ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
«Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο»
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας στις 1/14 Μαΐου 1909. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας που σύντομα ξέπεσε. Έχασε τον αδερφό του και τη μητέρα του από φυματίωση όταν ήταν μόλις 12 ετών, ενώ σε πέντε χρόνια προσβλήθηκε και ο ίδιος από την ανίατη για την εποχή ασθένεια. Νοσηλεύθηκε στη «Σωτηρία», όπου ήρθε σε επαφή με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής και σε άλλα σανατόρια και ασπάσθηκε τις προοδευτικές ιδέες. Ο πατέρας του και η μία από τις αδερφές του, νοσηλεύθηκαν αρκετά χρόνια στο ψυχιατρείο (Δαφνί).
Δούλεψε στο θέατρο ως ηθοποιός και χορευτής και σε εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1934 και είχε τον τίτλο «Τρακτέρ». Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις του σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Ακολούθησαν περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές, δοκίμια και πεζά, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων ξένων ποιητών. Πολλές είναι οι ποιητικές συλλογές που άφησε ανέκδοτες. Κάποιες από αυτές εκδόθηκαν ήδη, ενώ έχει προγραμματισθεί η έκδοση και των υπολοίπων. Ανάμεσά τους είναι τα έργα «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία», «Επιτάφιος», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Πέτρινος χρόνος», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Μαρτυρίες», «Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Ερωτικά», η εννεαλογία «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων», «Το τερατώδες αριστούργημα» , «Ιταλικό τρίπτυχο», «Μονοβασιά» κ.α.
Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και ως μέλος του ΚΚΕ. Τον Ιούλιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Μακρόνησο, στον Αη- Στράτη. Η απριλιανή χούντα του 67 τον συλλαμβάνει και πάλι και τον στέλνει στη Γυάρο, στο Παρθένι της Λέρου και σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο.
Οι πολιτικές περιπέτειες δεν ήταν χωρίς επιπτώσεις για τον ίδιο αλλά και για το έργο του. Χειρόγραφά του καταστράφηκαν δύο φορές, μία κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας και μία κατά τη διάρκεια των δεκεμβριανών, ενώ επί χρόνια ολόκληρα η ποίησή του δεν μπορούσε να φτάσει στους αποδέκτες του. Απαγορεύονταν οι εκδόσεις έργων του όσο ήταν εξόριστος ή σε ανώμαλες πολιτικές συνθήκες.
Παντρεύτηκε το 1954 την γιατρό Γαρυφαλιά Γεωργιάδου από τη Σάμο. Το 1955 γεννήθηκε η μονάκριβη κόρη του Έρη.
Το 1956 τιμήθηκε με το α’ κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Πήρε επίσης πολλά βραβεία, μετάλλια και παράσημα, και ανάμεσά τους το Διεθνές Βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Πολλοί δήμοι τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους. Οι φιλοσοφικές σχολές των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθήνας τον ανακήρυξαν επίτιμο διδάκτορα, όπως και πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. «Έφυγε» στις 11 Νοεμβρίου 1990 και κηδεύθηκε στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.
Ποιος είναι ο Ρίτσος;
Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»;
Ο αισθησιακός που ρουφάει με όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στ’ ανθρώπινο σώμα τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα;
Ο ερωτικός, που σκιρτά σ’ όλα τα αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής που «απωθεί» και «θεώνεται»;
Ή μήπως ο φύσει υπαρξιακός που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό διάλογό του με το χρόνο και το θάνατο;
Ο «διχασμένος και διπλός», μας λέει ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης.
ΤΟ ΕΡΓΟ
«Το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του»
Ο Γιάννης Ρίτσος «έχτιζε» για την αιωνιότητα. Κατείχε όλα τα μυστικά του μεγάλου τεχνίτη και μαζί είχε τη σφραγίδα του θείου ταλέντου. Η ακαταπόνητη εργατικότητά του ήταν επίσης καθοριστική. Δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια απέναντι στην ασχήμια. Ήθελε πάντοτε να την αντιπαλεύει, όπως και την ήττα, τον θάνατο. Να της αντιτάσσει ό,τι θησαύριζε στις καθημερινές εκστρατείες του στον κόσμο των μικρών και των μεγάλων. Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Ετοίμαζε μέσα του τη δημιουργία του. Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό, πιστός στην ιδεολογία του, ασυμβίβαστος. Αριστερός, με την παλιά έννοια, όταν ο όρος αυτός σήμαινε ήθος, αξίες, άρνηση απέναντι σε ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή, θέση απέναντι σε ό,τι την κάνει να αξίζει. Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές δημιουργίες του να μην συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύεις ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε ο Τάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς.
Γράμματα από το Μέτωπο 1934
Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοι κι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα: οἱ αὐγὲς κ᾿ οἱ νύχτες μας γυρνοῦν φρικτὲς πεντάλφες γράφουν στὸ σκοτάδι σήματα, ποὺ τὸν κίνδυνο μηνοῦν, πύρινα φίδια ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Ἅδη.Ζοῦμε στ᾿ ἀμπριὰ θαμμένοι, διπλωμένοι κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν τρύπα ὁ θάνατος περιμένει. Μᾶς ἔπνιξαν τὸ φῶς καὶ τὴ χαρά, στεγνῶσαν τὴν ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα, μὰ κάτι μέσα μας κυλᾶ βουερὰ καὶ ξέσπασμα δὲ βρῆκε κάπου ἀκόμα.Φουσκώνουν τῆς ζωῆς μας τὰ πελάη σ᾿ ὅλες τὶς φλέβες μου, αἷμα μου κυλάει τῆς Μαριγῶς τὸ φλογερὸ φιλί… (θέλω νὰ πῶ, μητέρα μου, γιὰ κεῖνο τὸ φιλί της ποὺ μοὔδωσε δειλὴ προτοῦ γιὰ τὴν πατρίδα μας μακρύνω).Ἡ κάθε μου ἵνα τὴ χαρὰ φωνάζει, μὰ ὁ πόλεμος, τὴ νιότη μου σκεπάζει καὶ μὲ ἀτσάλι ἀναμμένο μὲ κεντᾶὅμως, μέσα μου ἡ καρδιά μου δὲ λυγίζει. Μητέρα, ἐδῶ, στὸ θάνατο κοντά, πρωτόμαθα τὸ πόσο ἡ ζωὴ ἀξίζει. Μάνα, μιὰ παπαρούνα σήμερα εἶδα
Επιτάφιος 1936
Μάιος 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κηρύττουν απεργία ζητώντας αύξηση των ημερομισθίων(αφιέρωμα Α,Β). Σύντομα και άλλα εργατικά συνδικάτα ενώνονται μαζί τους και η απεργία αποκτά πανεργατικό χαρακτήρα. Οι αστυνομικές αρχές απαγορεύουν στην πορεία των εργατών να πλησιάσει στο κτίριο διοίκησης της πόλης. Στις 9 Μαΐου πραγματοποιούνται σοβαρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και τοπικών αρχών που έχουν σαν απολογισμό δεκάδες τραυματίες και 12 νεκρούς. Ο λαός της Θεσσαλονίκης ξεσηκώνεται και η απεργία αποκτά χαρακτήρα εξέγερσης. Αυτή η μέρα είναι παραπάνω από σημαδιακή όχι μόνο για τα θλιβερά επεισόδια αλλά κυρίως γιατί αποτέλεσε την αφορμή για την ποιητική στροφή ενός ολόκληρου έθνους. Την επόμενη μέρα δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ριζοσπάστης η εικόνα της μάνας του διαδηλωτή Τάσου Τούση, που θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της(φωτογραφία αριστερά). Ο Γιάννης Ρίτσος στιγματίζεται και εμπνέεται από τον θρήνο της μάνας και ξεκινά να γράφει τους πρώτους στίχους από τον “Επιτάφιο”. Σε 3 μέρες γράφει 14 από τα 20 συνολικά ποιήματα και δημοσιεύει 3 από αυτά στο φύλλο της εφημερίδας του Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου. Εν το μεταξύ ο αγώνας των εργαζομένων δικαιώνεται με την αποδοχή των αιτημάτων τους, την ίδια ώρα που το έργο του Ρίτσου λογοκρίνεται έντονα από τοπικές αρχές και πολιτικούς. Στις 8/6/1936 ο «Επιτάφιος» κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα, ενώ το εξώφυλλο του βιβλίου(ξυλογραφία) επιμελείται ο χαράκτης Λυδάκης. Η έκδοση προκαλεί έντονες αντιδράσεις από τη δικτατορία Μεταξά οι οποίες και οδηγούν στην πυρά πληθώρα αντιγράφων. Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον «Επιτάφιο», ποίημα, που εμπνεύστηκε από την τραγική φιγούρα της μάνας, η οποία την Πρωτομαγιά του 1936 θρηνεί καταμεσής του δρόμου το σκοτωμένο παιδί της.». Τον Μάιο του 1936, η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, του εμπνέει τον Επιτάφιο, αυτό το μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιου της, που μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο μετακενώνεται η δημοτική και λόγια παράδοση, φορτίζοντας το σύγχρονο δράμα, ενώ η ανάκληση του χριστιανικού μύθου ευαγγελίζεται μιαν άλλη ανάσταση. Ο Επιτάφιος παραδόθηκε στην πυρά από τους δικτάτορες της 4ης Αυγούστου
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου,
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου,
καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω; Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου, Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου, τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα; Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι; Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο. Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει. Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω
Μ έρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά τα ωραία θα είν’ δικά μας και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες, όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες. Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι, πάταγε το κατώφλι μας κι έλαμπε σα χρυσάφι. Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα, τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα. Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θάμπω, που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
Πρωινό άστρο 1955
Το Πρωινό άστρο είναι το ποίημα που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για το κοριτσάκι του, όταν έγινε πατέρας. Είναι το ποίημα της πατρικής στοργής και της λυρικής φαντασίας. Είναι ένα ποίημα που μόνο ένας παλμογράφος θα μπορούσε να οπτικοποιήσει και να καταγράψει τους παλμούς της εκπληκτικής ευαισθησίας του. Ο ίδιος ο Ρίτσος το χαρακτηρίζει Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα του.
Σ ένα μαξιλάρι-φεγγαράκι το παιδί μου αποκοιμήθηκε. Όλη η πλάση στις μύτες των ποδιών κοιτάζει απ το παράθυρό μας κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε. Όλα τα αστέρι μια μυγδαλιά ανθισμένη αστέρια μπρος στο παράθυρό μας κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε. Ο θεός των σπουργιτιών και των παιδιών πίσω από μια κουρτίνα λουλουδένια κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε. Σιγά, μανούλα σιγά. θα το ξυπνήσεις. Τι θόρυβο που κάνει η πορτούλα της καρδιάς σου καθώς ανοιγοκλείνει στον κήπο της χαράς.
ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ- Η σονάτα του σεληνόφωτος 1956
«Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου»
Τέσσερις μόνο μέρες χρειάστηκαν στον Γιάννη Ρίτσο για να ολοκληρώσει τη σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Από τις 14 έως τις 17 Ιουνίου του 1956, σχεδόν απνευστί, ο ποιητής δημιουργεί το σπουδαιότερο ίσως έργο του. Σε ολόκληρη τη θητεία του προετοίμαζε την έκρηξη αυτή, τη βαθύτατη κατάδυση στους κόσμους του «είναι». «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ο πρώτος μιας σειράς ποιητικών- θεατρικών μονολόγων που θα στεγαστούν υπό τον τίτλο «Τέταρτη Διάσταση», σε ένα κύκλο συνθέσεων υπαρξιακής αγωνίας, αναζητήσεων, αυτογνωσίας, διλημμάτων, εσωτερικής πολυφωνίας. «Το θάμβος και η ματαιότητα, η πίστη, το πάθος και ο σκεπτικισμός, η αποδοχή του κόσμου και η κριτική, η αυτοσυμπάθεια και η αυτοκριτική συνυπάρχουν» όπως σημειώνει η μελετήτρια Χρύσα Προκοπάκη. Όταν τη γράφει, ο Γιάννης Ρίτσος είναι 47 ετών. Έχει καταδυθεί στον πυρήνα της ύπαρξης και γνωρίζει: «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο». Επίσης, έχει κατακτήσει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα. «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ακριβώς το σημείο στον πήχη όπου μπορούμε να μετρήσουμε το ύψος και το μέγεθος της ποιητικής του πνοής. Εντυπωσιασμένος ο Λουΐ Αραγκόν, ο μεγάλος Γάλλος ποιητής και διανοητής , θα μιλήσει για «το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας» που ένιωσε διαβάζοντας το ποίημα. Ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, – δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια – δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου – ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας
Πρόκειται για 18 τετράστιχα του Γιάννη Ρίτσου, εκ των οποίων τα 16 ο ποιητής τα έγραψε στο Παρθένι της Λέρου στις 16/9/1968, ύστερα από κρυφή έκκληση του Μίκη Θεοδωράκη. Αναβάφτιση, Αυγή, Δε φτάνει, Εδώ το φως, Επιτύμβιο, Καρτέρεμα, Κουβέντα με ένα λουλούδι, Λαός, Μνημόσυνο, Ο ταμένος, Πράσινη μέρα, Συλλείτουργο, Τ’ άσπρο ξωκλήσι, Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις, Το κυκλάμινο, Το νερό, Το χτίσιμο, Λιγνά Κορίτσια
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο Νάτη πετιέται απο ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου
Συλλείτουργο
Κάτω απ’ τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ’ αλώνι της πατρίδας κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το βαγγέλιο
Εδώ το φως
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στ’ αγεριού το πόδι
Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε
Ρωμιοσύνη 1966
Η Ρωμιοσύνη πέρα από το σύμβολό της αιώνιας αγρύπνιας και αντίστασης του ελληνικού λαού στις κάθε λογής επιθέσεις και στο βιασμό της ταυτότητάς του, προβάλλει και ως πρότυπο συμφιλίωσης του ανθρώπου με τον εαυτό του μέσα από την εμμονή του στην προάσπιση του δεσμού με τη γη και με την ελευθερία του. Αυτόν τον αρμονικό κόσμο ευαγγελίζεται στο τέλος του ποιήματος ο Ρίτσος μέσα από το κομμάτιασμα, τον ανταγωνισμό και το θάνατο που βλέπει στον ίδιον αυτό κόσμο.
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό, αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται
κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα, αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο, αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο. Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή, σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του, σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς. Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα τους. Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια, μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους – ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ–βαθιὰ στὰ μάτια τους σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Η κυρά των αμπελιών
Το έργο «γράφτηκε» το 1946-47 μαζί με τη «Ρωμιοσύνη» κάτω από συνθήκες συναισθηματικής φόρτισης εξαιτίας των γεγονότων της κατοχής και της αντίστασης και εκφράζει το χρέος του ποιητή απέναντι στον πανανθρώπινο αγώνα για τη λευτεριά και την κοινωνική δικαιοσύνη ,στον διαρκή αγώνα του ανθρώπου να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο ο «μάστορας» Ρίτσος «δένει» στοιχεία της αρχαιότητας παρμένα από τη διονυσιακή λατρεία ,με στοιχεία χριστιανικά και με πραγματικά γεγονότα …. «…. τα αμπέλια βράζουν το θυμό για το μεγάλο δισκοπότηρο του αγώνα…..» ή «..εδώ η Μαρία και ο Ιωσήφ κι ο Γιος τους κι ο Άλλος ο Πατέρας … πιο πέρα ο Μέγα Αλέξανδρος ,κι η θεια Παρασκευούλα κι ο Κολοκοτρώνης ,κι Εσύ αχνοφέγγοντας ,Κυρά των Αμπελιών ,…σταυρός ,σπαθί και δόξα αγνάντια σε όλων των εχθρών μας ,και μέσα και έξω ,τα λεφούσια …». Στο ποίημα «παρελαύνουν» άγια πρόσωπα ,ηρωικά πρόσωπα ,άνθρωποι που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία , στον πολιτισμό και στη ζωή μας γενικότερα .
«Κυρά, Κυρά, θαλασσινή και στεριανή με τα λουλουδιασμένα μάγουλα σφίγγοντας μες στο μπούστο σου την κάψα του Αλωνάρη πότε κρατώντας στην ποδιά σου ένα καράβι – μικροκάραβο πότε σαν Παναγιά Αιγιοπελαγίτισσα ντυμένη μ’; ένα δίχτυ να κουβαλάς το σούρπωμα στην κεφαλή σου το πανέρι με τα ψάρια πότε ντυμένη μ’; αμπελόφυλλα, κυνηγημένη απ’; του ήλιου τις χρυσόμυγες πάνου στ’; αλώνια ανάβοντας το φίλημα στα λουλουδάκια της μηλιάς μπατσίζοντας τις λυγαριές με τον αγέρα της τρεχάλας σου.
Μηλίτσα της ανηφοριάς Πώς σου τριανταφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης;»
(Γιάννης Ρίτσος, «Η Κυρά των Αμπελιών», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1979)
Το καπνισμένο Τσουκάλι
Η εποχή της εξορίας ήταν δύσκολη για τον Ρίτσο. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου συλλαμβάνεται και στέλνεται αρχικά στο Κοντοπούλι της Λήμνου (εκεί ζωγραφίζει και γράφει το «Καπνισμένο Τσουκάλι» και τα δύο «Ημερολόγια Εξόριας»). Δουλειά, την οποία κατάφερε να σώσει στέλνοντας την τυλιγμένη σ΄ ένα σακάκι στην αδελφή του Νίνα. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε το 1949 στο “κολαστήριο” της Μακρονήσου, από το οποίο απολύθηκε τον Ιούλιο του 1950 βαριά άρρωστος για να συλληφθεί ξανά και να επιστρέψει στο νησί πριν καταλήξει στον Αι-Στράτη.
