Κεμανές ή κεμανή

Κεμανές

Πολλοί τον μπερδεύουν με την κεμεντζέ, την ποντιακή λύρα, κυρίως λόγω της εξωτερικής τους ομοιότητας αλλά και της ποντιακής καταγωγής. Ωστόσο ο κεμανές (ή η κεμανή) των Ελλήνων της Καππαδοκίας και του Ατά-Παζάρ’ (Βιθυνία) έχει διαφορές στην κατασκευή, στο ρεπερτόριο, ενώ έχει και μεγαλύτερες τεχνικές δυνατότητες. Στην πραγματικότητα η τετράχορδη αυτή λύρα, ο καππαδοκικός κεμανές, είναι πιο κοντά με το ευρωπαϊκό αναγεννησιακό όργανο «λύρα ντα μπράτσο».

Έκανε την εμφάνισή του, περίπου τον 7ο αιώνα ως μονόχορδο όργανο. Αργότερα, τον 10ο αιώνα προστέθηκαν άλλες δύο χορδές, για να φτάσει από τον 15ο και μέχρι τις μέρες μας ως οκτάχορδο (τέσσερις κύριες και τέσσερις συμπαθητικές χορδές πίσω από τις κύριες που συντονίζονται μαζί τους και πλουτίζουν το ηχόχρωμα του οργάνου).

Σε σχέση με τη λύρα έχει ηχείο μακρύτερο και πιο πλατύ, με σχεδόν διπλάσιο ύψος.

Σε γενικές γραμμές φτιάχνεται όπως η αχλαδόσχημη λύρα, με τα ίδια υλικά: σκληρά ξύλα για το ηχείο, το χέρι και την κεφαλή, και πιο μαλακά για το καπάκι. Το δοξάρι είναι τοξοειδές, χρησιμοποιείται όπως της λύρας ή του βιολιού και κρατιέται με την παλάμη προς τα κάτω. Το όργανο ακουμπάει στο αριστερό πόδι του μουσικού, τα δάχτυλα του οποίου πατούν τις χορδές με τον ίδιο τρόπο όπως και στη λύρα.

Ο κεμανές προτιμάται από τους Ποντίους σε πολύ μικρότερη κλίμακα από τη λύρα.

Ωστόσο σε κάθε περιφέρεια παρατηρείται διαφορετικό μουσικό ύφος, διαφορετική τεχνοτροπία ακόμα και γλωσσικό ιδίωμα. Σύμφωνα με τον Πουλαντζακλή, η ηχητική διαφορά του και με τη λύρα αλλά και με το βιολί, είναι ότι δεν υπάρχει μονόχορδος τρόπος παιξίματος, αλλά συνολικός όγκος ήχου που υποστηρίζει δυο μουσικά θέματα.

Πηγή: pontos-news.gr