ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ-ΤΑΧΤΑΡΙΣΜΑΤΑ
Ποντιακά νανουρίσματα – ταχταρίσματα (ταντινίσματα), του Μωυσιάδη Παναγιώτη
Για τα ποντιακά νανουρίσματα – ταντινίσματα δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμιά εμπεριστατωμένη έρευνα από τους λαογράφους μας, κάτι που δημιουργεί ένα μεγάλο ερευνητικό κενό.
Τα νανουρίσματα στα διάφορα μέρη της Ελλάδας είχαν διαφορετικές ονομασίες ανάλογα με τον τόπο όπως: βαυκαλίματα ,μινιρίσματα ,κανακίσματα, νενιάσματα, νιανία, υπνωτικά, νάναρα, ναναρίσματα.
Τα ταχταρίσματα ή ταντινίσματα ήταν τραγούδια σύντομα αυτοσχέδια πολλές φορές, που τα τραγουδούσαν σε γρήγορο και ζωηρό ιαμβικό ή τροχαϊκό ρυθμό και τα έλεγαν αγκαλοχορέματα. Όταν το παιδί στηρίζονταν στα πόδια του, τότε τα τραγούδια τα έλεγαν : ταρναρίσματα, κανακίσματα, τανταλίσματα, λέξεις, που γεννιόνταν από τους φωνητικούς ρυθμικούς φθόγγους.
Τα παιδιά ( τα παιδία ) αποτελούσαν πάντα το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ύπαρξη και τον προορισμό του ανθρώπου . Η γέννηση, η ανατροφή και φυσική και πνευματική φροντίδα και ενασχόληση με αυτά σ’ ένα μεγάλο βαθμό αποκαλύπτει τον ψυχικό και πνευματικό πλούτο ενός λαού.
Τα νανουρίσματα και τα ταχταρίσματα αποτελούσαν τα πρώτα ποιητικά και μελωδικά ακούσματα για τον άνθρωπο . Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έπαιζαν καθοριστικό και ευεργετικό ρόλο στην παιδική ψυχοσύνθεση και συγκρότηση του ψυχικού του κόσμου.
Η αγγελική φωνή της μάνας αποτελούσε την πρώτη νοητική αφύπνιση του νεογέννητου μωρού.
Τα πρώτα μαθήματα της μητρικής γλώσσας με τη μελωδία και τους ρυθμούς των χορών γίνονταν με το νανούρισμα και το ταντίνισμα του παιδιού.
Η στιγμή του ύπνου προδιέθετε και απαιτούσε την ηρεμία και τη γαλήνη.
Το νανούρισμα ήταν το μελωδικό απαύγασμα της στοργής και της τρυφεράδας.
Το νανούρισμα αποτελούσε τη γενεσιουργό αφετηρία του δημοτικού τραγουδιού.
Είναι τα ποιητικά δημιουργήματα της ανώνυμης μάνας , της γιαγιάς ( καλομάνας) και ανήκουν στη λαϊκή λογοτεχνία.
Στην ελληνική συλλογή των νανουρισμάτων διακρίνουμε μια ηθογραφική ταύτιση των κειμένων, που εμπεριέχουν στοιχεία επαινετικά για το νήπιο, που το θέλουν γερό, παραγωγικό και χρήσιμο στην κοινωνία. Ουσιαστικά η μάνα με το νανούρισμα εύχεται στο παιδί της να πάρει τον γλυκό ύπνο, που θα το μεγαλώσει, για να ικανοποιήσει τα όνειρα και τις προσδοκίες της.
Το νανουρίσματα τα έλεγε η πόντια μάνα κουνώντας το μωρό της στην αγκαλιά της, στα πόδια της ή στην κούνια (το κουνίν ), που ήταν κατασκευασμένη από ξύλο καρυδιάς και στη βάση της στηριζόταν σε δύο τοξοειδή ξύλα για να παλινδρομεί δεξιά και αριστερά.
Οι πιο φτωχές οικογένειες, που δεν είχαν την κούνια, δημιουργούσαν αυτοσχέδιες κρεμαστές κούνιες ( σαλουτζάκ’ ή σαλαγάτσ’) με σχοινιά, που τα κρεμούσαν στα ξύλα της οροφής ( δόκια) και κάτω έβαζαν μία κουβέρτα. ( Σε τέτοιες κούνιες μεγάλωσαν τα νεογέννητα παιδιά της προσφυγιάς μετά το 1922.)
Πριν το νανούρισμα και κάθε φορά, που αποθέτανε το μωρό μέσα στην κούνια, σιγοψιθύριζαν την ευχή: Έλα ,Χριστέ μ’, και Παναγία, ή έλα, Χριστέ μ’ ,’ς σ’ όνομα Σ’ !.
Μ’ αυτόν τον τρόπο κουνούσαν το παιδί( εκούνιζαν το μωρόν) ή την κούνια( ελάϊζαν το κουνίν ) αρχίζοντας ταυτόχρονα και το γλυκόλαλο, αυτοσχέδιο πολλές φορές νανούρισμα.
Ο πιο γνώριμος ήχος ήταν το μακρόσυρτο : έ,ε,ε,ε,ε,ε,έ, ! κάτι σαν πρόλογος, που σκοπό είχε να ηρεμήσει το παιδί ( γαλένεσμαν τη μωρί). Αν το μωρό εξακολουθούσε να κλαίει, τότε του έβαζαν στο στόμα την πιπίλα (το λάστιχον τη μωρί) ή λουκούμι τυλιγμένο με ένα τούλι, που το έλεγαν ( βυζορόϊ ). Μόλις καθησύχαζε το μωρό, άρχισε η μάνα το νανούρισμά της, που τελείωνε, όταν διαπίστωνε, ότι το σπλάχνο της παραδόθηκε στα χέρια του γόνιμου ύπνου.
Η πλειάδα των ποντιακών νανουρισμάτων χάθηκε μαζί με τις προσφυγομάνες του Πόντου. Πολύ λίγα διασώθηκαν. Ένα από τα πιο όμορφα ποντιακά νανουρίσματα το απομαγνητοφώνησα από ένα δίσκο του Ιδρύματος Μικρασιατικών Σπουδών, που η Μέλπω Μερλιέ διέσωσε στη δεκαετία του 1930:
Κοιμέθ’ ,αρνί μ’, κοιμέθ’, πουλί μ’, κ’ έπαρ’ τ’ αυγής τον ύπνον,
εσύ ακόμαν θα τρανύντς, , είσαι πολλά μικρίκον.
Μικρό μου, χαϊδεμένο μου, μικρόν λαλασεμένον,
ας ‘ς σην εγάπην το πολλά οξουκά εγώ ‘κ’ εβγαίνω.
Μικρόν, μικρόν, μικρίτσικον, μικρόν μαργαριτάριν,
εσύ είσαι ο πόθος ι μ’, εσύ είσαι το διάρι μ’. ( =μερίδιό μου)
Μικρόν αρνίν, μικρόν πουλίν, μικρόν ας ση φωλέαν,
τα μαύρα τ’ ομματόπα σου, είν’ άμον την ελαίαν..
Επωδός
Νάνι, νάνι, το μικρόν τ’ αρνίν , πώς κοιμάται απές ‘ς σο κουνίν,
νάνι, νάνι, το μικρόν τ’ αρνίν, ατό πότε θα τρανύν..
Ένα δεύτερο και μοναδικό ποντιακό νανούρισμα κατέγραψα από την αείμνηστη κελαρίστρα του ποντιακού λόγου ,τη θεία Όλγα Σουμελίδου (Σεϊμενάβα), από το Καρμούτ Αργυρούπολης του Πόντου, που με μεγάλη μνημονική αυτοπεποίθηση μου το αφηγήθηκε ένα απόγευμα στο σπίτι της, στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας.
Ποντιακό Νανούρισμα.
Η Σωτήρα παίρ’ την Πόλ’, τ’ Αεργή το χαλινάρ.
Έρθεν άγγελος Κυρίου, εκούξεν ΄΄κυρά Μαρία, μαναχέσα, ντό κοιμάσαι;΄΄
-Μαναχέσα ‘κι κοιμούμαι, έχω Άγιον και πέτραν,
έχω τον άγιον Πέτρον και τους δώδεκα αποστόλους!
Μά ντο κείνταν ‘ς σο κουνίν και θυμιάζ’νε τον Χριστόν,
τον Χριστόν την Παναγίαν.
Άϊτε, άϊτε, άϊτε ξυλάϊτε,
ξυλογόργορε γαμπρέ, το παιδίν ντ’ εβάφτισες,
ελαδίτσαν έφαεν, οψαρίτσαν κούρτεσεν..
Όσα εποίγαμ’ ‘ς σο ρακίν και εκλώσταμ’ ‘ς σο κρασίν,
η μάνα επελιγώθεν…το παιδίν εστραγκαλώθεν…!
΄΄ Ατό έλεε μ’ ατό η γιάγια μ’, η Σοφία, για να κοιμούμαι ….
Όταν ετράνυνα έλεε ‘με … ΄΄μάθ’ατό , πολλά καλόν έν..΄΄
Πολλά από τα νανουρίσματα στον Πόντο εμπεριείχαν και ελληνικά δίστιχα, όπως το παρακάτω:
Νάνι, νάνι, νάνι νάνι, νάνι το παιδί να κάνει.
Έχω γιό, έχω χαρά, που θα γίνω πεθερά
και θα κάτσω στο μιντέρι και θα μου φιλούν το χέρι.
Με το ξύπνημα του μωρού από το γλυκό ύπνο, τη θέση του νανουρίσματος έπαιρνε το αφυπνιστικό ποντιακό ταντίνισμα, που προέρχεται από τους ρυθμικούς φθόγγους, ( ταν –τάνα , τάν – τάνα.)
Τα ταχταρίσματα ( ταντινίσματα) είναι μικρά και εύθυμα τραγούδια με γρήγορο και ζωηρό ρυθμό, που τραγουδούν κυρίως οι μητέρες για να συνοδέψουν το «αγκαλοχόρεμα» και το παιχνίδισμα του παιδιού τους. Τα διακρίνει η χαρά της μάνας από την παρουσία του παιδιού, που τώρα δεν κοιμάται και έχει λίγο μεγαλώσει, ώστε μπορεί να στηρίζεται στα πόδια του. Ονομάζονται επίσης και ταρναρίσματα, κανακίσματα, χορευτικά και τανταλίσματα.
Στον Πόντο ως ταντινίσματα λέγονταν συνήθως διάφορα τραγούδια συνηθισμένα από αυτά, που τραγουδούσαν με τη λύρα. Υπήρχαν όμως και πολλά ιδιαίτερα, που είχαν περιεχόμενο και ύφος παιδικό με σκοπό να εντυπωσιάσουν και να διεγείρουν την παιδική προσοχή, όπως τα παρακάτω:
Έναν έμορφον μωρόν φορεί παλαιόν πανταλόν’
και χορεύ’ απάν ‘σ’ αλών , χορεύ’ λάζικον χορόν.
Ταμ-ταμ-τάμ, τον γιό μ’ τον είναν,
έρτ’ ο κύρ τσ’ κ’ εφτάμ’ άλλ’ είναν.
Ούς να ηύρα τον χορόν
και τ’ ημ’σόν η ψη μ’ εξέβεν…
Ζίπα ,ζίπ’ κι άμον ελαίαν , γύριξον σ’ εμέν μερέαν,
γύριξον σ’ εμέν μερέαν , πώς μυρίεις τρανταφυλλέαν.