Τούτες τις μέρες
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει. Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος. Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους. Μέσα στις τσέπες τού παλιού πανωφοριού τους έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά. Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ’ τη βροχή και την απόσταση. Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν και τότε η ξεβαμμένη πόρτα τής κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει
Εδώ είναι ένα φως αδελφικό
Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, απλά τα χέρια και τα μάτια. Εδώ δεν είναι να ‘μαι εγώ πάνω από σένα, ή εσύ πάνω από μένα. Εδώ είναι να ‘ναι ο καθένας μας πάνω από τον εαυτό του. Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα στον μεγάλο τοίχο. Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας. Κι όταν κοιμόμαστε, το ‘να μας χέρι κρεμασμένο απ’ όξω απ’ την κουβέρτα, βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.
Ημερολόγιο εξορίας 1975
27 Ὀκτωβρίου 1948
Ἐδῶ τ᾿ ἀγκάθια εἶναι πολλὰ – ἀγκάθια, καστανά, κίτρινα ἀγκάθια, σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος τῆς μέρας, ὡς μέσα στὸν ὕπνο. Ὅταν περνοῦν τὸ συρματόπλεγμα οἱ νύχτες ἀφήνουν μικρὰ κουρέλια ἀπ᾿ τὴ φοῦστα τους. Τὰ λόγια ποὺ μᾶς φάνηκαν ὄμορφα κάποτε χάσαν τὸ χρῶμα τους σὰν τὸ γιλέκο τοῦ γέρου στὸ σεντοῦκι σὰν ἕνα λιόγερμα σβησμένο στὰ τζάμια. Οἱ ἄνθρωποι περπατᾶνε μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες ἢ κάποτε χειρονομοῦν σὰ νὰ διώχνουν μία μῦγα ποὺ ξανακάθεται στὸ ἴδιο μέρος πάλι καὶ πάλι στὰ χείλη τοῦ ἄδειου ποτηριοῦ ἢ πιὸ μέσα σ᾿ ἕνα σημεῖο ἀπροσδιόριστο κι ἐπίμονο ὅσο κι ἡ ἄρνησή τους νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν.
2 Νοεμβρίου 1948
Ὁ Μῆτσος πῆρε σήμερα ἕνα γράμμα ἀπ᾿ τὴ Σκόπελο. Ἡ Ἀντιγόνη γράφει: «Τὸ νησιώτικο φθινόπωρο γέμισε κίτρινα κρινάκια. Καημένε Μῆτσο – λέει – δὲ θὰ τὰ θυμᾶσαι κεῖνα τὰ κρινάκια· δὲ σκάμπαζες ποτέ σου ἀπὸ βοτανική». Ὁ Μῆτσος σκούπισε τὰ γυαλιά του, ξαναδιάβασε τὸ γράμμα. Δίπλα του παρατημένο στὶς πέτρες τὸ «Ἐγχειρίδιο Φαρμακολογίας». Χαμογελάει ὁ Μῆτσος. Βγάζει πάλι τὰ γυαλιά του. Δὲν τὰ σκουπίζει. Θέλω νὰ γράψω ἕνα ποίημα γιὰ τὸ Μῆτσο ὄχι μὲ λέξεις ὅλο με κίτρινα κρινάκια.
Σχήμα τής απουσίας ΙΧ 1978
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της, χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη, χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της – ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε. Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη γιατί, για ό,τι γίνεται κείνο που λείπει, φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β’ Τόμος] (1978)
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα»
«Να με θυμόσαστε- είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.»
Να τον θυμόμαστε γιατί πολύ αγάπησε τον Κόσμο και την Ποίηση. Γιατί δίδαξε ήθος, αξίες, θέση ζωής. Γιατί ευλόγησε τον Έρωτα, την Ομορφιά, την Αρμονία, την Επανάσταση. Γιατί ήξερε να παρηγορεί με την πίστη του στη δύναμη της Δημιουργίας και του Ανθρώπου. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.
Αφήστε μια απάντηση