ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Επικρατούσαν μέσα στο λαό κ’ οι παρακάτω δοξασίες γύρω από τη μετεωρολογία και την αστρολογία.
—Για τη βροντή:
α) Ότι ό Προφήτης Ηλίας με ζωηρά κι’ ατίθασα άλογα ζευγμένα στ’ αμάξι του έφερνε βόλτες στον ουρανό. β) Ότι ό Θεός είχε γάμο και έβαζαν τα τραπέζια για φαγί—ο Θεός γάμον έχ’ και γουρεύ’νε τα τραπέζα. γ) Ότι ό Θεός κυλάει βαρέλια—ο Θεόν βαρέλα κυλίζ’. δ) Ότι ό Θεός ρίχνει κανονιές—ο Θεόν τόπα σύρ’.
— Για την αστραπή:
Ότι άστραφταν τα πέταλα κ’ οι ρόδες από τ’ άλογα και τ’ αμάξι του Προφήτη Ηλία.
—Για τον κεραυνό:
Ότι ό Θεός ρίχνει φωτιά πάνω στους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό κ’ η κατάρα: Ο Θεός γιουλτουρούμ— ή άψιμον —να ρούζ’ απάν’ι-σ’.
Για ν’ αποφύγουν τον κεραυνό λαβαίνανε τ’ ακόλουθα μέτρα: α) Δεν καθόντανε κοντά στο τζάκι, ούτε κάτω σε δέντρα. β) Έδιωχναν μακρυά τις γάτες, γιατί πίστευαν ότι τα μάτια τους τραβούσαν τον κεραυνό. γ) Άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τις προσευχές, τις μετάνοιες, τα λιβανίσματα των εικόνων κ.τ.τ.
—Για τη βροχή:
α) Ότι ο Θεός κατουράει (δοξασία των παιδιών). β) Ότι ό Θεόν ένοιξεν τα στέρνας-ατ’ και καθαρίζ’ ατα (στέρνα =ξεροπήγαδο χτιστό, όπου μάζευαν το νερό της βροχής).
Όταν την άνοιξη είχε ανομβρίες πού συνεχιζότανε και το καλοκαίρι, προσπαθούσαν να προκαλέσουν βροχή
α) Με θρησκευτικές λιτανείες τις καθιερωμένες κι’ από την Εκκλησία.
β) Με την Κουσκουκούραν. Ομάδα από παιδιά φκιάναν ένα ανδρείκελο, το ‘ντυναν με φουστάνια, το κρατούσαν δυό από τα χέρια—από τη μιά κι’ από την άλλη μεριά ό καθένας—και φέρνανε γύρο όλα τα σπίτια, τραγουδώντας μεγαλόφωνα και μονότονα:
Κουσκουκούρα, νε ιστέρσιν—Αλλαχτάν γιαγμούρ ιστέρσιν. (λ τ. κουσκουκούρα τι θέλεις—Από το Θεό βροχή θέλεις)
[Στο δικό μου χωριό, Ανατολικά του Ν. Θεσσαλονίκης, το τραγούδι είχε ως εξής: Κουσκουντάνα πορπατεί τον Θεόν παρακαλεί για να ‘φτάει έναν βρεχή έναν βρεχή καλόν βρεχή.]
Από κάθε σπίτι κατέβαινε η νοικοκυρά κ’ έχυνε ένα κανάτι —έναν κουκούμ’—νερό πάνω στην κουσκουκούρα. Επίσης έδινε στην ομάδα των παιδιών ένα κομμάτι ψωμί ή άλευρα ή αλάτι κ.τ.τ. πού τα μάζευαν σε σακκούλες, με τις οποίες ήταν εφοδιασμένη η ομάδα.
Κάποτε αντί για ανδρείκελο χρησιμοποιούσαν ένα παιδί, ντυμένο μόνο με μιά μεγάλη πουκαμίσα παλιά, σα νυχτικιά.
Για το σχηματισμό τής βροχής, οι γιαγιάδες—οι καλομαννάδες—λέγανε στα εγγόνια τους, ότι τα σύννεφα—τα λίβα—κατεβαίνουν στη θάλασσα, πίνουν νερό κ’ έπειτα ανεβαίνουν στον ουρανό.
