα για το παρόν και το μέλλον. Για να συμβή αυτό θα πρέπει να μην αποκρύπτονται ντροπιαστικές σελίδες της ιστορίας μας (π.χ. ακρωτηριασμός Βουλγάρων αιχμαλώτων στο Βυζάντιο, σφαγή Τριπολιτσάς, βιαιότητες εναντίον Τούρκων της Μικράς Ασίας κατά το 1921-22, συνεργασία με Γερμανούς κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και λεηλασία περιουσιών τους, καταπίεση και σφαγές αμάχων Τουρκοκυπρίων κ.ά.), αλλά να λέγεται «η αλήθεια γυμνή», κατά την φράση του Μακρυγιάννη.

β) Συμπληρωματικά προς το πρώτο, να αποδεχθή το προφανές αξίωμα πως για τα περισσότερα γεγονότα δεν υπάρχει μόνο μία ιστορική αλήθεια. Διάφορες εκδοχές είναι δυνατό να αληθεύουν ταυτόχρονα. Μέ άλλα λόγια, δεν είναι όλες οι προτάσεις της μετανεωτερικότητας για πέταμα.

γ) Να σκύψει με μεγαλύτερο σεβασμό στους άλλους πολιτισμούς, ιδιαίτερα σε εκείνους με τους οποίους ο ελληνικός ανέπτυξε περισσότερες δοσοληψίες και να μην διστάσει να αναγνωρίσει και τα δάνεια εισόδου παράλληλα με εκείνα της εξαγωγής.

δ) Να επεκτείνει την αναθεωρητική της στάση σε όλες τις πτυχές της επιρροής της (κατήχηση, ραδιόφωνο, έντυπα), έτσι ώστε να παιδαγωγήσει υπεύθυνα τον λαό και να μην τον «ντοπάρει» μονόπλευρα.
Μια τέτοια αλλαγή δεν θα πρέπει να αποτελεί κίνηση τακτικης αλλά ουσιαστική αλλαγή. Χρειάζεται να εμπνέεται από τα (πνευματικά άλλωστε) ιδεώδη της μετάνοιας και της αλήθειας. Χωρίς μετάνοια και αλήθεια ο εκκλησιαστικά εμπνεόμενος ιστορικός λόγος σύντομα θα χάσει και την αγάπη, όση του έχει απομείνει.

(Μέρος του κειμένου αυτού έχει δημοσιευθή στο βιβλίο «Οι δικοί μου οι ξενοι», εκδ. Εν πλω, υπό τον τίτλο Ἡ φιλάνθρωπη ἀναμέτρηση τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν κοινωνία των πολιτῶν: θεώρηση ἀπό τή σκοπιά τῆς ψυχικῆς ταυτότητος)

* O π. Βασίλειος Θερμός είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων & διδάκτωρ Θεολογίας

πηγή : antifono.gr

Παιδαγωγικές σκέψεις για τη μορφή και το νόημα των λέξεων

γράφει ο Δρ Στέλιος Πελασγός, Αφηγητής, Παιδαγωγός, Συγγραφέας

Οι άνθρωποι στην ιστορία τους παθιάστηκαν με τις λέξεις. Για την μορφή μίας λέξης ήταν πρόθυμοι να υβρίσουν και να υβριστούν, να χτυπήσουν και να χτυπηθούν, ακόμα και να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Είναι παράδοξο αλλά θα πρέπει σοβαρά να αναρωτηθούμε τελικά•  Υπάρχουν ιερές λέξεις;  Οσο κι αν ακούγεται παράδοξο, οι άνθρωποι είναι ικανοί να συνδεθούν βαθύτερα με μία λέξη παρά με τον συνάνθρωπό τους η το Θεό. Οι λέξεις τους προξενούν αυτοματοποιημένες σωματικές και συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως στο πειραματόζωο του Παβλώφ.  Ανθρώπινη αδυναμία από την οποία κανείς μας δεν εξαιρείται.  Απέναντί της, όμως, οφείλουμε να παρατάξουμε την ελεύθερη βούλησή μας και τη λογική.

Να θυμηθούμε πως δεν υπάρχουν ιερές γλώσσες και ιερές λέξεις, πως ο Θεός δεν μιλά καμιά ανθρώπινη γλώσσα μήτε προτιμά κάποια γλωσσική μορφή. Οι  Απόστολοι κήρυξαν στη γλώσσα η τη διάλεκτο του εκάστοτε ακροατηρίου τους. Χρησιμοποίησαν την ελληνιστική κοινή ελληνική γλώσσα κατά κόρον, κι ας μην ήταν η γλώσσα των πατέρων ούτε η γλώσσα, στην οποία κήρυξε ο Χριστός. Μήπως πιστεύει κανείς ότι θα έπρεπε να ζητούν πτυχίο εβραϊκής γλώσσας από κάθε νεοφώτιστο η αντίθετα να του ζητούν να πιστέψει, ενώ θα ακούει την διδασκαλία της νέας θρησκείας σε μία άγνωστη και ακατανόητη γλώσσα; Δεν αμφισβητείται από κανένα πως σήμερα συχνά μεγάλο μέρος της θείας λατρείας στηρίζεται σε λέξεις συχνά μισό-κατανοητές η ακατανόητες, οι οποίες δημιουργούν μία αυτοματοποιημένη συναισθηματική αντίδραση αντί να βοηθούν στην κατανόηση και την πλήρη νοητική και συναισθηματική συμμετοχή.  Ακατανόητες λέξεις και μαγική σκέψη. 

Η αντίληψη ότι ο ίδιος ο ήχος (όταν προφέρονταν) η η μορφή των λέξεων (όταν γράφονταν) έχουν μία υπερφυσική δύναμη συντροφεύει τον άνθρωπο από την αρχή της εξέλιξής του και είναι ένα από τα βασικά συστατικά της μαγικής σκέψης που γοητεύει παραδόξως ακόμα και τον σύγχρονο άνθρωπο. Οι ιερείς των πρωτόγονων φυλών αλλά και διάφοροι σύγχρονοι αγύρτες, αετονύχηδες «μάγοι» στηρίζουν την υποτιθέμενη δύναμή τους (και τα κέρδη τους) σε αυτή την υποτιθέμενη υπερφυσική δύναμη του ήχου η της μορφής κάποιων ιδιαίτερων λέξεων. Πείθουν τους εύπιστους πως αρκεί να προφέρουν η να γράψουν κάποιες μυστικές λέξεις και αυτομάτως αόρατες υπάρξεις υποκύπτουν στη δύναμη των λέξεων και τους υπηρετούν.  Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε αυτή την αντίληψη απλοϊκή, αφού τη συναντούμε σε πολλές θρησκευτικές η ψευδοφιλοσοφικές κινήσεις. Οι γνωστικιστές της αρχαιότητας αλλά και οι σύγχρονοι ασυνάρτητοι απόγονοί τους απομνημονεύουν ακατανόητες λέξεις, που θα πρέπει να πουν στους φύλακες των επτά ουρανών για να επιτρέψουν στην ψυχή τους να ανέβει στον παράδεισο.

Οι εβραίοι καβαλιστές (αλλά και «χριστιανοί», ινδουιστές η μωαμεθανοί καβαλιστές) πιστεύουν ότι κάθε γράμμα των ιερών γραφών τους έχει ιδιαίτερη αξία και αναζητούν στη Βίβλο, την Τορά η τις Βέδες (συνδυάζοντας και μπόλικη αριθμοσοφία) να βρουν προφητείες για τον σύγχρονο κόσμο, για φυσικές καταστροφές, πολέμους, πολιτικές εξελίξεις και πάνω από όλα για το αγαπημένο θέμα όλων των εποχών, δηλαδή την καταστροφή του κόσμου.  Η κατηφόρα προς τον παραλογισμό είναι γλιστερή και δεν έχει τέλος, εάν αρχίσουμε να αναζητούμε προφητείες στα γράμματα και τους αριθμούς. « Ιερές» γλώσσες και «ανώτερες» γλωσσικές μορφές. Δεν είναι όμως οι πιστοί που δείχνουν φανατική προσήλωση σε «ιερές» μορφές λέξεων αλλά και οι κοσμικοί, οι οποίοι υπερασπίζονται «ανώτερες» γλωσσικές μορφές. Δεν είναι για γέλια, αν θυμηθούμε την πρόσφατη ιστορία μας. Στις 30 Δεκεμβρίου 1903 ανέβηκε στο  Εθνικό Θέατρο η « Ορέστεια» του Αισχύλου, σε πεζή μετάφραση Γ. Σωτηριάδη. Φοιτητές της Φιλοσοφικής σχολής, υποκινούμενοι από τον αρχαιολάτρη καθηγητή τους Γ. Μιστριώτη, προσπάθησαν να ματαιώσουν την παράσταση. Τα επεισόδια που προκλήθηκαν, γνωστά ως  Ορεστειακά, είχαν αποτέλεσμα ένα νεκρό και δέκα τραυματίες.  Ο γλωσσικός παραλογισμός έχει θύματα, όσο κι αν είναι αστείος. Οι φανατικοί πιστοί η οι καθαρολόγοι βάζουν τρικλοποδιές στον εαυτό τους αλλά ξανασηκώνονται και συνεχίζουν με μανία.

Πρόσφατο παράδειγμα η οργανωμένη επίθεση των «βιντεοσκοπούντων πιστών» ενάντια στη μετάφραση της μετάφρασης.  Η μετάφραση της μετάφρασης είναι ιερή; Την ιδιόμορφη μορφή σκέψης συναντήσαμε πρόσφατα σε μία νεοεμφανιζόμενη ομάδα πιστών, στους «βιντεοσκοπούντες πιστούς», οι οποίοι εισέρχονται στους ναούς με βιντεοκάμερες για να υπερασπιστούν τον ιερό ήχο και την μορφή (και βέβαια όχι το ιερό περιεχόμενο) των λέξεων.  Αλίμονο σε όσους έχουν προγραφεί από τους φονταμενταλιστές πνευματικούς τους οδηγούς, που ετοιμάζουν φετφάδες, όπως φάνηκε από τη μορφή, την αντικατασκοπική οργάνωση και την αστραπιαία σκανδαλοποιό δημοσιοποίηση των προαναγγελθεισών επεμβάσεων των ταγμάτων ταχείας επέμβασης που έχουν συστήσει.  Ακολουθώντας αυτή την λογική, η οποία σκανδαλίζεται από την μετάφραση, θα έπρεπε κανείς να απαιτήσει να διαβάζονται τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης στα εβραϊκά, αφού στους ναούς έτσι κι αλλιώς δεν ακούγεται το πρωτότυπο αλλά η μετάφρασή του στην ελληνιστική κοινή.  Εάν υπάρχουν ιερές λέξεις, τότε υπάρχουν και ιερές μεταφράσεις; Είναι ιερές οι πρωτότυπες εβραϊκές λέξεις; Είναι ιερές οι λέξεις στην ελληνιστική κοινή της μετάφρασης των εβδομήκοντα; Ποιό είναι πιο ιερό, το πρωτότυπο η η μετάφραση; Είναι βέβηλες οι λέξεις της νέας ελληνικής;  Η μήπως δεν υπάρχουν ιερές λέξεις αλλά είναι ιερό το περιεχόμενό τους και το Πνεύμα που τις φωτίζει; Κείνο το Πνεύμα που ενοποιεί, οδηγεί, παιδαγωγεί και προσφέρει καταλλαγή; Το χρυσό φωτοστέφανο και η παιδαγωγική ευθύνη. 

Εάν βρισκόμαστε στον καιρό της εικονομαχίας, το Πνεύμα θα φώτιζε τον Παλαμά και θα μπορούσαμε να τον ακούσουμε να μας ψιθυρίζει• Δεν τιμούμε το ξύλο και τα χρώματα, τιμούμε το ιερό πρόσωπο που απεικονίζεται σε μίαν εικόνα. Το ίδιο δεν θα έλεγε και για τις λέξεις; Δεν τιμούμε τις λέξεις, τον συνδυασμό ήχων η γραπτών σημείων, αλλά το ιερό νόημα που εικονίζουν. Δεν τιμούμε το σημείο, αλλά το σημαινόμενο.  Η εικόνα έχει παιδαγωγική και φιλάνθρωπη δράση, κάνοντας ορατό το αόρατο για την αδύναμη ανθρώπινη φύση και τον νου. Καταδέχεται να μεταφράσει το πνευματικό φως σε φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι ενός  Αγίου η μίας  Αγίας, για να μπορεί να το κατανοήσει και ο πιο απλός και αθώος πιστός, ακόμα και το βρέφος, το παιδί η το νήπιο, ακόμα και ο νεοεισερχόμενος στην εκκλησία.  Ετσι η αγιότητα γίνεται σχήμα και χρώμα κατανοητό στην στιγμή από τον καθένα και την καθεμιά. 

Εχουμε καθήκον να επαναλαμβάνουμε κι εμείς ενίοτε το μεταφραστικό έργο του αγιογράφου. Να μεταφράζουμε σε απλές και κατανοητές σημερινές λέξεις το ιερό νόημα, λέξεις χρυσές και στρογγυλές, λέξεις που θα χρυσίζουν και πλάθονται από την χάρη του διαρκώς παρόντος Πνεύματος που νοιάζεται να παιδαγωγήσει και να ενσωματώσει στην εκκλησία και τις λατρευτικές της συνάξεις και τον πιο απλό προσκεκλημένο της, το βρέφος, το νήπιο, το παιδί αλλά και τον πιο απλοϊκό και αδαή πιστό, τον ξένο και ανυποψίαστο, τον νεοφώτιστο αλλά και τον αφώτιστο που περιμένει μέσα στο σκοτάδι του με ειλικρινή αγωνία να ακούσει μία απλή και άμεση φωνή να του μιλά.  Η μίμηση Χριστού. Κείνος ο έσχατος και ταπεινός πιστός, ο νέος, ο άμαθος στην εκκλησιαστική ζωή, το παιδί και ο ξένος, είναι ο τυφλός του Ευαγγελίου που ακούει έναν ήχο ακατανόητο μες στο σκοτάδι του, μία βοή πλήθους απροσδιόριστη και νιώθει καθαρά πως είναι σημάδι έλευσης του Χριστού.  Ο τυφλός που με απόλυτη εμπιστοσύνη φωνάζει μέσα από το σκοτάδι του προς τον συγκεχυμένο ήχο που συνοδεύει την έλευσή Του• « Ιησού, υιέ του Δαυίδ, ελέησέ με». 

Ο τυφλός που αναμένει μία απλή κατανοητή απάντηση από τον Χριστό που θα διαλύσει το σκότος  Ο Κύριός μας πάντοτε μιλούσε απλά και καθαρά και πάντοτε έτσι μιλά και θα μιλά στους ανθρώπους. Πάντοτε γινόταν κατανοητός και από τον τελευταίο και πιο αδαή ακροατή. Τρέχαν τα παιδιά στην αγκαλιά του όχι μόνο για την ιερή αγαλλίαση της ένωσης με τον Θεό αλλά και γιατί μιλούσε απλά σαν παιδί.  Εκανε τα πιο υψηλά διδάγματα ιστορίες και παραβολές, πράξεις και χειρονομίες.  Εδειχνε με την ζωή του και επεξηγούσε κάθε τι χωρίς να το μειώσει και να το περιορίσει.  Εσκυβαν τα μεγάλα νοήματα και χωρούσαν σε απλές λέξεις και παραβολές, όπως έσκυψε και ο ίδιος και χώρεσε στην ανθρώπινη φύση.  Απομένει σε εμάς όσο μπορούμε να τον μιμηθούμε.

Πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=5056

Χρόνος και πνευματικότητα

Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλου, Καθηγητού Παν/μίου

Οι σκέψεις που ακολουθούν δεν έχουν ως στόχο την φιλοσοφική ανάλυση της έννοιας του χρόνου, αλλά το πλησίασμα της βιώσεως της χρονιότητας, με αγιογραφικά κριτήρια, μέσα στην πνευματική ζωή. Εξετάζοντας το θέμα «Χρόνος και πνευματικότητα», θα έχουμε την ευκαιρία να διευκρινίσουμε μερικές βασικές θέσεις της χριστιανικής μας πίστεως σε σχέση προς αντίστοιχες ή παρόμοιες φιλοσοφικές διδασκαλίες.

Είναι γνωστό σε όλους μας ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωής μας είναι η χρονικότητα. Κυλά μέσα στο χρόνο η ζωή και χάνεται ή κερδίζεται για πάντα μέσα στο χρόνο. Δεν μπορεί λοιπόν να μη ενδιαφέρει ένα πνευματικό άνθρωπο ο χρόνος είτε σαν παρελθόν που υπάρχει μέσα στη μνήμη, είτε σαν παρόν που το ζούμε, είτε σαν μέλλον που το ονειρευόμαστε και το προγραμματίζουμε. Πού βρίσκεται όμως αυτός ο χρόνος και ποιος είναι ο «χώρος» του; Ασφαλώς μέσα μας, στη συνείδησή μας και αποτελεί συστατικό της προσωπικότητάς μας. Πολλές φορές κάνουμε ένα σφάλμα:Μετράμε το χρόνο ή μιλούμε γι’ αυτόν σαν να ήταν μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από μας· δηλ. εξαντικειμενώνουμε το χρόνο και τον αποσυνδέουμε από το εγώ μας. Φοβόμαστε ίσως την αλήθεια ότι ο χρόνος μετράει τη φθορά και το μεγάλωμά μας μέσα στη ζωή. Κι’ όμως ο καθένας μας είναι αυτή τη στιγμή η σύνθεση και η κατάληξη όλου του παρελθόντος. Είμαστε αυτό που προσπαθήσαμε να γίνουμε, από τότε που καταλάβαμε τη θέση μας μέσα στον κόσμο. Το κενό παρελθόν μας ενοχλεί, μας θορυβεί· ενώ το γεμάτο με έργα παρελθόν μας δίνει φτερά για ένα ακόμη πιο καρποφόρο μέλλον. Επίσης δεν είναι δυνατό να φαντασθούμε τον εαυτό μας χωρίς μέλλον απουσία του μέλλοντος ισοδυναμεί με θάνατο. Απουσία της συνειδητοποίησης του μέλλοντος παρατηρείται μόνον στα ζώα. Ο άνθρωπος ονειροπολεί, σχεδιάζει, προγραμματίζει. Όπως χωρίς το παρελθόν μου δεν είμαι εγώ, έτσι δεν είμαι και χωρίς μέλλον.

Όλες αυτές οι σκέψεις έχουν σημασία για το παρόν, που είναι τόσο φευγαλέο και ρευστό. Το μέλλον έρχεται με γοργό ρυθμό (κι’ όσο μεγαλώνουμε έρχεται με ακόμη πιο γοργό) και ώσπου καλά-καλά να το αντιληφθούμε γίνεται παρελθόν. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη εγρήγορση και προσοχή, ώστε το σύντομο παρόν να μη γίνει αμέσως χαμένο παρελθόν. Και όσες σκέψεις ακολουθήσουν παρακάτω σ’ αυτό αποβλέπουν, στο να μας κάνουν να αξιοποιήσουμε περισσότερο το κάθε παρόν, συνειδητοποιώντας το γρήγορο πέρασμα του χρόνου.

Όσο κι’ αν φαίνεται ότι στεκόμαστε μέσα στο κόσμο και στην ιστορία, η αδυσώπητη αλήθεια είναι ότι τρέχουμε προς κάποιο τέρμα. Θα είναι αυτό ο καινούργιος ουρανός και η καινούργια γη της αναστάσεως ή ο χαμός και η καταστροφή;

Σ’ αυτό το γρήγορο και ανεπίστρεφο τρεχαλητό, που θέλουμε δε θέλουμε μετέχουμε, υπάρχει ένα σωστικό χέρι που μας προσφέρεται σαν δώρο της αιωνιότητας για να μας συγκρατήσει από την καταστροφή. Είναι η Εκκλησία που μέσα σ’ αυτήν ο χρόνος παίρνει άλλες διαστάσεις. Θα δούμε στη συνέχεια πώς με τα μέσα που μας παρέχει η Εκκλησία είναι δυνατό το χαμένο παρελθόν να ξανακερδηθεί, το επερχόμενο μέλλον να γίνει μια ευχάριστη προσμονή και το παρόν μια διαρκής καρποφορία, μια γεύση αιωνιότητας.

Για τρεις κυρίως χριστιανικές αρετές θα γίνει λόγος: για την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα. Θα μπορούσε κανείς σχηματικά να τις συνδέσει με τις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Την πίστη με το παρελθόν, την αγάπη με το παρόν και την ελπίδα με το μέλλον. Πιστεύουμε αυτά που φανέρωσε ο Θεός μέσα στην ιστορία, με τη ζωή, το σταυρό και την ανάσταση του Χριστού· αγαπούμε τώρα το Θεό και τους ανθρώπους απαντώντας έτσι στη θεία αγάπη· ελπίζουμε στη μελλοντική βασιλεία και στον αναμενόμενο ερχομό του Κυρίου. Βέβαια η διαίρεση αυτή είναι σχηματική, γιατί και οι τρεις αυτές αρετές περιχωρούνται μέσα στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Ένα πράγμα μας ενδιαφέρει εδώ εισαγωγικά, ότι με τις τρεις αυτές αρετές καταλύουμε τον χρόνο και ζούμε στην αιωνιότητα του Θεού, ζούμε ήδη μέσα στη βασιλεία Του.

1.Το παρελθόν

Το παρελθόν, όσο και αν φαίνεται περασμένο και απομακρυσμένο, ζει μέσα μας, υπάρχει, είτε το θυμόμαστε ολόκληρο είτε όχι. Η μνήμη μας είναι σαν το «παγόβουνο»· φαίνεται λίγο πάνω από την επιφάνεια της συνειδήσεώς μας, αλλά το περισσότερο κρύβεται από κάτω, στα βάθη του υποσυνείδητου. Είναι, αν θέλετε, κι’ αυτό εκδήλωση της πρόνοιας του Θεού για το καθένα μας. Αλλοίμονο, αν σε κάθε στιγμή θυμόμασταν ολοζώντανο ολόκληρο το παρελθόν μας. Θα είχαμε καταρρεύσει. Εν τούτοις αυτό υπάρχει και μας ενοχλεί, είτε σαν παρελθόν προσωπικό, είτε σαν αποτυχημένο παρελθόν της ανθρωπότητας. Γιατί, κανένας δεν υπάρχει μόνος του μέσα στο κόσμο, χωρίς την συνύπαρξη όλων των άλλων ανθρώπων μαζί του ή πριν ή μετά από αυτόν.  Ας ανατρέξουμε λοιπόν, μέσα στα πλαίσια του θέματός μας, στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας Για να δούμε τί μας διδάσκει η Αγία Γραφή για το «υποσυνείδητο της ανθρωπότητας».

Γνωρίζουμε όλοι μας τήν ωραία εκείνη διήγηση της Π. Διαθήκης για τον παράδεισο, για την παρακοή του Αδάμ, για την τιμωρία. Κανείς δεν πιστεύω να νομίζει ότι το ολίσθημα του πρώτου άνθρωπου ήταν ότι έφαγε ένα φρούτο που ήταν απαγορευμένο. Η βιβλική διήγηση κρύβει μια πολύ μεγάλη αλήθεια: Ότι ο άνθρωπος δεν δέχθηκε να έχει κανένα αφεντικό επάνω στο κεφάλι του, δεν θέλησε να εξαρτάται από κανένα, αλλά θέλησε μόνος του να ρυθμίζει τί θα κάνει και τί δεν θα κάνει. Θέλησε, με ένα λόγο, να είναι αυτός μόνος του Θεός, χωρίς απαγορεύσεις και περιορισμούς. Θέλησε να ξεθρονιάσει το δημιουργό από το θρόνο του και να βάλει εκεί το εγώ του. Αποτέλεσμα υπήρξε η φθορά, το μισός, ο θάνατος. Οι μισοί άνθρωποι προσπαθούν να εξοντώσουν τους άλλους μισούς. «Ο άλλος άνθρωπος είναι η κόλαση» θα πει στον αιώνα μας ο Sartre. Κι’ ακόμη ήλθε σαν αποτέλεσμα η διάσπαση της προσωπικότητας του ίδιου του ανθρώπου που δεν ξέρει τί θέλει, τί κάνει και τί επιδιώκει. Τριπλό λοιπόν το αποτέλεσμα της αρχικής επαναστάσεως του δημιουργήματος κατά του Δημιουργού: Διάσπαση του ίδιου του εαυτού του σε χίλια κομμάτια, διάσπαση της κοινωνίας με τους άλλους, πόλεμος κατά του Θεού. Βλέπετε με πόσο μίσος και πάθος βάλλουν οι άνθρωποι κατά του Θεού!! Ή πάλι άλλοι λιγότερο μαχητικοί και περισσότερο κλεισμένοι στον εαυτό τους και στα μελετήματά τους, έκαναν το Θεό αντικείμενο διαλογισμών και σκέψεων. Προσπάθησαν να μας πείσουν με λογικά επιχειρήματα, με αποδείξεις (κοσμολογικές, οντολογικές, ηθικές κλπ.), για την ύπαρξή του. Ένας Θεός όμως που αποδεικνύεται με την λογική δεν είναι Θεός, είναι επιστημονικό αντικείμενο. Ο Θεός είναι πάνω από κάθε λογική, πάνω από κάθε επιστημονική απόδειξη. Εδώ σαν σε παρένθεση ας τονισθεί η διαφορά ανάμεσα στο Θεό του Χριστιανισμού και της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Για την αρχαία Ελλάδα ο Θεός είναι το αποτέλεσμα της συλλογιστικής πορείας του ανθρώπου, η υψηλότερη εκδήλωση και απόκτηση της ανθρώπινης διάνοιας· για τον Χριστιανισμό είναι η αρχή, η πηγή της ζωής, κι’ ο άνθρωπος το δημιούργημά του. Είναι όχι το συμπέρασμα ενός συλλογισμού, αλλά η μείζων πρότασή του.

Η λαθεμένη αντίληψη περί Θεού είναι αποτέλεσμα της πτώσεως, της απομακρύνσεως της ανθρωπότητας από την πηγή της ζωής. Κι’ αυτή η αποκοπή από την πηγή είναι μια κατάσταση μέσα στο κόσμο, την οποία όλοι μας την βρίσκουμε «δεδομένη». Κανείς μας δεν ευθύνεται γι’ αυτή, ούτε κι’ ο Θεός  την καταλογίζει σε βάρος μας σαν να ήμασταν ένοχοι.

Ο Θεός έπλασε ελεύθερους ανθρώπους και δεν ζητά ευθύνες για πράγματα που δεν έκαναν. Αυτό που η θεολογία ονομάζει «προπατορικό αμάρτημα» είναι η όλη ατμόσφαιρα η μολυσμένη από τη σαπίλα, τη φθορά και το φόβο του θανάτου, που την αναπνέουμε αναγκαστικά. Θα έλεγα λοιπόν ότι το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι κάτι που μεταδίδεται στον καθένα ξεχωριστά σα να φταίει ο ίδιος, αλλ’ είναι ατμόσφαιρα γενική μέσα στην οποία ζούμε. Κατ’ ανάγκη λοιπόν αναπνέοντας την μολυνόμαστε και αρρωσταίνουμε και παρουσιάζουμε εκδηλώσεις αρρωστημένες, δηλ. αμαρτίες. Αυτές είναι απλώς συμπτώματα, εκδηλώματα της φθοράς. Τροφοδοτούνται από την μολυσμένη ατμόσφαιρα και στην συνέχεια την τροφοδοτούν, ώστε να συνεχίζει να υπάρχει. Αυτό το βαθύ χάλασμα της ανθρωπότητας ήδη από τις πρώτες ρίζες της το επισημαίνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ιδίως όταν ερμηνεύουν τη θεολογική σκέψη του Αποστ. Παύ­λου.

Πραγματικά ο Παύλος μας δίνει στις επιστολές του μια πολύ σοβαρή εικόνα της αμαρτίας, η οποία δεν είναι μια ανάλαφρη άγνοια, όπως διδάσκει ο Πλά­των, αλλά ένα βαθύτερο χάλασμα της ανθρώπινης φύσεως. Η εποχή μας που έχει χάσει την αίσθηση της βαρύτητας της αμαρτίας και τη βλέπει είτε σαν πλατωνική άγνοια είτε σαν μια σειρά απλών «παραβάσεων» των εντολών του Θεού, έχει πολλά να κερδίσει μελετώντας τα όσα γράφει ο Παύλος για την αμαρτία και για τη λύτρωση. Ιδίως για την λύτρωση προς την οποία είναι στραμμένη όλη η θεολογική σκέψη του Αποστόλου. Αν η αμαρτία είναι μια γενική κατάσταση φθοράς και θανάτου, η λύτρωση είναι το ποιοτικά αντίθετό της, είναι η νέα ατμόσφαιρα ζωής που έχει σαν χαρακτηριστικό όχι τη φθορά, αλλά την καρποφορία μέσα σε μια καινούργια, αναγεννημένη ανθρωπότητα, την Εκκλησία. Η λύτρωση δεν είναι μια ποσοτικά μειωμένη ζωή αμαρτίας, άλλα μια ποιοτικά διάφορη ζωή. Δεν είναι αφηρημένο και αναμενόμενο μέλλον, αλλά παρόν. Κάτι που συντελέσθηκε μια φορά για πάντα πάνω στο Σταυρό του Χριστού και που το ζει ο πιστός στο παρόν, προγευόμενος έτσι το αναμενόμενο μέλλον της βασιλείας του Θεού.

Εκείνο που έχει τώρα σημασία για τον καθένα ξεχωριστά είναι, πώς θα κερδίσει το χαμένο παρελθόν του, μια και γνώρισε τη λυτρωτική προσφορά του Χριστού που δίνεται σ’ όλους τους ανθρώπους. Η Εκκλησία μας παρέχει μια δυνατότητα μεταμορφώσεως του χαμένου χρόνου του παρελθόντος με το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως, στο οποίο συμπυκνώνεται όλο το χαμένο παρελθόν σε μια στιγμή και μεταμορφώνεται με τη χάρη του Θεού· γίνεται ξεκίνημα νέας ζωής. Ξανακερδίζει κανείς αυτό το χρόνο που έχασε στο παρελθόν για να τον έχει αξιοποιήσιμο στο παρόν και στο μέλλον. Έτσι το κέρδος είναι διπλό, γιατί από τη μια μεριά δεν τον βαραίνει ένα δυσάρεστο παρελθόν με τις υποσυνείδητες ενοχλήσεις κι’ από την άλλη η μετάνοια για τον χαμένο χρόνο γίνεται κινητήρια δύναμη για ένα πιό δημιουργικό μέλλον. Είναι να θαυμάζει κανείς για την οικονομία με την οποία είναι πλουτισμένη η δημιουργία του Θεού αλλά και η εν Χριστώ αναδημιουργία, δηλ. η Εκκλησία. Ο ληστής στο σταυρό αναθεώρησε σε μια στιγμή μια ολόκληρη ζωή του παρελθόντος και κέρδισε ένα αιώνιο μέλλον. Αυτό βέβαια δεν έγινε με τρόπο μαγικό αλλά με την ειλικρινή μετάνοια και την επίκληση βοήθειας του συσταυρουμένου Χριστού, με την συγκλονιστική κραυγή «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Τη δυνατότητα μεταμορφώσεως μιας ολόκληρης ζωής προσφέρει ο Σταυρός του Χριστού που είναι παντοτινά παρών στην Εκκλησία.

2. Το παρόν

Εάν εξετάσαμε μέχρι τώρα τον παρελθόντα χρόνο, αυτό το κάναμε γιατί έχει τεράστια σημασία για την τωρινή ζωή μας, για το παρόν που κυλά τόσο γρήγορα, ώστε πολλές φορές να γίνεται απλώς και μόνο ένας προθάλαμος του παρελθόντος και όχι μια δημιουργική παρουσία. Εάν όμως το παρόν δεν χρησιμοποιηθεί επωφελώς, αποβαίνει ένα άχρηστο και ενοχλητικό παρελθόν, αποβαίνει επίσης επιζήμιο για τους μελλοντικούς οραματισμούς. Για ποιούς λόγους συνήθως μας ξεφεύγει και χάνεται μέσα από τα χέρια μας το παρόν;

1) Πρώτα-πρώτα επηρεάζεται κανείς υποσυνείδητα από το παρελθόν, από την μέχρι τώρα ζωή· εάν αυτή είναι άδεια, τότε δεν λυπάται κανείς να σπαταλήσει και την τωρινή ζωή του. Κατά τί μεταβάλλεται η κατάσταση, εάν σε μια άδεια ζωή προστεθεί ακόμη μια άδεια στιγμή; Τη σωστή στάση την είδαμε, όταν μιλήσαμε για το «μυστήριο» της Εκκλησίας που δίνει τη θαυμαστή δυνατότητα αναθεωρήσεως και μεταμορφώσεως του χαμένου παρελθόντος.

2) Η αναβολή για το μέλλον και η τοποθέτηση όλων των στόχων στο μέλλον αποτελεί συνήθως μια αφορμή για να μη εκμεταλλευτεί κανείς το παρόν. Ορισμένοι δίνουν την εντύπωση ότι η ζωή τους αρχίζει κάποτε στο μέλλον και ζουν συνεχώς με την αναμονή αυτού του λαμπρού μέλλοντος, το όποιο θα λύσει όλα τα προβλήματα αλλά για το οποίο δεν κάνουν απολύτως τίποτε. Βέβαια εδώ είναι απαραίτητη η ακόλουθη διευκρίνιση. Δεν εννοούμε για όλα αυτά ότι δεν πρέπει να υπάρχει οραματισμός για το μέλλον. Ένας τέτοιος οραματισμός οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει. Ο οραματισμός όμως αυτός πραγματώνεται και ολοκληρώνεται στο μέλλον, άλλα αρχίζει από τώρα. Το σφάλμα συνίσταται στο να αναβάλλει κανείς διαρκώς την έναρξή του στο μέλλον.

3)Συναφής είναι και ένας τρίτος λόγος. Η έλλειψη ιδανικού που δίνει νόημα στη ζωή, στη ζωή που ζούμε και που περιμένουμε. Πολλά ιδανικά πρόσκαιρα ενθουσιάζουν και μετά αφήνουν τον άνθρωπο αβοήθητο στην απόγνωσή του. Το αιώνιο ιδανικό του χριστιανισμού δεν απογοητεύει, γιατί είναι η ελπίδα που δεν «καταισχύνει». Το Ιδανικό αυτό δεν είναι μια ιδέα, είναι ένα πρόσωπο: Ο Ιησούς Χριστός. Όταν αυτός ο ίδιος διακηρύττει ότι είναι η αλήθεια, δεν εννοεί μ’ αυτό μια θεωρητική αλήθεια στην οποία φθάνει κανείς με μια συλλογιστική πορεία, αλλά εννοεί μια πραγματικότητα ψηλαφητή και ιστορική, εννοεί και αλήθεια που αποκαλύπτεται στο κόσμο σαν πράξη και ζωή. Εάν πιστεύει κανείς σ’ αυτή την Αλήθεια, υπάρχουν κι’ ένα σωρό άλλες αλήθειες στη ζωή που καλείται να πραγματώσει· αν δεν πιστεύει σ’ αυτή τη μοναδική αλήθεια, όλα τα άλλα που λέει ή κάνει είναι ψέμα και αυταπάτη.

4) Ας προσθέσουμε και ένα τέταρτο λόγο. Η έλλειψη της συνειδήσεως της αξίας του χρόνου και της παροδικότητάς του. Μπορεί να αναγνωρίζει κανείς ότι είναι σπουδαίο πράγμα ο χρόνος, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να βγάλει τις έσχατες συνέπειες στη ζωή του απ’ αυτή την αναγνώριση. Εδώ γίνεται ακριβώς το λάθος της εξαντικειμενώσεως του χρόνου, για το οποίο μιλήσαμε στην εισαγωγή.

Σ’ όλους αυτούς τους λόγους οφείλεται αυτό που θα ονομάζαμε «φυγή» από το χρόνο, φυγή από το παρόν. Τέτοια φυγή πρέσβευαν και μερικά αρχαία φιλοσοφικά συστήματα, όταν δίδασκαν ότι ο χρόνος και η ύλη είναι εκ φύσεως κακά στοιχεία κι’ ο άνθρωπος για να βρει τη λύτρωσή του πρέπει να καταφύγει έξω από την ιστορία, σε μια μυστική ένωση με το θείο. Με ένα τέτοιο όμως μυστικισμό βρισκόμαστε ακριβώς στο αντίθετο του Χριστιανισμού, ο οποίος είναι η συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο μέσα στο χρόνο και στην ιστορία. Ο ίδιος ο Θεός σαρκώνεται μέσα στην ιστορία κι’ εκεί μέσα συναντά τον άνθρωπο, μέσα στην αθλιότητα και τη δουλεία του, και δεν απαιτεί τη φυγή του ανθρώπου από τον κόσμο αλλά την μεταμόρφωσή του μέσα στον κόσμο, μαζί με τον κόσμο.

Φυσικά έχουμε μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου στον Χριστιανισμό και στην ελληνική αρχαιότητα. Ο κόσμος στην αρχαιότητα (κυρίως στον Πλάτωνα και στα δυαρχικά φιλοσοφικά συστήματα) είναι ή το κακό στοιχείο μέσα στο οποίο είναι εγκλωβισμένος ο άνθρωπος και πρέπει να σωθεί δια της φυγής, ή (στα πανθεϊστικά ρεύματα) είναι «κλάσμα του θείου», κομμάτι του Θεού, σε τρόπο που Θεός και κόσμος να συγχέονται οντολογικά. Για τον Χριστιανισμό ο κόσμος δεν είναι ούτε εκ φύσεως κακός ούτε «κλάσμα» του θείου, είναι πλάσμα του Θεού· είναι το «καλόν λίαν» έργο της θείας δημιουργίας. Εάν υποδουλώθηκε στη φθορά, αυτό δεν προήλθε από τη φύση του αλλά από την αντίθεσή του στο Θεό, ο οποίος και πάλι παρά ταύτα του δίνει τη δυνατότητα της μεταμορφώσεως και ανακαινίσεως. Επομένως στο Χριστιανισμό έχουμε θετική εκτίμηση της ύλης και του κόσμου, του χρόνου και της ιστορίας.

Για να γίνει πιο κατανοητή αυτή η θετική εκτίμηση του κόσμου θα πούμε μερικά παραδείγματα από την Ορθόδοξη παράδοση μας. α) Στη θεία λειτουργία γίνεται χρήση άρτου και οίνου που μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού, λαμβάνονται δηλαδή υλικά στοιχεία που μεταμορφώνονται. Επίσης η Εκκλησία μας έχει ευχές που αναφέρονται στα προϊόντα της γης (σταφύλια, σιτάρι κλπ.), στα κτηνοτροφικά προϊόντα (γάλα, γιαούρτι), στη βροχή που χρειάζονται τα χωράφια κ.ά. Μια αρχαία λειτουργία της Αιγύπτου, η λειτουργία του Αγίου Μάρκου, περιέχει μεταξύ άλλων και το αίτημα να μην επιτρέψει ο Θεός το ξεχείλισμα του Νείλου, ώστε να μη καταστραφούν τα σπαρτά. Δεν είναι παράδοξα όλα αυτά, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία, σαν γνήσια έκφραση του Χριστιανισμού, ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, για τη ζωή του, για την ύλη με την οποία ζει, για την ύλη όμως που την μεταμορφώνει σε «καινή κτίση», σε νέο κόσμο. β) Κι’ ένα δεύτερο παράδειγμα, παρμένο από τον μοναχισμό. Θάταν πολύ επιφανειακή θεώρηση του μοναχισμού, αν βλέπαμε σ’ αυτόν μια τάση εκμηδενίσεως και καταστροφής του σώματος που θα μας θύμιζε τον Πλάτωνα ή τη νεοπλατωνική δυαρχία. Ο μοναχισμός δεν είναι η άρνηση του σώματος, του θείου δημιουργήματος, αλλά η εκπαίδευσή του, ώστε να γίνει ακόμη πιο άξιο ενδιαίτημα του Πνεύματος του Θεού, η προσπάθεια υποταγής του στο θέλημα του Θεού· όχι λοιπόν η καταστροφή του αλλά η εξύψωσή του.

Σ’ αυτά τα δύο παραδείγματα, και σε πολλά άλλα που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς φαίνεται η θετική τοποθέτηση του Χριστιανισμού απέναντι στο κόσμο και στα στοιχεία που τον αποτελούν. Αφού λοιπόν είναι έργο του Θεού ο κόσμος, η ύλη, ο χρόνος και η ιστορία, ο χριστιανός καλείται να ζήσει μέσα σ’ αυτά, μέσα στο κάθε παρόν δημιουργικά και θετικά. Κάθε απόπειρα φυγής αποτελεί δειλία και συγχρόνως περιφρόνηση της δημιουργίας του Θεού.

Υπόβαθρο για τη θετική αντιμετώπιση του κόσμου είναι η αγάπη και ο σεβασμός της ζωής. Αγάπη σαν ανταύγεια της θείας αγάπης που έφτασε μέχρι το σταυρό για την αναδημιουργία της ανθρωπότητας. Η Γραφή μας ομιλεί για την «κένωση» του Υιού του Θεού. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά συμπυκνωμένο χριστολογικό ύμνο της προς Φιλιππησίους επιστολής (2,6-11) που περιγράφει την ταπεινή σάρκωση του Χριστού, ο οποίος «εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» και έφθασε μέχρι του εσχάτου σημείου κενώσεως που είναι ο θάνατος του σταυρού. Εν τούτοις μας ομιλεί παράλληλα η Γραφή και για το «πλήρωμα» του Υιού του Θεού, ο οποίος κατέχοντας ο ίδιος το «πλήρωμα της θεότητος» γεμίζει τα πάντα· τόσο και τέτοιο πλήρωμα ώστε να περισσεύει για όλους μας: «και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν» (Ιω. 1,16).

Η κένωση και το πλήρωμα προσδιορίζουν και την αγάπη των ανθρώπων που είναι αντανάκλαση της θείας αγάπης. Τί σημαίνει αυτό; Πολύ συχνά έχουμε μια επιφανειακή αντίληψη για την αγάπη, την οποία θεωρούμε σαν επί μέρους εκδήλωση και όχι σαν ολοκληρωτικό δόσιμο. Ξεχνούμε ότι η αγάπη είναι «κένωση», άδειασμα, ώστε αυτό που έχουμε (όχι απλώς το περίσσευμα) να δοθεί στον άλλον, ο οποίος σε μια συγκεκριμένη στιγμή το χρειάζεται περισσότερο από μας. Ας θυμηθούμε τήν παραβολή του Καλού Σαμαρείτη· δίνει κρασί και λάδι και το υποζύγιό του, πράγματα χρήσιμα γι’ αυτόν εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, καθυστερεί το ταξίδι του, πληρώνει τον πανδοχέα, υπόσχεται να επανέλθει για να συνεχίσει τις φροντίδες. Κι’ ενώ είναι μια κένωση η αγάπη, είναι συγχρόνως και πλήρωμα. Γεμίζει ο άνθρωπος χαρά, πληρούται ζωής, θείας ζωής, γίνεται κατ’ εικόνα και ομοίωση του Χριστού.

Έτσι μπορούμε να καταλήξουμε. Ο καλύτερος τρόπος αξιοποιήσεως του παρόντος είναι η αγάπη. Όταν υπάρχει αυτή, ιεραρχούνται και αξιοποιούνται όλοι οι άλλοι σκοποί της ζωής, γιατί παίρνουν περιεχόμενο απ’ αυτήν. Κι’ έτσι δεν φοβάται κανείς το γρήγορο πέρασμα του χρόνου, γιατί η αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. 13,8), φθάνει στην αιωνιότητα και δεν τελειώνει.

Αυτό το σταμάτημα του χρόνου το βιώνει κανείς μέσα στην Εκκλησία. Μέσα σ’ αυτήν ο χρόνος έχει άλλες διαστάσεις, γίνεται «λειτουργικός χρόνος». Η θυσία του σταυρού, που έλαβε χώρα κάποτε στο παρελθόν, γίνεται με τη Θεία Ευχαριστία ένα παντοτινό παρόν που το ζει ο πιστός αυτή τη στιγμή· κι’ επίσης ο μελλοντικός κόσμος της αναστάσεως βιώνεται σαν να ήλθε ήδη. Το παρελθόν του σταυρού και το μέλλον της αναστάσεως συντίθενται σ’ ένα αιώνιο παρόν που δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί ο πιστός «κοινωνεί» διαρκώς σ’ αυτή τη θεία δωρεά.

3.Το μέλλον

Μπαίνουμε τώρα στην εξέταση της τρίτης διαστάσεως του χρόνου, του μέλλοντος, μέσα στα πλαίσια της πνευματικής ζωής. Εάν το παρελθόν μας ενδιαφέρει εδώ από την άποψη ότι μπορούμε να το ανακτήσουμε στην περίπτωση που έφυγε άδειο και αναξιοποίητο, κι’ αν το παρόν μας απασχόλησε ως ο κατ’ εξοχήν χρόνος που έχομε μέσα στα χέρια μας για δράση, το μέλλον μας ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο, γιατί σ’ αυτό περιμένουμε την εκδίπλωση της όλης προσωπικότητας και την εξέλιξη της ζωής μας. Με την διαφορά ότι το μέλλον σαν κάτι άγνωστο για τον άνθρωπο προξενεί σ’ αυτόν μια ανησυχία, είτε σαν επικείμενο είτε σαν απομακρυσμένο. Μη ξέροντας κανείς πώς θα εκτυλιχθούν τα μελλοντικά γεγονότα αγωνιά, κι’ ακόμη περισσότερο αγωνιά για το μέλλον που τον περιμένει μετά τα όρια της ζωής του. Το ενδεχόμενο του προσωπικού αφανισμού μας προξενεί ανατριχίλα, κι’ ως εκ τούτου προσπαθούμε από κάπου να κρατηθούμε για να μη παραλύσουμε με την σκέψη του μηδενός. Απ’ τα αρχαία χρόνια ο άνθρωπος με πολλή λαχτάρα ζήτησε λύσεις που νόμιζε ότι βρήκε είτε με την μύηση στα διάφορα μυστήρια που υποσχόταν αθανασία είτε με τις ποικίλες δοξασίες για την μετά θάνατο ζωή. Έστω και μια σύντομη αναδρομή σ’ αυτές δεν είναι δυνατή στα πλαίσια του θέματος μας. Θα αναφερθούμε μόνο στην προσφορά του Χριστιανισμού, στην ανταπόκρισή του προς την πανανθρώπινη αυτή λαχτάρα της προσωπικής επιβιώσεως.

Ότι ο θάνατος είναι ένα τρομερό και συνταρακτικό γεγονός δεν το αρνείται ο Χριστιανισμός, ούτε κάνει καμιά ωραιοποίηση του γεγονότος αυτού που είναι το έσχατο αποτέλεσμα της φθοράς. Ένας ύμνος του Ιωάννη Δαμασκηνού ομιλεί για την άμορφη και άδοξη κατάσταση της «κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσης ωραιότητος», θεωρώντας τον άνθρωπο σαν μια ενότητα σώματος και ψυχής. Ο ίδιος ο Χριστός ιδρώνει με πηκτό ιδρώτα που μοιάζει με θρόμβο αίματος, όχι βέβαια γιατί φοβάται ο ίδιος, αλλά γιατί βλέπει μπροστά του την τρομακτική συνέπεια της αμαρτίας και της φθοράς. Δεν έχουμε στον κήπο της Γεθσημανή την ηρεμία του Σωκράτη. Ο Σωκράτης είναι ιδεαλιστής, ο Χριστός είναι ρεαλιστής. Ο Σωκράτης πιστεύει ότι το σώμα είναι κακό εκ φύσεως και χαίρεται που η ψυχή του θα πετάξει στην αιώνια πατρίδα της και θα γλυτώσει από την φυλακή της ύλης. Δεν συνειδητοποιεί την τραγωδία της φθοράς, δεν ξεκινά από την αντίληψη περί του κόσμου ως δημιουργήματος του Θεού· δεν παίρνει επάνω του τα βάρος της κακίας όλης της ανθρωπότητας. Βέβαια θαυμάζει κανείς το θάρρος του μπροστά στην διάλυση της σχέσεως σώματος και ψυχής, δεν μπορεί όμως να δώσει ευρύτερες και μάλιστα  πανανθρώπινες διαστάσεις στον τόσο κατά τα άλλα υποδειγματικό και ηρωικό θάνατό του.

Με τον Χριστά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν είναι ο Χριστός ιδεαλιστής φιλόσοφος. Βλέπει με πολύ ρεαλισμό το πραγματικό γεγονός της συντριβής της ζωής και πίνοντας μέχρι τέλος το ποτήρι της υπακοής στον Πατέρα, περνά από το βασίλειο του θανάτου για να εξέλθει νικητής. Κι’ αυτό έχει σημασία για όλη την ανθρωπότητα. Τις ανθρωπολογικές συνέπειες του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού τις βλέπει κανείς παραστατικά στις βυζαντινές εικόνες της αναστάσεως, όπου ο Χριστός θραύει τα δεσμά του Άδη και πιάνει από τα χέρια τους ανθρώπους για να τους αναστήσει μαζί του. Το μήνυμα αυτής της ζωής που κατανικά τον θάνατο είναι το βασικό μήνυμα του Χριστιανισμού προς την ανθρωπότητα. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό πιό κάτω.

Υπάρχει και μια άλλη στάση που δείχνει παλληκαριά ανάλογη προς την σωκρατική άλλα με διαφορετικές προϋποθέσεις. Είναι η περίπτωση του Καζαντζάκη, με το γνωστά επίγραμμα του: «Δεν φοβάμαι τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι ελεύθερος». Είναι ασκητής όχι γιατί περιμένει καμιά ανταπόδοση, αλλ’ ακριβώς γιατί δεν περιμένει τίποτε. Ελεύθερα και άφοβα δεν περιμένει τίποτε μετά τον θάνατό του. Δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει αυτή την παλληκαριά μπροστά στο θάνατο (θυμηθείτε το γλέντι των τριών φίλων γύρω από τον νεκρό Μανούσακα στον Καπετάν Μιχάλη). Αλλά πρέπει να διερωτηθούμε, μήπως αυτή η στάση, όταν δεν πηγάζει από την πίστη στην ανάσταση, είναι μια υπερφίαλη αυτοπεποίθηση, μια δαιμονική αυτάρκεια.

Θάταν ψέμα να ισχυρισθεί κανείς ότι δεν φοβάται το θάνατο. Η προσωπική του συνάντηση μ’ αυτόν θα τον διαψεύσει. Η μόνη δύναμη που μπορεί να θωρακίσει τον άνθρωπο όχι για να ξεφύγει τη σκέψη του θανάτου αλλά να συμφιλιωθεί μαζί της και να την νικήσει είναι η ελπίδα, που είναι στενά συνδεδεμένη με την πίστη στο σταυρό και στην ανάσταση του Χριστού. Σε αυτό το δεύτερο μέρος έγινε λόγος για την αγάπη. Εδώ θα συμπληρώσουμε το χριστιανικό τρίπτυχο αναλύοντας με συντομία τις άλλες δύο πτυχές του.

Είναι εύκολο πράγμα η πίστη; Και γιατί τότε ο ίδιος ο Χριστός διερωτάται λέγοντας αυτή την τρομερή φράση: «Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκ. 18,8). Είναι τόσο απλό να πιστέψεις ότι μέσα από τα συντρίμμια του θανάτου θα προέλθει μια νέα ζωή σαν δώρο του Θεού; σαν μια νέα δημιουργία; Ασφαλώς είναι δύσκολο, κι’ ας μην αυταπατόμαστε λέγοντας το αντίθετο. Γι’ αυτό και ο Απ. Παύλος τονίζει στις επιστολές του ότι δεν χρειάζονται πολλά έργα για να σωθεί ο άνθρωπος· ένα μόνο αρκεί, η πίστη. Όλα τα άλλα είναι καρπός και συνέπεια αυτής της πίστεως. «Ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1,17). Μέσα σ’ ένα κόσμο πού έχει γνωρίσει απογοητεύσεις, καταστροφές και ερείπια, χρειάζεται τόλμη και ηρωισμός για να ξεπεράσεις τα φανταχτερά εμπόδια της λογικής και να θεωρήσεις σαν πραγματικά «τα μη βλεπόμενα» σύμφωνα με τον ορισμό της προς Ε­βραίους επιστολής ότι «πίστις εστίν ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (11,1). Ο φυσικός άνθρωπος (έτσι όπως η φύση του έχει διαμορφωθεί από την αμαρτία) θέλει εγγυήσεις για τα μη βλεπόμενα, θέλει αποδείξεις, θέλει πειστήρια. Αλλιώς δεν διακινδυνεύει. Η πίστη είναι ένα άλμα πάνω απ’ όλα αυτά· χωρίς να είναι παράλογη, είναι υπέρλογη. Κατορθώνει αυτά που για ένα λογικό άνθρωπο φαίνονται ακατόρθωτα. Εδώ είναι απαραίτητη η ακόλουθη διευκρίνιση. Στο Χριστιανισμό όταν μιλάμε για πίστη, δεν εννοούμε απλώς μια παραδοχή ορισμένων θεωρητικών αληθειών, μια τοποθέτηση δηλ. του μυαλού του ανθρώπου έναντι αυτών. Η πίστη η χριστιανική έχει σαν περιεχόμενο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, κι’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, το σταυρό του Χριστού, που στήθηκε στο Γολγοθά επί Ποντίου Πιλάτου, ηγεμόνος της Ιουδαίας και επί Τιβερίου Καίσαρος, αυτοκράτορα της Ρώμης.

Εάν πιστεύει κανείς αυτό το ιστορικό γεγονός με τις σωτηριολογικές του διαστάσεις, τότε η ελπίδα για το μέλλον έρχεται σαν άμεση συνέπεια. Γιατί η ελπίδα δεν είναι παρά η άλλη όψη της πίστεως, αυτή που είναι στραμμένη προς το μέλλον, προς την ερχόμενη βασιλεία του Θεού, προς τον αναμενόμενο Κύριο. Έτσι η ελπίδα αποκτά τεράστια υπαρξιακή σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι υμνήθηκε τόσο πολύ από την σύγχρονή μας υπαρξιακή φιλοσοφία. Ο φιλόσοφος G. Μarcel γράφει στο βιβλίο του «Η μεταφυσική της ελπίδος»: «Ελπίζω σημαίνει, έχω την ενδόμυχη βεβαιότητα ότι η τωρινή ανυπόφορη φαινομενική κατάσταση δεν θα είναι οριστική, αλλά θα υπάρξει μια διέξοδος . . .». Βέβαια όσο κι’ αν είναι παρήγορο ότι μέσα στην ατμόσφαιρα της απαισιοδοξίας και απελπισίας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη, την άθεη κυρίως, υπαρξιακή φιλοσοφία, ακούγεται και η φωνή χριστιανών φιλοσόφων, δεν εξαντλεί όμως με όλα αυτά το περιεχόμενο της χριστιανικής ελπίδας. Γιατί στο χριστιανικό Ευαγγέλιο η ελπίδα δεν είναι η τελευταία σανίδα από την οποία πιάνεται ο απεγνωσμένος άνθρωπος για να μη καταποντισθεί στο χάος του μηδενός, δεν είναι μια ανθρώπινη προσπάθεια. Είναι δωρεά του Θεού. Όταν ο Παύλος κάνει λόγο για την «ελπίδα την αποκειμένην ημίν εν ουρανοίς» (Κολ. 1,5), δεν εννοεί το ελπίζειν σαν προσπάθεια αλλά το περιεχόμενο αυτής της ελπίδας που είναι δοσμένο από το Θεό και που αναμένεται στην πληρότητά του μελλοντικά. Έχοντας τέτοιο σίγουρο περιεχόμενο «η ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. 5,5)· δεν μπορεί να διαψεύσει τον άνθρωπο, γιατί έχει ένα υπαρκτό αντίκρυσμα, υπαρκτό και βέβαιο, όσο και αν είναι μη βλεπόμενο με τα σωματικά μάτια.

Μερικές φορές όταν μιλούμε για το μεταθάνατο μέλλον, το αντιμετωπίζουμε διανοητικά και όχι βιωματικά. Είναι ένας κίνδυνος από τον οποίο πρέπει να προφυλαχθούμε. Το μυαλό ζητά περιγραφές, θέλει να συλλάβει τις λεπτομέρειες για τον τόπο ή τον τρόπο της μελλοντικής ζωής. Γι’ αυτό και δόθηκαν στη διάρκεια της ιστορίας πολλές περιγραφές με κατηγορίες και διαμερίσματα του μελλοντικού κόσμου, ανάλογα με το είδος της αμαρτίας ή της αρετής. Ανώφελες αναζητήσεις της διανοητικής περιέργειας! Η Γραφή μας ομιλεί για τον μελλοντικό κόσμο με τις ακόλουθες εκφράσεις: «… και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσ. 4,17), «. . . εγείρεται σώμα πνευμα­τικόν» (Α’ Κορ. 15,44), «οίδαμεν ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς έστι· και πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ’ αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός έστιν» (Α’ Ιω. 3,2-3), κ.ά.

Η τελευταία αυτή φράση του Ιωάννη είναι πολύ ενδεικτική. Όποιος έχει αυτή την ελπίδα στο Θεό δεν καταφεύγει στις φανταστικές διανοητικές περιγραφές, αλλά σε κάτι συγκεκριμένο που συνδέεται με τη ζωή του: «αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός έστιν». Η καλλίτερη προετοιμασία για το μέλλον συνίσταται στη σωστή ζωή του παρόντος, στη ζωή της πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης. Ο άνθρωπος είπαμε ότι συνήθως φοβάται το τέλος του· ο ελπίζων και έχων έργα αγάπης νικά τη φυσική φοβία, γιατί «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιω. 4,18).

Απ’ όλα αυτά φαίνεται ότι το μήνυμα του Χριστιανισμού στον κόσμο είναι μήνυμα αισιοδοξίας. Το κέντρο της Κ. Διαθήκης δεν βρίσκεται στο χαμένο παρελθόν του Αδάμ, αλλά στον καινό ουρανό και στην καινή γη που υπόσχεται ο Χριστός για το μέλλον. Κι’ όταν η Κ. Διαθήκη, και στη συνέχεια η Εκκλησία, τονίζουν ότι η κάθε χρονική στιγμή της ζωής είναι δυνατό να σημάνει τον ερχομό του μέλλοντος, δεν το κάνουν για να προκαλέσουν αισθήματα καταθλίψεως αλλά για να μας οδηγήσουν στη δημιουργικότητα και την επωφελή χρησιμοποίηση του παρόντος. Η σκέψη του τέλους οδηγεί στην όρεξη για δράση και δημιουργία, ώστε την ώρα της κρίσεως να μη βρεθούμε με άδεια χέρια. Οι ύμνοι της Εκκλησίας, ιδίως της Μ. Τεσσαρακοστής, όταν μιλούν για το τέλος που εγγίζει, δεν τα κάνουν για να μας γεμίσουν με κατάθλιψη αλλά για να παρωθήσουν στην εγρήγορση και την γεμάτη δημιουργικότητα αναμονή. Γιατί το μέλλον δεν οικοδομείται αυθαίρετα. Το οικοδομούμε και εμείς, μαζί βέβαια με το Θεό. Έτσι ο ερχομός του δεν είναι φοβερός αλλά ευχάριστος. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη τελειώνει με την υπόσχεση του Κυρίου «ναι έρχομαι ταχύ» και με την προσευχή της Εκκλησίας «ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Ο τόνος πού κυριαρχεί στο κείμενο αυτό δεν είναι ο φόβος που έρχεται ο Κύριος, αλλά η χαρά που εκπληρώνεται η ελπίδα της Εκκλησίας.

Πηγή: http://sapfiros.blogspot.com/2011/02/blog-post_7991.html

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ e-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Σάββας Παυλίδης

Η τεχνολογία έχει λάβει κύρια θέση σε πολλές πτυχές της καθημερινής μας ζωής, περιλαμβανομένης της κοινωνικής και επαγγελματικής. Ειδικότερα, η χρήση της τεχνολογίας έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης εκπαίδευσης. Ωστόσο, πολλές φορές δεν υπάρχει σαφής κατανόηση του όρου «εκπαιδευτική τεχνολογία», τόσο σε εκπαιδευτικούς κύκλους όσο και στο ευρύτερο κοινό. Ο Οργανισμός Εκπαιδευτικής Επικοινωνίας και Τεχνολογίας (Association of Educational Communications and Technology-AECT) που εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ορίζει την εκπαιδευτική τεχνολογία ως  μια συστηματική διαδικασία, η οποία εμπλέκει υλικά, θεωρίες, ανθρώπινο δυναμικό και γνώση για τη λύση εκπαιδευτικών προβλημάτων και βελτίωση της μάθησης (AECT, 1977). To 1994 ο AECT αναθεώρησε τον ορισμό της εκπαιδευτικής τεχνολογίας και τον επαναδιατύπωσε ως εξής: «Διδακτική τεχνολογία είναι η θεωρία και η εφαρμογή του σχεδιασμού, της ανάπτυξης, χρήσης, διαχείρισης, και αξιολόγησης των διαδικασιών και υλικών που αποσκοπούν στην μάθηση». Άρα, λοιπόν, ο όρος εκπαιδευτική τεχνολογία δεν αναφέρεται μόνο στα υλικά και μέσα (π.χ. τηλεόραση, ηλεκτρονικό υπολογιστή) αλλά σε μια συστηματική προσέγγιση, που έχει ως σκοπό την βελτίωση της ανθρώπινης μάθησης. Επιπλέον, αυτός ο ορισμός υποδηλώνει ότι η εκπαιδευτική τεχνολογία δεν είναι κάτι καινούργιο, καθώς η αναζήτηση τρόπων βελτίωσης της μάθησης ανάγεται στην αρχαιότητα.

Kατά καιρούς, υπήρξαν διάφορες σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες επηρέασαν τη διαμόρφωση του κλάδου της εκπαιδευτικής τεχνολογίας, με πρώτη τη χρήση της γλώσσας και την ανακάλυψη της γραφής. Με την γραφή δόθηκε η ευκαιρία στον άνθρωπο να καταγράφει εμπειρίες, να δημιουργεί και να μεταδίδει τη γνώση πιο αποτελεσματικά. Σε αυτό συνέβαλε, κατά πολύ, και η εφεύρεση της τυπογραφίας. Η ευκολία με την οποία βιβλία, δοκίμια και συγγράμματα διαφόρων κατηγοριών μπορούσαν να ανατυπωθούν και να διαμοιραστούν, είχε ως αποτέλεσμα την έκρηξη της γνώσης. Ακολούθησαν ανακαλύψεις όπως το ραδιόφωνο, οι τηλεπικοινωνίες, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το διαδίκτυο.

1.Χρήση της τεχνολογίας στην τάξη

Η εισαγωγή της τεχνολογίας στην εκπαιδευτική διαδικασία έχει εγείρει διάφορες αντιδράσεις κατά καιρούς. Οι δύο τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται περισσότερο, μέχρι και σήμερα, στα σχολεία είναι το βιβλίο και ο μαυροπίνακας. Η κουλτούρα του παραδοσιακού σχολείου δεν επιτρέπει την εύκολη εισαγωγή καινοτομιών και αντιστέκεται σε προσπάθειες αναδόμησης του αναλυτικού προγράμματος και του σχολικού περιβάλλοντος. Η πρώτη αντίδραση των εκπαιδευτικών, μετά την εισαγωγή μιας καινούργιας τεχνολογίας στην τάξη, είναι να χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη των παραδοσιακών μεθόδων διδασκαλίας.  

Ορισμένοι από τους κύριους λόγους για τους οποίους η εκπαιδευτική τεχνολογία δεν έχει αξιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό στα σχολεία είναι:

  1. Η εφαρμογή παραδοσιακών μοντέλων διδασκαλίας, η οποία αδυνατεί να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας και όσα μας επιτρέπει να κάνουμε.
  2. H έλλειψη κατάλληλων εκπαιδευτικών λογισμικών που να ανταποκρίνονται στο επίπεδο των μαθητών, στην ύλη του αναλυτικού προγράμματος και στις ανάγκες των εκπαιδευτικών.
  3. Οι προσπάθειες εισαγωγής των τεχνολογιών αυτών έχουν συγκεντρωτικό χαρακτήρα και δεν επιτρέπουν στους εκπαιδευτικούς να συμμετάσχουν στις διαδικασίες οργάνωσης, εφαρμογής και αξιολόγησης της καινοτομίας.
  4. Η έλλειψη υποστήριξης των εκπαιδευτικών, σχολείων και διοικητικών στελεχών κατά την διάρκεια της εφαρμογής της καινοτομίας.
  5. H έλλειψη δεξιοτήτων από μέρους των εκπαιδευτικών και η μη παροχή ευκαιριών και κινήτρων για συνεχή επιμόρφωση.
  6. Η οργάνωση των φυσικών χώρων στις παραδοσιακές τάξεις αποτρέπει την εύκολη εφαρμογή των τεχνολογιών αυτών.

2.Τεχνολογία και σύγχρονα παιδαγωγικά μοντέλα

Η εισαγωγή της τεχνολογίας στην εκπαίδευση δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά ούτε και πανάκεια στη λύση όλων των προβλημάτων που απασχολούν τη σύγχρονη εκπαίδευση. Υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την επιτυχή ένταξη της τεχνολογίας στο αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων όλων των βαθμίδων. Ορισμένες από αυτές είναι και οι ακόλουθες:

  1. Ο υπολογιστής ως εργαλείο της σκέψης και της αντίληψης (cognitive tool). Λαμβάνοντας υπόψη ότι η γνώση οικοδομείται με τη βοήθεια εργαλείων και συμβόλων που έχει στη διάθεση της η κάθε κοινότητα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και γενικότερα η τεχνολογία δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται για την απλή μετάδοση της γνώσης αλλά ως αντιληπτικά εργαλεία, εργαλεία που οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία της μάθησης θα χρησιμοποιούν για να βοηθήσουν τον τρόπο της σκέψης τους, τη συνοικοδόμηση της γνώσης. Η ηλεκτρονική, λοιπόν, μάθηση μπορεί να συνδυάσει τις θέσεις των μοντέλων που παρουσιάστηκαν πιο πάνω. 
  2. Εκπαίδευση των δασκάλων στην αποτελεσματική χρήση της τεχνολογίας, μέσα στα πλαίσια του αναλυτικού προγράμματος. Χωρίς να έχουν την κατάλληλη κατάρτιση οι εκπαιδευτικοί δεν πρόκειται να αξιοποιήσουν τις καινούριες τεχνολογίες στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Έτσι, μεγάλη σημασία πρέπει να δοθεί και στην ανάπτυξη διαδικασιών και δεξιοτήτων για την εφαρμογή σύγχρονων μοντέλων διδασκαλίας και μάθησης. Μέσα στα πλαίσια της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών πρέπει να δίνονται ευκαιρίες αξιοποίησης των δυνατοτήτων που προσφέρει η τεχνολογία.
  3. Αναδόμηση του αναλυτικού προγράμματος, ούτως ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί η τεχνολογία, όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικά. Όπως είναι δομημένο το αναλυτικό πρόγραμμα, πολλές φορές, δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των τεχνολογιών. Τα σύγχρονα παιδαγωγικά μοντέλα υποστηρίζουν μια διαθεματική προσέγγιση της διδασκαλίας η οποία στηρίζεται στις αρχές της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της συνοικοδόμησης της γνώσης.
  4. Επένδυση στην υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων και των εκπαιδευτικών οργανισμών. Είναι αναγκαίο να επενδυθούν χρήματα για την υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων και τη συνεχή υποστήριξη των προγραμμάτων εφαρμογής της τεχνολογίας στην εκπαιδευτική διαδικασία.
  5. Συνεχής αξιολόγηση, αναθεώρηση και βελτίωση τεχνολογικών καινοτομιών. Η πολύπλευρη αξιολόγηση είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιτυχίας και της υψηλής ποιότητας των αποτελεσμάτων από την επιτυχή εισαγωγή των τεχνολογιών στα σχολεία.  
  6. Συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις διαδικασίες οργάνωσης, εφαρμογής και αξιολόγησης της καινοτομίας.  
  7. Αναγνώριση της ιδέας ότι η μάθηση είναι εγκατεστημένη. Το γεγονός ότι η μάθηση είναι εξαρτημένη από το περιβάλλον μέσα στο οποίο οικοδομείται έχει επιπτώσεις στο σχεδιασμό μαθησιακών περιβαλλόντων. Για το λόγο αυτό η γνώση πρέπει να οικοδομείται μέσα σε περιβάλλοντα-πλαίσια, όπου οι μαθητές θα κληθούν να τη χρησιμοποιήσουν. Εκπαιδευτικές ιστοσελίδες, περιβάλλοντα εικονικής πραγματικότητας και εκπαιδευτικές ηλεκτρονικές προσομοιώσεις μπορούν να προσφέρουν ευκαιρίες στους μαθητές να οικοδομήσουν γνώση σε μια πληθώρα από διάφορα αυθεντικά περιβάλλοντα.

3.E-learning[2] 

 Τι εννοούμε όμως ακριβώς όταν χρησιμοποιούμε τον όρο e-learning; Η ελληνική μετάφρασή του όρου, τηλεκπαίδευση (εκπαίδευση από μακριά), δεν αποτυπώνει ακριβώς την έννοια, ίσως πιο σωστή θα ήταν η μετάφραση ηλεκτρονική μάθηση. Η έννοια e-learning είναι αρκετά γενική και περικλείει οποιαδήποτε μορφή εκπαίδευσης χρησιμοποιεί τους πόρους του δικτύου ή γενικότερα τις δυνατότητες των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Για να προσδιορίσουμε καλύτερα την έννοια της τηλεκπαίδευσης έχουν καθοριστεί τρεις διαφορετικές μορφές:

  • Η τηλεκπαίδευση σε εξατομικευμένο ρυθμό (self-paced training). Σε αυτή την περίπτωση προσφέρονται στον εκπαιδευόμενο συνδυασμός εκπαιδευτικών υλικών (βιβλία, αναφορές στο δίκτυο, μαγνητοσκοπημένα μαθήματα, σημειώσεις, προγράμματα εκμάθησης βασισμένα σε υπολογιστή κτλ), συνήθως χωρισμένα σε ενότητες (μαθήματα), τα οποία χρησιμοποιεί με το δικό του ρυθμό, αποφασίζει δηλαδή ο ίδιος πότε και που θα τα χρησιμοποιήσει. Δεν υπάρχει επικοινωνία με διδάσκοντα ή με άλλους μαθητές.
  • Η Ασύγχρονη τηλεκπαίδευση.  Παρέχεται στους συμμετέχοντες η δυνατότητα να εργαστούν με το υλικό προς διδασκαλία οπουδήποτε και οποτεδήποτε έχοντας όμως παράλληλα δυνατότητα ασύγχρονης επικοινωνίας με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες και με τον εκπαιδευτή. Το υλικό διδασκαλίας δεν είναι απαραίτητο να έχει δοθεί όλο από την έναρξη του μαθήματος αλλά μπορεί να προσφέρεται τους εκπαιδευόμενους σταδιακά. Ο ρυθμός διεξαγωγής καθορίζεται από τον εκπαιδευτή σε συνεργασία πάντα με τους εκπαιδευόμενους.
  • Η Σύγχρονη τηλεκπαίδευση. Σε αυτή την περίπτωση το μάθημα γίνεται κανονικά αλλά οι μαθητές και ο καθηγητής μπορούν να βρίσκονται σε διαφορετικό τόπο ο καθένας και χρησιμοποιώντας τεχνολογίες τηλεδιάσκεψης να βρίσκονται όλοι σε μία εικονική αίθουσα διδασκαλίας. Η διεξαγωγή του μαθήματος γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρει τις ίδιες ή και παραπάνω δυνατότητες με αυτές που προσφέρονται σε μία κανονική αίθουσα.

  

4.Χρήση της τηλεκπαίδευσης

Η τηλεκπαίδευση δίνει μία τελείως διαφορετική διάσταση στην έννοια της μάθησης. Με τη χρήση της τηλεκπαίδευσης οι εκπαιδευόμενοι γλυτώνουν πολύτιμο χρόνο μετακινήσεων και τους δίνεται η ευελιξία για να διαλέξουν μόνοι τους το χρόνο που θα διαθέσουν.

Ασύγχρονη Τηλεκπαίδευση

Η Ασύγχρονη Τηλεκπαίδευση βασίζεται κυρίως στο δίκτυο και στην ασύγχρονη πρόσβαση στο υλικό του μαθήματος από τους εκπαιδευόμενους με το κατάλληλο λογισμικό. Το λογισμικό αυτό ονομάζεται πλατφόρμα Ασύγχρονης Τηλεκπαίδευσης ή Σύστημα Διαχείρισης Μαθησιακού Υλικού (Learning Management System LMS).

Ως πλατφόρμα Ασύγχρονης Τηλεκπαίδευσης θα μπορούσε να θεωρηθεί και μία απλή ιστοσελίδα στην οποία ανεβάζει ο καθηγητής το υλικό του μαθήματος και στη συνέχεια οι μαθητές παραδίδουν τις εργασίες τους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αυτό όμως δεν θα ήταν λειτουργικό.

Μία πλατφόρμα για ασύγχρονη τηλεκπαίδευση θα πρέπει τουλάχιστον να ικανοποιεί τις παρακάτω απαιτήσεις :

  1. Να υποστηρίζει χωρισμό των χρηστών σε ομάδες έτσι ώστε η ίδια πλατφόρμα να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για περισσότερα από ένα μαθήματα. Προφανώς θα πρέπει να υποστηρίζει κάποιου είδους πιστοποίηση των χρηστών.
  2. Να υποστηρίζει τη δημιουργία βημάτων συζήτησης (discussion forums) για την επικοινωνία των εκπαιδευομένων και του εκπαιδευτή ασύγχρονα.
  3. Να υποστηρίζει «δωμάτια συζητήσεων» (chat rooms) για συζήτηση σε πραγματικό χρόνο (σύγχρονη) και ανταλλαγή απόψεων.
  4. Να υλοποιεί ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) για την καλύτερη επικοινωνία των χρηστών.
  5. Εύκολο τρόπο τόσο για τον καθηγητή για να τοποθετεί το υλικό του μαθήματος όσο και για το μαθητή για την τοποθέτηση των εργασιών του.
  6. Να δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές τοπικής αποθήκευσης του υλικού του μαθήματος, για επεξεργασία εκτός του δικτύου.

Αν και τα παραπάνω θεωρούνται απολύτως απαραίτητα για μία πλατφόρμα ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, την αποκτηθείσα εμπειρία και τους ολοένα πιο απαιτητικούς χρήστες έχουν αρχίσει να προστίθενται και άλλα χαρακτηριστικά όπως:

  1. Να υπάρχει το υλικό του μαθήματος και σε εύκολα εκτυπώσιμη μορφή για τους χρήστες που προτιμούν το έντυπο υλικό.
  2. Το περιβάλλον να είναι προσβάσιμο από απλό web browser ώστε να μη χρειάζεται από τους χρήστες εγκατάσταση άλλου λογισμικού και για να είναι προσβάσιμο από παντού (π.χ. Internet café) και από οποιοδήποτε λειτουργικό σύστημα.
  3. Να έχει φιλικό περιβάλλον τόσο για το χρήστη/μαθητή όσο και για το χρήστη/καθηγητή.
  4. Να υποστηρίζει προσωποποίηση (customization) του περιβάλλοντος ανάλογα με το χρήστη. Επίσης να κρατάει πληροφορίες (δημιουργία profiles) για το χρήστη για να τον «βοηθάει» κατά την πλοήγηση.
  5. Να έχει ημερολόγιο με τις προθεσμίες και άλλα σημαντικά γεγονότα.
  6. Να παρακολουθεί την πρόοδο των μαθητών.
  7. Να υποστηρίζει την εύκολη δημιουργία διαγωνισμάτων (online tests)
  8. Να υποστηρίζει την παρουσίαση και άλλων πολυμεσικών υλικών όπως βίντεο, ήχου, εικόνων κλπ

Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί διάφορες πλατφόρμες που υλοποιούν όλα τα παραπάνω, όπως το WebCT, το Blackboard, Dokeos, Moodle κ.ά.

5.Πρότυπα

Πολύ γρήγορα φάνηκε η ανάγκη ύπαρξης ανοικτών προτύπων για την περιγραφή του μαθησιακού υλικού. Οι βασικότεροι λόγοι που οδήγησαν στην ανάπτυξη προτύπων περιγραφής μαθησιακών αντικειμένων είναι:

  1. Η ανάγκη για επαναχρησιμοποίηση του μαθησιακού υλικού. Είναι πολύ σημαντικό μετά τη δημιουργία ενός μαθήματος για ασύγχρονη τηλεκπαίδευση το υλικό αυτό να μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί την επόμενη φορά που θα διδαχθεί το μάθημα και να είναι απαραίτητες μόνο ενημερώσεις και βελτιώσεις. Οι εξελίξεις στον τομέα της τηλεκπαίδευσης είναι ραγδαίες και οι ανάγκες που καλείται να καλύψει μία πλατφόρμα για Ασύγχρονη Tηλεκπαίδευση είναι συνεχώς αυξανόμενες με αποτέλεσμα να βγαίνουν συνεχώς καινούριες εκδόσεις και να αναπτύσσονται καινούριες πλατφόρμες. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό μία αναβάθμιση της πλατφόρμας ή μία μετάβαση από μία πλατφόρμα σε μία άλλη, να μη συνεπάγεται και επαναδημιουργία του μαθησιακού υλικού.
  2. Η ανάγκη για συνεργασία μεταξύ Συστημάτων Διαχείρισης Μαθησιακού Υλικού. Οι εκπαιδευτές πολλές φορές θέλουν να συνεργαστούν και να ανταλλάξουν μαθησιακό υλικό. Είναι απαραίτητο λοιπόν να υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος περιγραφής του μαθησιακού υλικού και να μπορούν διαφορετικές πλατφόρμες να συνεργαστούν για ανταλλαγή μαθησιακού υλικού.
  3. Η ανάγκη για διαθεσιμότητα πρόσβασης και εύκολης αναζήτησης. Είναι σημαντικό οι χρήστες να μπορούν να ψάξουν εύκολα στο μαθησιακό υλικό και να βρουν αυτό που τους ενδιαφέρει.

Οι παραπάνω λόγοι οδήγησαν στη δημιουργία προτύπων για την περιγραφή των μαθησιακών αντικειμένων και τα μεταδεδομένα (metadata) μαθησιακών δεδομένων. Τα κυριότερα πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί μέχρι στιγμής είναι:

  • Το πρότυπο της AICC (Aviation Industry CBT(Computer Based Training) Committee). H AICC προσφέρει πιστοποίηση συμβατότητας με το AGR 010 (AICC Guidelines and Recommendations). Ακόμα και τα LMS’s που είναι  AICC certified δε σημαίνει ότι είναι απόλυτα συμβατά μεταξύ τους και ότι η μεταφορά από τη μία πλατφόρμα στην άλλη γίνεται αυτόματα.
  • Το πρότυπο της IMS Global Learning Consortium. H IMS αναπτύσσει προδιαγραφές για συστήματα ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης. Οι προδιαγραφές βασίζονται στην XML (eXtensve Markup Language).
  • SCORM (Sharable Content Object Reference Model). Το SCORM αναπτύχθηκε από το ADL(Advanced Destributed Learning),  πρωτοβουλία  του υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Αμερικής(Department of Defense). Σκοπός του SCORM είναι να συνενώσει τα υπόλοιπα πρότυπα. Αυτή τη στιγμή αποτελεί το πιο δημοφιλή πρότυπο. Βασίζεται και αυτό στην XML.

6.Σύγχρονη Τηλεκπαίδευση

Όπως αναφέρθηκε και στον ορισμό της σύγχρονης τηλεκπαίδευσης για να είναι εφικτή η πραγματοποίηση μαθήματος μέσω σύγχρονης τηλεκπαίδευσης θα πρέπει η εικονική αίθουσα να προσφέρει τουλάχιστον όλες τις δυνατότητες  που προσφέρει και μία κανονική αίθουσα :

  1. Ηλεκτρονικός ασπροπίνακας. Ο πίνακας είναι το σημαντικότερο μέσο που χρησιμοποιούν οι καθηγητές για τη διδασκαλία στην αίθουσα. Είναι απαραίτητο λοιπόν να δίνεται αυτή η δυνατότητα στον καθηγητή και σε μία εικονική αίθουσα.
  2. Αλληλεπιδραστική (δύο δρόμων) οπτικοακουστική επικοινωνία μεταξύ των συμμετεχόντων. Είναι πολύ σημαντικό για την επιτυχία του μαθήματος να υπάρχει πολύ καλής ποιότητα επικοινωνία μεταξύ των συμμετεχόντων έτσι ώστε να εξαλείφεται η απόσταση και να δημιουργείται η εντύπωση ότι βρίσκονται όλοι στον ίδιο χώρο. Προφανώς προτεραιότητα δίνεται στον ήχο αλλά δεν πρέπει να υποτιμηθεί η αναγκαιότητα του βίντεο αφού έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι όταν πέφτει η ποιότητα του βίντεο χάνεται το ενδιαφέρον των συμμετεχόντων.
  3. Δυνατότητα για από κοινού χρήση εφαρμογής (application sharing). Είναι απαραίτητο για τον καθηγητή να μπορεί να παρουσιάσει ψηφιακό υλικό στους σπουδαστές (power point presentation, web browser, word document, κτλ). Όπως στην κλασική τάξη ο καθηγητής έχει τη δυνατότητα να δείξει διαφάνειες στους μαθητές, είναι απαραίτητο για τον καθηγητή να μπορεί να παρουσιάσει το υλικό του μαθήματος και στην εικονική τάξη (power point presentation). Με αυτή τη δυνατότητα δίνεται και η ευκαιρία για εκμάθηση μίας εφαρμογής μέσα από την τηλεκπαίδευση.

Οι παραπάνω απαιτήσεις είναι οι ελάχιστες που πρέπει να ικανοποιεί μία εικονική αίθουσα. Απ’ τη στιγμή όμως που προσφέρονται στην υπηρεσία του καθηγητή προηγμένες τεχνολογικές δυνατότητες μπορεί να τις εκμεταλλευτεί για να εμπλουτίσει το μάθημα του και με άλλα στοιχεία. Π.χ.

  • Προβολή βίντεο
  • Ταυτόχρονη πλοήγηση σε δικτυακούς τόπους
  • Χρησιμοποίηση και άλλων εφαρμογών εκτός από εφαρμογές για παρουσιάσεις.
  • Χρησιμοποίηση προγραμμάτων προσομοίωσης. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να πραγματοποιηθούν και εικονικά εργαστήρια (virtual laboratories)
  • Να μπορεί γενικά να μιλά και να κινείται με φυσικό τρόπο, όπως θα έκανε και σε μία παραδοσιακή διάλεξη. Να μην χρειάζεται να ασχοληθεί με την τεχνική πλευρά των συστημάτων, ώστε να μπορεί να επικεντρώσει την προσοχή του στο καθαυτό αντικείμενο της διάλεξης.

Προϋποθέσεις σύγχρονης τηλεκπαίδευσης

Όπως φαίνεται και από την προηγούμενη παράγραφο δεν μπορεί οποιοδήποτε μάθημα να γίνει με τη μορφή της σύγχρονης τηλεκπαίδευσης. Θα πρέπει όλοι οι συμμετέχοντες να είναι:

  1. συνδεδεμένοι σε δίκτυο υψηλών ταχυτήτων έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η καλή ποιότητα βίντεο και ήχου και να είναι εφικτή η από κοινού χρήση εφαρμογών.
  2. οι συμμετέχοντες θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους αρκετά προηγμένο εξοπλισμό για τις ανάγκες της σύγχρονης τηλεκπαίδευσης.
  3. τουλάχιστον ο καθηγητής θα πρέπει να βρίσκεται σε αίθουσα ειδικά διαμορφωμένη για να καλύπτει ανάγκες σύγχρονης τηλεκπαίδευσης.

7.Σύγχρονη – Ασύγχρονη Τηλεκπαίδευση

Η σύγχρονη τηλεκπαίδευση έχει αξία και πέραν της χρονικής στιγμής διεξαγωγής της και είναι σίγουρα πιο αποτελεσματική αν συνοδεύεται και από ασύγχρονη. Χρειάζονται επομένως αυτοματοποιημένοι τρόποι για να μεταφέρουμε το υλικό του μαθήματος σε περιβάλλον για ασύγχρονη τηλεκπαίδευση.

Η καταγραφή του μαθήματος καθίσταται έτσι απαραίτητη για να είναι προσβάσιμο από τους μαθητές για μετέπειτα μελέτη και από τους εκπαιδευόμενους που δεν μπόρεσαν να το παρακολουθήσουν. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε επόμενα μαθήματα και σαν πηγή γνώσης και για άλλους.

Για να είναι πιο αποτελεσματικό και εύχρηστο το υλικό που παράγεται πρέπει να συγχρονίσουμε το βίντεο αυτό με τα υπόλοιπα μαθησιακά υλικά που χρησιμοποίησε ο εκπαιδευτής. Με αυτό τον τρόπο ο μαθητής έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει γρήγορα, εύκολα και με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα μόνο το κομμάτι του μαθήματος που τον ενδιαφέρει.

Αυτό βέβαια απαιτεί ακόμα πιο εξειδικευμένη αίθουσα τηλεκπαίδευσης για τον καθηγητή και κάνει ακόμα πιο αναγκαία την ύπαρξη ενός τουλάχιστον τεχνικού καθώς επίσης και ειδικό λογισμικό για τον συγχρονισμό των εφαρμογών.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ e-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Το Σύστημα Διαχείρισης Μάθησης (ΣΔΜ) αναπτύχθηκε για τις ανάγκες του μαθήματος των Θρησκευτικών της Ελληνογαλλικής Σχολής ΚΑΛΑΜΑΡΙ Θεσσαλονίκης.  Χρησιμοποιεί τις ΤΠΕ και είναι επέκταση του ανοικτού συστήματος διαχείρισης μάθησης DOKEOS[1]. (http://155.207.66.22/savvas/). 

 

Ποιες είναι οι διαστάσεις της εφαρμογής του e-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ σε ένα σχολείο;

  • Αποθήκευση και προβολή εκπαιδευτικού πολυμεσικού υλικού: προσφέρει λύσεις προς την κατεύθυνση της ενεργούς συμμετοχής κάθε προσώπου που εμπλέκεται έμμεσα ή άμεσα στην εκπαιδευτική διαδικασία.  Υποστηρίζει αντικείμενα μάθησης (SCORM) που επιτρέπουν πολυμεσικό διαδραστικό περιεχόμενο και χαρακτηρίζονται από αυξημένη αυτονομία και ανεξαρτησία, διευκολύνοντας έτσι την επαναχρησιμοποίησή τους είτε από το συγγραφέα τους είτε από άλλους καθηγητές μόνο με τη χρήση ενός φυλλομετρητή[3].  Προσφέρει και χαρακτηριστικά σύγχρονης εκπαίδευσης όπως τεχνολογίες ροής (ροή κατά απαίτηση και ζωντανή ροή)
  • Εξ’ αποστάσεως διαχείριση μέσω φυλλομετρητή φιλική για κάθε χρήστη και διαχειριστή: Ούτε οι τεχνικές γνώσεις για την πληροφορική ούτε η φυσική παρουσία του διαχειριστή δεν αποτελεί προϋπόθεση. Όλες οι λειτουργίες του συστήματος (εισαγωγή – διαγραφή – τροποποίηση – δημοσίευση) πραγματοποιούνται από απόσταση μέσω υπηρεσιών Διαδικτύου (φυλλομετρητής), μόνο με τις βασικές γνώσεις πληροφορικής.
  • Δυνατότητα δημιουργίας διαφορετικών τύπων χρηστών: υποστηρίζει διαφορετικού τύπου χρήστες με στόχο την καλύτερη προβολή και διαχείριση των δεδομένων. Με τους τύπους χρηστών είναι δυνατόν:
  1. Να προσαρμοστεί στις προσωπικές ανάγκες του κάθε χρήστη.
  2. Να προσφερθεί η δυνατότητα στο σύνολο των καθηγητών του σχολείου να δημοσιεύσουν το υλικό τους.
  3. Να προστατευθούν οι σημαντικές παράμετροι του συστήματος
  4. Να διευκολυνθεί η διαχείριση των δεδομένων και η παραμετροποίηση της πλατφόρμας

Έτσι, η ανάγκη συνεύρεσης δασκάλου – μαθητή στον ίδιο χώρο (τάξη), παύει να έχει τη βαρύτητα που είχε με τους παραδοσιακούς τρόπους διδασκαλίας.  Η πλατφόρμα e-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ, αλλά και κάθε ΣΔΜ με παρόμοια χαρακτηριστικά, δημιουργεί συνδέσμους εγγύτητας ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή ή διαφορετικά ανάμεσα στο μαθητή και το γνωστικό αντικείμενο.  Ο μαθητής πλέον έχει πρόσβαση στη γνώση με ποικίλους τρόπους, δημιουργώντας έτσι μια εκπαιδευτική ηλεκτρονική κοινότητα.  Η ανταλλαγή γνώσης μεταξύ μαθητών με διαφορετικές εμπειρίες επιτρέπει να αυξήσουν τις δεξιότητες επικοινωνίας, διαλεκτικότητας και κοινωνικότητάς τους[4].

Η μεγάλη ανάπτυξη των θεωριών μάθησης, τις τελευταίες δεκαετίες, και μάλιστα των γνωστικών θεωριών, έχει φέρει επανάσταση στην επιστήμη της παιδαγωγικής και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο εκπαιδευτής τον εκπαιδευόμενο. Η εκρηκτική ανάπτυξη και εισβολή της τεχνολογίας των επικοινωνιών και πληροφορίας σε κάθε, σχεδόν, ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά και στην εκπαίδευση, έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαχείριση της γνώσης. Είναι πλέον πιεστική η ανάγκη αλλαγής του τρόπου κατάκτησης της γνώσης. Έχουμε στα χέρια μας εργαλεία που μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα σ’ όλους τους εμπλεκόμενους με την εκπαίδευση. Η εισαγωγή της τεχνολογίας στην εκπαίδευση δεν αποτελεί, βέβαια, πανάκεια ή αυτοσκοπός στη λύση των προβλημάτων που απασχολούν την εκπαίδευση. Προσφέρει όμως νέους τρόπους για την κατάκτηση και ενδυνάμωση της γνώσης, που είναι και το ζητούμενο. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανάσταση ανάλογη με εκείνη της τυπογραφίας. Ο στόχος πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση αυτής της δυνατότητας.  


[1] Μάστορας Θ., Μανιτσάρης Α., (2005), Προσαρμόζοντας ένα Σύστημα Διαχείρισης Μάθησης ανοιχτού λογισμικού στις σύγχρονες απαιτήσεις ηλεκτρονικής μάθησης. Η περίπτωση του Dokeos, 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΕΕΕΠ – ΔΤΠΕ – “Μάθηση και Διδασκαλία στην Κοινωνία της Πληροφορίας”

[2] Παυλίδης Σ., Πέρδος Α., Μανιτσάρης Σ., (2004), Θρησκευτικά & Πληροφορική, συμπεράσματα και αξιολόγηση, ενός εναλλακτικού τρόπου διδασκαλίας, 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο των Εκπαιδευτικών για τις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών

[3] Μάστορας Θ., Μανιτσάρης Α., Μαυρίδης Ι., (2005), Η Υλοποίηση του Συστήματος Διαχείρισης Μάθησης ‘ΑΣΕΑ’, Δυνατότητες και Προοπτικές, Εθνικό συνέδρειο Ελληνικής Εταιρείας Συστημικών Μελετών (ΕΕΣΜ) με θέμα “Συστήματα Διαχείρισης Γνώσης και Διακυβέρνησης

[4] Flynn, J. (1992), “Cooperative learning and Gagne’s events of instruction: a syncretice view”, Educational Technology


[1] Burbules, N. (2000). Does the Internet constitute a global educational community? In N. Burbules and C. A. Torres (eds.), Globalization and Education: Critical Perspectives (pp. 323-355). New York: Routledge.

[2] http://www.teleteaching.gr/e-learning.doc.

Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα»(;) μιας γιορτής(;) για την Παιδεία

του Χριστόφορου Γ. Παπασωτηρόπουλου, εκπαιδευτικού θεολόγου

 Έπρεπε να μιλήσω για τους Τρεις Ιεράρχες, όμως είχα κουραστεί ν’ ακούω μεγάλες κουβέντες και να μιλώ για ανθρώπους άγιους, πανάκριβους, ανεκτίμητους σαν να διαφημίζω ένα προϊόν στο ραδιόφωνο. Είναι κι η εποχή που πάσχει από πολυλογία, κι έτσι βάλθηκα να περπατώ στα σοκάκια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας ,με προσοχή να μη χαθώ και με σκοπό να φτάσω στην πλατεία, στο ξέφωτο της παρουσίας των Αγίων, που και σήμερα τιμά η παιδεία μας- Του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιερού Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου- και να ψηλαφίσω τη σχέση τους με τον σημερινό μας βίο.
Προχώρησα κι είδα ένα λαό να έχει κάνει την πίστη του στο Θεό ζήτημα προσωπικού γούστου. Μια θάλασσα από άγνοια, ημιμάθεια ή αδιαφορία, μια που ο λόγος της Εκκλησίας φαίνεται να μην προκαλεί πια κανένα ενδιαφέρον. Φταίει άραγε μόνον η Εκκλησία ή κι η δική μας τρυφηλότητα;
Προχώρησα κι είδα ανθρώπους να τρέχουν να προλάβουν τη ζωή τους, να τυραννιούνται από το κυνήγι του χρόνου για να είναι «εντάξει» .Και θυμήθηκα τον Ελύτη: «Δώσε δωρεάν το χρόνο σου αν θέλεις να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια».
Είδα τους άρχοντες, εκκλησιαστικούς και μη, να μας μαλώνουν, να μας κουνάνε το δάχτυλο επιτακτικά στο πρόσωπο μπροστά μας, γιατί δεν είμαστε αρκετά υπάκουοι, δεν είμαστε όσο θα έπρεπε υποτακτικοί, γιατί δεν τους σεβόμαστε όσο θα έπρεπε και θυμήθηκα ένα παλιό σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: «Αγάπη που’ ναι η εκκλησιά σου; Βαρέθηκα πια στα μετόχια».
Είδα ανθρώπους σκυφτούς να κλαίνε, να πεινούν, ν’ απελπίζονται, να μαζεύονται φοβισμένοι, να βράζουν από θυμό και πόνο και να περιμένουν πότε ο πόνος θα γίνει δημιουργία.
Είδα  παιδιά να με κοιτούν καχύποπτα, σαν προδομένα από εμάς τους μεγαλύτερους, που τους παραδίνουμε αυτόν τον κόσμο , θυμωμένα, που σκοτώνουμε «κατά λάθος» παιδιά στα Εξάρχεια, που σιχαινόμαστε τους «λαθραίους» ανθρώπους που ζητούν καταφύγιο στη χώρα μας κυνηγημένοι, που ξεπουλήσαμε χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε τις αξίες μας για μια περίοπτη θέση σε μια εταιρία, για ένα τζιπ, για μια βίλλα παραπάνω.
Είδα δασκάλους να κάνουν αυτό που «πρέπει»,να είναι αρκούντως υπηρεσιακοί-με καθαρά, μεν αλλά άδεια χέρια!- να τρέχουν να προλάβουν την ύλη τους, να οδηγούν με ταχείς ρυθμούς τους μαθητές τους στην κρεατομηχανή της επιτυχίας, στις εξετάσεις. Με την ψυχή αφυδατωμένη, τσακισμένη και την αγάπη και το μεράκι καλά κρυμμένο βαθιά μέσα τους, μη τύχει και κατασπαταληθεί τσάμπα, μια που η καρδιά και το συναίσθημα χρειάζεται κι έξω από τη δουλειά . Και σκέφτηκα τον Μίλτο Κουντουρά: «όποιος αγωνίζεται για τα παιδιά, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα».
Κι είδα γονείς πιο κάτω, στραμένους στα παιδιά τους να τους μιλούν με φόβο κι αγωνία για το αύριο που έρχεται σαν καταιγίδα καταπάνω τους. Κι όταν αυτά ζητούσαν «μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο»,μια ελπίδα για να παλέψουν, ο πατέρας δάκρυζε κι η μάνα σιωπηλή αγκάλιαζε. Η κραυγή της σιωπής σκέφτηκα…
Κι είδα γονείς να ορμούν στους καθηγητές των παιδιών τους-με θάρρος ή με θράσος;-γιατί δε δίνουν όσα θα ήθελαν  κι όχι γνώσεις μόνο μα κι αγωγή και κοινωνικοποίηση κι ιδέες κι ελπίδες και οράματα κι αξίες …κι όλα αυτά που οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να δώσουν. Και βρήκαν κι έβαζαν στο στόμα τους τους τεμπέληδες που δουλεύουν λίγο ,που δεν ελέγχει κανείς τη δουλειά τους, που ρουφάνε άδειες και διακοπές για να βολεύονται και σκέφτηκα και πάλι τον Ελύτη: «Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο».
Κι είδα την Εκκλησία να ταπεινώνεται, να απαξιώνεται μες στις κραυγές του ορθού λόγου και της συλλογικής λήθης  και να πληρώνει σκληρά το τίμημα χρόνιων παθογενειών, ακέραιων καρκινωμάτων στο σώμα της που άλλες φορές  η αγάπη της κι άλλες φορές  η αδυναμία της, τα σκέπαζε  για να μη φαίνονται. Κι έτσι βαυκαλιζόταν πως δεν υπήρχαν…
Κι είδα πιο κάτω ένα φως αχνό, μάλλον σα φωτοστέφανο, αλλά δεν ήμουν σίγουρος-λες κι έχω δει φωτοστέφανο για να ξέρω;-…
Ένας παπάς μοίραζε τη νύχτα φαγητό και κουβέρτες στους άστεγους που είχαν κάνει τα παγκάκια σπίτια τους, ένας άλλος τραβούσε από μια τρύπια βάρκα μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της που έφτασαν από απέναντι, πεθαμένοι σχεδόν από το φόβο κι από τα παγωμένα μαύρα νερά του Αιγαίου, κι ένας άλλος μέχρι αργά τη νύχτα φόρτωνε στο πετραχήλι του καημούς κι απελπισία από πρεζόνια κι αλαφιασμένους απόκληρους. Και σκέφτηκα τη μωρία του σταυρού, τη σαλότητα των αγίων, την πίστη στην Ανάσταση, όταν όλα μυρίζουν θάνατο…
Κι έκανα «ένα βήμα πιο γρήγορο απ’ τη φθορά». Κι είδα στο ξέφωτο τρεις δεσποτάδες, χωρίς πλουμιστά άμφια και μίτρες χρυσοκέντητες, μα με ράσα φθαρμένα αλλά καθαρά και μια μαγκούρα ξύλινη ο καθένας για να ακουμπάει. Κοιτούσαν σιωπηλοί κι ολόμονοι , κρυμμένοι θαρρείς ,κουρασμένοι, μα μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο, αυτό που έχουν οι άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν.
Εκεί πλησίασα, γονάτισα  κι αφέθηκα στην παραμυθία τους:
Μου ψιθύρισε ο άγιος Γρηγόριος, για το Θεό που κρύβεται-«Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!»- στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που προσπερνάμε, στο σπόρο που φυτεύουμε περιμένοντας ν’ ανθίσει.
Μου είπε για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που δεν απλώνουν το χέρι τους να μοιραστούν.
Για την απελπισία της φτώχιας, της ορφάνιας, της ερήμωσης.
Κι ο Μέγας Βασίλειος, μου θύμισε για τους ψευτο-ευλαβείς που αρκούνται στην ελεημοσύνη-άλλοθι της αδικίας και για τους πλούσιους που χαρίζουν για να βολέψουν τη συνείδησή τους.
Κι ο ιερός Χρυσόστομος, αργά και σταθερά μου διηγήθηκε ιστορίες για την Εκκλησία, που πάντα στους κόλπους της μέσα είχε κι ανθρώπους που της τρώγανε τις σάρκες και  για το Χριστό που πάντα μεταμόρφωνε το σώμα της με την πεισματάρικη αγάπη του.
Μου είπαν για τους ανθρώπους τους αμόρφωτους,- όχι αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα-τους άλλους, που ξέρουν οτι έχουν πάντα δίκιο και κρίνουν με άνεση κάθε στραβό ανθρώπινο σα να μη είδαν ποτέ τις δικές τους συμφορές, γερασμένοι δικαστές μιας ζωής τσιγγούνικης…
Μου είπαν για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου, τις ουτοπίες που δεν έχουν ακόμη τόπο. Για τον Καινούργιο Κόσμο του Θεού που αγκαλιάζει όλους, κι αυτούς που θέλουμε κι αυτούς που θ’ αποφεύγαμε ακόμη και καλημέρα να τους πούμε, για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται όχι για να κερδίσει, αλλά από έρωτα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Για το σταυρό που παραλάβαμε όχι για να τον κάνουμε κόσμημα, μα για να προκαλέσουμε την ανάσταση εδώ και τώρα.
Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, αγαπούν.
Με παρηγόρησαν, όλες οι εποχές μοιάζουν, μου είπαν, μη σκιάζεσαι γιατί ο θάνατος είναι πάντα προσωρινός, φαίνεται δυνατός μα είναι σκόνη μπροστά στη χάρη του Θεού!
Και μου ψιθύρισαν κι ένα στιχάκι  για τους δασκάλους που πάντα παλεύουν μαζί με τους μαθητές  τους, σ’ αυτά τα σχολεία, μ’ αυτές τις συνθήκες, μ’ αυτές τις ανημποριές :
«και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…».
Σηκώθηκα να φύγω, μου δώσαν την ευχή τους κι ένα χαρτί τυλιγμένο να το διαβάζω κάθε φορά που θα φοβόμουν και θα δείλιαζα. Απομακρύνθηκα, το άνοιξα με λαχτάρα και το διάβασα. Ήταν δυο στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ(!):
«Κι όταν θα έχετε καλυτερέψει τον κόσμο,
Να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε αυτόν τον καλύτερο κόσμο.
Κι αν καλυτερεύοντας τον κόσμο, συμπληρώσετε την αλήθεια
λοιπόν, συμπληρώστε κι άλλο τη συμπληρωμένη αλήθεια.
Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια, αλλάξατε την ανθρωπότητα,
Λοιπόν ,
αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα.» 

  

Πάτρα, Ιανουάριος 2011

 σημείωση: ευτυχώς που για να γραφτούν αυτές οι λιγοστές αράδες εκτός από τους Τρεις Ιεράρχες, τα όσα είπαν και κυρίως τα όσα έκαναν και μας άφησαν κληρονομιά, βοήθησαν και ο Οδυσσέας Ελύτης(Μαρία Νεφέλη),ο Μίλτος Κουντουράς(Κλείστε τα σχολειά),ο Γιώργος Σεφέρης(Fog), ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Παύλος Σιδηρόπουλος (εν Κατακλείδι). 

Πηγή: http://www.kairosnet.gr/joomla/

ΠOΛITIΣMIKH ETEPOTHTA ΚΑΙ ΣXOΛIKH ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ AΓΩΓH ΣTHN EYPΩΠH KAI IΔIAITEPA ΣTHN EΛΛAΔA

EMMANOYHΛ Π. ΠEPΣEΛH
Καθηγητή Θεωρίας και Πράξης της Xριστιανικής Aγωγής
Tμήμα Kοινωνικής Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
                                                
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτισμική ετερότητα ως κοινωνικό φαινόμενο είναι κυρίαρχη στις σύγχρονες και κυρίως στις μετασύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αλλά το τι σημαίνει πολιτισμική ετερότητα φαίνεται να είναι δύσκολο να οριστεί επακριβώς. Και αυτό γιατί τόσο η έννοια του πολιτισμού όσο και της ετερότητας, όπως οι έννοιες του πλουραλισμού και της εκκοσμίκευσης, είναι πολυσήμαντες έννοιες. Διαφορετικές χρήσεις των εννοιών του πολιτισμού και της ετερότητας αντανακλούν διαφορετικές ιδεολογικές τοποθετήσεις, που μπορεί να είναι φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, θρησκευτικές ή οτιδήποτε άλλο. Ως εκ τούτου κάθε προσπάθεια να οριστεί τι σημαίνει πολιτισμική ετερότητα, εξαρτάται από το είδος της ιδεολογίας από την οποία διακατέχονται όσοι ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, πολιτικοί, εκπαιδευτικοί, θρησκευτικοί ηγέτες κ.λπ. ασχολούνται με θέματα στα οποία εμπλέκεται η χρήση των όρων πολιτισμός και ετερότητα.

Σκοπός μου δεν είναι να αναλύσω φιλοσοφικά ή κοινωνιολογικά τι σημαίνει πολιτισμική ετερότητα. Mια τέτοια προσπάθεια υπερβαίνει τα όρια αυτής της εισήγησης, παρόλο που ένα τέτοιο εγχείρημα θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.  Θεωρώ δεδομένο το γεγονός ότι η πολιτισμική ετερότητα αποτελεί συστατικό στοιχείο των κοινωνιών στις οποίες ζούμε.

Aν γενικά η πολιτισμική ετερότητα και ιδιαίτερα η θρησκευτική πολιτισμική ετερότητα, καθώς και το παράγωγό της, ο θρησκευτικός πλουραλισμός, ανέκαθεν αποτελούσαν αναπόσπαστα φαινόμενα της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες προσείλκυσε το ενδιαφέρον της ακαδημαϊκής κοινότητας και κατέστη πρωταρχικό θέμα ενδελεχούς ανάλυσης. Η συζήτηση προκλήθηκε κυρίως από το γεγονός ότι στις πλέον ανεπτυγμένες οικονομικά και τεχνολογικά ευρωπαϊκές κοινωνίες, που βρίσκονται κυρίως στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, υπάρχουν ικανές ομάδες μειονοτήτων και μεταναστών, ποικίλων εθνικών και θρησκευτικών προελεύσεων, που απαιτούν περισσότερη ελευθερία έκφρασης και ίση συμμετοχή στα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες. Αυτές οι εθνικές και θρησκευτικές ομάδες των μεταναστών, προερχόμενες κυρίως από χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της περιφέρειας της Ευρώπης, εισήχθησαν στην αγορά εργασίας των προηγμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το εργατικό δυναμικό των μεταναστών συνέβαλε θετικά και με επιτυχία στην ανόρθωση των οικονομιών των χωρών υποδοχής. Σ’ αυτές τις χώρες διαμορφώθηκαν, κυρίως μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι σύγχρονες και αναπόσπαστα συνυφασμένες με την ελεύθερη αγορά ευρωπαϊκές αστικές κοινωνίες της ευημερίας και της κοινωνικής πρόνοιας. 

Η απαίτηση για διατήρηση μιας διακριτής θρησκευτικής ταυτότητας και η ανάγκη για τη διατήρηση των εθίμων και των θρησκευτικών παραδόσεων του μητρικού τους πολιτισμού ήταν κάποια από τα σπουδαιότερα θέματα, παράλληλα με την εκμάθηση της εθνικής τους γλώσσας, που αντιμετώπισαν οι μετανάστες στις χώρες εγκατάστασής τους. Από την άλλη πλευρά, ένας αυξανόμενος αριθμός διαδοχικών γενεών μεταναστών έχουν αναπόφευκτα ενταχθεί κοινωνικά και εναρμονιστεί στις νέες συνθήκες ζωής. Στη διάρκεια αυτού του σταδίου της πολιτισμικής ένταξης της δεύτερης γενιάς των μεταναστών, η εκπαίδευση έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο γι’ αυτούς που επέλεξαν να συμμετάσχουν ενεργά στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της δεύτερης τους πατρίδας. 

Η συναναστροφή των Ευρωπαίων με συμπολίτες τους, που αρχικά ήρθαν από διαφορετικά και συγκεκριμένα πολιτισμικά και θρησκευτικά περιβάλλοντα, ανάγκασαν όλους όσοι ήταν υπεύθυνοι για την κοινωνική και πολιτική τάξη να εφεύρουν εποικοδομητικούς τρόπους συνύπαρξης και αμοιβαίου σεβασμού.  Ως εκ τούτου, η γνώση των θρησκευτικών πιστεύω και των εθίμων των ανθρώπων που η καταγωγή τους είχε τις ρίζες της σε διαφορετικά θρησκευτικά περιβάλλοντα, εκτός του ευρωπαϊκού χριστιανισμού, θεωρήθηκε νόμιμη, επείγουσα και αναγκαία.    

Στην κοινωνική απαίτηση και πρόκληση για τη διατήρηση της πολιτισμικής και θρησκευτικής ετερότητας και του θρησκευτικού πλουραλισμού οι εκπαιδευτικοί των περισσοτέρων κεντρικών και βόρειων ευρωπαϊκών χωρών ανταποκρίθηκαν με την αναθεώρηση και την επανεξέταση των κριτηρίων λειτουργίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα στις πλουραλιστικές κοινωνίες. Αυτό σημαίνει ότι η έννοια και οι σκοποί της εκπαίδευσης καθώς και άλλων σχετικών εννοιών, όπως αγωγή, διδασκαλία, μάθηση, δογματισμός κ.λπ., έπρεπε να εξεταστούν εξονυχιστικά και να επαναπροσδιοριστούν υπό το φώς των νέων κοινωνικών συνθηκών. Η ανάλυση παρήγαγε μια ανανεωμένη εκπαιδευτική θεωρία, η οποία υπολόγισε σοβαρά στη σημασία της προαγωγής και καλλιέργειας των δημοκρατικών αξιών και της πολιτισμικής και θρησκευτικής ετερότητας.

Πάντως, θα πρέπει να λεχθεί ότι ακόμη και σε ευρωπαϊκές χώρες με πλούσια και επιτυχημένη εμπειρία στην αντιμετώπιση θεμάτων σχετικών με την πολιτισμική ετερότητα, το θρησκευτικό πλουραλισμό, τη φυλετική και εθνική ποικιλία κ.λπ., δεν υπάρχει σύμφωνη γνώμη σχετικά με τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να διέπουν γενικά την εκπαίδευση και ειδικότερα τη θεωρία και πράξη της σχολικής θρησκευτικής αγωγής. Παρ’ όλα αυτά δύο διακριτές τάσεις φαίνεται να επικρατούν μεταξύ των εκπαιδευτικών για το πώς θα πρέπει να λειτουργεί η εκπαίδευση σε μια πλουραλιστική κοινωνία.  Αυτές οι τάσεις περιγράφονται εύστοχα από το Βρετανό θεωρητικό της σχολικής θρησκευτικής αγωγής Michael Grimmitt του Πανεπιστημίου του Birmingham, όταν γράφει ότι: 

«Υπάρχουν αυτοί  –που τους αποκαλούμε “πολιτισμικά απολυταρχικούς” (cultural absolutists)– οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ένας πολιτισμός (για παράδειγμα, “ο Βρετανικός πολιτισμός” που συχνά καλείται “αυτόχθων”, “κυρίαρχος” ή “ο δικός μας” πολιτισμός) δε θα πρέπει μόνο να προσδιορίζει τις αξίες που συνθέτουν την εκπαίδευση, αλλά η ίδια η εκπαίδευση θα πρέπει να είναι κυρίως υπεύθυνη για τη μετάδοση αυτών των αξιών σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, ανεξαρτήτως των προσωπικών τους πολιτιστικών ριζών και δεσμών.

H επίπτωση αυτής της άποψης είναι ότι μία πλουραλιστική κοινωνία, εξ ορισμού, είναι μία κοινωνία, η οποία διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση προς μία άλλου τύπου κοινωνία, στην οποία αυτοί, που έχουν διαφορετικές πολιτισμικές αξίες και προοπτικές αφομοιώνονται από τις αξίες και τις προοπτικές του “φιλοξενούντος” πολιτισμού. Η εκπαίδευση, τότε, αντιμετωπίζεται ως ένα μέσο πολιτισμικής ένταξης αυτών, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από την πίεση και την ανάγκη πολιτισμικής και θρησκευτικής αφομοίωσης….

Η άλλη άποψη για τον πλουραλισμό, βασίζεται στη θεωρία ότι οι πολιτισμοί, όπως οι θρησκείες, θα πρέπει ν’ αναγνωρίζονται ως αυταξίες σε μία δημοκρατική κοινωνία και ότι η πολιτισμική ετερότητα σε μία τέτοιου είδους κοινωνία είναι  αφ’ εαυτής επιθυμητή. Αυτοί που υιοθετούν μια τέτοια άποψη θα μπορούσαν να την υποστηρίξουν μόνο με βάση ότι τάσσονται υπέρ ενός πολιτισμικού σχετικισμού (cultural relativists). 
Στην εκπαιδευτική ορολογία αυτό σημαίνει ότι υπάρχει συμφωνία, ότι θα πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές και οι μαθήτριες πτυχές των πολιτισμών των ποικίλων εθνικών ομάδων με ένα ουσιωδώς περιγραφικό, μη-αξιολογικό τρόπο. Mια τέτοια διδασκαλία εκλαμβάνεται ως αποδοχή των εθνικών ομάδων στα πλαίσια της δικιάς τους κουλτούρας και συγχρόνως καλλιεργεί τη συμπαθητική κατανόηση μεταξύ αυτών που είναι, με αριθμητικούς όρους, μέλη της πλειοψηφίας ενός πολιτισμού. Mε αυτό τον τρόπο, το αποτέλεσμα μιας επιτυχούς εκπαιδευτικής διαδικασίας εκλαμβάνεται ως η προαγωγή της ανοχής και του σεβασμού των πιστεύω, των αξιών, των κοσμοαντιλήψεων και των ταυτοτήτων όλων, χωρίς την παραμικρή διάκριση αν είναι εθνικές μειονοτήτες ή η πλειοψηφία» .

Aν και η περιγραφή του Grimmitt σχετικά με τις προαναφερθείσες τάσεις αντανακλά κυρίως τις τρέχουσες επιφυλάξεις των Βρετανών εκπαιδευτικών για την αποδοχή ή όχι της πολιτισμικής και θρησκευτικής ετερότητας στην εκπαιδευτική πράξη, θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα ίδια θέματα απασχολούν αρκετούς εκπαιδευτικούς και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Παρά τα διλήμματα που τίθενται από τους “απολυταρχικούς” και τους “σχετικιστές” στην ερμηνεία της πολιτισμικής πραγματικότητας, οι περισσότεροι θεωρητικοί της σχολικής θρησκευτικής αγωγής επιχείρησαν ν’ ανταποκριθούν θετικά στις προκλήσεις της σύγχρονης εκπαιδευτικής θεωρίας και πράξης.

Η πρώτη προτεραιότητα των θεωρητικών της σχολικής θρησκευτικής αγωγής ήταν να διατυπωθεί μια θεωρία για τη σχολική θρησκευτική αγωγή, η οποία όφειλε να βασίζεται πάνω σε μορφωτικά/παιδαγωγικά θεμέλια. Με άλλα λόγια, η πρώτη προτεραιότητα των θεωρητικών της σχολικής θρησκευτικής αγωγής ήταν η απελευθέρωση της σχολικής θρησκευτικής αγωγής από “ιδεολογική περιχαράκωση” . Aυτό επιτεύχθηκε με το να διδάσκονται δια μέσου της σχολικής θρησκευτικής αγωγής οι παγκόσμιες θρησκείες και όχι μόνο ο χριστιανισμός. 

Eνα τέτοιο επίτευγμα ήταν αναγκαίο, γιατί για μια μακρά περίοδο και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η σχολική θρησκευτική αγωγή ήταν υπό αυστηρό εκκλησιαστικό χριστιανικό δογματικό έλεγχο. Το έργο της απελευθέρωσης της σχολικής θρησκευτικής αγωγής από τον έλεγχο των χριστιανικών Eκκλησιών δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση και είναι ακόμη αμφίβολο αν οι θεωρητικοί της σχολικής θρησκευτικής αγωγής έχουν επιτύχει τους στόχους τους σε ικανοποιητικό βαθμό.

Ειδικότερα, αυτό που φαίνεται ότι έχει επιτευχθεί έως τώρα είναι ότι σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες, όπως για παράδειγμα στη Βρετανία, την Ολλανδία, τη Δανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Φινλανδία, η σχολική θρησκευτική αγωγή έχει απελευθερωθεί από τον αυστηρό έλεγχο των χριστιανικών Eκκλησιών. Σε αυτές τις χώρες οι θεωρητικοί της θρησκευτικής αγωγής διαμόρφωσαν στόχους και έθεσαν κριτήρια που βοηθούν τους διδάσκοντες, μέσω κατάλληλου διδακτικού υλικού, να προαγάγουν την κατανόηση, το σεβασμό, τη συμπάθεια, την ανοχή, καθώς και μια κριτική προοπτική εκ μέρους των παιδαγωγουμένων απέναντι στα θρησκευτικά πιστεύω και τη συμπεριφορά των μελών των μεγάλων παγκόσμιων θρησκειών.

Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Αυστρία, όπου οι  χριστιανικές Εκκλησίες συνεργάζονται στενά με το σχολείο για τη διδασκαλία της δικής τους συγκεκριμένης θρησκευτικής πίστης και συμπεριφοράς στα παιδιά των μελών τους, έχει συμπεριληφθεί και υλικό που αναφέρεται στις κύριες πτυχές της πίστης και συμπεριφοράς των μελών των παγκόσμιων θρησκειών.

Στην Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, και Ελλάδα η σχολική θρησκευτική αγωγή έχει σχεδόν ομολογιακό/κατηχητικό περιεχόμενο. Eιδικότερα, στην Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ιταλία η σχολική θρησκευτική αγωγή στηρίζεται αποκλειστικά στη θρησκευτική χριστιανική παράδοση της Ρωμαιοκαθολικής Eκκλησίας. Στην Ιταλία αυτό συμβαίνει “παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας κηρύσσει θρησκευτική ουδετερότητα» . 

Στην Ελλάδα, ο κύριος σκοπός της σχολικής θρησκευτικής αγωγής είναι η μετάδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης και του τρόπου ζωής σε όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες.  Στη σχολική τάξη αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται με τη μετάδοση της διαχρονικής εμπειρίας και διδασκαλίας της χριστιανικής Oρθόδοξης Eκκλησίας. Τα διδακτικά βιβλία και η διδακτέα ύλη είναι έτσι δομημένα, ώστε να προβάλλεται η διδασκαλία του Ιησού Χριστού και το απολυτρωτικό Tου έργο στον κόσμο, καθώς και η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.

Τα πιστεύω και οι πρακτικές ορισμένων παγκόσμιων θρησκειών διδάσκονται σε ανώτερη τάξη του Λυκείου και όχι για ολόκληρο σχολικό έτος. Aλλαγές στο αναλυτικό πρόγραμμα της σχολικής θρησκευτικής αγωγής της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, που συνέβησαν πριν από μια δεκαετία, απόκλεισαν οποιαδήποτε αναφορά στις διδασκαλίες των μεγάλων παγκόσμιων θρησκειών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σχολική θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη επιτυχώς ανανεώσει την εκπαιδευτική της φιλοσοφία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις μιας ανοικτής εκπαιδευτικής διαδικασίας που λειτουργεί σ’ ένα κόσμο, όπου ο θρησκευτικός πλουραλισμός και η πολιτισμική ετερότητα είναι πλέον μια πραγματικότητα.

Η Ελλάδα είναι μια από εκείνες τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες η σχολική θρησκευτική αγωγή δεν έχει επιτύχει να υπερβεί τις δυσκολίες, που απορρέουν από τη μακροχρόνια παράδοση των στενών πολιτισμικών και θρησκευτικών δεσμών. Αυτή η στενή σύνδεση μεταξύ πολιτισμού και της συγκεκριμένης θρησκευτικής παράδοσης, έχει μια ιδιαίτερη επίδραση ακόμη και όταν εξετάζονται θέματα που αφορούν το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του. Οι διαχειριστές της σχολικής θρησκευτικής αγωγής στην Ελλάδα φαίνεται να είναι απρόθυμοι να αποδεχτούν, ότι για να τεθούν αποτελεσματικά κριτήρια για μια σύγχρονη θεωρία της σχολικής θρησκευτικής αγωγής και πράξης θα πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε ιδεολογική προκατάληψη και μονομέρεια που εμποδίζει τη θεώρηση του πλούσιου μορφωτικού δυναμικού που ενυπάρχει όχι μόνο στην επικρατούσα θρησκευτική παράδοση της Ελλάδας, αλλά και σε όλες τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου.

Οι περισσότεροι Έλληνες ειδικοί επί θεμάτων σχολικής θρησκευτικής αγωγής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, σύμφωνα με την ορολογία του M. Grimmitt “θρησκευτικά απολυταρχικοί”. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι οι αξίες που διαποτίζουν την εκπαίδευση θα πρέπει να είναι εξ ολοκλήρου οι αξίες του Oρθόδοξου χριστιανισμού. Αυτό φαίνεται να είναι αρκετά προβληματικό, αφού τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα έχει δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο προσπαθεί να είναι πιστό στη μετάδοση και καλλιέργεια των δημοκρατικών αξιών . Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή της Ελλάδας ως πλήρους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δημιουργήσει νέες δυνατότητες και άνοιξε το δρόμο για την αποδοχή της πολιτισμικής ετερότητας και του πλουραλισμού ως τρόπου ζωής. Σ’ αυτή την πραγματικότητα έρχεται να προστεθεί και το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και η πρόοδος που σημειώνεται στην κοινωνία της πληροφόρησης. Όλα αυτά ενισχύουν την ανάγκη για μια πιο ευέλικτη σχολική θρησκευτική αγωγή που θ’ ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις .

Αυτό που δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό από τους περισσότερους Έλληνες ειδικούς της σχολικής θρησκευτικής αγωγής είναι “η έκταση με την οποία ο πλουραλισμός διαμορφώνει το σύγχρονο θρησκευτικό περιβάλλον” . Νομίζω πως οι θεωρητικοί της Ελληνικής σχολικής θρησκευτικής αγωγής χρειάζεται να έχουν συνεχώς υπόψη τους, όταν θέτουν σκοπούς και στόχους για το σχεδιασμό του αναλυτικού προγράμματος της θρησκευτικής αγωγής, ότι η εκπαίδευση είναι μια διαδικασία, η οποία θα πρέπει να ικανοποιεί τα κριτήρια της γνώσης, της κατανόησης, και της νοητικής προοπτικής, καθώς και την προαγωγή της προσωπικής ανάπτυξης, της αυτονομίας και της κοινωνικοποίησης των παιδαγωγουμένων. Tο σχολείο, ως πρωταρχικός φορέας κοινωνικής και δημοκρατικής εκπαίδευσης, είναι ένα ίδρυμα που πρέπει οπωσδήποτε να ικανοποιεί αυτά τα κριτήρια .

Στο σημείο αυτό είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται, μεταξύ των άλλων, στο Λευκό Bιβλίο για την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Διδασκαλία και εκμάθηση: Προς την κοινωνία της γνώσης, που εκδόθηκε από την Eπιτροπή των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων το1995:

«H κατανόηση του κόσμου είναι δυνατή εάν μπορούμε να αντιληφθούμε το νόημά του, να καταλάβουμε τις λειτουργίες του και να βρούμε μέσα σ’ αυτόν το δρόμο μας. Aυτή είναι η βασική λειτουργία του σχολείου. H παρατήρηση αυτή ισχύει ιδιαιτέρως όσον αφορά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Παρέχοντας στους νέους τη γενική μόρφωση, που τους βοηθάει αφ’ ενός να ερμηνεύσουν την πολυπλοκότητα και να συζητήσουν τη σκοπιμότητα και την ιστορική διάσταση, το σχολείο είναι αυτό που θα θέσει τα θεμέλια της ευρωπαϊκής συνείδησης και πολιτικής ιδιότητας. Παράλληλα, η ανάπτυξη της γενικής μόρφωσης, της ικανότητας δηλαδή να συλλαμβάνουμε το νόημα των πραγμάτων, να κατανοούμε και να εκφέρουμε κρίση, είναι ο πρώτος παράγοντας προσαρμογής στην εξέλιξη της οικονομίας και της απασχόλησης…
O υπό εξέλιξη βαθύς μετασχηματισμός του επιστημονικού και τεχνικού τοπίου απαιτεί από το άτομο να είναι σε θέση, έστω και αν δεν προσβλέπει σε μια σταδιοδρομία ερευνητή, να συλλαμβάνει καλύτερα τη σημασία των πραγμάτων. Θα πρέπει επίσης να μάθει να σκέφτεται περισσότερο με τρόπο συστηματικό και να τοποθετείται ως χρήστης και πολίτης συγχρόνως σε ατομικό επίπεδο και ως μέλος ομάδας…
Mια γερή βάση της γενικής μόρφωσης δίνει στον πολίτη τη δυνατότητα να τοποθετηθεί στην κοινωνία της πληροφορίας, να μπορεί δηλαδή να είναι ικανός να οργανώσει και να κατανοήσει, με κριτικό τρόπο, τις εικόνες και τα δεδομένα που φτάνουν σ’  αυτόν από ποικίλες πηγές» .    

Aν τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω είναι αποδεκτά, τότε σημαίνει ότι το σχολείο θα πρέπει να ενθαρρύνει τους μαθητές και τις μαθήτριες, έτσι ώστε να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν για τον εαυτό τους το φαινόμενο της θρησκείας.  Είναι επιτακτικό  για τα παιδιά των Ελληνικών σχολείων να γνωρίσουν όχι μόνο την πλούσια θρησκευτική παράδοση του τόπου τους, αλλά και τις υπόλοιπες εξίσου πλούσιες θρησκευτικές παραδόσεις της ανθρωπότητας. Aυτό θα πρέπει να επιτευχθεί με ένα τρόπο που να προάγεται η κατανόηση, η ανοχή, η δεκτικότητα η συμφιλίωση και η καταλλαγή μεταξύ όλων των ανθρώπων της οικουμένης, ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις. Eπίσης θα πρέπει να μην παρεμποδίζεται και η κριτική διάθεση, επιδεξιότητα και επεξεργασία που απαιτείται για την εμπέδωση της θρησκευτικής ετερότητας εκ μέρους των διδασκομένων. Mε άλλα λόγια, οι μαθητές και οι μαθήτριες θα πρέπει να μάθουν να εκτιμούν και τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις της ανθρωπότητας και να μην περιορίζονται μόνο στη θρησκευτική παράδοση στην οποία τυχόν ανήκουν. Θα πρέπει επίσης να συζητούν μέσα στην τάξη τις ομοιότητες αλλά και τις διαφορές που έχουν οι θρησκείες μεταξύ τους, χωρίς προκατάληψη, φανατισμό και μισαλλοδοξία. Σε μια τέτοια διαδικασία, όπως εύστοχα τονίζει ο M. Grimmitt

«H σχολική θρησκευτική αγωγή δε θα πρέπει να θεωρείται ως ουδέτερη διαδικασία. Aντίθετα, θα πρέπει εσκεμμένα να καλλιεργεί στους μαθητές και τις μαθήτριες τις επιδεξιότητες της ιδεολογικής κριτικής, λαμβάνοντας ως βάση την πρόθεση να καλλιεργήσει στους μαθητές και τις μαθήτριες: α) αυξημένη κριτική συναίσθηση της δικής τους πολιτιστικής και θρησκευτικής προοπτικής, καθώς και των συνανθρώπων τους, β) εγρήγορση αναφορικά με τις διαδικασίες δια των οποίων οι ιδεολογίες επηρεάζουν τις συμπεριφορές, τις αξίες και τα πιστεύω και επομένως και τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, και γ) ένα άνοιγμα και μια παρότρυνση για διάλογο μεταξύ αυτών που είναι ιδεολογικά διαιρεμένοι, έτσι ώστε η αμοιβαιότητα, η σύμπτωση απόψεων και η συνεργασία ―βασισμένη στην αποδοχή συγκεκριμένων θεμελιωδών αξιών– να κλονίσει και τελικά να αντικαταστήσει τον πολιτιστικό φυλετισμό. Μια τέτοια πρόθεση είναι εντελώς σύμφωνη με τα είδη των θεμάτων που μια “πολυπολιτισμική και αντιρατσιστική εκπαίδευση” επιδιώκει να προωθήσει, και συμβάλλει άμεσα στη θετική όψη μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας» . 

Eάν μια τέτοια αντίληψη αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους Έλληνες θεωρητικούς και διοικητικούς υπευθύνους της σχολικής θρησκευτικής αγωγής, τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι η σχολική θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα θα παύσει να θεωρείται σημείο αντιλεγόμενο στους ευρύτερους εκπαιδευτικούς κύκλους, όπως τουλάχιστον φαίνεται να είναι σήμερα.

Πηγή: http://www.kairosnet.gr/joomla/index.php?option=com_content&view=article&id=94:oitimikh-etepothta–xoikh–ah-thn-eyph-kai-iiaitepa-thn-eaa&catid=17:2010-12-13-21-45-22&Itemid=22

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Κ. ΤΣΕΚΟΥΡΑ

περιοδικό ΑΡΔΗΝ, τχ. 71 (Αυγ.-Οκτ. 2008)

Μια τελευταία Απόφαση του Υπουργού Παιδείας σχετικά με την δυνατότητα των μαθητών να απαλλάσσονται από την διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών επανέφερε σε συζήτηση το σχετικό ζήτημα, το οποίο, οπωσδήποτε, θα επανέλθη στο νέο χορό των συζητήσεων που θα γεννηθούν, μετά την ανάθεση σε δύο επιτροπές της εκ νέου επεξεργασίας των σχολικών προγραμμάτων και της διδακτέας ύλης.
Πάντως, τα θέματα που ανεπτύχθησαν στην σχετική με την τελευταία απόφαση, συζήτηση περιεστράφησαν, κατά το μάλλον ή ήττον, σε ένα νομικό/νομικίστικο περιβάλλον διαμορφούμενο από απόψεις σχετικές με την δυνατότητα και τις προϋποθέσεις αναγνώρισης ή μη στους μαθητές χριστιανούς ορθοδόξους του δικαιώματος ή της «ευχέρειας» που ήδη έχει αναγνωρισθεί στους ετεροδόξους και τους ετεροθρήσκους γιά την μη παρακολούθηση στα σχολεία του μαθήματος των θρησκευτικών.

Μολονότι αναγνωρίζεται ότι, σύμφωνα με το ισχύον ΔΕΠΠΣ (Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών), το μάθημα των θρησκευτικών δεν έχει κατηχητικό και ομολογιακό χαρακτήρα, η διδασκαλία του φαίνεται να προσομοιάζεται με τον ομαδικό, υποχρεωτικό ή προαιρετικό, σχολικό εκκλησιασμό και εξομοιούται με το «ιερό» δικαίωμα των μαθητών μη ορθοδόξων χριστιανών στην μη συμμετοχή. Η παρόμοια προσέγγιση του προβλήματος από υποστηρικτές αμφοτέρων των απόψεων μεταχειρίζεται το συγκεκριμένο μάθημα ως ένα επιδόρπιο στην τράπεζα των παρεχομένων, μέσω των σχολείων, γνώσεων και στις προϋποθέσεις αποχής από την βρώση του. Κάτι παρόμοιο με το δικαίωμα του μουσουλμανόπαιδος να αρνείται, γιά λόγους θρησκευτικούς, το χοιρινό λουκάνικο στο σχολικό συσσίτιο και με την σχετική συζήτηση για την αναγνώριση, μετά ή άνευ προϋποθέσεων, του ίδιου δικαιώματος και στον χριστιανόπαιδα.

Η θέσπιση μαθημάτων «επιδορπίων» είναι ξένη προς το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, που ορθώς είναι δομημένο –αν και σταδιακώς αποδομούμενο– στον υποχρεωτικό χαρακτήρα της εκπαιδεύσεως (άρθρο 16 παρ. 2 Συντάγματος), η οποία συνάδει και υλοποιεί το περιεχόμενο της προηγουμένης παραγράφου του ίδιου άρθρου: Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και την διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
Το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, αποβλέπει, επιτυχώς ή αδοκίμως, να παράσχει μέσω της εκπαιδεύσεως, παιδεία, το περιεχόμενό της οποίας καθορίζεται από τις ανάγκες, τον χαρακτήρα και τον σκοπό υπάρξεως του Ελληνικού Κράτους, ως κρατικής υποστάσεως του Ελληνικού έθνους. Η παραπάνω συνταγματική διάταξη δεν κάνει τίποτε περισσότερο από την διαπίστωση μιας παγιωμένης ιστορικής πραγματικότητας, που συνάδει με την πλέον θεμελιώδη των συνταγματικών διατάξεων, αυτή του άρθρου 1 παρ.3 Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Η υποχρεωτική διδασκαλία π.χ. της λογοτεχνίας, της άλγεβρας, της χημείας, της γυμναστικής, των στοιχείων του δημοκρατικού πολιτεύματος αποβλέπει, αφενός στην προσφορά ενός minimum επιπέδου γνώσεων ανά γνωστικό αντικείμενο εξ αυτών που θεωρούνται απαραίτητα γιά την διαμόρφωση χαρακτήρα και την συγκρότηση εγκύκλιας παιδείας και αφετέρου, στην παροχή ευκαιριών και κεντρισμάτων στους εκπαιδευομένους, προκειμένου να αποκαλύψουν ενδιάθετες κλίσεις και ικανότητες προς μελλοντική αξιοποίηση.

Εν τέλει, το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού συστήματος είναι προϊόν της βουλήσεως του κράτους –έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις συντεταγμένες διαδικασίες– σχετικής με τον χαρακτήρα των πολιτών που θέλει να διαμορφώσει και την ποιότητα και το είδος των «υποχρεωτικών» γνώσεων που θέλει να τους προσφέρει. Αν τα αποφασίζοντα όργανα έκριναν ότι η χρησιμοποιούμενη από τους πολίτες του γλώσσα δεν είναι ούτε επαρκής ούτε χρήσιμη στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, θα μπορούσε να την θέσει σε δεύτερο επίπεδο και να υποχρεώσει στην εκμάθηση μιας γλώσσας ομιλούμενης σε άλλο κράτος, όπως και στην διδασκαλία πολλών διδασκομένων μαθημάτων με χρήση της εισαχθείσας γλώσσας. Ομοίως, θα μπορούσε να εισαγάγει από τα πρώτα γυμνασιακά έτη την γνώση των αρχών του εμπορίου, των χρηματιστηριακών θεσμών, των funds, των off shore εταιρειών, της ευφυούς φοροαποφυγής, ώστε να εμποτισθούν από μικράς ηλικίας οι πολίτες του με νοοτροπία και γνώσεις που θα θεωρούσε απαραίτητες για την ατομική και την συλλογική πρόοδο. Άλλωστε, στις χώρες του υπάρξαντος σοσιαλισμού, οι βασικές αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και της σοσιαλιστικής ανάπτυξης εδιδάσκοντο παιδιόθεν.

Επί του προκειμένου και επειδή αφορμή απετέλεσε η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το ζητούμενο είναι αν το Ελληνικό κράτος –επονομαζόμενο νυν Ελληνική Δημοκρατία και το πάλαι Βασίλειον της Ελλάδος– παραμένει το κράτος του Ελληνικού Έθνους, όπως πανηγυρικώς διεκήρυξε, «ενώπιον Θεού και ανθρώπων», με την ιδρυτική του Διακήρυξη στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και κατοχύρωσε μέσα από πλειάδα διατάξεων των διαδοχικών συνταγμάτων του.

Εφ’ όσον διατηρεί ή θέλει να διατηρήσει αυτόν τον χαρακτήρα του και ταυτοχρόνως να εντάσσει, υποχρεωτικώς, σε σύστημα εκπαιδεύσεως τα παιδιά και τους εφήβους που έχουν την ιθαγένειά του ή είναι τέκνα αλλοδαπών οικογενειών με εγκατάσταση στην εθνική του επικράτεια και με ενδεχόμενη διάθεση μόνιμης παραμονής και πολιτογράφησης, είναι όχι απλώς δέον αλλά λογικώς επιβαλλόμενον γιά το Ελληνικό Κράτος να τους γνωσ-τοποιήσει και να τους εμ-πεδ-ώσει εκείνα τα στοιχεία που συνεκρότησαν και συγκροτούν τον ιστορικοπολιτισμικό άξονα του Ελληνικού Έθνους, του οποίου αποτελεί νομική έκφραση και υπηρέτη (όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους …).

Ουσιώδες στοιχείο της διαχρονικής συγκρότησης και συνέχειας του Ελληνικού Έθνους –από ουδένα άλλωστε αμφισβητείται– αποτελεί η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία νοούμενη ως ευαγγελικό κήρυγμα και πνευματική διδασκαλία, πατερική γραμματεία, δόγμα, υμνογραφία, βυζαντινή μουσική, αγιογραφία και αρχιτεκτονική ναών. Η πνευματική και εν γένει πολιτισμική προσφορά του Ελληνισμού δεν εξαντλείται στους αρχαίους κλασσικούς, αλλά συνεχίζει το ίδιο δημιουργική και περισσότερο πλήθουσα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Η χριστιανική διδασκαλία διεδόθη με την ελληνική γλώσσα ή και χάριν της ελληνικής γλώσσας και απεκρυσταλλώθη σε δόγμα με την χρήση εννοιών και όρων που μόνον η ελληνίδα γλώσσα, ως τρόπος του νοείν, μπορούσε να συλλάβει και να διατυπώσει.
Δεν είναι νοητό να επιτρέπεται στον Έλληνα ή στον εγκατεστημένο στην ελληνική επικράτεια αλλοδαπό («υποψήφιο» Έλληνα), η άγνοια της εννοίας της Τριάδος και του «ομοουσίου», που αποτελεί το προοίμιο – κορωνίδα του Συντάγματος.

Είναι παιδαγωγικώς αδιανόητο να μην γνωρίζει ο εκπαιδευόμενος έφηβος τις απαρχές, τις αρχές και τον πνευματικό πυρήνα που διαμόρφωσε σύστημα αξιών, εποίησε τον βυζαντινό ύμνο και μέλος και «ώξυνε» στην αγιογραφία τις μορφές των Αγίων. Αν, όπως γράφει ο Ελύτης, «μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω», είναι επιβαλλόμενο να γνωρίσει ο μαθητής την πίστη που πύργωσε τις μονές του Άθω και που χωρίς την γνώση της δεν συντηρείται ούτε η μνήμη ούτε η συλλογική αυτογνωσία.

Χωρίς την γνώση αυτής της πίστης δεν είναι κατανοητό, για τον νεοσσό πολίτη, το γεγονός της εθνεγερσίας του ’21 «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία», που δημιούργησε το Ελληνικό Κράτος δηλαδή αυτό που έχει την ευθύνη θέσπισης και λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος, ούτε είναι κατανοητό ότι μεταξύ των πρωταγωνιστών αυτού του αγώνα για την εθνική ελευθερία αναδεικνύονται αλβανόφωνοι Ορθόδοξοι Έλληνες, ενώ στους πλέον ειδεχθείς εκτελεστές των προσταγών του Οθωμανού κυριάρχου συγκαταλέγονται μουσουλμάνοι ομόγλωσσοί τους. Παραμένει επίσης ακατανόητο για τον νέο και τον οδηγεί σε ιστορική ακρισία, η άγνοια των λόγων που οδήγησαν στην θέσπιση όχι του γλωσσικού αλλά του θρησκευτικού κριτηρίου για την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, κατά την επιβληθείσα στην, μετά την Μικρασιατική καταστροφή (Συνθήκη της Λωζάννης), εθνοκαθαρτική διαδικασία.

Αν δεν είναι νοητή η παροχή ευχέρειας στον θρησκόληπτο γονέα, χριστιανό Έλληνα ή μωαμεθανό Πακιστανό, να αρνηθεί στα παιδιά του την διδασκαλία του Φαίδωνα, επειδή διαφωνεί με την περί ψυχής θεωρία του Πλάτωνα, είναι το ίδιο μη νοητή, μέσα σε ένα συγκροτημένο εκπαιδευτικό σύστημα, η παροχή αντίστοιχης ευχέρειας στον οιονδήποτε γονέα, για τον οιονδήποτε λόγο, να αρνηθεί την διδασκαλία των αρχών, των αξιών, της ιστορικής διαδρομής και των πνευματικών και πολιτιστικών δημιουργημάτων του χριστιανικού λόγου, που διαχρονικώς συντρόφευσε και διεμόρφωσε τον χαρακτήρα, την ιδιομορφία, την συλλογική συνείδηση και αυθυπαρξία του λαού αυτού του κράτους.

Άλλωστε, η σχολική διδασκαλία δεν έχει ως μοναδικό αντικείμενο την προσφορά των θεωρουμένων ως αναγκαίων εγκυκλίων γνώσεων, αλλά και την προσφορά ερεθισμάτων για την αποκάλυψη στον ίδιο τον μαθητή ενδιαθέτων ικανοτήτων και κλίσεων. Αν είναι αδιανόητο ένας γονέας να εμποδίσει τα τέκνα του από την διδασκαλία της άλγεβρας, επειδή τα προορίζει για κτηνοτρόφους ή brokers, ομοίως δεν επιτρέπεται, είτε για τον ίδιο λόγο είτε για λόγους προσωπικών πεποιθήσεων, να τους απαγορεύσει την γνώση και την περαιτέρω εντρύφηση στις πνευματικές και πολιτιστικές συνιστώσες της ταυτότητας του λαού στον οποίο και ο ίδιος ανήκει ή στην πατρίδα του οποίου, ως αλλοδαπός, έχει εγκατασταθεί και βιοπορίζεται. Ειδικώς για την τελευταία περίπτωση, αν ο ίδιος προσελκύσθη από την συγκεκριμένη πατρίδα για τον βιοπορισμό του, τότε, τόσον ο ίδιος ή πολύ περισσότερο τα παιδιά του, μπορεί να προσελκυσθούν από την πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά που βαραίνει αυτή την πατρίδα και τον λαό της και να καταστούν συμμέτοχοι της παιδείας του («της ημετέρας παιδεύσεως μετέχοντες»).
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν ύπαρξη και κυρίως λειτουργία Εθνικού κράτους και των συντεταγμένων εξουσιών του καθώς και την εφαρμογή εκπαιδευτικού συστήματος συνάδοντος προς τον χαρακτήρα αυτού του κράτους, όπως άλλωστε με σαφήνεια εξειδικεύει το ίδιο το συνταγματικό κείμενο. Όσοι επιδιώκουν την αλλοίωση του χαρακτήρα του αποβλέποντες, εξ’ αντικείμένου, στην δημιουργία θυλάκων εθνικής αμφισβήτησης και άρα πολυπολιτισμικής διάλυσης, είναι καιρός να σταματήσουν (μάλλον να τους σταματήσουμε) την υποδόρια προώθηση του σχεδίου τους μέσα από ήσσονος επισημότητας διοικητικές πράξεις ή γνωμοδοτήσεις Ανεξάρτητων (;) Αρχών και να ζητήσουν ευθέως την αναθεώρηση των σχετικών συνταγματικών άρθρων (τα επίμαχα δεν ανήκουν στα μη αναθεωρήσιμα), ώστε να τεθούν υπό την κρίση του λαού.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Θα ήταν ελλιπές, αν η προσπάθεια ουσιαστικού εξοβελισμού του μαθήματος των Θρησκευτικών από τα σχολεία δεν συνεδυάζετο και με την όλως κατανοητή επιδίωξη της παγκοσμιοποιούμενης χρηματιστικής ολιγαρχίας να απαλλαγεί από ο,τιδήποτε αμφισβητεί την επελαύνουσα, αν και ανισορροπούσα, κυριαρχία της. Όλος αυτός ο εσμός των νεοπλούτων και παλαιοπλούτων μαζί με τους σπογγοκολλάριους του life-style και της επισήμως κατεστημένης διανόησης, δεν μπορεί να ανεχθεί την αγωγή των παιδιών με αρχές και διδασκαλίες –στις οποίες μάλιστα αποδίδεται θεία προέλευση– που απαξιώνουν εξ’ ολοκλήρου και εκ βαθέων την όλη τους υπαρκτική παρουσία και από elites τους εξομοιώνουν με σκώληκες τάφων.

Πηγή: http://www.kairosnet.gr/joomla/index.php?option=com_content&view=article&id=95:2011-01-10-21-41-14&catid=17:2010-12-13-21-45-22&Itemid=22

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση