Παγγαίον όρος
Από τα πιο όμορφα βουνά της Ελλάδος το Παγγαίο, από όπου κι αν το δει κανείς, υψώνεται γεμάτο μεγαλείο προς τα ύψη, αιώνιο κι ακατάλυτο από τον χρόνο, με όγκoυς γεμάτους πλαστική έκφραση, με καμπύλες και τόνους που συνθέτουν αρμονία, με χρώματα όλο ευαισθησία και ποίηση.
Κι οι κορυφές του καθώς προβάλλονται στη γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού, άλλοτε μενεξεδένιες, ρόδινες ή γεμάτες χρυσάφι, άλλοτε χιονισμένες ολόλευκες κι άλλοτε πάλι σκεπασμένες από βαριά σύννεφα, είναι γεμάτες μυστήριο κι ασκούν μιαν υποβλητική επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή. Κι από τις κορυφές αυτές ξεχύνονται δάση από οξιές, έλατα, καστανιές, πλατάνια και δρυς, που σκεπάζουν πλαγιές και ρεματιές.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως εδώ ακριβώς στα πολύ παλιά χρόνια συγκροτήθηκαν οι πρώτοι Διονυσιακοί Θίασοι με τις έξαλλες μαινάδες και τους γεμάτους ζωώδη δύναμη σατύρους, που στο χορό και στην έκσταση ζήτησαν τη λύτρωση και την επικοινωνία με το Θεό. Κι ακόμη, ότι στο βουνό αυτό πλάστηκαν οι πιο παλιές δοξασίες για την αθανασία της ψυχής.
Το Παγγαίο προβάλει στην απεραντοσύνη του γαλάζιου ουρανού, στημένο σε επιβλητικό θρόνο, ανάμεσα στα όρη της Λεκάνης, του Φαλακρού, του Μενοικίου, των Κερδυλλίων και του Συμβόλου προς τη θάλασσα, γεμάτο μεγαλείο και γοητεία, προκαλώντας θαυμασμό και μυστήριο. Οι κορυφές του, άλλες στρογγυλές σαν τούμπες, όπως του Πιλιάφ-Τεπέ γύρω στα 1870 μέτρα ύψος και της Κόζνιτσας η ψηλότερη, με 1956 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και άλλες, μυτερές απολήξεις βράχων, ασκούν μια ακαταμάχητη γοητεία στον άνθρωπο.
Το Παγγαίο όρος δεν υστερεί σε τίποτα από άλλα μέρη της Κεντρικής Ευρώπης με ιστορία στις αναβάσεις και προσφέρει εξίσου έντονες ορεινές απολαύσεις και ενδιαφέρουσες διαδρομές.
Η ιστορία του Παγγαίου
Το Παγγαίο είναι χωρίς αμφιβολία, μετά τον Όλυμπο, το πιο ιστορικό βουνό της Ελλάδος, ένα βουνό γεμάτο χρυσάφι όπως μαρτυρούν και το ιστορικά κείμενα.
Το όνομά του κατά τον Πλούταρχο το πήρε από τον Παγγαίο, γιο του Άρη και της Κριτοβούλης. Στην εποχή του Ομήρου ονομαζόταν Νύσα και αργότερα Καρμάνιο.Το Παγγαίο κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους και την λίθινη εποχή. Οι πρώτοι κάτοικοι του λέγονταν Δερρίοπες λόγω των δερμάτων που φορούσαν και ζούσαν κυρίως με το ψάρεμα και το κυνήγι. Το 1800 π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα Θρακικά φύλα και το 1500 π.Χ. οι Πελασγοί, λαοί άγριοι και πολεμικοί. Το 1400 π.Χ. φτάνουν εδώ και οι Φοίνικες του Κάδμου. Οι Φοίνικες ήταν πολιτισμένοι, άριστοι μεταλλωρύχοι και ερευνητικοί.
