Στον Πόντο είναι το ταούλιν (ταούλ’), οι υπόλοιποι το γνωρίζουν ως νταούλι, τύμπανο. Το ήξεραν όμως και οι Βυζαντινοί ως ένα κατεξοχήν ρυθμικό όργανο το οποίο ωστόσο έπρεπε να «ζευγαρώσει» με ένα μελωδικό όργανο προκειμένου να δημιουργήσει μια ζυγιά (δηλαδή ένα παραδοσιακό οργανικό συγκρότημα). Έτσι ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους η πιο χαρακτηριστική ζυγιά που μπορεί κανείς να συναντήσει είναι το νταούλι μαζί με το ζουρνά. Η έντασή τους θα τα χρίσει ως το «δίδυμο» των χορών και γενικά των διασκεδάσεων, κυρίως σε ανοικτούς χώρους. Άλλοτε το νταούλι συνοδεύει το αγγείον (τουλούμ’).
Ο ταουλτσής παίζει όρθιος, είτε βρίσκεται σε ανοιχτό είτε σε κλειστό χώρο. Το ταούλι είναι κρεμασμένο από τον αριστερό του ώμο ώστε στα δεξιά του να είναι η δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον βαρύτερο ήχο. Εκεί χτυπάει με τον κόπανο, το πιο χοντρό ξύλο που κρατάει με το δεξί του χέρι, και δίνει τους ισχυρούς τόνους του μέτρου. Στο αριστερό χέρι έχει τη βέργα που δίνει οξύτερο ήχο και δίνει τους αδύνατους τόνους.
Όπως συνέβαινε και με τα περισσότερα παραδοσιακά μουσικά όργανα, ο οργανοπαίχτης είναι συνήθως ο κατασκευαστής. Το ταούλιν (ταούλ’) κατασκευάζεται από σανίδα –κυρίως καστανιάς–, η οποία αφού με την κατάλληλη επεξεργασία γίνει κύλινδρος, τοποθετούνται στις δύο πλευρές της δέρματα από γίδα ή τράγο, και σπανιότερα προβάτου, περασμένα μέσα από τα στεφάνια. Στα στεφάνια με το δέρμα περνάει διαδοχικά σκοινί, το οποίο τραβώντας το, αυτά σφίγγουν κι έτσι κουρδίζεται το νταούλι. Στον ξύλινο κύλινδρο επίσης υπάρχει μια μικρή τρύπα (1 έως 2 εκατοστά), ώστε να φεύγει ο αέρας κατά το χτύπημα του οργάνου με το κοπάλ’ και τη βίτσα, που είναι τα δύο εξαρτήματα για την πρόκληση του ήχου. Το κοπάλ’ (κόπανος) χτυπώντας το στην πλευρά με το χοντρό δέρμα βγάζει έναν ήχο μπάσο, τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου, ενώ η βίτσα (βέργα) χτυπώντας την στην πλευρά με το λεπτό δέρμα, βγάζει έναν ήχο πιο λεπτό, τους αδύνατους χρόνους του μέτρου.
Το μέγεθος ενός νταουλιού το καθορίζει όχι μόνο η μουσική παράδοση του κάθε τόπου αλλά και «ο ταουλτσής που φτιάχνει το νταούλι στα μέτρα του», γράφει ο Φοίβος Ανωγειανάκης. Στον Πόντο συνήθιζαν τα νταούλια μεγάλου μεγέθους. Γενικά πάντως τα μεγέθη κυμαίνονται από τα 25 εκατοστά έως το ένα μέτρο για τη διάμετρο της δερμάτινης επιφάνειας και από 20 έως 60 εκατοστά για την απόσταση ανάμεσά τους.
Πηγές: trapezounta.gr, pontos-news.gr