Για το πέσιμο τής βροχής φανταζόνταν ότι ό ουρανός μοιάζει με απέραντη τρυπητή, απ’ όπου πέφτει σε σταλαγματιές το νερό.
—Για την ομίχλη:
Επικρατούσε ό μύθος πώς η ομίχλη ήτανε στα πολύ παλιά χρόνια κόρη, πού έμεινε ανύπαντρη, και για εκδίκηση κατουράει κάθε τόσο τα μουστάκια και τα γένια των αντρών.
Πίστευαν πώς ή ομίχλη μπορούσε να εξαφανιστεί, αν παιδί πρωτότοκο —πρωτικάρ’—γύριζε γυμνά τα πισινά του, λέγοντας τραγουδιστά:
Δείσα, δεισόκωλε, —Κ’ εφτακαβελαρόκωλε,
Εξύεν το ζουμάρ’ι-σ’.—Εκάγαν τα παιδία-σ’,
Τούτααα!—Σ’ εφτά ραχία οπίσ’ κι’ άλλο πλάν.
(Ομίχλη, ομιχλόκωλε, κ’ εφτακαβαλαρόκωλε, χύθηκε το ζουμάρι σου, κάηκαν τα παιδιά σου, εμπρός τράβα,α,α! Πίσω από εφτά ράχες και πιο πέρα).
Όταν έπεφτε η ομίχλη στη θάλασσα, λέγαν ότι θα βγουν πολλά χαμψιά.
— Για το ουράνιο τόξο:
Σύμφωνα με τη θρησκευτική ιστορία η παρουσία του ήταν εγγύηση τού Θεού πώς δε θα γίνει πια κατακλυσμός. Προπαντός ύστερα από μεγάλη καταιγίδα, η θέα της ήτανε πηγή άμετρης χαράς για τα παιδιά. Το λέγανε γύργηλα ή τη Παναγίας το ζωνάρ’.
Πίστευαν ότι όποια γυναίκα μπορεί να περάσει κάτω από την αψίδα του, μεταμορφώνεται σε άντρα.
— Για το Νοτιά:
Ο Νοτιάς—ό Γουπλές (λ.τ.)—είχαν τη δοξασία ότι έφερνε τις αρρώστειες και τις επιδημίες, γιατί—όπως πίστευαν—φυσούσε από τη Μέκκα (Άγιοι Τόποι των μωαμεθανών) όπου έκαναν πολλά κουρπάνια (=λ.τ. θυσίες ζώων), το αίμα τους έμενε στον ήλιο και βρωμούσε, κι έτσι ό αέρας έφερνε από ‘κει τις αναθυμιάσεις με τις σχετικές αρρώστειες.
—Για τούς ανέμους:
Σε ακατάστατους κι αμφίβολους καιρούς λέγαν ότι παλεύουν οι άνεμοι με το φεγγάρι—ο φέγγον επάλεψεν με την αέραν κ’ ενίκησεν.
—Για τις καταιγίδες:
Πίστευαν ότι τις στέλνει ό Θεός για να μάς τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας. Για να κοπάσουν, έκαναν προσευχές, μετάνοιες και λιβάνιζαν τις εικόνες.
—Για τον ανεμοστρόβιλο:
Σφοδροί ανεμοστρόβιλοι δεν σημειωνόντανε. Για τούς μικρούς τοπικούς ανεμοστροβίλους, πού σήκωναν σκόνη, φύλλα ξερά των δέντρων και χαρτιά πεταμένα, λέγαν : ’α χαλάν ό καιρόν—θα χαλάσει ό καιρός.
—Για τον σίφουνα:
Έλεγαν ότι κατεβαίνει το σύννεφο στη θάλασσα και πίνει νερό τον ονόμαζαν• ζίφον.
—Για την έκλειψη του ήλιου:
Το είχαν για κακό σημάδι. Προπαντός όταν η έκλειψη παρουσίαζε και κόκκινα σημεία, λέγαν πώς είναι κακός οιωνός, θα γίνει πόλεμος και θα χυθεί πολύ αίμα.
Οι Τούρκοι πίστευαν ότι ό ήλιος έπιασε τη σελήνη και πυροβολούσαν για να τη λευτερώσουν. Για την έκλειψη του ήλιου λέγαν: ό ήλον επιάστεν.
