Ο αγιασμός του κόσμου. Μόνο που δεν γίνεται μαγικά…

 Παναγώτης Ασημακόπουλος

Η περίοδος του εορταστικού δωδεκαημέρου τελειώνει με το μεγάλο γεγονός των Θεοφανείων. Μία από τις αρχαιότερες εορτές είναι αυτή στις 6 Ιανουαρίου, κατά την οποία η Εκκλησία μας πανηγυρίζει το γεγονός ότι για πρώτη φορά στον ιστορικό χρόνο έχουμε τόσο ξεκάθαρη φανέρωση του Τριαδικού Θεού. Ο Πατήρ ως φωνή από τον ουρανό, ο Υιός μέσα στον Ιορδάνη ποταμό και το άγιο Πνεύμα με μορφή περιστεριού είναι η τρανταχτή απόδειξη ότι περάσαμε από τη σκιά του νόμου και των προτυπώσεων της Παλαιάς Διαθήκης στη θεία αποκάλυψη της χάρης και του φωτός. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή λέγεται Φώτα. Από τότε «τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει, και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί», σύμφωνα με την ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή ημέρα της μίξης ουρανού και γης και του αγιασμού της κτίσης είχε επιλεγεί από την Εκκλησία ως μία από τις τρεις του έτους που γίνονταν Βαπτίσεις.

Το ζητούμενο και σε αυτή τη γιορτή, όπως και σε τόσες άλλες, είναι το πώς και εάν η θεολογία της Εκκλησίας γίνεται αντιληπτή και πιστευτή από την καρδιά και το νου του μέσου πιστού. Η αλήθεια είναι ότι συχνά η λαϊκή θρησκευτικότητα και η χειροπιαστή έκφραση του βιώματος των μελών της Εκκλησίας είναι στοιχεία εκπληκτικής καθαρότητας και συμβαδίζουν άψογα με την ορθόδοξη, πατερική και θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι όμως άλλες φορές που το κράμα δεισιδαιμονιών, λεθεμένων δοξασιών και αντιθεολογικών στερεοτύπων πνίγουν την ορθόδοξη πίστη και τη μετατρέπουν σε επικίνδυνη, μαγική θρησκοληψία και πελατειακή σχέση κλήρου και λαού. Οι ευθύνες πολλές και κυρίως βαραίνουν αυτούς που θα έπρεπε να διδάσκουν, να εξηγούν και να διαφωτίζουν.

Αντινομίες τέτοιου τύπου επιχειρούν κάθε χρόνο να σκιάζουν και την ολόφωτη γιορτή των Θεοφανείων. Στα στενά πλαίσια ενός άρθρου θα σταχυολογήσω και θα εκθέσω ορισμένες από αυτές προς προβληματισμό και διόρθωση όλων μας.
α) Όπως όλες οι ακολουθίες και τα μυστήρια της Εκκλησίας έχουν αγιαστική χάρη, η οποία εισέρχεται στη ζωή μας διά της πόρτας της πίστης, το ίδιο συμβαίνει και με τον Αγιασμό. Δεν είναι το μαγικό φίλτρο που σπεύδουμε ποδοπατώντας, ποιος θα το πρωτοβάλει στο μπουκάλι του. Η αταξία και η ασέβεια δείχνει πως μυρουδιά δεν έχουμε πάρει από όσα ακούστηκαν στην ακολουθία. Εάν κάποιος δεν πιστεύει στην αγιαστική δύναμη του νερού, η χάρη αυτή παραμένει ανενεργή για τον ίδιο.
β) Ο Αγιασμός δεν υποκαθιστά σε καμία περίπτωση τη Θεία Κοινωνία, που είναι η πραγματική μεταβολή του άρτου και οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
γ) Η κατασκευή ματζουνίων, μαγικών φίλτρων και άλλων δεισιδαιμονικών επινοήσεων με πρώτη ύλη τον Αγιασμό είναι ειδωλολατρική ανοησία και αντιχριστιανική πρακτική και αντίκειται στη χρήση του «πρός πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον».
δ) Το ίδιο συμβαίνει και με την λανθασμένη νοοτροπία ορισμένων να κόβουν την ιατρικώς ενδεδειγμένη θεραπεία και φαρμακευτική αγωγή τους. Η χρήση του αγιασμού «εις υγείαν ψυχής καί σώματος» και ως «νοσημάτων αλεξιτήριον» δεν περιλαμβάνει την άρνηση των υπηρεσιών της ιατρικής επιστήμης, όπως δεν περιλαμβάνει και την άρνηση του μυστηρίου της εξομολόγησης.
ε) Η θεολογικώς απαράδεκτη και ποιμαντικώς επικίνδυνη πρακτική να συνοδεύεται ο αγιασμός των σπιτιών, των χωραφιών και των καταστημάτων από βαθιές τσέπες και κουτιά με σχισμή στο πάνω μέρος πρέπει να σταματήσει. Και οι κληρικοί και οι λαϊκοί οφείλουμε άμεσα να αλλάξουμε νοοτροπία. Είναι εμπαιγμός και πέφτουμε στο μέγιστο ατόπημα της σιμωνίας (διάθεση αγοραπωλησίας της θείας χάρης), στοιχεία που καταδικάζονται από τους Πατέρες και απαγορεύονται αυστηρά από τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Οι φράσεις «για το καλό» ή «για να πιάσει» που συνοδεύουν τον οβολό δείχνουν τη δυσπιστία μας στη δύναμη του Θεού και την αλλοίωση της χριστιανικής μας ιδιότητας. Ας συγκεντρωθούμε φέτος στη μεγάλη ευλογία του αγιασμού που έρχεται στη ζωή μας και όχι σε υπολογισμούς για το πόσα εισέπραξε ο κομιστής του στο τέλος της περιοδείας.

Καλό φωτισμό μας. Άντε να ανοίξουμε κανένα παραθυρόφυλλο της ψυχής μας να μπει μέσα το αληθινό Φώς, ο Χριστός, εάν μας ενδιαφέρει πραγματικά ο αγιασμός του κόσμου.

Πηγή: http://e-theologia.blogspot.com/2011/01/blog-post_8929.html

Ο Θεός της Αγάπης και της Ελπίδας θα έλθει και φέτος…

Ο Χριστός θα έλθει όχι σαν Θεός – κριτής και εξουσιαστής των ανθρώπων αλλά σαν φίλος και σωτήρας

του Ανδρέα Χ. Αργυρόπουλου

Πριν λίγα χρόνια, ο Αντώνης Σαμαράκης σε μια συνέντευξή του σε καθημερινή εφημερίδα των Αθηνών, ανέφερε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, πως ο Χριστός φέτος δεν θα έλθει, γιατί μπούχτισε πλέον με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο. Όμως ΟΧΙ. Δεν θα τους κάνει τη χάρη o Χριστός. Θα έλθει και φέτος. Κάποιος που αγαπάει θεϊκά, δεν μπουχτίζει, η αγάπη Του δεν έχει όρια. Και θα έλθει όπως πάντα μέσα στη φάτνη Του, όχι σε έπαυλη, όχι εν μέσω των επισήμων, αλλά εν μέσω απλών ανθρώπων. Θα κάνει πάλι αυτή την επιλογή, γιατί ξέρει καλά πως δεν έρχεται για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει.

«Ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι», λέει η Γραφή. Η άφιξή Του, όπως και τότε, θα προκαλέσει όλους αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Αυτούς που έχουν μάθει να εκμεταλλεύονται και να καταδυναστεύουν τους λαούς και τις κοινωνίες. Το πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο, όλους αυτούς που από νήπια τον αντιμετώπισαν και τον αντιμετωπίζουν σαν ξένο. («Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω»), σαν περίεργο θα λέγαμε, και τον κυνήγησαν σε όλη τη δημόσια δράση Του, καταφέρνοντας στο τέλος να τον θανατώσουν. «Ο Χριστός», γράφει μια μεγάλη μορφή της σύγχρονης Ορθοδοξίας, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, «παραμένει ξένος στις άδικες επιλογές που καθορίζουν την πορεία του κόσμου, βάσει των δεδομένων “δογμάτων” της διεθνούς οικονομίας, της πολιτικής σκοπιμότητας, των ιδιοτελών στόχων των εκάστοτε ισχυρών». Ο Χριστός θα έλθει όχι σαν Θεός – κριτής και εξουσιαστής των ανθρώπων, αλλά σαν φίλος και σωτήρας. «Ουκ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον» (Δεν ήλθα για να καταδικάσω τον κόσμο, αλλά για να τον σώσω). Θα έλθει ως απελευθερωτής, για να λυτρώσει τους ανθρώπους από κάθε μορφή δουλείας (πνευματική, κοινωνική, θρησκευτική), να τους απελευθερώσει από δεισιδαιμονίες, προλήψεις, ανασφάλειες, προκαταλήψεις και στερεότυπα.

Όπως είπε ο ίδιος, στάλθηκα «για να αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους τσακισμένους ψυχικά, στους αιχμαλώτους να κηρύξω τη λευτεριά και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους» (Λουκ. 4, 18). Ο Χριστός θα έλθει και φέτος, για να ταρακουνήσει τη βολεμένη θρησκευτικότητά μας και τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό μας.Δεν θα έλθει για τους λίγους, τους εκλεκτούς, αλλά για όλους, ιδιαίτερα γι’ αυτούς που δεν έχουν κανένα. Ο Χριστός ήλθε για ολόκληρη την Οικουμένη, για όλους τους λαούς. Όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, επιθυμία του Χριστού είναι «να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να λάβουν γνώση της αλήθειας». Αιώνες πριν τον ερχομό του Χριστού, ο Ψαλμωδός τονίζει προφητικά: «Και ενευλογηθήσονται εν αυτώ πάσαι αι φυλαί της γης, πάντα τα έθνη μακαριούσιν αυτόν και πληρωθήσεται της δόξης αυτού πάσα η γη» (…Και θα απολαύσουν τις ευλογίες Του όλες οι φυλές της γης και όλα τα έθνη θα Τον επευφημούν και θα Τον μακαρίζουν…ας πληρωθεί από τη δόξα Του όλη η γη», (Ψαλμ. 71: 17, 19).

Σε μια εποχή παράξενη και απρόβλεπτη σαν τη δική μας, που η ξενοφοβία και ο ρατσισμός απλώνονται παντού, έρχεται ο Χριστός, για να θυμίσει ότι δεν αποτελεί ιδιοκτησία κάποιων και μάλιστα ανάξιων, αλλά προσφορά σε όλους. Θα έλθει και, πριν καλά – καλά προλάβει να κάνει τα πρώτα βήματα στη ζωή, θα αναγκαστεί να μεταναστεύει, όπως χιλιάδες συνάνθρωποι μας στις μέρες μας. Απ’ τη Βηθλεέμ που γεννήθηκε, φυγαδεύτηκε αμέσως στην Αίγυπτο, γυρνάει στη Ναζαρέτ, όπου και μεγαλώνει. Ο Υιός του Ανθρώπου θα φτάσει στο σημείο να μην έχει «που την κεφαλήν κλίναι», (που να γύρει το κεφάλι), όπως ακριβώς στις μέρες μας η φτωχολογιά του τρίτου κόσμου, τα εκατομμύρια πρόσφυγες, οι εγκαταλελειμμένοι, οι μοναχικοί, οι περιθωριακοί, οι άνεργοι. Θα έλθει, λοιπόν, για να δώσει χαρά και ελπίδα σ’ όλους αυτούς που, όπως ο Θεός τους, δεν έχουν «πού να γύρουν το κεφάλι τους». «Τω ονόματι αυτού τα έθνη ελπιούσι», γράφει ο Ματθαίος (στο όνομά Του ελπίζουν όλα τα έθνη).

Έρχεται ο Θεός της ελπίδας και της χαράς. Το ερώτημα είναι πώς Τον περιμένουμε. Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας το νόημα των Χριστουγέννων έχει χαθεί για τους περισσότερους. Έτσι εξηγείται, ίσως, γιατί έχει χαθεί και η ανθρωπιά.Αξίες της παράδοσής μας, που κατ’ εξοχήν βιώνονται αυτές τις μέρες, όπως η αδελφοσύνη, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, έχουν μπει στο περιθώριο. Τη θέση τους έχουν πάρει η καταναλωτική μανία και η επίδειξη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας θυμίζει ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων δεν πρέπει να γίνεται με τρόπο που να φροντίζει ο ένας να ξεπεράσει σε σπατάλη τον άλλον και, μάλιστα, αυτό να γίνεται τη στιγμή που άλλοι άνθρωποι πεινούν και έχουν ανάγκες. Ο Θεός της ΑΓΑΠΗΣ και της ΕΛΠΙΔΑΣ θα έλθει και φέτος και ο ερχομός Του θα είναι ακόμα πρόκληση και πρόκληση. Αν θέλετε να τον συναντήσετε, μην ψάξετε στα εορταστικά shows των τηλεοπτικών καναλιών ούτε στα γυαλιστερά περιοδικά για νεογιάπηδες. Σας περιμένει στους στενούς δρόμους γύρω απ’ την Ομόνοια, στους καταυλισμούς των προσφύγων, στα στρατόπεδα των αιχμαλώτων, στα ορφανοτροφεία, στις σελίδες του Παπαδιαμάντη, του Κόντογλου, του Ντοστοφιέφκσι, στη Λειτουργία το πρωί των Χριστουγέννων.Η μέρα της χαράς, της ελπίδας και της χαμένης μας ανθρωπιάς, πλησιάζει.«Χριστός γεννάται, δοξάσατε!»