Ζίπα- ζιπ’ και τάνα -τάνα, η μάνα τα, η καστανία,
τα ποδάρια τς γιοσμαλία , θα παίρω ατέναν ναλία.
Τένι- τένι, τένι –τένα, κανείς ‘κ’ έν’ άμον ατέναν,
κι’ ήντσαν θα λέει για τ’ ατέναν, να γιν’ταν γουρπάν σ’ ατέναν.
Τη -τιτίνι μ’ την κεσέν, να τιλίγου μ’ ‘γώ εσέν,
πη κοιμάσ’ απές ‘ς σο στρώμαν, να φιλώ ‘σε απές ‘ς σο στόμαν.
Και μετά από κάθε παιδικό τραγούδι ακολουθούσε μία χαρακτηριστική επωδός με εύηχους μετρικούς φθόγγους όπως : Ζίπι -ζιπ’, ζίπι- ζιπ’, ζίπι- ζίπι, ζίπι- ζίπ’, ή το τίβριμ- τίβριμ’, τίβριμ- τι, τίβριμ-τίβριμ, τίβριμ-τι.
Οι γεροντότεροι παππούδες, όταν χόρευαν στα γόνατά τους ( εταντίνιζαν ατά) τα εγγονάκια τους, τραγουδούσαν το: Τούμπουλ- τούμπουλ, τούμπουλ –του. Τούμπουλ-τούμπουλ, τούμπουλ-του.
Ακόμα ένα πολύ γνωστό ποντιακό ταντίνισμα, που το άκουγα από τη γιαγιά μου, τη Σουσάνα, είναι και το παρακάτω:
Πίλι, πίλι, παίζ’ τ’ αγκόπον, τη τσοπάν το ζαγαρόπον,
κ’ έσυρεν το λιθαρόπον κ’ έρθεν εύρε ‘με σ’ ορμόπον.
Βρέχει , βρέχει , βρέχουμαι ‘κ’ επορώ να έρχουμαι,
στείλο ‘με την γιαπουντσά σ’ τσιλέγουμαι κ’ έρχουμαι.
Βρέχει, βρέχει, βρεχανίζ’ και τ’ αμάραντα γυαλίζ’,
η κοσάρα κακανίζ’ και η γραία τηγανίζ’.
Γραία, γραία, χόρεψον, γραία είμαι ‘κ’ επορώ,
κι αν καλοκρατείτε ‘μεν μώ !’σε σείουμαι κ’ εγώ.
ΠΗΓΗ : https://e-ptolemeos.gr/, δείτε το άρθρο τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://e-ptolemeos.gr/pontiaka-nanourismata-tachtarismata-tantinismata-tou-moisiadi-panagioti/
Δώρα Πετρίδη
cd παραδοσιακά νανουρίσματα (a cappella)
Έλα ύπνε μ’ ας’ σα μακρά και ας’ σα ψηλά τα μέρη-νάνι
έλα ύπνε μ’ και κόνεψον, τ’αρνί μ’ ας’ σο κουνόπον-νάνι, νάνι
κοιμέθ’ αρνί μ’ και τράνυνον κ’ επάρ’ τ’ς αυγής τον ύπνον-νάνι
τώρα έρται ο πατέρας σου πουλί μ’ κι ατός ας’ ση δουλείαν-νάνι
νάνι ογούλ, νάνι ογούλ κοιμέθ’ νε ρίζα μ’ νε στερέα μ’-νάνι
έλα ύπνε μ’ και κόνεψον τ’αρνί μ’ ας’ σ’ εγκαλιόπο μ’
ο ύπνον τρέφ’ και τα μωρά κι η θάλασσα τ’ οψάριν-νάνι, νάνι
νενί ογούλ, νενί ογούλ, κοιμέθ’ μη τυρανί’εις με
τ’ εμόν η ψ’η ολίγον εν, εβγαίν’ κι άλλον ‘κι εβρίκ’ς με-νάνι
νενί ογούλ, νενίιιι, νενί για ποίσον ρίζα μ’