—Για την έκλειψη τής σελήνης:
Οι Τούρκοι το είχαν για κακό σημάδι και πυροβολούσαν για να λευτερωθεί το φεγγάρι από το πιάσιμό του—ό φέγγον επιάστεν.
—Για το νέο φεγγάρι:
α’) Όταν το πρωτόβλεπαν πιάνανε χρυσά νομίσματα και λέγαν: όπως γομούται ό φέγγον, να γομούνταν και τα χέρα-μ’ χρυσά λίρας.
β’) Στη φάση τού πρώτου τέταρτου τού νέου φεγγαριού και ιδιαίτερα τ’ Αυγούστου, δε βάζανε τουρσιά, γιατί πίστευαν πώς δεν θα πετύχουν.
γ’) Ορισμένη ασθένεια—η ρουφιά (βλέπε κεφ. Λαϊκή ιατρική*—ερεθιζότανε και χειροτέρευε κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο τού φεγγαριού, και υποχωρούσε κατά το δεύτερο.
—Για τούς κομήτες:
Την εμφάνισή τους τη θεωρούσαν για κακό σημάδι και πίστευαν ότι προμηνούσε πόλεμο, ή κακοπαθήματα των χριστιανών τής Τουρκίας. Χαρακτηριστικά έλεγαν : Η Πόλ’ ασ’ το θα επαίρκουντουν αγοίκον άστρον εξέβεν• ατώρα πά ξάν’ εξέβεν, ’α ίνεται πόλεμος. Τούς ονόμαζαν άστρον με τ’ ουδάρ’ ή ουράδ’. [=άστρο με την ουρά]
—Για τούς διάττοντες:
Έλεγαν ότι εκείνη τη στιγμή ξεψυχάει κάποιος.
Προγνωστικά του καιρού
—Όταν ό ήλιος είχε ολόγυρα αλώνι—χαρμάν’ ή αλών’—λέγανε πώς θα χαλάσει ό καιρός.
—Όταν το ίδιο φαινόμενο σημειωνότανε στο φεγγάρι, θα χάλαγε ό καιρός ή θα σήκωνε αέρα.
—Όταν το καινούργιο φεγγάρι ήταν ολόρθο, λέγαν ότι όλος ό μήνας θα βγει με καλοκαιρία• το αντίθετο αν το φεγγάρι ήτανε πλαγιασμένο.
—Κόκκινη δύση, προμηνούσε αέρα.
—Ζεστός πολύ ήλιος, προμηνούσε χάλασμα τού καιρού και βροχή.
—Όταν φαινόντανε σύννεφα στον Πόζ-τεπε (Δυτ.) ή στο Τσάμ-Πουρουν (ΒΔ) λέγαν ότι θα χαλάσει ό καιρός και θα βρέξει.
—Όταν ήτανε πυκνά τ’ άστρα, λέγαν ότι θα χαλάσει ό καιρός.
—Όταν η γάτα νιβότανε και κύταγε το παράθυρο, λέγαν ότι θα βρέξει όταν νιβότανε γυρισμένη προς την Ανατολή παραδεχόντανε πώς θ’ ανοίξει ό καιρός κι’ όταν γυρισμένη προς τη Δύση, ότι θα χαλάσει ό καιρός.
—Όταν ψειριζόνταν —εψυλλίγουνταν—ή όταν τσιμπιόνταν οι κόττες, λέγαν ότι θα βρέξει.
—Επίσης κι’ όταν οι μύγες ερχόνταν απ’ έξω μέσα στο σπίτι και δαγκάνανε πολύ.
—Όταν ό σκύλος ούρλιαζε σε κακοκαιρία προμηνούσε καταιγίδα.
—Όταν οι πετεινοί λαλούσαν ενώ έβρεχε, σήμαινε ότι σε λίγο θα σταματήσει ή βροχή.
—Αν είχε από το φθινόπωρο πολλά χαμψιά, λέγαν ότι θα κάνει βαρύ χειμώνα—εντόκαν έξ’ τα χαψία, οφέτος βαρυχειμωνίαν — βαρύν χειμωγκόν θα έχομε.