Πηγή: http://e-theologia.blogspot.com/2010/12/blog-post_8627.html?spref=fb

Τι χρειάζεται για να πιστεύεις στο θάνατο… Μέρος 2ο και 3ο

Ι. Η έννοια της αλλαγής…

Στον άνθρωπο του αρέσει να δίνει ονόματα σε πράγματα. Αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του (δυτικού κυρίως) πολιτισμού. Έτσι και στην παύση της υλικής ζωής όπως τη γνωρίζουμε σήμερα έχουμε δώσει το όνομα “θάνατος”. Ο θάνατος όπως τον έχουμε ορίσει σημαίνει πολλά και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σημαίνει ό,τι ακριβώς έχουμε εμείς θελήσει να σημαίνει. Αν ο “θάνατος” είναι “κάτι”, αυτό συμβαίνει επειδή εμείς το έχουμε θελήσει και αποφασίσει. Δεν μας έδωσε τον ορισμό του κάποιος εξωγήινος, δεν τον βρήκαμε γραμμένο σε κάποια ιερή πλάκα, δεν μας τον προώθησε κατευθείαν στον εγκέφαλο μας καμία οντότητα πέραν του ορατού σύμπαντος. Βλέπουμε έναν άνθρωπο να παύει να μιλάει, να παύει να αναπνέει και ορίζουμε: “αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει, το σώμα του σταμάτησε να λειτουργεί, το πνεύμα του έπαψε να υπάρχει”. Πως όμως μπορεί κάτι να πάψει να υπάρχει; Ή αντίστροφα, πως μπορεί κάτι που δεν υπάρχει να αρχίσει να υφίσταται; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι τόσο δύσκολη που οδήγησε τους πρώτους στοχαστές (και όχι φιλοσόφους) να σκεφτούν το… προφανές: τίποτα δεν μπορεί να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο! Έτσι ο Παρμενίδης έλεγε πως ο κόσμος είναι Ένα και πως τίποτα που “δεν υπάρχει” δεν μπορεί να αρχίσει να υπάρχει έτσι ξαφνικά. Η μη-ύπαρξη είναι κάτι τόσο θεμελιώδες, κάτι τόσο ουσιαστικά “κενό” που δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά. Κάτι που δεν υπάρχει δεν μπορεί με κανένα λόγο και τρόπο να αρχίσει να υπάρχει. Κάτι που δεν υπάρχει δεν μπορούμε ούτε καν να αποτελέσει αντικείμενο της σκέψης μας για να είμαστε ακριβείς! Πως αλήθεια μπορούμε να σκεφτούμε για κάτι που δεν υπάρχει; Πως μπορεί ο εγκέφαλος μας και το πνεύμα μας να εκφράσουν άποψη και κρίση για κάτι που δεν υφίσταται σε κανένα σημείο του χωροχρόνου, που δεν έχει σύνδεση με τίποτα και κανέναν αφού…δεν υπάρχει; Με την αντίστροφη συλλογιστική, κάτι που “υπάρχει” δεν μπορεί να μεταβεί – με οποιονδήποτε τρόπο – στην μηδενιστική κατάσταση του “Δεν υπάρχω” που περιγράφηκε παραπάνω. Και οι αλλαγές ποτ βλέπουμε συνεχώς να συμβαίνουν; Παιχνίδια του πνεύματος και των αισθήσεων θα απαντούσε ο Παρμενίδης. Ο κόσμος είναι Ένας και η έννοια της αλλαγής είναι ένα αποτέλεσμα των κατηγοριοποιήσεων που ο εγκέφαλος μας τόσο πολύ του αρέσει να κάνει. Πως κάτι που είναι Α μπορεί μετά να γίνει Β; Πως μπορεί κάτι που έχει υπάρξει Β να γίνει μετά Γ; Σε κάθε αλλαγή αυτό το “κάτι”παραμένει ίδιο; Παραμένει το ίδιο ή “αλλάζει”; Και αν αλλάζει τότε μιλάμε ακόμα για το ίδιο που άλλαξε ή όχι; Ένα μήλο που σαπίζει παραμένει το ίδιο; Είναι ακόμα μήλο; (βλ. http://harmonia-philosophica.blogspot.com/2010/12/blog-post.html). Ένας άνθρωπος που αλλάζει μαλλιά είναι ακόμα ο ίδιος; Ένας άνθρωπος που αλλάζει κύτταρα; Πως μένει ίδιο κάτι που βλέπουμε να αλλάζει; Πόσο δύσκολες είναι οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που θεωρούμε εύκολες; Μήπως το “λογικό” που έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε είναι τελικά το πλέον παράλογο;

ΙΙ. Η έννοια της ταυτότητας

Εκτός από την έννοια της αλλαγής που αναλύσαμε στο 2ο Μέρος, η πίστη στον θάνατο είναι βαθιά συνδεδεμένη και με την πίστη στην έννοια της “ταυτότητας”. Για να πιστεύεις ότι κάποιος μπορεί να πεθάνει (με την έννοια του “εξαφανίζεται το σώμα μου και το πνεύμα μου και ό,τι έχει σχέση με εμένα από αυτόν τον κόσμο), σημαίνει πως πιστεύεις ότι μπορείς να ξεχωρίσεις πότε αυτός είναι ακόμα αυτός ο κάποιος που γνωρίζεις και πότε έχει πάψει να είναι, πότε με άλλα λόγια έχει πάψει να υπάρχει σαν ο άνθρωπος που ήξερες και έχει στην ουσία “πεθάνει”. Όταν κάποιος πεθαίνει, κατανοούμε ότι έχει αλλάξει και δεν είναι πια αυτός που γνωρίζαμε: δεν αναπνέει, δεν μας μιλάει, δεν παίζει μαζί μας. Είναι νεκρός. Ποιος “είναι” όμως; Ή ακόμα καλύτερα, ποιος “ήταν”; (τη λανθασμένη πίστη στην έννοια του χρόνου θα την αναλύσουμε στο επόμενο 4ο Μέρος, οπότε ακόμα μπορούμε να μιλάμε με έννοιες παρελθόντος και παρόντος…)

Όταν νομίζουμε ότι γνωρίζουμε κάποιον, του προσδίδουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: μιλάει και πράττει με συγκεκριμένο τρόπο και έτσι γνωρίζουμε ότι είναι αυτός και όχι κάποιος άλλος. Είναι όμως πάντα πράγματι ο ίδιος. Τα κύτταρα των ανθρώπων αλλάζουν συνέχεια, ακόμα και αυτά του εγκεφάλου. Πως λοιπόν μένουμε “ίδιοι”; Ποιο είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που θεωρούμε ότι έχει κάποιος – π.χ. κάποιος φίλος μας – για να ξέρουμε με βεβαιότητα ότι είναι “αυτός”; Ότι έχει συγκεκριμένες απόψεις σε ένα θέμα; Και αν τις αλλάξει; Δεν είναι πια ο ίδιος; Ότι έχει συγκεκριμένο τρόπο σκέψης; Και αν τον αλλάξει; Δεν είναι ποια ο ίδιος; Το ότι έχει ένα συγκεκριμένο εξάνθημα στο χέρι του; Και αν το αφαιρέσει με εγχείριση; Δεν θα είναι πια ο ίδιος; Το ότι έχει μακριά μαλλιά; Και αν τα κόψει; Δεν θα είναι πια ο ίδιος; Το ότι αποτελείται από ένα συγκεκριμένο σύνολο κυττάρων; Και αν αυτά αλλάξουν (που αλλάζουν); Δεν θα είναι πια ο ίδιος; Το ότι αναπνέει; Και αν πάψει να αναπνέει; Δεν θα είναι πια ο ίδιος; Το ότι “ζει”; Και αν πάψει να ζει; Δεν θα είναι πια ο ίδιος; Δεν υπάρχει τρόπος να ξεχωρίζεις κάποιος ή κάτι από κάποιον άλλο! Δεν υπάρχει τρόπος να καθορίσεις την ταυτότητα κάποιου ανθρώπου με τόση βεβαιότητα που να γνωρίζεις πότε αυτός έχει πεθάνει και πότε ζει! Τα όρια που θέτουμε σχετικά με την “ταυτότητα” κάποιους είναι ανυπόστατα. Η απλή φράση “αυτός πέθανε” υπονοεί ότι γνωρίζουμε αυτά τα όρια, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν…

 

Μεγάλη Εκρηξη: Ενας σύγχρονος κοσμογονικός μύθος;

Το κυρίαρχο σήμερα κοσμολογικό πρότυπο περιέχει κοσμοϊστορικές αλήθειες αλλά και…

Ευτύχης Μπιτσάκης
ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
 
Σύμφωνα με την υπόθεση της Μεγάλης Εκρηξης το Σύμπαν δημιουργήθηκε πριν από 15 περίπου δισ. χρόνια από μια μεγάλη έκρηξη (Βig Βang, ειρωνικός όρος του Fred Ηoyle) από μια «σημειακή ιδιομορφία» μηδενικού όγκου και έκτοτε διαστέλλεται δημιουργώντας τον χώρο. Η υπόθεση αυτή παρουσιάζεται από ειδικούς, εκλαϊκευτές, ΜΜΕ, ως επιστημονική αλήθεια και- συνεπώς- το πρότυπο της Μεγάλης Εκρηξης ως το πραγματικό πρότυπο του Σύμπαντος. Ωστε το μέγα ερώτημα το οποίο απασχόλησε πάντα φιλοσόφους, επιστήμονες και θεολόγους απαντήθηκε στις μέρες μας και μάλιστα από μια αυστηρή, μαθηματικοποιημένη επιστήμη;
 
«Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Ας συζητήσουμε λοιπόν το νόημα των σχετικών εννοιών: σύμπαν σημαίνει καθετί που υπάρχει. Μπορεί όμως η επιστήμη να αποφανθεί για το «Σύμπαν»; Η αρχή του Κοπέρνικου, κατά την οποίαν το Σύμπαν έχει παντού τις ίδιες ιδιότητες, αντιφάσκει με την παρατηρούμενη σήμερα πολυμορφία των κοσμικών σχηματισμών. Οι αρχαίοι, αντίθετα με την πλειοψηφία των σημερινών κοσμολόγων, διέκριναν τις έννοιεςΣύμπανκαι Κόσμος. Το Σύμπαν είναι ένα. Κόσμοι μπορεί να υπάρχουν πολλοί, άπειροι (Αναξίμανδρος, Δημόκριτος, κ.λπ.). Η σημερινή επιστημονική κοσμολογία είναι η επιστήμη του Σύμπαντος ή τοπική επιστήμη, δηλαδή επιστήμη του προσιτού σήμερα μέρους του Σύμπαντος; Οπως είναι γνωστό, το μαθηματικό πλαίσιο των κοσμολογικών υποθέσεων (προτύπων) είναι η Γενική θεωρία της Σχετικότητας. Ομως η θεωρία αυτή, αντίθετα με τη θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα, είναι μιατοπικήθεωρία, δηλαδή μια θεωρία η οποία περιγράφει τα φαινόμενα ως διαδικασίες με «μικρά», απειροστά βήματα, από σημείο σε σημείο. Οπως σημειώνει ο αείμνηστος καθηγητής Αχ. Παπαπέτρου, η πλήρης λύση του κοσμολογικού προβλήματος θα απαιτούσε άπειρο χρόνο. Η εννοιολογική σύγχυση (Σύμπαν=Κόσμος) είναι απλώς μια γλωσσική παραδρομή; Οπως θα υποστηρίξω, πρόκειται για θεμελιώδες φιλοσοφικό-οντολογικό σφάλμα. Σύμφωνα λοιπόν με την υπόθεση του Βig Βang, πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος. Αλλά κάθε φαινόμενο γίνεται κάπου (εν χώρω) και κάποια χρονική στιγμή (εν χρόνω). Η Μεγάλη Εκρηξη, αντίθετα, αν καταλαβαίνουμε τι λέμε, έγινε στοπουθενάκαι στοποτέ. Χωρίς να έχω το δικαίωμα να ισχυριστώ ότι όλοι οι κοσμολόγοι είναι υπέρ της Δημιουργίας, οφείλω να σημειώσω ότι η προηγούμενη παραδοχή ταυτίζεται με την άποψη του ιερού Αυγουστίνου, κατά την οποίαν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, ουχί εν χώρω και χρόνω, αλλά μετά του χώρου και του χρόνου. Πέρα όμως από την ομοιότητα, η παραδοχή αυτή αντιφάσκει όχι μόνο με τις απόψεις των Προσωκρατικών και ειδικά του Αριστοτέλη, αλλά και με την ειδική θεωρία της Σχετικότητας (βέλος του Χρόνου, παρούσα στιγμή ως τελευτή του παρελθόντος και αρχή του μέλλοντος Χρόνου, φαινόμενα ως φυσικές διεργασίες με χρονικό πάχος).
Πριν από την Εκρηξη λοιπόν η ύλη (ποια ύλη;) υπήρχε στο πουθενά, καθ΄ ότι το σημείο μηδέν ορίζεται σε σχέση με τον ανύπαρκτο περιβάλλοντα χώρο, σε άπειρη πυκνότητα και σε άπειρη θερμοκρασία. Ποιο φυσικό νόημα μπορούν να έχουν αυτές οι δύο αποφάνσεις; Το άπειρον είναι έννοια δυναμική (αεί γε έτερον και έτερον, Αριστοτέλης). Σε σύγχρονη γλώσσα: δεν υπάρχει μέτροντου απείρου. Αν επιχειρήσουμε να ορίσουμε κάποιο σχετικό μέτρο, αυτό θα συνιστούσε την άρνηση του απείρου.
Η Εκρηξη δεν έγινε λοιπόν εν χώρω και χρόνω, όπως κάθε φυσικό φαινόμενο. Εγινε στο πουθενά και στο ποτέ. Η ύλη (ποια ύλη;) υπήρχε στο πουθενά, σε άπειρη πυκνότητα και θερμοκρασία. Μετά την Εκρηξη το «Σύμπαν» διαστέλλεται (πού διαστέλλεται;) δημιουργώντας τον χώρο και τον χρόνο. Συμπέρασμα: και οι τέσσερις βασικές παραδοχές του κυρίαρχου σήμερα κοσμολογικού προτύπου στερούνται φυσικού νοήματος. Το σημερινό κυρίαρχο πρότυπο είναι έναοιονεί μεταφυσικό πρότυπο.
Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι οι Πυθαγόρειοι, έγκλειστοι στον αφηρημένο κόσμο των μαθηματικών, πίστεψαν πως οι μαθηματικές κατασκευές τους αντιστοιχούσαν στον πραγματικό φυσικό κόσμο. Η παρατήρηση του Σταγειρίτη θα ταίριαζε και για τους οπαδούς του Βig Βang. Αλλά εδώ, εκτός από τις αντιφάσεις που σημειώσαμε, ανακύπτει και ένα μαθηματικό εμπόδιο. Οι εξισώσεις της βαρύτητας του Αϊνστάιν δεν λύνονται στο σημείο μηδέν, που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει την απαρχή του χώρου. Λοιπόν; Λοιπόν αναζητήθηκε μια οδός διαφυγής: δεν μπορούμε να μάθουμε ποτέ τι συνέβη στο σημείο μηδέν και στον χρόνο μηδέν. Αρχίζουμε λοιπόν να περιγράφουμε την εξέλιξη του «Σύμπαντος» 10 δευτερόλεπτα μετά την Απαρχή. Ετσι, λύνεται κατά κάποιον τρόπο η μαθηματική δυσκολία, όλα τα άλλα όμως παραμένουν: απουσία χώρου και χρόνου, διαστολή στο πουθενά, αδυναμία να μάθουμε τι υπήρχε πριν από την Εκρηξη. Επιπλέον: η ύλη (την έχουν λέει υπολογίσει, 10 gr) υπήρχε πριν από την έκρηξη; Αν ναι, τι συνέβη και εξερράγη πριν από 15 δισ.; Αν δεν υπήρχε, τότε δημιουργήθηκε μετά του χώρου και του χρόνου; Η θετικίζουσα συλλογιστική των οπαδών του Βig Βang απαντά ότι τα ερωτήματα αυτά στερούνται νοήματος και ότι το κυρίαρχο πρότυπο «είναι το καλύτερο της Αγοράς» (και εδώ αγοραία κριτήρια;). Αλλά τα ερωτήματα αυτά είναι ερωτήματα φυσικά και όχι μεταφυσικά. Οι υπεκφυγές δεν συνιστούναπαντήσεις.
 