Τα κυριότερα Θρακικά φύλα που κατοικούν το Παγγαίο είναι οι Δόβηρες στην βόρεια πλευρά του. Δυτικά κατοικούν οι Παίοπλες και δυτικότερα οι Παίονες και οι Αγριάνες. Στο νότιο τμήμα του βρίσκουμε τους Πιερείς και στο ανατολικό τους Σιάους και τους Πράσινους. Στις κορυφές του Παγγαίου κατοικούν οι Σάτρες, λαός πολεμικός. Επειδή ζούσαν στις χιονοσκεπείς κορυφές δεν μπόρεσε να τους υποτάξει κανείς, ούτε οι Πέρσες του Ξέρξη ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ήταν ψηλόσωμοι, ρωμαλέοι και άριστοι πολεμιστές. Ήταν φύλακες του Μαντείου του Διονύσου που οι ίδιοι ίδρυσαν στην κορυφή του βουνού. Τους ιερείς του παραπάνω μαντείου που ήταν γνώστες των διονυσιακών και ορφικών μυστηρίων τους έλεγαν Βίσσους.
Το όρος Παγγαίο ΑΡΧΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ (ΕΡΚΕΚΟΓΛΟΥ) ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Kατά την κλασσική εποχή στην ευρύτερη περιοχή του βορειοδυτικού Παγγαίου κατοικούσε μια από τις πλέον φημισμένες Θρακικές φυλές, οι «Ηδωνοί», που πήραν το όνομα τους από το μυθικό γενάρχη τους τον Ηδωνό. Η γεωγραφική περιοχή στην οποία διεσπάρησαν τα φύλλα των Ηδωνών ονομαζόταν «Ηδωνίς» και το τμήμα αυτής μεταξύ του όρους Παγγαίου και των ποταμών Αγγίτη και Στρυμόνα ονομαζόταν «Φυλλίς», όπως μαρτυρεί ο Ηρόδοτος («Η δε γη αύτη η περί το Παγγαίον όρος καλέεται Φυλλίς, κατατείνουσα τα μεν προς εσπέρην επί ποταμόν Αγγίτην εκδίδοντα εις τον Στρυμόνα, τα δε προς μεσημβρίην τείνουσα ες αυτόν τον Στρυμόνα» – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Κι αυτή η περιοχή, που βρίσκεται γύρω από το Παγγαίο, λέγεται Φυλλίδα, κι εκτείνεται προς τα δυτικά ως τον ποταμό Αγγίτη που χύνει τα νερά του στον Στρυμόνα, ενώ προς τα νότια εκτείνεται ως τον ίδιο τον Στρυμόνα / ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑI Έκδοση Γκοβόστη – Βιβλίο VII «ΠΟΛΥΜΝΙΑ» 113).
Τα πλούσια μεταλλεία χρυσού και ασημιού του Παγγαίου, έκαναν ολόκληρη την περιοχή το μήλο της έριδος μεταξύ Ελλήνων, Περσών και Ηδωνών. Ως πρώτη προσπάθεια των Ελλήνων για αποικισμό της περιοχής αναφέρεται αυτή του Αρισταγόρα του Μιλησίου, όταν τον καταδίωκε ο Δαρείος μετά την αποτυχία της Ιωνικής επανάστασης (499 – 494 π.Χ.), η οποία όμως απέτυχε γιατί αντιστάθηκαν οι Ηδωνοί που τον έδιωξαν από την περιοχή.