—Αν άνοιγε ό καιρός την Παρασκευή, λέγανε πώς θα χαλάσει πάλι σύντομα.
—Αν έβρεχε κ’ ήτανε χαλασμένος ό καιρός όλη την βδομάδα, έλεγαν πώς θ’ ανοίξει το Σάββατο.
—Αλλά κι’ αν άνοιγε το Σάββατο, δεν το θεωρούσαν για σταθερό• λέγαν ότι τη Δευτέρα θα χαλάσει και πρόσθεταν:
Σαβατανός καιρός — Δευτέρας γάϊδαρος.
— Σχετικά με τα προγνωστικά του καιρού από τις ημέρες, έλεγαν και τούς παρακάτω στίχους, πού θυμίζουν λιγάκι δελτίο αστεροσκοπείου:
Παρασκευή δασκευή — Σάββα δαταγωγή
Κερεκή ανοιγωγή — Αν ανοίει, ανοίει
Κ’ αν ’κι ανοίει, ’κι ανοίει.
(Την Παρασκευή διδασκαλία – κατήχηση — Το Σάββατο τακτοποίηση — Την Κυριακή άνοιγμα—Αν ανοίγει ανοίγει, κι’ αν δεν ανοίγει, δεν ανοίγει).
Διάφορες λέξεις και εκφράσεις
Αστραπή =στράψιμον. Κεραυνός =γιουλτουρούμ (λ.τ.) ή αστροπελέκ’. Βροντή =βρόντεμαν. Βροχή =βρεχή. Ψιλή βροχή =τσιτσέ (λ.τ.) και όταν είναι με ομίχλη. Γερή βροχή =πόραν ή ποράν, επήρεν-ά κα, ή επάτεσεν-α-κα, με τα κουκούμα βρέχ’.
Πάχνη =γραού ή γραγού. Χιονίζει =χιονίζ’. Σύννεφα =λίβα ή και σύννεφα. Ομίχλη ξηρή =ξερόδεισα ή τουμάν (λ τ.). Υγρή ομίχλη =δείσα. Τρικυμία =φουρτούνα. Ξαφνική φουσκοθαλασσιά =καλάσ’.
Οι άνεμοι:
Στη γλώσσα των ναυτικών μας οι άνεμοι είχανε τη διεθνή τους ονομασία: Βοριάς—Τραμουντάνα, Βορειανατολικός—Γρέγος, Ανατολικός —Λεβάντης, Νοτιοανατολικός—Σορόκος, Νοτιάς—Όστριας και στη γλώσσα του λαού Γουπλές, Νοτιοδυτικός—Γαρμπής, Δυτικός—Μπονέντες και Βορειοδυτικός—Μαΐστρος.
Στεριανοί άνεμοι =τα τισαρούγια (λ. τ) Μπάτης =θαλασινόν αέραν.
Τα μελτέμια =τα μελτέμα. Ο αέρας σφυρίζει =η αέρα συρίζ’.
Σηκώθηκε αέρας =εσκώθεν αέρα. Σταμάτησε ό αέρας =εκόπεν η αέρα ή ό αέρας.
Διαιρέσεις τής ημέρας:
Τα πρώτα τα πετεινολάλα. Το λυκοχάραμαν σίρσιμα (=λ. τ. ισίρ ισιμέζ—φέγγει δε φέγγει). Σύναυγα. Εχάραξεν ή ανατολή ή εσαβαχλάεψεν (λ. τ. φώτισε ελαφρά). Με τη χότζα το σαπάχ ναμαζούν =με τού χότζα την πρωινή προσευχή πού λέγει φωναχτά από το μιναρέ. Με τ’ εγκλεσίας την καμπάναν.
Ο ήλον επήρεν ή ό ήλον εξέβεν. Σή ήλ’ την έβγαν. Ο ήλον εξέβεν έναν γουλάτσ’ ή δύο ή τρία γουλάτσα (γουλάτσ’ =η απόσταση τού ανοίγματος των δύο χεριών τεντωμένων οριζόντια στα πλάγια). Σο γουσλούκ’ =λ. τ. στις 10 περίπου το πρωί. Ο ήλον εξέβεν σην τσίπαν-ατ’ = ό ήλιος βγήκε στον αφαλό του. (Κυρίως λέγεται για κείνους πού κοιμούνται πολύ και αργούν να ξυπνήσουν). Τ’ ολημέρα =το μεσημέρι. Ο ήλον εδέβεν απάν’ καικά, ή εκατακιφαλάεν =ό ήλιος πήρε την κατιούσα. Το κιντίν =το απόγευμα λίγο πριν από το δειλινό. Σο βραδιζνόν την καμπάναν ή το σήμαντρον. Η ημέρα δίει και παίρ’ =η ημέρα ψυχορραγεί. Ο ήλον εβούτεσεν ή εβασίλεψεν ή επήεν σην μάνναν-ατ. Εσκοτείνεψεν. Εβράδυνεν. Αποβραδύς ή απουρβαδύς. Ενύχτωσεν. Εγέντον σκοτία πίσσα ή πίλα. Μεσάνυχτα ή μεσονυχτί. Πριν ασ’ σα ξημερώματα. Πριν να χαράζ’.
Στα νεότερα χρόνια από τον περισσότερο κόσμο χρησιμοποιόνταν οι κοινές ελληνικές λέξεις: γλυκοχάραγμα, σύναυγα, ξημέρωμα, πρωί, μεσημέρ’, βράδον ή βράδυ, νύχτα, μεσάνυχτα κτλ.
Φάσεις τού φεγγαριού:
Ο καινούρτς ό φέγγον• ό φέγγον τέσσερα ή οχτώ ήμερών έν’ ό πανσέληνον• ή ό φέγγον 15 ήμερών έν’• ό φέγγον 20 ήμερών έν’• ό παλόν ό φέγγον.
Διαδρομή τής σελήνης:
Εξέβεν ό φέγγον• εκατακιφαλάεν ό φέγγον• εβούτεσεν ό φέγγον.
Εκφράσεις:
Με τη λέξη φέγγον έχομε και τις εξής εκφράσεις: 1) Φέγγος όλη-μέρα—βλέπε Παροιμιακές εκφράσεις*. 2) Εγέννον άμον τον Παλόν τον φέγγον =Έγινε σαν το παλιό το φεγγάρι• δηλαδή ξέπεσε, αδυνάτισε, στραπατσαρίστηκε—λέγεται κυρίως ειρωνικά. 3) Τον φέγγον υλάζ—υλακτεί στο φεγγάρι. Ματαιοπονεί.
Αστέρι—άστρον (τα άστρα).
Έκφραση: τ’ άστρον-ατ χαμελόν έν =Το άστρο του είναι χαμηλό— ματιάζεται εύκολα• σε μεταφορική σημασία: είναι αγαθός, κακομοίρης, άτυχος, όλοι τού παίρνουν τον αέρα.
Απαραίτητες γλωσσολογικές εξηγήσεις: όπου το γράμμα έχει επιπλέον τόνο χρώματος ‘’μπόλντ’’, αλλάζει και η προφορά του στην ποντιακή γλώσσα. Δηλ: το α το προφέρουμε σαν έψιλον. Αν είναι δυο γράμματα μαζί στην κατάληξη, όπως τα ια, τα προφέρουμε σαν έψιλον επίσης. Το χ σαν σίγμα. Στην περίπτωση που πρόκειται για σύμφωνο η προφορά τους είναι πιο ασθενική, με μικρές εξαιρέσεις στο ζ, το σ κ.α. ανάλογα την λέξη που τα συναντάμε (φιλτζάνα) όπου εκεί ακούγεται πιο ‘’βαριά’’.
Πηγή*: Το αξεπέραστο ως σήμερα έργο του Ξενοφώντα Άκογλου (Ξένου Ξένιτα), Από την ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων-, εκδ. Μάτι, αναστατική έκδοση του 1938.
ΠΗΓΗ: Η Ηλεκτρονική Ιστορία της Ελλάδος, e-istoria.com
Επικοινωνία : karipidis@e-istoria.com
Δείτε το κείμενο στο e-istoria.com στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.e-istoria.com/130.html
Ακούγεται το τραγούδι ” Άστρα απάν σον ουρανό” από τον κ. Σαββίδη Σταύρο.