Ποντιακή Λύρα

ΛΥΡΑ1

“…τυλίεις’ τα πέντε δάχτυλα σ ς’ ση κεμετζές’ την γούλαν και με τα τοξαρέα σ’  δί’σ’ ‘ς σην καρδία μ’ βρούλαν…”
(…τυλίγεις τα πέντε δάχτυλά σου στης λύρας το λαιμό  και με τις δοξαριές ανάβεις στην καρδιά φωτιές)

Ήταν το μέσο επιβίωσης στην προσφυγιά, ο συνδετικός κρίκος με όσα έμειναν πίσω. Η ποντιακή λύρα, το παραδοσιακό μουσικό όργανο των Ποντίων, θεωρείται ότι έχει εξαιρετικές μουσικές δυνατότητες που δεν περιορίζονται μόνο στην ποντιακή μουσική.

Στην πραγματικότητα μιλάμε για ένα σύμβολο πολιτισμικής ταυτότητας. Ένα αντικείμενο με ισχυρή συμβολική αξία που χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει μια κουλτούρα από το παρελθόν, να θυμίσει τις ρίζες των Ποντίων κρατώντας ζωντανή την παράδοση αλλά ταυτόχρονα και να τους βοηθήσει στη δημιουργία μιας ταυτότητας.

Σήμερα δεν είναι λίγα τα ποντιακά σπίτια στα οποία υπάρχει μια λύρα κρεμασμένη στον τοίχο, είτε ως στοιχείο διακόσμησης είτε επειδή ανήκει σε κάποιο μέλος της οικογένειας. «Συνήθως η θέση της είναι στο σαλόνι. Η αξία της μπορεί να συγκριθεί μόνο με την πολιτιστική αξία ενός αρχαίου ελληνικού αγάλματος. “Ένδοξο παρελθόν” αποκαλούν οι Πόντιοι τη λύρα που συμβολίζει τη κουλτούρα, την ιστορία και τη μουσική», γράφει ο Ματθαίος Τσαχουρίδης.

Η καταγωγή της λύρας

Η λύρα είναι εφεύρεση του Ερμή, που την κατασκεύασε με καβούκι χελώνας, όπου τοποθέτησε τρεις χορδές από έντερο βοδιού. Κατά την εξέλιξή της προστέθηκαν και άλλες χορδές. Η ποντιακή λύρα, όπως και η κρητική (της οποίας όμως το χόρδισμα είναι κατά πέμπτες), παρέμεινε τρίχορδη. Ο Ερμής λοιπόν την επινόησε και την χάρισε στον Απόλλωνα προκειμένου να τον εξευμενίσει. Από τότε θα γίνει το σύμβολο του αρχαίου θεού της ποίησης και της μουσικής.

Για την καταγωγή της ποντιακής λύρας σημαντικές πληροφορίες έχει δώσει ο Γάλλος μουσικοσυνθέτης και ιστορικός μουσικός Βιντάλ Λουΐ Αντουάν (Vidal Luis Antoine) ο οποίος στο σπουδαίο τρίτομο έργο του έχει συμπεριλάβει κατασκευές μουσικών οργάνων σχεδόν όλων των ιστορικών περιόδων όπως επίσης και σπουδαίους μουσικούς εκτελεστές (οργανοπαίκτες).
Ειδικότερα για την ποντιακή λύρα την παρομοιάζει με τα έγχορδα μουσικά όργανα της Δύσης (Ευρώπης) όπως π.χ. με το Ποκέτ (Pochette) της Γαλλίας και το Κιτ (Kit) της Αγγλίας που από τον 16ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα ήταν τα κατ΄ εξοχή μουσικά όργανα χορού, δίνοντας πρόσθετη πληροφορία ότι η τριγωνική κεφαλή της ποντιακής λύρας έχει θρησκευτικό χαρακτήρα που συμβολίζει την Αγία Τριάδα.

Ένας άλλος επίσης σπουδαίος μουσικός ερευνητής βαθύς γνώστης, δάσκαλος και συγγραφέας της αρχαιοελληνικής, βυζαντινής και δυτικής (ευρωπαϊκής) μουσικής είναι ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του Δυρραχίου που καταγόταν από τη Μάδυτο. Ο Χρύσανθος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι από τα μέσα του 15ου αιώνα υφίστανται τριών ειδών λύρες:

  1. η τρίχορδη λύρα, η οποία ήταν αποκλειστικό μουσικό όργανο των Ελλήνων του Πόντου.
  2. η τετράχορδη λύρα, που αναπτύχθηκε στη Δύση και ονομάστηκε βιολί, και
  3. η επτάχορδη λύρα, που έφερε το αραβοπερσικό όνομα Κεμάν ή Κεμενέ, που ίσως και αυτό ν΄ αποτελούσε αρχικά όργανο των Ελλήνων του Πόντου που το χρησιμοποιούσαν σε πολύ επίσημες γιορτές.

Τέλος άλλοι ιστορικοί του είδους θεωρούν την ποντιακή λύρα παραλλαγή του τρίχορδου αραβικού οργάνου Ρεμπάμπ.

Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού η ποντιακή λύρα  είναι ένα από τα δοξαρωτά μουσικά όργανά που εμφανίστηκαν στον Πόντο περίπου τον 10ο-12ο αιώνα. Ερευνητές όπως ο Pickens, ο Kilpatrick και ο Bachmann θεωρούν ότι πρόκειται για τη συνέχεια της βυζαντινής και πολυφωνικής μουσικής. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο, η καταγωγή της κεμεντζέ ανάγεται στην Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και την Ελλάδα.

Η λύρα των Ελλήνων του Πόντου έχει φιαλόσχημο ηχείο, κοντό λαιμό (γούλα) και τρεις μονές χορδές. Οι Έλληνες της Καππαδοκίας και οι Πόντιοι του Ατά-Παζάρ’ χρησιμοποιούν τον κεμανέ που έχει μεγαλύτερο ηχείο από τη λύρα, κεφαλή όπως του βιολιού και τέσσερις ή πέντε βασικές και ανάλογες συμπαθητικές χορδές.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν συνηθισμένο οι οργανοπαίχτες να είναι και κατασκευαστές. Το ίδιο ίσχυε και για τον Πόντιο λυράρη που κατασκεύαζε και επισκεύαζε μόνος τη λύρα του. Τρία είναι τα μεγέθη μιας ποντιακής λύρας και σχετίζονται με το μήκος, το πλάτος και το βάθος του ηχείου: το μικρό (ζιλ), το μέτριο (ζιλοκάπανο) και το μεγάλο (καπάν). Τα μικρά όργανα ήταν πιο ελαφριά και με πιο διαπεραστικό ήχο, και γι’ αυτό προτιμούνταν από τους λυράρηδες του Πόντου που συνήθιζαν να παίζουν όρθιοι.

Οι παραδοσιακοί κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν μονοκόμματο ξύλο και κολλούσαν μόνο το καπάκι, καθώς θεωρούσαν ότι έτσι επιτύγχαναν καλύτερο ήχο. Σήμερα οι περισσότερες λύρες κατασκευάζονται με ξεχωριστά κομμάτια ξύλου. Για το βασικό σώμα του οργάνου χρησιμοποιείται ξύλο δαμασκηνιάς (κοκκύμελον), μουριάς, σφεντάμι, καρυδιά ή κισσός, ενώ για το καπάκι χρησιμοποιείται κυρίως πεύκο ή έλατο.

Η Ποντιακή λύρα έγινε περισσότερο γνωστή στην Ελλάδα μετά την γενοκτονία των Ποντίων και τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό τους την περίοδο 1922 – 1923.

Περιγραφή μερών

Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά μέρη: Κύριο σώμα, εξαρτήματα και το τόξο.

Κύριο σώμα

Το κυρίως σώμα του οργάνου, ονομάζεται “σκάφος”, είναι φιαλόσχημο και συγκροτείται από:

  1. Το καπάκι ή καπάκ που είναι η άνω επιφάνεια του σκάφους.
  2. Ο βραχίονας, ή λαιμός, ή γούλα, ή μπράτσο.που είναι το πάνω μέρος του οργάνου που βαστάει ο λυράρης με το αριστερό χέρι.
  3. Η γλώσσα, ή γέφυρα, ή ταστιέρα, ή γραβάτα, ή σπαλέρ (άλλοι ονομάζουν σπαρέλ, εκ του ιταλικού “σπαλιέρα” (= περίφραγμα), που ονομάζεται έτσι το ειρεισίνωτο
  4. Το κεφάλι, ή κιφάλ, ή κεφαλή, το ανώτερο τμήμα του οργάνου
  5. Η ράχη (ή ράshια), ή πλάτη, το πίσω μέρος του οργάνου.
  6. Η ψυχή, ή στυλάρ, ή στουλάρ, πρόκειται για ένα ευλύγιστο σχετικά ξύλο που είναι σφηνωμένο στο εσωτερικό του οργάνου μεταξύ ηχείου (καπακιού) και της πλάτης (ράχης).
  7. Τα μάγουλα,  οι πλευρές (δεξιά και αριστερά) του οργάνου (σκάφους)
  8. Τα ρωθώνια, ή ρουθούνια ή τρύπες “μάτια”: λέγονται αυτά που σχηματίζουν μικρά τόξα και στις άκρες τους φέρουν τρύπες όπως οι προηγούμενες.
Εξαρτήματα
  1. Τα ωτία, ή αυτιά, ή κλειδιά: τρία ξύλινα εξαρτήματα σχήματος Τ στα οποία που σφηνώνονται σε τρύπες της τριγωνικής κεφαλής όπου τυλίγονται οι άνω άκρες των χορδών. Σήμερα χρησιμοποιούνται μηχανικά ωτία με γρανάζια.
  2. Το παλικάρι, ή παλικάρ, ή χορδοκράτης ή χορδοδέτης: είναι ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου Δ, που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο στερεώνονται οι κάτω άκρες των χορδών.
  3. Ο καβαλάρης, ή γάιδαρον, ή γαϊδούρι, ή γέφυρα, εξάρτημα που φέρει τρεις χαράξεις – εγκοπές από τις οποίες φέρονται οι τρεις χορδές για να μη μετακινούνται δεξιά – αριστερά.
  4. Οι χορδές, (τρεις), που στερεώνονται στο παληκάρ’ και, όπου μέσα από τις τρεις οπές του που βρίσκονται στο πάνω μέρος του, φέρονται πάνω από τις εγκοπές του καβαλάρη και καταλήγουν στα ωτία, απ΄ όπου γίνεται η διαδικασία του χορδίσματος (και όχι κουρδίσματος που λανθασμένα έχει επικρατήσει). Από το σημείο του καβαλάρη οι χορδές στην οριζόντια όψη τους ισαπέχουν μεταξύ τους μέχρι το λαιμό όπου αρχίζουν ελαφρά να συγκλίνουν πάνω από το κέντρο της γλώσσας καταλήγοντας στα ωτία.

Οι χορδές φέρουν τις ονομασίες “ζιλλ”, “μεσαία” και “καπάν” και χορδίζονται άλλοτε σε ψηλό τόνο λεγόμενο “ζίλια” και άλλοτε σε χαμηλό, λεγόμενο “καπάνια”. Οι χορδές της ποντιακής λύρας μέχρι το 1920 ήταν από μετάξι και παρήγαν ωραίο μελωδικό πλην όμως χαμηλό ήχο. Σήμερα οι χορδές είναι μεταλλικές σε τόνους λαμι και σι.

Τόξο

Το Τόξο ή “τοξάρ” ή “δοξάρι” είναι ξεχωριστό εργαλείο και απαραίτητο για τη χρήση του οργάνου. Το όνομά του προέρχεται από το τόξο που δημιουργούν οι ίνες του. Πρόκειται για μακρύ ξύλινο όργανο, μήκους περίπου 60 εκατοστών, που φέρει δύο πλευρές η μπροστινή πλευρά φέρει δέσμη ινών που καταλήγουν στις άκρες του, η πάνω που λέγεται “μύτη” και η κάτω που λέγεται “τακούνι”. Οι ίνες περνώντας από τη μύτη καταλήγουν στο τακούνι όπου δένονται εκεί με δέρμα. Το σημείο αυτό που είναι κυλινδρικό κρατιέται με το δεξί χέρι του οργανοπαίκτη και με το μέσο και παράμεσο δάκτυλο πιέζεται ώστε η δέσμη να διατηρείται τεντωμένη.

Για να κατασκευαστεί ένα δοξάρι απαιτείται όλη η τέχνη του μάστορα καθώς πρόκειται για το κύριο εργαλείο ενός λυράρη. Ειδικά για τον Πόντιο λυράρη που μπορεί να το χειριστεί με αφάνταστη αριστοτεχνική μαεστρία και με ταχύτητα που μπορεί να φθάσει και στις επτά δοξαριές το δευτερόλεπτο.

Πηγές:   pontos-news,   Λαογραφικό Μουσείο Δήμου Ελληνικού, Αρχείο Ένωσης Ποντίων Αργυρούπολης, Παύλου Δ. Χαιρόπουλου “Λύρα”