Εργαστήρια Δεξιοτήτων ““Με πυξίδα τα παραμύθια”

  • Θεματικός κύκλος: «Ενδιαφέρομαι και ενεργώ – Κοινωνική Συναίσθηση και Ευθύνη» 

Υποθεματική 1: Ανθρώπινα δικαιώματα.

Υποθεματική 2: Εθελοντισμός, διαμεσολάβηση.

Υποθεματική 3: Συμπερίληψη: Αλληλοσεβασμός, διαφορετικότητα

TMHMA 1ο: Συμπερίληψη: Αλληλοσεβασμός, διαφορετικότητα

 Τίτλος:  “Με πυξίδα τα παραμύθια”

Τα παιδιά αγαπάνε τα παραμύθια και τα παραμύθια αγαπάνε τα παιδιά. Έτσι, λοιπόν, αφουγκραζόμενοι και σεβόμενοι τον συναισθηματικό κόσμο κάθε παιδιού και θέλοντας να του δώσουμε ερεθίσματα ώστε να αρχίζει να τον ανακαλύπτει, να τον σέβεται,  να τον αποδέχεται αλλά και να διαχειρίζεται διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις, εκμεταλευτήκαμε την αγάπη τους για τα βιβλία. Βοηθός μας, μα φυσικά η κούκλα Ροδούλα. Μερικές από τις δράσεις μας….

Η σύνδεση έγινε και με τη θεματική διερεύνηση για την 28η Οκτωβρίου, οπότε το επόμενο βήμα ήταν η επίσκεψη του ζωγράφου Χουάν Μιρό μαζι με έναν πίνακα, που όμως έλειπε το πρόσωπο της φιγούρας που απεικονίζεται. Έτσι, τα παιδιά, προσπαθώντας να αφουγκραστουν τα υπόλοιπα στοιχεία του πίνακα διαμόρφωσε το καθένα ένα πρόσωπο αλλά και μια σχετική ιστορία και την παρουσίασαν στον κύριο Μιρό.

Έπειτα ακολούθησε η αυτοεκτίμηση. Τί πιστεύω εγώ για τον εαυτό  μου; Τι πιστεύουν οι άλλοι για εμένα; Ήταν μια δραστηριότητα όπου κάθε παιδί μίλησε για το πως βλέπει το ίσιο τον εαυτό του και έπειτα όλοι οι άλλοι εξέφρασαν γιοα το πως το βλέπουν αυτοί απ’ έξω.

παραμύθι ” Η σουρικάτα μαθαίνει καλούς τρόπους” των Gremma Cary & Krisha Kumar,

Τι είναι η Αγάπη;

Με αφορμή το ποιημα “Η αγάπη είναι”….

https://youtu.be/9h0ZK5vbc9Y?si=Te8Vx6aBb-RmgWPx

thumbnail 1 thumbnail 2 thumbnail 3 thumbnail 4 thumbnail   

Παίζοντας με τις ομοιοκαταληξίες και δημιουργώντας τα δικά μας παιχνιδοτράγουδα

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,

που με βάζεις;

Επάνω σε ένα βουνό.

Και αν πέσω από το βουνό;

Θα φιλήσεις  έναν χοχλιό.

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,

που με βάζεις;

Επάνω σε ένα πύργο.

Και αν πέσω από τον πύργο;

Θα φας ένα γύρο.

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,

που με βάζεις;

Επάνω σε ένα αρνάκι.

Και αν πέσω από το αρνάκι;

Θα φας ένα παγωτάκι.

 

 

 

  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα βουνό. Και αν πέσω από το βουνό; Θα φας έναν χοχλιό.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα πύργο. Και αν πέσω από το πύργο; Θα φτιάξεις έναν γύρο.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα αρνάκι. Και αν πέσω από το αρνάκι; Θα φας ένα παγωτάκι.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα μήλο. Και αν πέσω από το μήλο; Θα παίξεις μ’ έναν φίλο.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα αχλάδι. Και αν πέσω από το αχλάδι; Θα βρεις ένα πετράδι.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα σπιτάκι. Και αν πέσω από το σπιτάκι; Θα δεις ένα ψαράκι
  • .Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα βαζάκι. Και αν πέσω από το βαζάκι; Θα κολυμπήσεις σαν ψαράκι.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα αρνάκι. Και αν πέσω από το αρνάκι; Θα κακαρίσεις σαν κοτοπουλάκι.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα λουλουδάκι. Και αν πέσω από το λουλουδάκι; Θα πετάξεις σαν πεταλουδάκι.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε μια χελώνα. Και αν πέσω από τη χελώνα; Θα φορέσεις μια κορώνα.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα παγάκι. Και αν πέσω από το παγάκι; Θα φας ένα κολοκυθάκι.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε ένα σαλάμι. Και αν πέσω από το σαλάμι; Θα κολυμπήσεις μέσα σε ένα ποτάμι.
  • Σ΄αγαπώ, σ αγαπώ, που με βάζεις; Πάνω σε μια ομπρέλα. Και αν πέσω από την ομπρέλα; Θα φας μια καραμέλα.

 

Η αγάπη όλα τα αλλάζει (το δικό μας παραμύθι για την αγάπη)

Μια φορά κι έναν καιρό, στη φάρμα του κύριου Τζον, ζούσε ο Λάκης, ένα κάτασπρο, χνουδωτό κουνελάκι με μακριά αυτάκια και μικρή ροζ μυτούλα.  Του άρεσε όλη μέρα να χοροπηδάει, να παίζει και να τρώει πολλά καρότα και άλλα λαχανικά. Ήταν ένα πολύ ευγενικό κουνελάκι και όλα τα άλλα ζώα τον αγαπούσαν και το φρόντισαν. Έλεγε πάντα “ευχαριστώ”, “παρακαλώ”. “με συγχωρείτε μπορώ να περάσω;”, περίμενε τη σειρά του για να παρει τροφή και νερό, και ήταν πολύ δίκαιο στα παιχνίδια. Όλοι ήθελαν να παίζουν μαζί τους και να πηγαίνουν βόλτες, ιδιαίτερα ο Γούρου Γούρου το γουρουνάκι που έκαναν και καμια αταξία μαζί. Όπως όταν έμπαιναν μέσα στον κουβά που ο κύριος Τζόν έβαζε την τροφή και κατρακυλούσαν δεξιά και αριστερά.

Μια μέρα, στη φάρμα ήρθε έναν νέος κάτοικος, μια γαλοπούλα. Όλοι χάρηκαν πολύ όταν είδαν τη Γλου Γλου να πλησιάζει, όμως που να ήξεραν ότι η συμπεριφορά της δεν θα ήταν όπως είχαν συνηθίσει. Η Γλου Γλου από την επόμενη ημέρα κιόλας, άρχισε να τους τσιμπάει για να φάει την τροφή -ακόμα πονάει ο ποπός του Γούρου Γούρου- , να μιλάει με αγένεια, να τους κλωτσαει για να τους πάρει τη σειρά. Πάντα έλεγε ότι είναι η καλύτερη και η ομορφότερη από όλους, πως κανείς δεν ξέρει να δουλεύει παρά μόνο αυτή και φυσικά κορόιδευε τις δουλειές τους λέγοντας ότι δεν ήταν σωστές. Κοκκορευόταν για τα φτερά της, τα μακριά της τα πόδια και το μεγάλο κόκκινο λειρί που έλεγε ότι ούτε ο κόκκορας δεν έχει τέτοιο. 

Μετά από μια εβδομάδα, το μικρό το κουνελάκι βοηθούσε τον κύτιο Τζον να ξεχορταριάσουν το περιβόλι. Ο κύριος Τζόν έσκαβε και ο Λάκης με τα κοφτερά του δοντάκια έκοβε τα μαραμένα λαχανικά. Εκείνη την ημέρα είχε πολλή ζέστη.  Έτσι ο κύριος Τζον είπε ότι θα πάει στο σπίτι για να φέρει νερό για να πιουν και να δροσιστούν αι έφυγε. Μέσα σε λίγα λεπτά, εμφανίστηκε η Γλου Γλου. Άρχισε να κοροιδεύει το κουνελάκι. Να λέει ότι είναι αστείο και βρώμικο. Ότι δεν ξέρει να κάνει καλά τη δουλειά. Και ότι κανείς δεν θα το θέλει με τόσο άσχημη γούνα. Ο Λάκης άρχισε να κλαίει και η καρδούλα του ράγισε από την στεναχώρια. Την γαλοπούλα δεν την ένοιαξε καθόλου, έφυγε λέγοντας πάλι για τα όμορφα φτερά της. Όταν γύρισε ο κύριος Τζον στο περιβόλι το κουνελάκι είχε φύγει και είχε κρυφτεί στο σπιτάκι του. Πίστεψε ότι ήταν πολύ κουρασμενο και το άφησε να ξεκουραστεί.

Το βράδυ είχε φτάσει και ο Λάκης δεν είχε όρεξη ούτε για αστεία ούτε για παιχνίδια. Η μαμά κουνελίτσα που κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει, τον πλησίασε, τον πήρε μια ζεστή αγκαλιά και τον ρώτησε τι συμβαίνει και νιώθει λυπημένος. Αμέσως το κουνελάκι, με δάκρυα στα μάτι της εξομολογήθηκε τα καμώματα της γαλοπούλας. Η μαμά,  του είπε “Γλυκό μου κουνελάκι, η κυρία Γλου Γλού έρχεται για πρώτη φορά στην φάρμα, μάλλον δεν ξέρει πως να συμπεριφερθεί. Τι θα έλεγες να της μάθουμε σιγά σιγά και ευγενικά πως θα το κάνει;”. Η τρυφερότητα και η αγάπη της μαμάς έδωσε αμέσως δύναμη στην καρδούλα του μικρού κουνελιού.

Για πολλές μέρες, όσο και να προσπάθησαν όλα τα ζώα να δείξουν την αγάπη τους στη Γλου Γλου και να της μάθουν τρόπους, αυτή συμπεριφερόταν ακόμα χειρότερα. Δεν έδινε καμία σημασία και έκλεινε τα αυτιά της όταν προσπαθούσαν να της μιλήσουν, Ώσπου μια μέρα, αποφάσισε να μην ακολουθήσει τους κανόνες και να βγει για μια βόλτα έξω από τη φάρμα μοναχή της.  Έφτασε στην πόλη, με τα πολλά αυτοκίνητα, που πήγαιναν δεξιά και αριστερά τρέχοντας χωρίς να την αφήνουν να περάσει. Κόρνες και φασαρία παντού. Την έπιασε πονοκέφαλος, τρόμαξε και πήγε να χτυπήσει, έχασε πολλά φτερά από τα πηδήματα για να ξεφύγει και το χειρότερο… ένα μηχανάκι της πάτησε το μικρό της νύχι. Πρώτη φορά στη ζωή της η Γλου Γλου ένιωθε τόσο τρομαγμένη και λυπημένη. Εκείνη τη στιγμή, άκουσε μέσα στο μυαλό της τα λόγια των φίλως της. Σίγουρη ότι δεν θα την άφηναν εκεί , χαμένη, πεινασμένη και διψασμένη , κάθισε στην άκρη του δρόμου. 

Τα ζώα και ο Κύριος Τζον στη φάρμα είχαν τρομάξει. Ανέβηκαν στο αμάξι και έφτασαν γρήγορα στην πόλή. Μόλις τους είδε η Γλου Γλου έτρεξε στην αγκαλιά τους και υποσχέθηκε πως θα γίνει η καλύτερη γαλοπούλα του κόσμου. Της πήρε βέβαια λίγο καιρό αλλά άρχισε να μαθαίνει . και το μικρό της νυχάκι έγινε καλά γιατί η αγάπη όλα τα γιατρεύει.

 

Έπειτα, δημιουργήσαμε χριστουγεννιάτικες κάρτες αγάπης  που τις στείλαμε σε άτομα που θα περνούσαν τις γιορτές στο νοσοκομείο…  αφού διαβάσαμε ένα βιβλίο για την ενσυναίσθηση και την κατασκευάσαμε για να υπάρχει πάντα στην τάξη μας. Γράψαμε και το δικό μας παραμύθι σχετικά με την ενσυναίσθηση και πρωταγωνιστες την μαμά κότα και τα κοτοπουλάκια του κύριου Τζον από το πρόγραμμα Farm Business του e twinning.

 

Τα 10 κοτοπουλάκια

(ενσυναίσθηση)

Μια φορά κι έναν καιρό, στη φάρμα του κύριου Τζόν, ήταν απόγευμα και ο ήλιος κόντευε να δύσει. Η μαμά κότα ήταν μέσα στο κοτέτσι και έκανε καθαριότητα. Τα κοτοπουλάκια της είχαν βγει για μια κοντινή βόλτα. Της είχαν πει ότι θα έπαιζαν με τους φίλους τους τα γουρουνάκια και τα παπάκια στην αυλή. Η κυρία ΚΟκό έκανε τις δουλειές της, σκούπισε το πάτωμα, έβαλε τα αυγουλάκια της στην άκρη, σκέπασε τα μωράκια της για να είναι ζεστά, έβγαλε τα κακά από το κοτέτσι και σφουγγάρισε για να μοσχοβολάει. Όμως περίμενε να γυρίσουν τα κοτοπουλάκια αλλά η ώρα περνούσε και αυτά πουθενά. Βγήκε στην αυλή, έψαξε απο δω , έψαξε απο΄κει  αλλά πουθενά τα παιδάκια της. Η καρδιά της ΄’άρχισε να χτυπάει δυνατά και άρχισε να ρωτάει τα άλλα ζώα αν τα είδαν. Το άλογο που κάλπαζε στο χωράφι, την αγελάδα που έβοσκε χορτάρι και την προβατίνα που μασουλούσε την τροφή της. Και ποιον δεν ρώτησε αλλά κανείς δεν τα είχε δει.  Δεν ήξερε τι να κάνει . Από το φόβο της άρχισε να κλαίει. Τρομαγμένος ο κόκορας όταν την είδε, ρώτησε τι έγινε και είναι στεναχωρημένη. Αμέσως η Κοκο του εξήγησε τι είχε γίνει και εκείνος καταλαβαίνοντας γιατί νιώθει έτσι, χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε προς το άλογο. Ανέβηκε στην πλάτη του και άρχιζε να τα φωνάζει. Πότε προε τα βόρεια “Κικιρίκουυυυυ”, πότε προς τα νότια “Κικιρίκουου”, πότε προες τα δυτικά “Κικιρίκουυυ” και πότε προς τα ανατολικά “Κικιρίκουυυυ”. Τα κοτοπουλάκια άφαντα. Ο καημένος ο κόκορας τρόμαξε πάρα πολύ, όπως και τα υπόλοιπα ζώα. Όλα έτρεχαν δεξιά και αριστερά για να δουν τι θα κάνουν.

Εκείνη τη στιγμή, ψηλά στον ουρανό, έκανε βόλτες ο φίλος τους το  γεράκι. Απόρρησε από τη συμπεριφορά των ζώων και πήγε προς το μέρος τους για να μάθει τι συμβαίνει. Μόλις η κότα του είπε ότι χάθηκαν τα κοτοπουλάκια, αμέσως το γεράκι άπλωσε τα φτερά του και πέταξε όσο πιο ψηλά μπορούσε. Με τα δυνατά του μάτια είδε τα μικρά κοτοπουλάκια να παίζουν στην ‘ακρη της λίμνης μαζί με τους φίλους τους. Ρίχνε νερά το ένα στο άλλο, πλατσούριζαν τα πόδια τους και είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Το γεράκι χωρίς να χάσει χρόνο τα πλησίασε και τους εξήγησε ότι ο γονείς τους τα ψάχνουν. Τα κοτοπουλάκια αγαπούσαν πολύ τον θείο τους το γεράκι και επειδή ήξεραν ότι θέλει το καλό τους, τους το είχαν πει και οι γονείς τους, ανέβηκαν γρήγορα στην πλάτη του.

Μέσα σε λίγη ώρα, το γεράκι έφτασε στη φάρμα. Δέκα μικρά κίτρινα κοτοπουλάκια άρχισαν να ξεπηδούν από την πλάτη τους και να τρέχουν στην αγκαλιά των γονιών τους.Τα κοτοπουλάκια νιώθωντας την αγωνία στην καρδιά του κόκορα και της κότας, τους είπαν πως δεν θα απομακρυνθούν ποτέ ξανά από κοντά τους γιατί κατάλαβαν πόσο επικίνδυνο είναι. Η Κοκό τους υποσχέθηκε πως όταν θέλουν να πάνε μια μακρινή βόλτα θα τα πηγαίνει αυτή. Μάλιστα , όλο το καλοκαίρι τα πήγαινε στη λίμνη . Μα και τα κοτοπουλάκια, έμαθαν να ακούνε τις καρδιές των φίλων τους και να τους συμπαραστέκονται όπως κάνουν οι καλύτεροι φίλοι.

 

 

Διαβάσαμε και βιβλία όπως, το ξενοδοχείο των συναισθημάτων , το λιονταράκι είναι ντροπαλό – ο πιγκουίνος νιώθει μοναξιά και ο μικρός ιπποπόταμος είναι θυμωμένος των Gremma Cary & Krisha Kumar.

Δώσαμε ιδιαίτερη έμφαση στους τρόπους διαχείρισης του θυμού , συζητήσαμε, ορίσαμε τι μπορούμε να κάνουμε όταν είμαστε θυμωμένοι, βρήκαμε χώρους χαλάρωσης, βοηθήσαμε τη θυμωμένη μέλισσα ρομπότ να διαλέξει ένα τρόπο διαχείρισης θυμού σε κάθε διαδρομή και φυσικά δημιουργήσαμε το δικό μας παιχνιδοτράγουδο του θυμού.

Δημιουργία του δικού μας παιχνιδοτράγουδου για τη διαχείριση  του συναισθήματος του θυμού

Θ,θ,θ θυμωμένος είμαι εγώ

Πω,πω,πω μου πεσε το παγωτό

θ,θ,θ ως το 10 θα μετρώ

1,2,3,4,5,6,7,8,9,10

πω,πω,πω τώρα όμορφα περνώ 

Θ,θ,θ θυμωμένος είμαι εγώ

Πω,πω,πω νιώθω ότι θα εκραγώ

θ,θ,θ ώρα για αναπνοές

φου, φου, φου

πω,πω,πω τώρα όμορφα περνώ 

Θ,θ,θ θυμωμένος είμαι εγώ

Πω,πω,πω μου χτύπημα ένιωσα θαρρώ

θ,θ,θ στην κυρία  θα το πω

σταμάτα σε παρακαλώ

 Θ,θ,θ θυμωμένος είμαι εγώ

Πω,πω,πω τα παιχνίδια αναζητώ

θ,θ,θ ώρα για ζωγραφική

με πινέλο και χαρτί

Θ,θ,θ θυμωμένος είμαι εγώ

Πω,πω,πω ψάχνω φίλους για να βρω

θ,θ,θ τοίχο σπρώχνω δυνατά

βάλτε δύναμη παιδιά

Θ,θ,θ θυμωμένος είμαι εγώ

Πω,πω,πω τις φωνές δεν τις μπορώ

θ,θ,θ στο χορό το ρίχνω εγώ

πω,πω,πω τώρα όμορφα περνώ 

Θ,θ,θ θυμωμένος είμαι εγώ

Πω,πω,πω άσχημες κουβέντες δεν μπορώ

θ,θ,θ αρχίζω βόλτα στο λεπτό

πω,πω,πω τώρα όμορφα περνώ 

Θ,θ,θ θυμωμένος είμαι εγώ

Πω,πω,πω το σπρώξιμο δεν το μπορώ

θ,θ,θ  αγκαλιές θέλω εγώ

πω,πω,πω τώρα όμορφα περνώ 

Δημιουργήσαμε το δικό μας παραμυθάκι για το συναίσθημα της χαράς 

Το χαρούμενο γουρουνάκι

Σε μια φάρμα, βαθιά μέσα στο δάσος, ζούσε ένα ροζ γουρουνάκι με στριφογυριστή ουρά σαν ελατήριο και μεγάλα ροζ αυτιά, που το έλεγαν Σταυρούλα. Ζούσε στη φάρμα του κύριου Τζον και  έτρωγε χορταράκια, μήλα, κολοκύθια και όλα τα λαχανικά. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν το λασπόλουτρο. Κάθε μέρα, ζητούσε από τον κύριο Τζον να του ρίχνει νερό στην αυλή του σπιτιού του για να φτιάχνει λάσπες και μαζί με τα αδέλφια του να κυλιούνται σαν τα βαρελάκια, δεξιά- αριστερά, δεξιά- αριστερά. Η Σταυρούλα ήταν το πιο χαρούμενο γουρουνάκι. 

Κάθε πρωί, ο κύριος Τζον άνοιγε την πορτούλα από το σπιτάκι της και μαζί με τα αδελφάκια της  τον ακολουθούσε και πήγαιναν βόλτα. ΄Έφταναν στην λίμνη με τις πάπιες και αμέσως έτρεχαν για να κάνουν μπάνιο και να πλατσουριζουν με τις πάπιες, παίζοντας χαρούμενα.

Το μεσημέρι, ο κύριος Τζον τους έλεγε “και τώρα μικρά μου ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στα σπίτια μας” και αυτά γρήγορα γρήγορα τον ακολουθούσαν και έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής ευτυχισμένα γιατί οι κοιλίτσες τους γουργούριζαν από την πείνα. Το μεσημεριανό μενού είχε μπανάνες, μηλαράκια και λίγο κουνουπίδι από το περιβόλι. Τα γουρουνάκια, μόλις έβλεπαν τον κύριο Τζον να πλησιάζει με τον πορτοκαλί κουβά του, έτρεχαν κατα πάνω του χαμογελαστά και έτρωγαν απρόσεκτα σαν γουρούνια Αφού φούσκωσαν οι κοιλιτσες τους από το φαγητό, έμπαιναν στο σπιτάκι τους και κοιμόντουσαν στην αγκαλιά της μαμάς και του μπαμπά για περίπου δύο ώρες.

Το απόγευμα, πήγαιναν βόλτα με τα παπάκια στη φάρμα και είχαν όρεξη για πολλά πειράγματα. Κυνηγούσαν τις κότες  πέρα- δώθε, πέρα-δώθε και ο κόκορας φώναζε “αφήστε τις κοτούλες μου βρε”. Όλοι γελούσαν με την καρδιά τους, ώσπου το φεγγάρι    ανέβαινε στον ουρανό παρέα με τα αστέρια.

 Το δικό μας παραμυθάκι για το συναίσθημα της λύπης 

Το λυπημένο γαϊδουράκι

Στη φάρμα του κύριο Τζον, ζει ένα καφέ γαϊδουράκι με μεγάλη κοιλίτσα , μακριά ουρίτσα , μαύρη μυτούλα και το λένε Ντορή. Στον Ντορή αρέσει πολύ να παίζει με τα αδελφάκια του και τους γονείς του. Είναι ένα ευτυχισμένο γαιδουράκι. Με τον κύριο Τζον είναι οι καλύτεροι φίλοι και μάλιστα έχουν αναλάβει τις πιο βαριές και δύσκολες δουλειές της φάρμας. Ο Ντορής φοράει το σαμάρι του, δηλαδή τη σέλα του και κουβαλάει τις τροφές για τις κότες αλλά και τα λαχανικά και τα φρούτα από το περιβόλι και τα δέντρα. 

Μια μέρα, πρωί ήταν, ο κύριος Τζον ξέχασε ανοιχτή την πορτα της φάρμας και το γαιδουράκι πήγε να φάει φρέσκο χορταράκι στο διπλανό χωράφι. Πεινασμένο καθώς ήταν ξεχάστηκε και προχώρησε τόσο μακριά που έφτασε κοντά στην διπλανή πόλη. Μόλις το κατάλαβε τρόμαξε πολύ και ζήτησε βοήθεια από ένα περαστικό στη γαϊδουρινή γλώσσα. Ο ξένος τράβηξε με δύναμη τα λουριά του και όπως ξέρετε αυτό δεν αρέσει καθόλου στα γαϊδουράκια. Ο Ντορής πείσμωσε και έμεινε ακίνητος.  Τότε ο ξένος, θυμωμένος έδωσε μια μεγάλη κλωτσιά στον ποπό του, τόσο δυνατή που δεν πόνεσε μόνο το σώμα του γαιδαρου αλλά πληγώθηκε και η καρδιά του.  Μόλις ο κύριος Τζον είδε από μακριά τη γινόταν, έτρεξε κοντά στο γαϊδαράκο και φώναξε στον ξένο “Σταμάτα, μη το κάνεις αυτό, πονάει”.  Μάλιστα, κάλεσε αμέσως την αστυνομία, έβαλε τον Ντορή στην καρότσα του αυτοκινήτου του και τον πήγε γρήγορα γρήγορα στον κτηνίατρο. Ευτυχώς, ο μικρός γαιδαράκος είχε μόνο μια μικρή μελανιά αλλά η λύπη στην καρδούλα του ήταν μεγάλη. Ο κύριος Τζον αγκάλιασε τρυφερά τον γαϊδαράκο του και του είπε “ξέρω ότι είσαι λυπημένο. Θα δεις , κάποια στιγμή η λυπημένη σου καρδιά θα γιατρευτεί με πολλή χαρά. Μη το βάζεις κάτω αγαπημένε μου φίλε” και έτσι επέστρεψαν στη φάρμα.

Ο κύριος Τζον έδωσε τροφή στον Ντορή και τον έβαλε να ξαπλώσει στα ζεστά. Την επόμενη μέρα, ο γαϊδαράκος ανυπομονούσε να δει τον κύριο Τζον. Περίμενε ένα χάδι στο κεφάλι και μια γλυκιά κουβέντα γιατί η αγάπη γιατρεύει την λύπη και όλοι στη φάρμα ήταν μια μεγάλη οικογένεια.