Στη συνέχεια η περιοχή του Παγγαίου περιήλθε κάτω από την εξουσία των Περσών, όταν ο στρατηγός του Δαρείου Μεγάβαζος κατέλαβε τους Ηδωνούς και περιτείχισε την Ηιόνα, ( σημερινή τούζλα) λιμάνι στις εκβολές του Στρυμόνα. Μετά τους Μηδικούς Πολέμους και την ήττα των Περσών, αναδείχθηκαν παντοδύναμοι οι Αθηναίοι, οι οποίοι ανέκαθεν εποφθαλμιούσαν το χρυσοφόρο Παγγαίο. Έτσι την άνοιξη του 475 π.Χ. ο Κίμων του Μιλτιάδη, αρχηγός των Αθηναίων και των συμμάχων τους, κατέλαβε μετά από πολιορκία την Ηιόνα, που την υπερασπιζόταν Περσική φρουρά υπό την ηγεσία του Βόγη και δημιούργησε ένα προγεφύρωμα για τον μελλοντικό αποικισμό της ενδοχώρας, που προφανώς σχεδίαζε. Πράγματι, γύρω στα 465 π.Χ. ο Κίμων προσπάθησε να ιδρύσει αποικία στη Ηδωνική πόλη των «Εννέα Οδών», στέλνοντας 10.000 αποίκους Αθηναίους και όσους άλλους ήθελαν να πάνε, με επικεφαλής τους στρατηγούς Λέαγρο και Σωφάνη. Οι άποικοι κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη, όταν όμως επιχείρησαν να προχωρήσουν στην ενδοχώρα προκάλεσαν τη συσπείρωση των θρακικών φυλών, οι οποίες τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν όλους κοντά στη θρακική πόλη «Δραβησκό». Όμως οι Αθηναίοι δεν παραιτήθηκαν.
Το 433 π.Χ. έστειλαν νέα αποστολή με αρχηγό τον Άγνωνα του Νικίου, ο οποίος έδιωξε τους Ηδωνούς και έκτισε την Αμφίπολη στην τοποθεσία «Εννέα Οδοί», σε μια καμπή του Στρυμόνα κοντά στην Ηιόνα, που έγινε το επίνειο της νέας Αθηναϊκής αποικίας. Ο μεγάλος χρόνος (περίπου 70 χρόνια), που μεσολάβησε από τις πρώτες απόπειρες των Αθηναίων για εποικισμό της περιοχής, ως την ίδρυση της Αμφίπολης φανερώνει τη μεγάλη αντίσταση που συνάντησαν από τις Θρακικές φυλές, οι οποίες όμως στο τέλος νικήθηκαν. Ακολούθησε η ίδρυση της Αθηναϊκής κληρουχίας της Βρέας στη Βισαλτία από τον Περικλή (446 π.Χ.), ενώ παράλληλα στη νότια πλευρά του Παγγαίου, που την κατείχαν συγγενικά με τους Ηδωνούς Θρακικά φύλλα (οι Πίερες, οι Οδόμαντοι και οι Σάτρες) άρχισαν να επεκτείνονται οι Θάσιοι, άποικοι των Παρίων, που έλαβαν στην κατοχή τους ολόκληρη την απέναντι στεριά και ίδρυσαν αποικίες, όπως την Σκαπτή Ύλη, τη Στρύμη, την Οισύμη και τη Γαληψώ.
Έτσι άρχισε ο εξελληνισμός της Θράκης, που στην αρχή περιορίσθηκε στην παραλιακή ζώνη. Μετά την Φιλοκράτειο ειρήνη (346 π.Χ.) η «Φυλλίς» προσαρτήθηκε στο Μακεδονικό κράτος, τα ανατολικά όρια του οποίου μετατοπίστηκαν στον ποταμό Νέστο, αποτέλεσε τμήμα της «επικτήτου Μακεδονίας» και αποικίσθηκε από Μακεδόνες, που εγκαταστάθηκαν στις κατακτημένες περιοχές και στις νέες Μακεδονικές αποικίες, με σπουδαιότερες αυτές της Αμφίπολης και των Φιλίππων, που κτίσθηκαν στη θέση των Κρηνίδων, παλιάς αποικίας των Θασίων. Οι πολυπληθείς Μακεδονικές αποικίες της Θρακικής ενδοχώρας, που είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα και επομένως δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα ασφάλειας, μεταβλήθηκαν με την πάροδο του χρόνου σε πραγματικές εστίες εξελληνισμού και συνετέλεσαν στον εξελληνισμό της Θράκης περισσότερο απ’ ότι οι ελληνικές αποικίες της παράλιας ζώνης. Η ακμή της Μακεδονικής Δυναστείας στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στην εκμετάλλευση των χρυσωρυχείων του Παγγαίου. Το βασιλικό νομισματοκοπείο που ήταν εγκατεστημένο στους Φιλίππους έκοβε μέχρι και 1000 χρυσά και ασημένια νομίσματα ημερησίως, ενώ με την ξυλεία του Παγγαίου οι Μακεδόνες ναυπήγησαν τον πολεμικό τους στόλο. Με οικονομικό υπόβαθρο το χρυσό του Παγγαίου ο δαιμόνιος Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β’ του Αμύντα κατόρθωσε να δημιουργήσει ακαταμάχητο στρατό με τον οποίο επέβαλε τη θέληση του τόσο στα βαρβαρικά φύλλα που απειλούσαν τη Μακεδονία (Ιλλυριούς και Δαρδανούς), όσο και στους αιώνια διαιρεμένους Νότιους Έλληνες, τους οποίους συνένωσε σε αντιπερσική συμμαχία, άλλοτε με υποσχέσεις, άλλοτε με δωροδοκίες και άλλοτε με τη βία (Χαιρώνεια 338 π.Χ.).
Κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου μια από τις ίλες του βαρέως εταιρικού ιππικού, που έδρασε αποφασιστικά στο Γρανικό, στην Ισσό και στα Άρβηλα, επιστρατεύθηκε από την περιοχή του Παγγαίου (Αμφιπολίτις Ίλη), ενώ στη Μακεδονική Φάλαγγα εντάχθηκαν και λόχοι επιστρατευμένοι από την ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η «Φυλλίς» ανήκε διοικητικά στην εδαφική επικράτεια («territorium») της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, της λεγόμενης «Αυγούστας Ιουλίας Φιλιππικής», που ιδρύθηκε μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 μ.Χ.) και εκτεινόταν σε ολόκληρο το σημερινό νομό Καβάλας, μαζί με μεγάλα τμήματα των νομών Σερρών και Δράμας. Στους βυζαντινούς χρόνους, η «Φυλλίς» ανήκε διοικητικά στο θέμα του Στρυμόνα.
Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (αρχές 13ου μ.Χ. αι. – 1453) η ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου, όπως άλλωστε όλες οι βυζαντινές επαρχίες, αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους (Φράγγοι: 1204 – 1224 μ.Χ., Βούλγαροι: 1230 -1246 μ.Χ., Σέρβοι: 1344 – 1371 μ.Χ.). Ανακαταλαμβάνεται το έτος 1371 μ.Χ. από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και παραμένει στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική κατάκτηση το 1383 μ.Χ. Οι πρόσκαιρες αυτές κατακτήσεις του Παγγαίου από Βουλγάρους και Σέρβους δεν συνοδεύτηκαν από αποικισμούς σλαβικών πληθυσμών, όπως αποδεικνύεται από την παντελή έλλειψη σλαβικών λέξεων (ακόμη και τοπωνυμιών, που όσα είναι ξενικής προέλευσης είναι τουρκικής) στη γλώσσα των χωριών του Νότιου και Βόρειου Παγγαίου, η οποία είναι καθαρά ελληνική χρησιμοποιεί δε ακόμη και σήμερα λέξεις της αρχαίας ελληνικής με την ίδια νοηματική σημασία.
Μετά την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Οθωμανούς αρχίζει η καταπίεση του χριστιανικού πληθυσμού των πόλεων, που συρρικνώνεται εξαιτίας της φυγής στα ορεινά χωριά, των οποίων αντίθετα αυξάνεται ο χριστιανικός πληθυσμός.