Δεν θα μάθουμε λοιπόν ποτέ τι έγινε στο Μηδέν, ή έστω πριν από τον χρόνο Πλανκ. Αλλά και τα λεγόμενα πληθωριστικά πρότυπα, ενώ επιχειρούν να ενέσουν φυσικό περιεχόμενο στις υποθέσεις τους (π.χ. ανάδυση ύλης από το κβαντικό κενό, το οποίο δεν είναι «κενό»), υπονομεύονται επειδή προϋποθέτουν απρόσιτες φυσικές καταστάσεις και διεργασίες. Επιπλέον, και στην περίπτωση αυτή πάσχει εκ νέου η λογική: πολλαπλά σύμπαντα, μίνι σύμπαντα, κ.λπ. Ωστε το πρότυπο της Μεγάλης Εκρηξης είναι απλώς μια μαθηματική-ιδεολογική κατασκευή; Πώς θα κριθεί η αλήθεια μιας θεωρίας; Η υπόθεση του Βig Βang δεν είναι ούτε επαληθεύσιμη ούτε διαψεύσιμη. Συνεπώς δεν είναι καν επιστημονική υπόθεση. Εχει παρά ταύτα υπέρ αυτής μια σειρά παρατηρησιακά δεδομένα, τα οποία όμως επιδέχονται και αντίθετες ερμηνείες.
 
Ας τα απαριθμήσουμε, εφόσον ο χώρος δεν επιτρέπει να τα «συζητήσουμε».
Μάζα του Σύμπαντος. Ζυγίσαμε λοιπόν το Σύμπαν;
Ομοιογένεια και ισοτροπία στην κατανομή της ύλης. Η υπόθεση είχε ήδη αμφισβητηθεί από τον Αμπαρτσουμιάν (τον επιλεγόμενο «μπουλντόζα της κοσμολογίας»). Τα σημερινά παρατηρησιακά δεδομένα αποκαλύπτουν μια άκραετερογένεια: Τεράστιες «πίτες» ύλης, μήκους δισεκατομμυρίων ετών φωτός περιβαλλόμενες από αχανείς εκτάσεις κενού. Αλυσίδες πλάτους δισ. ετών φωτός. Ιεραρχική κατανομή γαλαξιών, κ.λπ. Αλλά η ομοιογένεια αποτελεί βασική παραδοχή του Βig Βang.
Μετατόπιση του φάσματος των γαλαξιών που εξηγείται με τη φυγή των γαλαξιών. Αλλά υπάρχουν και διαφορετικές ερμηνείες: υπόθεση του «κουρασμένου φωτός», υπόθεση δημιουργίας ύλης (Ηoyle, Νarlikar, Αrp) κ.λπ.
Ηλικία του «Σύμπαντος: Υπολογίζεται με βάση την τιμή της σταθεράς του Χαμπλ. Εντούτοις δεν υπάρχει συμφωνία ως προς αυτή την τιμή. Με τιμή 45, το «Σύμπαν» έχει ηλικία 18 δισ. (Santage). Με τιμή 85, 8 δισ. (Vaucouleurs). Λοιπόν;
Ακτινοβολία βάθους 2,7 απόλυτων βαθμών. Θεωρήθηκε ως απόδειξη του Βig Βang. Αλλά η ακτινοβολία αυτή είχε ήδη προβλεφθεί από τους Findlay-Frieundlich και Μax Βorn στο πλαίσιο ενός στάσιμου πρότυπου. Επίσης από τον Εντιγκτον, χωρίς Βig Βang. Κατ΄ άλλους, δεν έχει κοσμολογική προέλευση.
Νουκλεοσύνθεση. Υποτίθεται ότι τα ελαφρά στοιχεία δημιουργήθηκαν κατά την πρώτη στιγμή. Αλλά κατά τους Βurbidge, Fowell και Ηoyle, τα στοιχεία δημιουργούνται στην καρδιά των γαλαξιών, όχι κατά το Βig Βang. Κατά τον J.C. Ρecker, εξάλλου, η νουκλεοσύνθεση συνεχίζεται σε κάθε εποχή.
Κβάζαρς. Εξαιρετικά φωτεινά αντικείμενα, με ισχυρή μετατόπιση προς το ερυθρό. Η ανακάλυψή τους θεωρήθηκε περίπου απόδειξη του κυρίαρχου προτύπου. Αλλά σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Ηalton Αrp, τα κβάζαρς δεν βρίσκονται στις εσχατιές του ουρανού. Τα κβάζαρς εξακοντίζονται με τεράστιες ταχύτητες από την καρδιά γαλαξιών, είναι πιο πολλά γύρω από γαλαξίες και συνδέονται με γαλαξίες με γέφυρες ύλης. Αλλο ένα από τα θεμέλια του προτύπου φαίνεται να κλονίζεται.
 
Αλλά, ανεξάρτητα από παραδοχές χωρίς νόημα και αμφισβητήσιμες αλήθειες, τα κεκτημένα της αστροφυσικής και της κοσμολογίας μπορούν να συγκροτήσουν ένα διαλεκτικό σενάριο, με τον όρο ότι θα αποκαθαρθούν από την αξίωση ότι η κοσμολογία μπορεί να περιγράψει τη γέννηση και την εξέλιξη του Σύμπαντος. Η θραύση των συμμετριών, η δημιουργία νέων μορφών ύλης, η μελέτη και η γνώση των θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων, οι νόμοι της διατήρησης και οι νόμοι μετασχηματισμού, το αναλλοίωτο και το μεταβλητό, η υπέρβαση της σωματιδιακής αντίληψης του αντικειμένου ως αυτόνομης και συμπαγούς οντότητας στον χώρο, η αναζήτηση της διαλεκτικής ανάμεσα στα πράγματα και στις σχέσεις, όλη η μεγάλη σειρά ανακαλύψεων και ιδεών, συνιστούν ήδη ένα πλούσιο υλικό για την επεξεργασία των στοιχείων μιας διαλεκτικής της κοσμογένεσης.
 
Εν τέλει το κυρίαρχο πρότυπο περιέχει κοσμοϊστορικές αλήθειες, έγκλειστες σε ένα μαθηματικο-ιδεολογικό σχήμα. Με την ανάπτυξη της φυσικής των στοιχειωδών σωματίων και τη συγκεκριμένη γνώση των φυσικών αλληλεπιδράσεων, το πρότυπο αυτό απέκτησε φυσικό περιεχόμενο. Απαλλαγμένο από τα μηδέν και τα άπειρα, θεωρούμενο ως πρότυπο του προσιτού σήμερα μέρους του Σύμπαντος, είναι ένα πρότυπο κοσμογένεσης: δημιουργίας και καταστροφής μορφών. Ειδικά στην πορεία της κοσμικής εξέλιξης η ύλη έχει αλλάξει μορφές: η ύλη δεν αποτελείτο πάντα από τα άτομα του Δημόκριτου και του Νεύτωνα. Ηιστορικότητατων μορφών της ύλης είναι μια κεφαλαιώδης κατάκτηση της κοσμολογίας.
Εν τέλει, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο κόσμος μας προήλθε από μία ή έναν τεράστιο αριθμό εκρήξεων στον υπάρχοντα χώρο και χρόνο, εκρήξεων της υπάρχουσας ύλης ή με την ανάδυση ύλης από το υποκβαντικό επίπεδο.
Κατά τον Αλφβεν (βραβείο Νομπέλ) η υπόθεση του Βig Βang είναι ένας ωραίος μύθος. Ομως ένας μύθος που περιέχει επαναστατικές αλήθειες, έγκλειστες στο ιδεολογικό σχήμα.
 

Τι χρειάζεται για να πιστεύεις στο θάνατο

Μέρος 1…

του Σπύρου Κάκου

Πολλοί μιλάνε για την “αθανασία” και προσπαθούν να δείξουν γιατί η ψυχή του ανθρώπου δεν καταστρέφεται μετά το θάνατο του φυσικού σώματος. Πολλοί προσπαθούν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της ύπαρξης ενός “αθάνατου” πνεύματος το οποίο συνεχίζει να “υπάρχει” και μετά το σταμάτημα της λειτουργίας του φυσικού εγκεφάλου μας. Οι συζητήσεις αυτές βασίζονται ωστόσο σε ένα λάθος δεδομένο: το ότι αυτό που πρέπει να αποδειχθεί είναι η “αθανασία” και όχι ο “θάνατος”.

Πολλοί σήμερα θεωρούν σαν δεδομένα πολλά πράγματα. Μάλιστα η εποχή μας χαρακτηρίζεται από ένα είδος αλαζονικής πίστης σε ένα υλιστικό κόσμο όπου όλα όσα λέει σήμερα η φυσική και η χημεία είναι “πραγματικά” ενώ όλα όσα λένε οι φιλόσοφοι – ειδικά αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Για να πιστεύει κανείς στο “θάνατο”, ήτοι στην πλήρη εξαφάνιση του πνεύματος του ανθρώπου μετά την παύση της λειτουργίας του φυσικού του σώματος, πρέπει να πιστεύει σε μια σειρά από δόγματα τα οποία ήταν και είναι θέμα συζήτησης μεταξύ των φιλοσόφων. Για να πιστεύει κανείς στο θάνατο πρέπει να πιστεύει στην έννοια της διαφορετικότητας των αντικειμένων (κάτι με το οποίο ο Παρμενίδης διαφωνούσε), πρέπει να πιστεύει στην έννοια της αλλαγής (κάτι με το οποίο ο Ζήνωνας αλλά και ο Παρμένίδης, πρέπει να πιστεύει στην έννοια του χρόνου (κάτι με το οποίο ακόμα και πολλοί φυσικοί σήμερα διαφωνούν)…
Αυτά τα στοιχεία θα αναλύσω σε μια σειρά άρθρων, με θέμα “Τι χρειάζεται για να πιστεύεις στο θάνατο”.
 

Εξουσιάζεις τους ανθρώπους αν ελέγχεις τον ερωτισμό τους

«Ο Χριστός δεν μίλησε ποτέ ευθέως για την ερωτική συνεύρεση και δεν ασχολήθηκε με τις ερωτικές παρεκτροπές. Δεν θεώρησε θανάσιμο αμάρτημα την ερωτική λειτουργία, αλλά πράγματα που εμείς αγνοούμε εντελώς στις μέρες μας, όπως την υποδούλωση στα υλικά πράγματα» τονίζει στο «Βήμα», με τη διπλή ιδιότητα τού επί δεκαετίες ψυχοθεραπευτή και του ορθόδοξου ιερέα ο πατέρας Φιλόθεος Φάρος, και εξηγεί ότι «το νομικίστικο πνεύμα δεν μπορεί να έχει θέση στην υγιή χριστιανική παράδοση».

Για την επικράτηση αυτού του νομικίστικου πνεύματος όλοι έχουν ευθύνη στην Εκκλησία, πιστοί και κληρικοί. «Οι πιστοί απαιτούν από τον ιερέα να είναι τέλειος. Οταν αποκαλύπτεται ότι δεν είναι και κρίνεται η επαγγελματική του οντότητα, ο ιερέας ψάχνει να βρει έναν τρόπο να φαίνεται τέλειος. Προβάλλει λοιπόν την ερωτική αμαρτία ως μέγιστη διότι μπορεί να γίνει κρυφά, ακόμη και σε επίπεδο διάθεσης, τη στιγμή που ο πλούτος και η χλιδή δεν κρύβονται. Επικεντρώνει συνεπώς την προσοχή του σε άλλα πράγματα για να εξασφαλίσει την απαραίτητη- ψευδή- τελειότητα. Από την άλλη, αν θέλουμε να εξουσιάζουμε τους ανθρώπους δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος από το να ελέγχουμε τον ερωτισμό τους, την πιο καίρια ανθρώπινη πραγματικότητα. Η αμαρτία λοιπόν που συνδέεται με τον έρωτα αποτελεί δημιούργημα της νεύρωσης και του κινήτρου της εκμετάλλευσης ή της απάτης».

«Ο έρωτας δεν είναι μια αυτονομημένη λειτουργία κάποιων οργάνων του σώματος» υπογραμμίζει ο πατέρας Φιλόθεος. Και εξηγεί: «Οταν κανείς περιορίζεται στη φυσική σεξουαλική παρόρμηση και δεν προχωρεί στην επιλογή της κοινωνίας, δηλαδή της εμπειρίας κοινών πραγμάτων και της ψυχικής ένωσης, διαστρέφει τον έρωτα και τον μετατρέπει σε λαγνεία. Εκεί έγκειται η αμαρτία, διότι τότε ο άλλος δεν είναι πρόσωπο αλλά αντικείμενο προς χρήση. Αυτό μπορεί να γίνει και εντός του γάμου. Και τότε είναι ακόμη πιο χυδαίο, διότι δεν μιλάμε πια για έναν άγνωστο αλλά για τον σύντροφο, τον πατέρα ή τη μητέρα των παιδιών μας» δηλώνει.

Υπό αυτήν τη θεώρηση, όταν ερωτάται για το ζήτημα των προγαμιαίων σχέσεων, ο 80χρονος πολυγραφότατος πνευματικός αντιδρά. «Η σύγχρονη αντίληψη περί πορνείας, που περιλαμβάνει κάθε ερωτική επαφή εκτός γάμου, είναι ανακριβής. Την εποχή του Ευαγγελίου αφορούσε την επίσκεψη ενός άντρα σε κάποιο οίκο ανοχής. Μόνο οι παπάδες χρησιμοποιούν στις ημέρες μας τον όρο ΄΄προγαμιαίες σχέσεις΄΄. Δεν σημαίνει τίποτα, παρά μόνο για κάποια νευρωτικά άτομα τα οποία έχουν δυσκολία με τον έρωτα και λένε ΄΄δεν μπορώ να έχω ερωτικές επαφές γιατί το απαγορεύει ο παπάς΄΄».

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artId=370115&dt=28/11/2010#ixzz16ZsS5PU1

Το «Είναι» ζωγραφιστό

Δημήτρης Ζιαμπάρας

Λέμε «αυτά είναι έπιπλα», «αυτό είναι ζώο», «αυτό είναι δικαιοσύνη», «αυτοί είναι αριθμοί». Όλα αυτά, για τα οποία λέμε ότι είναι κάτι, τα ονομάζουμε Όντα, είτε Αισθητά είτε Νοητά. Το μόνο κοινό που υπάρχει ανάμεσα σε τόσο ετερόκλιτα όντα είναι το γεγονός ότι για να τα ορίσουμε μέσω του Νοείν χρησιμοποιούμε το «αυτό είναι …». Άρα εντοπίζοντας τα όρια του Νοείν, εντοπίζουμε τα όρια του «Είναι». Το επιβεβαιώνει και ο Παρμενίδης ταυτίζοντας το Νοείν με το «Είναι», «το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι». Οι κατευθύνσεις του ανθρώπινου Νοείν καθορίζονται αποκλειστικά από τα ζωώδη ένστικτα: της Επιβίωσης, του Ανήκειν και της Διαιώνισης. Το Δέμας, είτε μας αρέσει είτε όχι, δένει το Νοείν στα τρία ζωώδη ένστικτα τα οποία εξαναγκάζουν τον άνθρωπο σε ένα ακατάπαυστο Νοητικό αγώνα για Ελευθερία, Πληρότητα και Νόημα. Η ανθρώπινη επιλογή έγκειται μόνο στην αναλογία του καθ’ ενός προς το άλλο, αλλά και της αναλογίας συλλογικότητας/μοναδικότητας στην επίτευξη του καθ’ ενός.

 

Αισθητό και Νοητό (Γκρίζα Περιοχή)

Η Γκρίζα περιοχή είναι η σύνοψη του όλου διαγράμματος του «Είναι». Στο Αισθητό ανήκει οτιδήποτε πιστοποιεί ο άνθρωπος με τις αισθήσεις του. Πρώτα από όλα τα Ορμέμφυτα. Ειδικά το ένστικτο της Επιβίωσης, το οποίο μεταφράζεται σε αγώνα του Νοείν για Υπέρβαση των φυσικών περιορισμών ή του κοινωνικού γίγνεσθαι, δημιουργεί τον Βιολογικό Χρόνο (η μεταβολή ως αλλοίωση), τον Ιστορικό Χρόνο (η μεταβολή του κοινωνικού γίγνεσθαι) και του Τόπου. Ο Τόπος μπορεί να είναι είτε ατομικός, είτε κοινωνικός. Το Άτομο και η Κοινωνία είναι αλληλένδετα με τον Τόπο τους. Όταν αλλάζει ο Τόπος αλλάζει και η ουσία του Ατόμου και της Κοινωνίας.

Το ένστικτο του Ανήκειν, το οποίο μεταφράζεται σε αγώνα του Νοείν για Συσχέτιση, δημιουργεί στον άνθρωπο την αίσθηση ετερότητας που ονομάζουμε Εαυτό. Τον Εαυτό συγκροτούν τρία στοιχεία: ο Έρωτας (η έλξη προς τον Άλλον και την Αλήθεια), το Είδος (φυλή, οικισμός κ.λπ) και ο Χώρος (στην ερωτική σχέση ο Τόπος μετασχηματίζεται σε άχρονο Χώρο, είτε Προσωπικό Χώρο, είτε Κοινοτικό Χώρο). Ο Χώρος μπορεί να εναλλάσσει και Τόπους, χωρίς να αλλάζει στην ουσία του. Άρα στο πλαίσιο της ερωτικής σχέσης το «Είναι» ή το Νοείν υφίσταται χωρίς τον Χρόνο και η Σκέψη αντικαθίσταται από την στιγμιαία Αίσθηση της ολότητας. Ειδικότερα στον άχρονο Χώρο της Κοινότητας συνυπάρχουν οι Ζώντες με τους Νεκρούς και τους Αγέννητους.

Το ένστικτο της Διαιώνισης, το οποίο μεταφράζεται σε αγώνα του Νοείν για Ιεράρχηση είτε των Όντων του Επιστητού είτε των Ηθικών Πράξεων, δημιουργεί στον άνθρωπο την αντίληψη της υλικότητάς του, που ονομάζουμε Σώμα, όχι ως εσωτερικές λειτουργίες, αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης κοσμικής Τάξης. Την αντίληψη του Σώματος συγκροτούν τρία στοιχεία: η Εξέλιξη (μια πορεία με αιτία και σκοπό), η Μορφή (η θετική εξατομίκευση του Είδους) και ο Χρόνος (είτε ως Κοσμικός Χρόνος που μετράει την μεταβολή ως κίνηση, είτε ως Πρακτικός Χρόνος που μετράει την μεταβολή ως εκπλήρωση καθηκόντων).

Το Νοείν στο πλαίσιο της συλλογικότητας του ανθρώπου οδηγεί βαθμηδόν στην Ηθική, στο Δίκαιο και στο Αγαθό. Ηθική είναι η διάπλαση του ανθρώπου από την ίδια την συλλογικότητα δια μέσου της Ιστορίας, του Μύθου και του Λόγου, συνίσταται στους Ιστορικούς Εθισμούς (Κοινωνική Ηθική), στις Αρετές (Κοινοτική Ηθική) και στα Καθήκοντα (Ατομική Ηθική). Το Δίκαιο είναι το μέρος αυτό της Ηθικής το οποίο είναι επιδεκτικό καθολίκευσης, συνίσταται στους γραπτούς Κανόνες (νόμους), στις άγραφες Αξίες (αρχές του δικαίου) και στην Αλήθεια (η συγκεκριμένη έννομη σχέση, νομολογία). Το Αγαθό είναι το μέρος αυτό του Δικαίου το οποίο θεωρείται εγγύτερα στο αιώνιο και αναλλοίωτο φιλοσοφικό «Όντως Ον» και το οποίο είναι άξιο επιδίωξης, συνίσταται στους Θεσμούς, την Ευδαιμονία και την Αυτονομία. Αντίστοιχα το Νοείν στο πλαίσιο της μοναδικότητας του ανθρώπου διατρέχει μια παρόμοια διαδρομή όπως φαίνεται στο διάγραμμα και θα αναλυθεί κατωτέρω.

Το Νοείν λοιπόν λαμβάνει χώρα ως Σκέψη στον Βιολογικό και Ιστορικό χρόνο, ως άμεση Αίσθηση της ολότητας στον άχρονο Χώρο της ερωτικής σχέσης και ως ενορατική Αντίληψη στον Κοσμικό και Πρακτικό χρόνο. Το Νοητό επιτρέπει στον άνθρωπο να χτίσει πάνω σε αυτά τα τρία ένστικτα και να ξεφύγει από το Αισθητό, σε σημείο που οι εκδηλώσεις αυτών των ενστίκτων από κάποιο σημείο και πέρα να μοιάζουν ξεκομμένες από τις ρίζες τους. Πάντα όμως το υπόβαθρο είναι τα ένστικτα, ακόμη και στις πιο ευγενείς ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η αναζήτηση του Θείου ή του φιλοσοφικού «Όντως Όντος», της αγάπης, της γνώσης για την γνώση, της τέχνης για την τέχνη, της αυτοθυσίας κ.λπ.

Ελευθερία (Κόκκινη Περιοχή)

Το ένστικτο της Επιβίωσης εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε ένα διαρκή Νοητικό αγώνα Υπέρβασης των φυσικών περιορισμών και του κοινωνικού γίγνεσθαι, είτε μόνος του, είτε μέσω της συνεργασίας με συνανθρώπους του. Η Ελευθερία είναι η εμμονή του. Η συλλογική αναζήτηση της Ελευθερίας είναι η Ιστορία. Η ατομική αναζήτηση της Ελευθερίας είναι η Επιθυμία. Ο άνθρωπος ταλαντεύεται μεταξύ Ιστορίας και Επιθυμίας, επιδεικνύοντας πάντα μια μικρή κλίση προς την μια ή την άλλη μεριά, ενδεικτική των πολιτιστικών καταβολών. Η Ιστορία δημιουργεί στους ανθρώπους τους ιστορικούς Εθισμούς, όσοι από αυτούς καθολικεύονται γίνονται Κανόνες, όσοι από αυτούς επηρεάζουν την συνέχεια της Κοινωνίας γίνονται Θεσμοί. Εθισμοί, Κανόνες και Θεσμοί συνιστούν την ανθρώπινη Κοινωνία. Οι Θεσμοί εκφράζουν την συλλογική επιθυμία και συνέχεια όλης της Κοινωνίας, αποτελούν ότι πιο κοντινό μπορεί να δημιουργήσει η ανθρώπινη συλλογικότητα στο «Όντως Ον», ό,τι αιώνιο και αναλλοίωτο. Το «Όντως Ον» για την ανθρώπινη Κοινωνία είναι η ιστορική Ασυνέχεια, η αρχή και το τέλος της Ιστορίας. Στον αντίποδα, η Μοναδικότητα του ανθρώπου εκφράζεται από την Επιθυμία Υπέρβασης των φυσικών περιορισμών: πρώτα της ίδιας της Σάρκας, π.χ. των ασθενειών της, δεύτερον του Περιβάλλοντος, π.χ. των αποστάσεων με την βοήθεια της Τεχνολογίας και τρίτον αυτών των περιορισμών που θέτει η ίδια η Νομοτέλεια, οι φυσικοί νόμοι. Αυτή η Υπέρβαση της Νομοτέλειας συνιστά την εικόνα του Θείου στην οποία παραπέμπει το ένστικτο της Επιβίωσης. Αυτή η εικόνα του Θείου οδηγεί στο «Μη Ον», δηλαδή έξω από τον κόσμο τούτο, στην απουσία μετοχής στο «Είναι». Οπότε βγαίνουμε έξω από τα όρια του Νοείν και οποιαδήποτε συζήτηση είναι αδύνατη.


Πληρότητα (Πράσινη Περιοχή)

Το ένστικτο της Ανήκειν εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε ένα διαρκή Νοητικό αγώνα Συσχέτισης με τον Άλλον ή με την Κοινότητα (ως μια μορφή Συλλογικής Ευφυΐας). Η Πληρότητα είναι η εμμονή του. Ο τρόπος αναζήτησης της Πληρότητας ως ένταξη στην Κοινότητα υποκρύπτεται στον Μύθο. Ο τρόπος αναζήτησης της Πληρότητας ως ένταξη στην προσωπική σχέση υποκρύπτεται στο Κάλλος. Ο άνθρωπος ταλαντεύεται μεταξύ Μύθου και Κάλλους, επιδεικνύοντας πάντα μια μικρή κλίση προς την μια ή την άλλη μεριά, ενδεικτική των πολιτιστικών καταβολών. Ο Μύθος εμπεριέχει την πληροφορία των προϋποθέσεων ένταξης στην Κοινότητα, τις Αρετές, αυτές παραπέμπουν στην Αλήθεια, τα Αρχέτυπα της Κοινότητας, τα οποία με την σειρά τους δείχνουν τον δρόμο για την ανθρώπινη Ευδαιμονία, δηλαδή την αφομοίωση από κάθε άνθρωπο μέλος της συλλογικής ευφυΐας που λέγεται Κοινότητα. Αρετές, Αλήθεια και Ευδαιμονία συνιστούν την ανθρώπινη Κοινότητα. Η Ευδαιμονία εκφράζει την αφομοίωση από τον άνθρωπο της συλλογικής ευφυΐας και αποτελεί ότι πιο κοντινό μπορεί να δημιουργήσει η ανθρώπινη συλλογικότητα στο «Όντως Ον», ό,τι αιώνιο και αναλλοίωτο. Το «Όντως Ον» για την ανθρώπινη Κοινότητα είναι η Πόλις, η συλλογική ευφυΐα της ίδιας της Κοινότητας. Στον αντίποδα, η Μοναδικότητα του ανθρώπου εκφράζεται από τον αγώνα Συσχέτισης με τον Άλλον: πρώτα των κοντινών συνανθρώπων του, των Φίλων, δεύτερον των πιο απομακρυσμένων, των Γνωστών, και τρίτον των Αγνώστων (βλέπε φιλανθρωπία). Αυτή η Συσχέτιση με τον Άγνωστο (η Αγάπη για τον Άγνωστο) συνιστά την εικόνα του Θείου στην οποία παραπέμπει το ένστικτο του Ανήκειν. Αυτή η εικόνα του Θείου οδηγεί στο «Μη Ον», δηλαδή έξω από τον κόσμο τούτο, στην απουσία μετοχής στο «Είναι». Οπότε βγαίνουμε έξω από τα όρια του Νοείν και οποιαδήποτε συζήτηση είναι αδύνατη.

Νόημα (Κυανή Περιοχή)

Το ένστικτο της Διαιώνισης εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε ένα διαρκή Νοητικό αγώνα Ιεράρχησης είτε των Όντων του Επιστητού, είτε των Ηθικών Πράξεων μέσα του. Το Νόημα είναι η εμμονή του. Ο τρόπος αναζήτησης του Νοήματος στα Όντα του Επιστητού φανερώνεται στην Τάξη που διέπει το Επιστητό. Ο τρόπος αναζήτησης του Νοήματος στην καθημερινότητα των Ηθικών Πράξεων φανερώνεται στον Λόγο που διέπει το Ιερό. Ο άνθρωπος ταλαντεύεται μεταξύ Λόγου και Τάξης, επιδεικνύοντας πάντα μια μικρή κλίση προς την μια ή την άλλη μεριά, ενδεικτική των πολιτιστικών καταβολών. Ο Λόγος φανερώνει την πληροφορία των προϋποθέσεων ανέλιξης στο Ιερό, τα Καθήκοντα, όσα από αυτά είναι επιδεκτικά καθολίκευσης καλούνται Αξίες της κοινωνίας, οι οποίες αποτελούν τα κριτήρια Ιεράρχησης των ατομικών Καθηκόντων. Το Κριτήριο Ιεράρχησης των κοινωνικών Αξιών είναι η ανθρώπινη Αυτονομία, η ανώτερη μορφή ανθρώπινης ανεξαρτησίας από την ανθρώπινη φύση αλλά και κάθε κοινωνικό και κοινοτικό προκαθορισμό. Καθήκοντα, Αξίες και Αυτονομία συνιστούν την έννοια του Ιερού. Η ανθρώπινη Αυτονομία στο πλαίσιο του συγκεκριμένου Ιερού αποτελεί ότι πιο κοντινό μπορεί να δημιουργήσει η ανθρώπινη συλλογικότητα στο «Όντως Ον», ό,τι αιώνιο και αναλλοίωτο. Το «Όντως Ον» για το Ιερό είναι ο Θεάνθρωπος, ο αυθεντικός εκφραστής του ίδιου του Λόγου. Στον αντίποδα, η Μοναδικότητα του ανθρώπου εκφράζεται από τον αγώνα Ιεράρχησης των Όντων του Επιστητού: πρώτα των κοντινών του Όντων, της Οικίας του, δεύτερον των πιο απομακρυσμένων, του Κόσμου γύρω του, και τρίτον του Απείρου (στην έννοια του Απείρου συμπεριλαμβάνονται και άλλα πνευματικά όντα ανώτερα του ανθρώπου, αν υπάρχουν). Αυτή η Ιεράρχηση των Όντων του Απείρου (η Γνώση του Απείρου) συνιστά την εικόνα του Θείου στην οποία παραπέμπει το ένστικτο της Διαιώνισης. Αυτή η εικόνα του Θείου οδηγεί στο «Μη Ον», δηλαδή έξω από τον κόσμο τούτο, στην απουσία μετοχής στο «Είναι». Οπότε βγαίνουμε έξω από τα όρια του Νοείν και οποιαδήποτε συζήτηση είναι αδύνατη.

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Φιλοσοφία-Επιστημολογία/Άρθρα/2519-Το-Είναι-ζωγραφιστό.html

Η Ανατομία του Ιερού

Δημήτρης Ζιαμπάρας

Σε κάθε ανθρώπινη συλλογικότητα συνυπάρχουν η Κοινωνία, η Κοινότητα και το Ιερό, ως εκδήλωση των βασικών ενστίκτων της Επιβίωσης, του Ανήκειν και της Διαιώνισης. Η μεταξύ τους αναλογία συνιστά την συλλογική πολιτιστική ιδιαιτερότητα. Μέσα από το ένστικτο της Διαιώνισης ο άνθρωπος αγωνίζεται να ξεπεράσει το βιολογικό του τέλος αναπαράγοντας τον εαυτό του μέσα από τα υλικά και ανθρώπινα δημιουργήματά του. Τα ανθρώπινα δημιουργήματα του βίου του όπως τέκνα, μαθητές, υφιστάμενοι, πιστοί, ακόλουθοι, αναγνώστες, θεατές, ψηφοφόροι κ.λπ. υιοθετούν και έτσι διαιωνίζουν τον εσωτερικό τρόπο οργάνωσης της σκέψης του δημιουργώντας ένα Λόγο, δηλαδή ένα συγκεκριμένο σύνολο Κριτήριων Ιεράρχησης των ανθρωπίνων ηθικών επιλογών. Όσο πιο πολλοί υιοθετούν αυτό τον Λόγο και όσο πιο πολύ αυτός ο Λόγος πλησιάζει το πρότυπο του Ηρακλείτειου Λόγου, τόσο πιο έντονη είναι η αίσθηση του Ιερού που αποπνέει. Όταν λέμε ότι κάτι είναι Ιερό εννοούμε ότι μετέχει στον Λόγο σε μεγαλύτερο βαθμό από το ανίερο.

Η Κοινωνία οδηγείται από την Ιστορία, όπως ο κύλινδρος από τον άξονά του. Η Κοινότητα ξεκινάει από τον Μύθο, όπως η σφαίρα από το κέντρο της. Το Ιερό παρακολουθεί τον Λόγο, όπως η πυραμίδα το ύψος της. Ο Μύθος κάμπτει τον ρου της Ιστορίας και ο Λόγος τον εξελίσσει. Το τέλος της ανθρώπινης συλλογικότητας βρίσκεται στο σημείο που θα ταυτιστούν η Ιστορία, ο Μύθος και ο Λόγος. Η Ιστορία δημιουργεί τους ατομικούς Εθισμούς, όσοι από αυτούς καθολικεύονται, δηλαδή γίνονται ευρύτερα αποδεκτοί, καθίσταται κοινωνικοί Κανόνες, οι σπουδαιότεροι των οποίων καταλήγουν στους κοινωνικούς Θεσμούς που εκφράζουν την Δύναμη μιας Συλλογικής Επιθυμίας. Στον Μύθο βρίσκονται κρυμμένες οι προϋποθέσεις μετοχής στην Κοινότητα, οι Αρετές του ανθρώπινου χαρακτήρα, αυτές παραπέμπουν στα κοινοτικά Αρχέτυπα και αυτά με την σειρά τους αποκαλύπτουν στον άνθρωπο την Ευδαιμονία και την Χάρη μιας Συλλογικής Ευφυΐας. Η συλλογική Επιθυμία και η συλλογική Ευφυΐα αποτελούν το λεγόμενο συλλογικό Ασυνείδητο. Ο Λόγος φανερώνει στον άνθρωπο τον τρόπο μετοχής στο Ιερό, τα ατομικά του Καθήκοντα, όσα από αυτά καθολικεύονται ονομάζονται Αξίες της κοινωνίας, αυτές οδηγούν τον άνθρωπο στην Αυτονομία και την Ενόραση μιας Εξωανθρώπινης Ευφυΐας, τον Ηρακλείτειο Λόγο. Στην Κοινότητα η μετοχή είναι ισότιμη, ενώ στο Ιερό η μετοχή είναι ανισότιμη. Το Ιερό είναι ο ανώτερος βαθμός του Λόγου ο οποίος οδηγεί τον άνθρωπο στην ατομική Θέωση, τον Θεάνθρωπο, ο οποίος ενίοτε έχει και κοσμικά ονόματα όπως Πάπας, Σουλτάνος, Καίσαρ, Τσάρος, Φύρερ, Γενικός Γραμματέας ΚΚΣΕ, Ατατούρκ κ.λπ.

Το Ιερό γίνεται αντιληπτό στον άνθρωπο μέσω της ατομικής ηθικής, της σύλληψης των Καθηκόντων του, δηλαδή των υποχρεώσεών του για το τι πρέπει να πράξει σε οτιδήποτε δεν προκαθορίζεται από τους Κοινωνικούς Εθισμούς και τις Κοινοτικές Αρετές. Τα Καθήκοντα διαμορφώνονται από την Ενόραση. Εξίσου μεγάλη σημασία με την σύλληψη των Καθηκόντων έχει η Ιεράρχησή τους, η οποία αποκαλύπτει και την πολιτιστική διάσταση. Τα κριτήρια Ιεράρχησης των Καθηκόντων διαμορφώνονται από τα Κοινοτικά Αρχέτυπα και τους Κοινωνικούς Κανόνες και καλούνται Αξίες της κοινωνίας. Κριτήριο Ιεράρχησης αυτών των Αξιών δεν μπορεί να είναι άλλο από την Αυτονομία του ανθρώπου η οποία τον οδηγεί τελικά στην ατομική Θέωση. Η Αυτονομία είναι η ύψιστη μορφή ελευθερίας όπου ο άνθρωπος απελευθερώνεται από την ίδια του την φύση αλλά και από κάθε μορφής κοινωνικό και κοινοτικό προκαθορισμό. Για να επιτύχει όμως ο άνθρωπος την Αυτονομία πρέπει πρώτα να κατορθώσει την Ευδαιμονία της συνύπαρξης στο πλαίσιο της Κοινότητας η οποία με την σειρά της απαιτεί από τον άνθρωπο να έχει κατακτήσει μια Συνέχεια συμβίωσης στο πλαίσιο της Κοινωνίας. Το Ιερό είναι ευρύτερη έννοια από την Θρησκεία, διότι το βρίσκεις οπουδήποτε υπάρχει ιεραρχημένη ανθρώπινη δραστηριότητα με Καθήκοντα, Αξίες και κάποιου είδους Αυτονομία: στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην πολιτική κ.λπ.

Το Ιερό μπορεί να είναι ευρύτερη αλλά και στενότερη έννοια από το Θείο. Το Ιερό είναι ευρύτερη έννοια από το Θείο, διότι το Ιερό, εκτός από την εικόνα του Θείου ως Θεανθρώπου, περιλαμβάνει και τα Καθήκοντα και τις Αξίες ανθρώπων και κοινωνίας. Το Ιερό είναι στενότερη έννοια από το Θείο, διότι η εικόνα του Θείου μπορεί να πάρει και μορφές συλλογικές όπως της «Κοινότητας» και της «Ιστορικής Ασυνέχειας» (Αρχή και Τέλος της Ιστορίας). Την εικόνα του Θείου ως «Κοινότητα» την συναντάμε στην Ελληνική παράδοση είτε ως Αρχαιοελληνική Πόλις είτε ως Ορθόδοξη Ενορία. Η «Κοινότητα» είναι μια μορφή συλλογικής Ευφυΐας η οποία όταν αφομοιωθεί από τον άνθρωπο είναι ικανή να αλλάξει την φύση του και να τον κάνει να ξεπεράσει διανοητικά και ηθικά τους περιορισμούς του DNA του. Οι εικόνες του Θείου μπορεί να συνυπάρχουν και να είναι αντιμαχόμενες όπως συμβαίνει στην Ορθοδοξία όπου συνυπάρχουν μια ατομικιστική-ιδεαλιστική εικόνα του Θείου, η «Αγάπη για τον άγνωστο» και μια συλλογική-εμπειρική εικόνα του Θείου, η «Κοινότητα». Η «Αγάπη για τον άγνωστο» εκφράζεται μέσα από την ναρκισσιστική και απεχθή δραστηριότητα της Φιλανθρωπίας (άλλο πράγμα η υποχρέωση Πρόνοιας της Πολιτείας), ενώ η «Κοινότητα» δεν είναι απλώς το άθροισμα των μελών, αλλά το «Όντως Ον» του Ελληνικού Πολιτισμού. Την συλλογική εικόνα του Θείου ως «Ιστορική Ασυνέχεια» (Αρχή και Τέλος της Ιστορίας) την συναντάμε στην Εβραϊκή Παράδοση ως «Θεό των πατέρων ημών» και «Μεσσία». Οι Έλληνες μπορούν να αλλάζουν τον άνθρωπο, οι Εβραίοι μπορούν να αλλάζουν την ιστορία.

Όταν λέμε ότι έχουμε «απώλεια της αίσθησης του Ιερού σε μια κοινωνία» ουσιαστικά εννοούμε ότι οι άνθρωποι έχουν μειωμένη αίσθηση Ατομικών Καθηκόντων. Για παράδειγμα, το θέμα του μόλυνσης του Περιβάλλοντος αποτελεί κατεξοχήν θέμα απώλειας της αίσθησης του Ιερού και όχι έλλειμμα Κοινωνικής Ηθικής, δηλαδή του τι πρέπει να εθιστεί ο άνθρωπος να πράττει, ανακύκλωση κ.λπ. Η λύση είναι να καλλιεργηθεί η αίσθηση του Ιερού στον άνθρωπο, μέσω της μετοχής του σε έντονα ιεραρχημένες δομές, αυστηρά σχολεία, στρατός, πειθαρχημένες υπηρεσίες κ.λπ., ώστε να του φανερωθεί ο τρόπος ανισότιμης μετοχής σε ένα Λόγο. Οπότε να θαυμάζει, να σέβεται και καμιά φορά να φοβάται αυτά που ιεραρχικά τον υπερβαίνουν, όπως ένα ηλιοβασίλεμα σε μια παραλία, ώστε να μην αφήνει τα σκουπίδια του και να το βεβηλώνει.

Όταν πάλι λέμε ότι έχουμε «πρόβλημα Αξιών σε μια κοινωνία», ουσιαστικά εννοούμε ότι δεν έχουμε κοινά αποδεκτά κριτήρια Ιεράρχησης των Ατομικών Καθηκόντων. Υπάρχει μεν μια αρχική αίσθηση του Ιερού η οποία οδηγεί στην σύλληψη των ατομικών Καθηκόντων αλλά τα κριτήρια ιεράρχησής τους δεν είναι κοινά για όσους μετέχουν σε αυτή την κοινωνία που αντιμετωπίζει τελικά όχι προβλήματα συνοχής, αλλά κοινού οράματος.

Όταν τέλος λέμε ότι έχουμε «έλλειμμα Ηγετών σε μια κοινωνία», ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν έχουμε πλέον ανθρώπους που να έχουν ολοκληρώσει την θητεία τους στην Κοινωνία, την παιδεία τους στην Κοινότητα και την μύησή τους στο Ιερό. Οπότε είτε δεν κατέχουν την Δύναμη της Συλλογικής Επιθυμίας αυτής της Κοινωνίας, είτε δεν μετέχουν στην Χάρη της Συλλογικής Ευφυΐας της Κοινότητας, είτε δεν έχουν Ενόραση κάποιας Αποστολής ως Καθήκον.

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AC/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/2354-%CE%97-%CE%91%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%8D.html

Ο Έλληνας επί της προκρούστειας κλίνης ή ο Έλληνας πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά.

Ιωάννης Βούλγαρις

Σκηνή πρώτη: περίπου μια δεκαπενταετία πίσω σε ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, καλοκαίρι. Μόλις είχε τελειώσει το απόδειπνο, και εγώ με έναν φίλο καθίσαμε σε έναν πάγκο και μέσα στη σιγαλιά του δειλινού παρακολουθούσαμε σιωπηλοί τη δύση του ήλιου. Καθώς βυθιζόταν ο λαμπρός του δίσκος στη θάλασσα, βυθιζόμουν κι εγώ σε μια βαθιά θάλασσα συγκίνησης που στον πυθμένα της υποψιαζόμουν έναν χαμένο θησαυρό ευγνωμοσύνης, θησαυρό που σπάνια και δύσκολα κανείς εντοπίζει στην καρδιά κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής. Γύρισα και κοίταξα τον φίλο που σιωπούσε δίπλα μου, προσπαθώντας να διακρίνω εάν συμμεριζόταν τη συγκίνηση μου. Δεν προλάβαμε όμως να μιλήσουμε, γιατί ένας μοναχός που περνούσε βιαστικά από μπροστά μας, στάθηκε και μας ρώτησε τι κάναμε εκεί. Χωρίς να κρύψω τη συγκίνηση μου, απάντησα πως θαυμάζαμε το φως του ηλιοβασιλέματος. Ο μοναχός κούνησε επιτιμητικά το κεφάλι του και μας είπε περίπου τα εξής: «Ο ήλιος δεν είναι παρά ένα άστρο, θα περάσει, θα χαθεί. Το φως του είναι κτιστό και θα παρέλθει. Το άλλο το φως, το άκτιστο θα έπρεπε να αναζητείτε, το αιώνιο και άφθαρτο», και έσπευσε να χαθεί μέσα στα σκοτάδια της μονής, αφήνοντάς μας με κάποια γεύση ενοχής στην ψυχή και σύγχυση στο νου.

Σκηνή δεύτερη: Το Κ.Κ.Ε. βέβαια δεν έχει μοναστήρια· έχει; Από την άλλη, εγώ δεν ανήκα ποτέ στο Κόμμα, άρα οι μόνες προσλαμβάνουσες μου ήταν οι ειδήσεις και ένας-δυο αριστεροί φίλοι. Διάλεξα τη δεύτερη σκηνή μου από ένα σχετικά πρόσφατο δελτίο ειδήσεων. Η Γ.Γ. Αλέκα Παπαρήγα, σε ερώτηση δημοσιογράφων για τη δια βίου μάθηση, κάνει κάποιες δηλώσεις στις κάμερες των οποίων το νόημα είναι περίπου το ακόλουθο: Η δια βίου μάθηση δεν είναι παρά ένα από τα κόλπα του καπιταλισμού για να ελέγχει τις παραγωγικές τάξεις, να τις διαμορφώνει όπως αυτή θέλει έτσι ώστε να έχει τον εργαζόμενο όπως τον θέλει αυτή για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου και της πλουτοκρατίας. (Ξανά, αυτή η ίδια αίσθηση ενοχής και σύγχυσης.)

Δυο σκηνές που αντιπροσωπεύουν δυο πνεύματα, για των οποίων τις επιστημονικές παραμέτρους δεν είμαι «καθ’ ύλιν» αρμόδιος να μιλήσω. Υπάρχουν άλλοι, ειδικοί (ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, θεολόγοι…), στους οποίους ο φιλόπονος και φιλομαθής αναγνώστης καλό είναι να προστρέξει για να διαφωτιστεί, ασχέτως εάν συνεχίσει ή όχι την ανάγνωση αυτού του ταπεινού πονήματος. Θα επιχειρήσω όμως, να δώσω την άποψη μου για αυτά, αφού αποφάσισα να μιλήσω, ελπίζοντας να επαληθεύσω το: «από τρελό κι από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια.»                                        

Το πρώτο πνεύμα -αυτό του μοναχού- είναι το πνεύμα της μεταφυσικής απαξίωσης των πάντων. Εφόσον όλα αυτά είναι γνωστό (;) πως είναι υπαρξιακά παροδικά (μιας και ένας καινούργιος ουρανός θα έρθει, όπου η γη θα υποκατασταθεί από μια καινούργια, όπου το λιοντάρι θα βόσκει μαζί με τ’ αρνί, κ.ο.κ.), δεν αξίζει να ασχολούμαστε μαζί τους. Κάθε άλλο! Θα πρέπει να προσπαθούμε να απομακρυνθούμε όσο περισσότερο γίνεται από αυτά, και με τις προσευχές μας να προ-γευόμαστε τη βασιλεία των ουρανών, την  Civitas Dei -και όχι την Civitas Humanorum-, ευχόμενοι να έρθει το τέλος αυτής της διάστασης και η έναρξη της άλλης, το ταχύτερο δυνατόν.

Το δεύτερο -αυτό της Γ.Γ.- είναι το πνεύμα της πολιτικής απαξίωσης των πάντων. Εφόσον όλα αυτά είναι εξ ίσου γνωστό (;) πως είναι παροδικά (όλα αυτά θα υποκατασταθούν από την δικτατορία του προλεταριάτου και τελικά από την αταξική κοινωνία, όπου -κατ’ αναλογία με το λιοντάρι και το αρνί- ο καπιταλιστής θα εργάζεται στο εργοστάσιο δίπλα-δίπλα με τον εργάτη (;), και όλοι τέλος πάντων θα εργαζόμαστε πανευτυχείς μέσα σε φάμπρικες σοβιετικού τύπου κ.ο.κ.), όχι απλώς δεν αξίζει να ασχολούμαστε ενεργά και να συμμετέχουμε σε αποφάσεις, να αναλαμβάνουμε συγκεκριμένες ευθύνες απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους εδώ και τώρα, αλλά οποιαδήποτε προσπάθεια καταβάλλεται θα πρέπει να είναι προς την κατεύθυνση της κατάρρευσης αυτής της πολιτείας και επίσπευσης της έλευσης της άλλης, της αταξικής, της ιδανικής.

Και εξηγούμαι σαφέστερα: αυτές οι δυο σκηνές αποκαλύπτουν για μένα τις δυο προκρούστειες δυνάμεις που επενεργούν πάνω στο πνεύμα του Έλληνα. Διαμορφώνουν τις πνευματικές προϋποθέσεις της ύπαρξης αυτού του λαού, ο οποίος σέρνεται εκών-άκων προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η μια, η Εκκλησία, είναι η πνευματική-μεταφυσική, και η άλλη, η Αριστερά, είναι η πνευματική-πολιτική. Και οι δυο για να υπάρξουν, απαιτούν πλήρη υποταγή. Είναι δυο δυνάμεις των άκρων, των απόλυτων άκρων, της αβύσσου. Ο Έλληνας είναι ίσως το μοναδικό ον πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, που σηκώνει δυο τέτοια αβυσσαλέα όντα και… να! δεν έχει εκλείψει ακόμα. Η πρώτη απαιτεί τυφλή υπακοή (και ότι αυτή συνεπάγεται) από τα βυζαντινά χρόνια σε θεολογικές αυθεντίες, «ελέω Θεού» πάσης φύσεως δεσπότες και σε καλόγερους. Υπακοή κατά την Τουρκοκρατία (μέσω της Εκκλησίας προς τους Τούρκους δεσπότες και τανάπαλιν), υπακοή ακόμη κατά τις διάφορες επαναστάσεις του. Υπακοή προς την Αριστερά, όταν φαντάστηκε πως αυτή θα τον απελευθέρωνε, αλλά επειδή ξέμαθε να αγαπά ελεύθερα και δεν ξέρει πια να νιώθει αγάπη παρά μόνο με τον τρόπο που του δίδαξε η Εκκλησία, δόθηκε σε αυτήν (την Αριστερά) με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή όπως η γυναίκα που δίνεται σε έναν δυνατό άνδρα, σα σκλάβα κι όχι σαν ελεύθερη γυναίκα με προσωπικότητα. Αυτή η γυναίκα είναι μοιραίο να μισεί τον άνδρα που αγαπά και ταυτόχρονα να της είναι αδύνατο να τον αποχωριστεί, έστω κι αν ξέρει πως αυτός θα την οδηγήσει στο χαμό της. Όσοι επέλεξαν να αγαπήσουν εν ελευθερία την Αριστερά τσακίστηκαν -κατά κανόνα- χωρίς έλεος είτε από την ίδια την Αριστερά, είτε από το κράτος (ή το παρακράτος), με τις ευλογίες της Αριστεράς. Παρεμπιπτόντως, νομίζω πως όταν η Αριστερά διέψευσε τις ελπίδες για δικαιοσύνη και ελευθερία που είχε ευαγγελιστεί, η Εκκλησία, και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή της, το μοναχισμό, φάνηκε ξανά ποθητή λίαν. Αυτή άλλωστε είναι πάντα στο απυρόβλητο μιας τελεσίδικης κριτικής, αφού δεν υπόσχεται παραδείσους σε αυτή τη διάσταση. Τα πνευματικά θέλγητρα της ελληνικής αριστεράς δεν έσβησαν ωστόσο όλως διόλου, για δυο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι κι αυτή συνάδει με τη λογική της «α-προσπάθειας», στην οποία εθίστηκε ο Έλληνας αφού ταπεινώθηκε το πνεύμα του (της οποίας κύριος εκφραστής είναι ο μοναχισμός), και δεύτερον, γιατί απαλλάσσεται και αυτή κατά κάποιο τρόπο από την ευθύνη της, καθώς ένα μόνο -πολύ μικρό- ποσοστό των Ελλήνων ψηφίζει αριστερά στις μέρες μας!

Αυτά τα δυο πνεύματα συγκρούονται πάντα συνθλίβοντας τον Έλληνα στη μέση, κάθε φορά που η τράπουλα μοιράζεται εκ νέου, διεκδικώντας την ψυχή του και το σώμα του. Αυτά συγκρούστηκαν κατά τον εμφύλιο -αλέθοντας ανάμεσα στις αδηφάγες μυλόπετρες τους τον ακριβότερο σπόρο της φυλής-, αυτά στη δικτατορία-ταπεινώνοντας ακόμη πιο περισσότερο το πνεύμα μας-, αυτά και στη μεταπολίτευση… Αυτά θα συγκρουστούν και τώρα, εάν η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου, με σφοδρότητα ανάλογη του αδιεξόδου. Στο μεταξύ, μέσα στην αντάρα, οι παντός είδους λύκοι λυμαίνονται το κοπάδι, που προσπαθεί να επιβιώσει όπως-όπως.

Διέξοδος δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Η μία δύναμη υπερκαλύπτει την άλλη, καθιστώντας κάθε απόπειρα διαφυγής απολύτως αδύνατη. Έτσι, μόλις ο Έλληνας θελήσει να αντιδράσει στην τυραννία της Εκκλησίας και της συντήρησης, σπεύδει η Αριστερά να ηγηθεί του αγώνα, με αντάλλαγμα βέβαια την πλήρη ποδηγέτηση του και, μόλις θελήσει να αντιταχθεί σ’ αυτήν της Αριστεράς, σπεύδει η Εκκλησία να δεχθεί το απολωλός πίσω στη μητρική της αγκαλιά. Αυτοί που γλιτώνουν από την επιρροή και των δυο πνευμάτων των άκρων, είτε αριστεροί είτε δεξιοί, μένουν συνήθως στο περιθώριο, εξ ίσου καταδικασμένοι από αμφότερα τα ποίμνια! Το γόητρο και των δυο στον ψυχισμό του λαού είναι τόσο ισχυρό, που οποιαδήποτε άλλη πρόταση θεωρείται σκύβαλο, ακόμα και οι σοβαρότερες, για να μην πω ακριβώς αυτές! Άλλοι πάλι, κυρίως οι νέοι, γυρίζουν τις πλάτες σε όλους. Αυτοί διαφεύγουν συνήθως στις λίγες ήσυχες γωνιές νεωτερικότητας της πολιτείας μας, όπως σε νήσους λωτοφάγων.

Οι δυο αυτές δυνάμεις είναι επόμενο να μισούν η μια την άλλη βαθιά και ανυποχώρητα, γιατί είναι βαθύτατα ίδιες. Δυο πνευματικής αξίας εξουσίες που διεκδικούν πλήρη υποταγή από τους ίδιους υπηκόους, υποσχόμενες κι οι δυο παραδείσους, δε μπορούν παρά να μισούνται εξ ίσου τυφλά. Ενώ, αν ανοίγανε λίγο τα μάτια τους και κοιταζόταν με ειλικρίνεια, θα βλέπανε πως -στο σύγχρονο ιστορικό γίγνεσθαι- η μια οφείλει την ύπαρξη της στην άλλη και πως η μια είναι προϋπόθεση της άλλης για τη διαιώνιση αμφοτέρων. Ασκούν εξουσία υπαγορεύοντας στάση ζωής στους πολίτες ευθέως μέσω των «ινστρουχτόρων» τους (ο νοών νοείτω) και πλαγίως -αλλά ίσως πιο καταλυτικά- μέσω των πανίσχυρων συμβόλων τους. Αίφνης, ποιο σπίτι, γραφείο ή μαγαζί δεν έχει μια εικόνα; Δε σπανίζουν επίσης φωτογραφίες, βιογραφίες ή προφητείες «γερόντων» που η λαϊκή ευλάβεια θεωρεί αγίους. Από την άλλη μεριά βέβαια, δε θα βρεις παντού προτομές και βιογραφίες του Λένιν ή του Στάλιν ούτε τα έργα τους σε κάθε σπίτι -όπως κάποτε σε άλλες ορθόδοξες χώρες· αλλά θα βρεις σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη τον τόπο του μαρτυρίου κάποιων αριστερών αγωνιστών, των οποίων το αίμα -νωπό ακόμα- μεθάει ομοϊδεάτες και μη -με ό,τι συνέπειες μπορεί να έχει μια τέτοια μέθη. Έτσι λοιπόν, διαμορφώνουν αντίληψη ζωής και άρα πολιτική στάση σε πολίτες και πολιτικούς, άνδρες και γυναίκες. Στο βαθμό δε, που η Δημοκρατία το επιτρέπει, οι διάφορες συσσωματώσεις των πνευμάτων αυτών (κόμματα, συνδικάτα, αυτοδιοίκηση, σωματεία, οργανώσεις, κ.λπ.) επιβάλουν άμεσα νοοτροπίες στη διαμόρφωση πολιτικών και στη λήψη αποφάσεων.

Οι περισσότεροι πολιτικοί του τόπου είναι συνήθως είτε αφελείς που πιστεύουν ότι έχουν μια πνευματική-ιδεολογική άποψη και «όραμα» για τον τόπο -ασχέτως εάν προέρχονται από αριστερά ή δεξιά-, είτε πρόκειται για απολύτως ασυνείδητους αριβίστες  -κακέκτυπης μακιαβελικής νοοτροπίας τύπους-, είτε… για όλα αυτά μαζί! Και οι μεν και οι δε, υπηρετούν το όραμα του κυρίου τους -έστω και υποσυνείδητα- που είναι και στις δυο περιπτώσεις το απόλυτο μηδέν: ΌΧΙ ΣΕ ΌΛΑ· όχι μόνο σε αυτά που πιστεύουν οι άλλοι, αλλά -στην πράξη- και σε αυτά που πιστεύουμε κι εμείς! Ναι στο Όχι, ναι στο Τίποτα. Πράγμα που οδηγεί επίσης σε όλο και ευτελέστερης στόφας ανθρώπους που καλούνται να διαχειριστούν τα κοινά. Οι μεν της δεξιάς -πολύ πιο φθαρμένοι αυτοί-, στηρίζονται περισσότερο στους στιβαρούς ώμους του ιδεολογικού τους αφέντη, της Εκκλησίας, ακόμη κι αν πολλοί από αυτούς -ως άτομα- τη μισούν κατά βάθος σα χολέρα. Οι δε της αριστεράς -όχι και τόσο άφθαρτοι πλέον-, κινούνται πιο άνετα και κάνουν τσαλιμάκια. αλλά Όλοι όμως, αργά ή γρήγορα, υποκύπτουν στο τέλος στην Αυθεντία, όπως εκείνοι η δύσμοιροι καλόγεροι στο «Όνομα του Ρόδου», που μπορούσαν να θεωρητικολογούν ή να χαίρονται και να γελούν δειλά πότε-πότε, μέχρι που ο τρομερός γέροντας Χόρχε ύψωνε το κοκαλιάρικο χέρι του -χέρι ασκητικό, χέρι μάρτυρα- και επέβαλε τη σιωπή. Ναι, είναι και οι δυο φθαρμένοι, όχι απλώς διεφθαρμένοι. Αν ήταν απλά διεφθαρμένοι, ίσως κάτι θα μπορούσε να γίνει. Η διαφθορά είναι μια κατάσταση σχέσης, που έχει ένα αντικείμενο ως σημείο επαφής: το σημείο διαπλοκής. Βγάλε το αντικείμενο ή κλείσε τους διαύλους επαφής και σταμάτησες τη διαφθορά. Με τη φθορά όμως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είναι υπαρξιακής αξίας μέγεθος. Η φθορά οδηγεί αναπόδραστα σε ένα και μόνο πράγμα: το θάνατο.

Πηγή: http://www.kairosnet.gr/joomla/index.php?option=com_content&view=article&id=55:2010-11-25-16-04-24&catid=11:2010-04-27-19-50-44&Itemid=14

Απόπειρα φιλοσοφικής διάγνωσης της εποχής μας

Διονύσιος Σαργέντης

Ζούμε στην αρχή της τρίτης χιλιετίας μετά τη γέννηση του Χριστού. Ένας κοινός πολιτισμός έχει ήδη αρχίσει προ πολλού να γίνεται αποδεκτός από ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η επιστήμη, η τεχνολογία, η οικονομία και η πληροφορία παγκοσμιοποιούνται. Η τεχνική, υποστηριζόμενη από τη συνεχώς επαυξανόμενη και εξελισσόμενη γνώση καθιστά πλέον εφικτή την καθολική επικοινωνία μεταξύ λαών και πολιτιστικών παραδόσεων. Ένας νέος ορίζοντας διανοίγεται μπροστά μας: αυτός της παγκόσμιας κοινωνίας των ανθρώπων. Ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού δεν έχουμε συναντήσει τέτοιο φαινόμενο και μάλιστα σε τόσο μεγάλη έκταση. Το φαινόμενο αυτό βοά ότι κάτι σήμερα ολοκληρώνεται και ότι κάτι καινούριο αρχίζει. Σίγουρα η εποχή μας αποτελεί ριζική τομή στην παγκόσμια ιστορία.

Η εν λόγω τομή σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας μεγάλης περιόδου της ανάπτυξης του ανθρωπίνου πνεύματος και τη μετάβαση σε μιαν άλλη ποιοτικά διαφορετική περίοδο. Για να κατανοήσουμε σε όλο της το βάθος αυτή τη μετάβαση πρέπει να δούμε την ιστορία ως την κίνηση του πνεύματος προς την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού. Πρέπει δηλαδή να βάλουμε σε παρένθεση τη μηδενιστική θεώρηση της ιστορίας, τη θεώρηση που κατανοεί τον ιστορικό χρόνο ως τόπο της τυχαιότητας, του παραλόγου και της απολύτου απροσδιοριστίας και να δούμε πάλι το ιστορικό γίγνεσθαι ως εντελεχή κίνηση πραγματώσεως του πνεύματος μέσα στον χρόνο. Και πρέπει βεβαίως να αφήσουμε πίσω μας την εγελιανού ή μαρξικού τύπου ιστορική εντελέχεια. Για να το πούμε καθαρά: Η εντελέχεια της ιστορίας δεν είναι η πραγμάτωση της απόλυτης αυτοσυνειδησίας του λόγου ούτε η ολοκληρωμένη και ευτυχής κοινωνία σε έναν κόσμο όπου ο θάνατος έχει ισχύ, αλλά η αναίρεση της περατότητας και του θανάτου. Ο σκοπός της περιπέτειας του πνεύματος στο χρόνο είναι η πραγμάτωση της αθανασίας του ανθρώπου και η αφθαρτοποίηση της φύσης. Η ιστορία δηλαδή θα έχει φτάσει στο τέλος της, στην ολοκλήρωσή της, όταν πραγματοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών.

Είναι ίδιον των μεγάλων θρησκειών, κυρίως των μονοθεϊστικών, ότι η ανάσταση των νεκρών που επαγγέλλεται η εσχατολογική τους διδασκαλία αφήνει ένα ασαφές μήνυμα για την τελείωση του κόσμου. Ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ εγκαταλείπουν το εσχατολογικό τέλος, το πλήρωμα των καιρών, σε μιαν αόριστη παραπομπή στη θεϊκή παντοδυναμία. Δεν είναι δηλαδή ο άνθρωπος που θα πραγματώσει μέσω της ιστορικής του πορείας και εξέλιξης (δια του Θεού βεβαίως) την ανάσταση των νεκρών, αλλά αυτή θα γίνει ως δια μαγείας από τον Θεό, αφού αυτός νοείται ως παντοδύναμος. Η πράξη της τελείωσης του κόσμου συγκροτεί για τη θρησκεία έναν άγνωστο Χ στην ιστορία και αφήνεται απροσδιόριστη. Είναι τέτοια δε η απροσδιοριστία στην οποία εγκαταλείπεται το τέλος του κόσμου που ούτε καν οι αποκαλυπτικές προφητείες δεν δύνανται να ταυτοποιήσουν τα ιστορικά έσχατα. Η θρησκεία επιχειρεί λοιπόν, για να αποφύγει το μεγάλο αυτό εμπόδιο, να εντοπίσει τη βίωση των εσχάτων στην προσωπική κοινωνία με τον Θεό και βεβαίως στην εκκλησιαστική εμπειρία.

Η αθεΐα και ο μηδενισμός του δεκάτου ενάτου και του εικοστού αιώνα εξοβέλισαν από τον ιστορικό ορίζοντα τον Θεό αυτό, ο οποίος ξαφνικά και χωρίς τη συνειδητή, και μάλιστα τεχνική συνέργεια του ανθρώπου πραγματώνει τα έσχατα, και έθεσαν ως Θεό τον άνθρωπο. Ο Θεός της θρησκείας έπρεπε να εξαλειφθεί για να κατανοήσει το ανθρώπινο πνεύμα ότι σε αυτό το ίδιο εναπόκειται η εντελέχεια της ιστορίας. Η επιστήμη και η τεχνολογία ως την ώρα που μιλάμε είναι οι πρώτες, άμεσες και ανολοκλήρωτες ακόμη κινήσεις του πνεύματος προς τις ίδιες του τις δυνάμεις για να θέσει εαυτό ως τον ζωοποιό λόγο της ιστορικής εντελέχειας.

Είναι νομίζω σαφές. Ο Χριστός με το σωτηριολογικό Του έργο δεν νίκησε τον θάνατο καθολικά, αλλά μόνον τον δικό Του θάνατο. Εμείς συνεχίζουμε να πεθαίνουμε. Ο Χριστός έθεσε δηλαδή με τον θάνατο και την ανάστασή Του τον εαυτό Του ως όλη τη φύση, όχι όμως όλη τη φύση ως τον εαυτό Του. Αυτό σημαίνει ότι το Πρόσωπο του Χριστού παραμένει και μετά το σωτηριολογικό έργο μονόπλευρα ατομικό έχοντας ένα σαφές όριο μέσα στην φύση. Το όριο αυτό είναι η εμπειρία του κόσμου που βιώνουμε εμείς οι θνητοί άνθρωποι, είναι η φύση μέσα στην οποία ακόμη υπάρχουν η περατότητα και ο θάνατος. Ο Χριστός δεν μπορεί να επιτύχει την αφθαρτοποίηση του κόσμου χωρίς την συνέργεια του ανθρώπου και για το λόγο αυτό εμείς ακόμη πεθαίνουμε και η ιστορία συνεχίζεται. Η συνέργεια του ανθρωπίνου πνεύματος στο σωτηριολογικό έργο, η τεχνική συμμετοχή δηλαδή του ανθρώπου στην πράξη της θέωσης της φύσης και της αναστάσεως των νεκρών είναι το κεντρικό σημείο που αδυνατεί να θεωρήσει η μέχρι τώρα εκδοχή της θρησκείας και ο θεμελιακός λόγος για τον οποίο ο Χριστιανισμός ως σύνολη η αλήθεια στην μορφή της θρησκευτικής παράστασης ιστορικά έπρεπε να καταρρεύσει και να δώσει τη θέση του στην αθεΐα και στον μηδενισμό.

Η ανθρώπινη ιστορία μην έχοντας επιτύχει την αφθαρτοποίηση της φύσης αποκαλύπτει ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των έως τώρα εποχών της. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι η εξάρτηση του πνεύματος από τον βιολογικό του καθορισμό. Το πνεύμα ως σήμερα ήταν απολύτως εξαρτημένο από τον εγκέφαλο που το έφερνε στη ζωή. Οι νευροεπιστήμες όλο και πιο πολύ το αποκαλύπτουν. Επίσης ήταν πάντοτε υποταγμένο στην περατότητα του σώματος, ακόμη δε και η μυστική ένωση με τον Θεό δεν αφορούσε στην αιωνιοποίηση του σώματος αλλά σε μιαν προς στιγμή και μόνον ακτιστοποίησή του. Όλοι ως τώρα οι άνθρωποι όλων των λαών και όλων των θρησκειών που κατάφεραν να ενωθούν με το θείο πέθαναν.

Αυτή η εποχή, η εποχή που το πνεύμα αδυνατεί να επιτύχει την ελευθερία απέναντι στη φύση και να θέσει τη φύση ως την συγκεκριμένη φανέρωσή του, είναι η εποχή που ολοκληρώνεται σήμερα: η πρώτη μεγάλη περίοδος της ιστορίας. Σήμερα το πνεύμα κατανοεί ότι η μονόπλευρη εξάρτησή του από τον βιολογικό του καθορισμό έφτασε στο τέλος της. Στον ορίζοντα που ξανοίγεται μπρος μας η ανθρωπότητα θα επιτύχει την ανάκλιση του πνεύματος στον εαυτό του και από κει ενοποιούμενη με τον Θεό-Λόγο θα μεταβεί ως ατομική ολότης στην εποχή της τεχνικής πραγμάτωσης της αφθαρτοποίησης του κόσμου και της αθανασίας του πνεύματος. Η πρώτη στιγμή της νέας περιόδου είναι η σημερινή παγκοσμιοποίηση.

Αυτό που φιλοσοφικά φανερώνει η παγκόσμια κοινότητα των ανθρώπων είναι η πραγματική μέθεξη του ατομικού ανθρώπου στον ξυνό Λόγο. Ο ξυνός Λόγος του όντος φανερώθηκε στον άνθρωπο ως σήμερα με τη μορφή της απροσδιόριστης καθολικότητας (στην Ανατολή) και της προσδιορισμένης, δηλαδή ατομικής ή προσωπικής καθολικότητας (στον Ελληνισμό, στο Χριστιανισμό και στο νεώτερο κόσμο). Στο Χριστιανισμό μάλιστα ο Λόγος ως ο ίδιος ο Θεός είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο στη φύση: ο Χριστός. Ο Χριστός είναι η άτμητος καθολικότης, ο Λόγος ως το εντελώς συγκεκριμένο ατομικό πνεύμα. Η ατομικότητά Του συγκροτεί όμως, όπως ήδη αναφέραμε, ένα όριο απέναντι στον φυσικό κόσμο και γι αυτό ο Θεός πρέπει να πεθάνει. Το σωτηριολογικό Του έργο, δηλαδή ο θάνατος και η ανάστασή Του, συνίσταται στην επέκταση της ατομικότητάς του σε ολόκληρο τον φυσικό κόσμο. Ο Χριστός θέτει με τον θάνατό Του την ατομικότητά Του ως όλη τη φύση και έτσι ανίσταται εκ νεκρών. Η φύση όμως στο καθεαυτό Είναι της δεν αφθαρτοποιείται επειδή η ατομικότητα του Χριστού δεν κοινωνεί ενεργώς με την ολότητα του φυσικού κόσμου. Και δεν κοινωνεί ενεργώς γιατί δεν έχει πραγματωθεί ακόμη η πνευματική ατομικότητα, η ίδρυσις δηλαδή της ατομικότητας μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα. Διότι μόνο μέσα από το ανθρώπινο πνεύμα, το οποίο δύναται να μέσω της ενότητας των ατομικών πνευμάτων να άρει το όριο της θεϊκής ατομικότητας μέσα στη φύση, μπορεί ο Χριστός να αποκτήσει πραγματική εξουσία στον κόσμο και στην ιστορία. Για τον λόγο αυτό ο Θεός-Λόγος πρέπει μετά την ανάστασή Του να εκλείψει, να απέλθει και να πέμψει το Πνεύμα. Το Πνεύμα επιτελεί την μεταβίβαση της ατομικότητας του Χριστού στον άνθρωπο. Διαχέεται στα περατά ατομικά πνεύματα και ιδρύει μια νέα ιστορική κίνηση. Από το σημείο αυτό η ιστορική εντελέχεια συνίσταται στην πνευματική επανασύσταση της ατομικότητας του Θεού-Λόγου, στην φανέρωση δηλαδή του αναστάντος Χριστού μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα, από όπου θα πραγματοποιήσει την αφθαρτοποίηση του κόσμου. Η ιστορία της ανθρωπότητας από το Χριστιανισμό της Ανατολής στο Ισλάμ, από το Ισλάμ στο Χριστιανισμό της Δύσης και από κει στη Μεταρρύθμιση, το Διαφωτισμό, την αθεΐα και το μηδενισμό ως την σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι η κίνηση αυτής της εντελέχειας. Η μεν παγκοσμιοποίηση δηλώνει φιλοσοφικώς την αφηρημένη καθολικότητα της ενότητας των ανθρώπων, η ατομικότητά της όμως είναι ο Χριστός που στον ιστορικό ορίζοντά μας θα επανασυστήσει τον ατομικό, προσωπικό λόγο. Ο Χριστός θα φανερωθεί πάλι στην ιστορία ως ο ατομικός εαυτός της παγκόσμιας ενότητας. Μόνο από εκεί μπορεί το πνεύμα να θεώσει τη φύση. Η σημερινή επιστήμη και η τεχνολογία βρίσκονται καθ’ οδόν προς την πραγμάτωση του στόχου αυτού. Όταν μάλιστα αποκατασταθεί η φιλοσοφία ως η καθολική γνώση, ως η ενότητα των επιστημών, θα αποκαλυφθεί μέσα στον ίδιο τον επιστημονικό-φιλοσοφικό λόγο ο Χριστός ως ο άτμητος εαυτός της παγκόσμιας κοινωνίας των ανθρώπων.

Η παγκόσμια ενότητα των ανθρώπων είναι με τη σειρά της η απαραίτητη προϋπόθεσις της επανασύστασης του ατμήτου εαυτού τού ξυνού Λόγου, δηλαδή του Χριστού. Αυτό σημαίνει: Φτάσαμε στην εποχή όπου πλέον το καθολικό κοινωνείν είναι εφικτό και αναγκαίο. Είναι αναγκαίο διότι μόνο μέσω αυτού μπορεί να φανερωθεί το πρόσωπο του Χριστού στο πνεύμα. Ωστόσο το κοινωνείν αυτό είναι ακόμη αφηρημένο. Η ενότητα των ανθρώπων αποτελεί σήμερα μια πολυπολιτισμική κοινωνία, μια αφηρημένη καθολικότητα και όχι συγκεκριμένη προσωπική ύπαρξη. Και θα παραμείνει αφηρημένη εάν δεν κοινωνήσουν όλοι οι άνθρωποι στο Πρόσωπο του Χριστού, κάτι που θα σηματοδοτήσει τη δεύτερη μεγάλη περίοδο της ιστορίας: την εποχή της ελευθερίας του πνεύματος απέναντι στον βιολογικό του καθορισμό. Μόνον τότε μπορεί να αρχίσει η διαδικασία της αφθαρτοποίησης του φυσικού κόσμου. Η ελευθερία απέναντι στη βιολογική φύση μας θα φανερώσει την δυνατότητα εξουσίας μας πάνω στη φύση όχι όμως με την έννοια μιας εκστατικής κίνησης του Λόγου απέναντι στην υλικότητά του ούτε επίσης ως λογική μόνο πραγμάτωση του πνεύματος μέσα στην περατότητα, τυφλή μπροστά στο θάνατο της φυσικής ατομικότητας και στην εξουσία του χρόνου, αλλά ως κίνηση ανάκλισης του πνεύματος στον άτμητο εαυτό του, δηλαδή στον Χριστό, δια μέσου της κοινωνίας των ατομικών πνευμάτων, η οποία θα θεμελιώσει την πραγματική εξουσία του Θεού-Λόγου στον κόσμο και στην ιστορία. Η εξουσία αυτή ταυτίζεται με την δυνατότητα της άρσης της φυσικής περατότητας.

Η δεύτερη περίοδος της ιστορίας του πνεύματος, η περίοδος δηλαδή που αρχίζει σήμερα, είναι η πράξη της αθανατοποίησης του πνεύματος μέσα στον φυσικό κόσμο. Ως εκ τούτου η πρώτη περίοδος της ιστορίας του, η περίοδος της εξάρτησής του από τον βιολογικό του καθορισμό, ήταν η περίοδος της τραγωδίας του. Ο άνθρωπος πλήρωσε το φόρο της ύπαρξης μέσα απ’ τον χρόνο, τον θάνατο και τον πόνο.

Η περίοδος της ιστορίας που ολοκληρώνεται σήμερα δεν κατάφερε να λύσει το αίνιγμα της αθανασίας διότι δεν έθεσε ποτέ στον γνωσιακό της ορίζοντα το αίτημα της αφθαρτοποιήσεως της φύσης δια μέσου του ενοποιημένου πνευματικού Λόγου, δια μέσου δηλαδή της παγκόσμιας κοινωνίας των ανθρώπων στο ενεργώς αποκαλυπτόμενο Πρόσωπο του Χριστού. Η αφθαρτοποίησις αυτή ως ενέργημα του ιδίου του πνεύματος δια της μεθέξεώς του στον αληθινό του εαυτό, στον Χριστό, θα φανερωθεί ως αποστολή τεχνικής ιδρύσεως του όντος στη ρητώς διαμεσολαβημένη από τον χρόνο αιωνιότητα. Ο αιών του Λόγου είναι ο ίδιος ο χρόνος που ετεροιούμενος δεν απολύει στο μηδέν τον προσδιορισμό του αλλά τον αναπαράγει περισυλλέγοντάς τον στην αρχική ομοίωση προς τον εαυτό του. Η επίτευξη της αιωνιότητας ως τεχνική πράξις ιδρύσεως της θεϊκής υπάρξεως εν τω κόσμω είναι η εντελέχεια της εποχής που μόλις ξανοίγεται μπροστά μας. Ο παράδεισος δεν είναι ένας υπερουράνιος τόπος. Αυτός ο κόσμος που βρίσκεται μπροστά μας μέλλει να γίνει παράδεισος. Η χιλιετής βασιλεία την Αποκάλυψης έχει ήδη αρχίσει. Για πρώτη φορά στην ιστορία προβάλλει η ίδια η ιστορία ως πραγματική κάθαρσις της αρχέγονης τραγωδίας μας. Δεν έχουμε παρά να στρέψουμε τη ματιά μας προς την ανατολή του επερχόμενου ήλιου μας.

* Ο κ. Σαργέντης είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Βόννης και έχει εργαστεί για δύο χρόνια ως διδάσκων 407 στο τμήμα φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Πατρών

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Φιλοσοφία-Επιστημολογία/Άρθρα/2506-Απόπειρα-φιλοσοφικής-διάγνωσης-της-εποχής-μας.html

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση