Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ο κακός μαθητής (Ανδρέας Λασκαράτος)

Ο ΚΑΚΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ
Ανδρέας Λασκαράτος

      Εξαιρώ τον μαθητήν του Πανεπιστημίου. Τούτος υποθέτεται ενήλικος,
και θαν έχει ακολούθως άλλη γνώση, άλλη διαγωγή. Εννοώ δε τον μαθητήν των
κατωτέρων εχπαιδευτηρίων.
     Τούτος, ως επί το πλείστον, δεν εννοεί και δεν εχτιμά την αξίαν της
μαθήσεως. Πηγαίνει στο σχολείον, επειδή εσυνήθισε έως από νήπιο να
πηγαίνει• επειδή οι γονείς του τόνε θέλουνε να εξακολουθεί να πηγαίνει,
και επειδή βλέπει που και τ’ άλλα παιδιά πηγαίνουνε• αλλά στο σχολείον
του γυρεύει κάθε άλλο, παρά να μάθει.
     Η κλάση δι’ αυτόν είναι ένα είδος συνεταιρισμού, όπου εντός ολίγου
και αυτός συνεταιρίζεται. Και επειδή σ’ εκείνην την ηλικία τα αισθήματα
και τα φρονήματα λίγο διαφέρουν μεταξύ των συμμαθητών, δεν θ’ αργήσουνε
συμφωνούντες να εύρουνε πως οι εορτές, και κάθε άλλο που ελευθερώνει από
την αηδία του μαθήματος, είναι ευτύχημα, και να συνομόνονται, διά να
υποχρεώνουνε τους καθηγητάς να εορτάζουνε. 
    
Δεν φθάνει. Εντός του σχολαστικού χρόνου τα εχπαιδευτήρια έχουνε
διακοπές, κάποτε από πολλές ημέρες, και το καλοκαίρι μίαν από μήνες. Ο
δε τοιούτος μαθητής, σ’ όλες όσες διακοπές, δεν ανοίγει ποτέ βιβλίο.
     Παρομοίως όταν ξημερώνει εορτή, δεν πιάνει μήτε τότε βιβλίο. Και
πραγματικώς, τι νόημα ήθελ’ έχει η σπουδή του εκείνην την βραδιά, αφού
σκοπός της σπουδής του δεν είναι η προκοπή του, αλλά το να μπορέσει να
πει το μάθημα, και μάθημα την ακόλουθην ημέρα δεν είναι;
     Επειδή δε, πηγαίνοντας εις το σχολείον, μόνος του σκοπός είναι να πει
το μάθημα και αν δυνατόν να περάσει, κάθε απάτη προς τον καθηγητήν του είναι χρήσιμη, και τη μεταχειρίζεται προθύμως.
     Εις δε τες προετοιμασίες του διά τες εξέτασες της χρονιάς, ο κακός
μαθητής, αντί να βαλθεί να συνάξει με τον νου του όλες τες γνώσες, οπού
εις τον
σχολαστικόν χρόνον απόχτησε, και ναν τες οικειοποιήσει στον εαυτόν του
διά της επανειλημμένης μελέτης, ετοιμάζει μόνον καλά κακά τα μέρη
εκείνα, που σε κάθε βιβλίο νομίζει πιθανόν να εξετασθεί• και καλεί διά
την στιγμήν της εξετάσεως μαθητάδες φίλους του, οι οποίοι στεκόμενοι
οπίσωθέ του τον βοηθούν κρυφά στες απόκρισες.
     Με τούτον τον τρόπον ο τοιούτος μαθητής ελπίζει να περάσει. Αν δε αποτύχει,… οι καθηγηταί τον αδικήσανε!
     Αλλ’ ο τοιούτος μαθητής αξαίνει αμαθής. Και όταν εις ανδρικήν
ηλικίαν, είναι ανίκανος και ανάξιος διά κάθε εργασίαν. Συγκαταλογίζεται
με τους
χυδαίους και δεν έχει να προσμείνει παρά την αψηφισίαν των συμπολιτών του.
Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ο κακός μαθητής (Ανδρέας Λασκαράτος)

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ελεύθεροι

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
Διονύσιος Σολωμός

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (βιογραφικά στοιχεία και όλα τα έργα του)

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : ΑΚΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ)
τραγούδι : Νίκος Ξυλούρης



ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ – Διονύσιος Σολωμός (απόσπασμα σχολικού βιβλίου)

I

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

II

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,

κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

……………………………………………………………………..

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ





ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ο
Σολωμός έγραψε το Β΄ Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του στην
Κέρκυρα στα χρόνια μεταξύ 1833 – 1844. Το σχεδίασμα αυτό αποτελείται
από εξήντα ένα συνολικά αποσπάσματα, γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο
στίχο και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Το ύφος του είναι περισσότερο
αφηγηματικό.
Θα
πρέπει να αναφέρουμε ότι τα πεζά που υπάρχουν στα αποσπάσματα, τόσο
του Β΄ Σχεδιάσματος όσο και του Γ΄ Σχεδιάσματος, είναι σχέδια του
Σολωμού στα ιταλικά, τα οποία μεταφράστηκαν και εντάχθηκαν στο κείμενο
από τον Ιάκωβο Πολυλά. Υπάρχουν επίσης και κάποια άλλα πεζά κείμενα,
τα οποία έγραψε ο Πολυλάς για να βοηθήσει στην κατανόηση του κάθε
αποσπάσματος.
Το
θέμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» είναι ο ηρωικός αγώνας των
Μεσολογγιτών κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826). Η
αριθμητική και στρατιωτική υπεροχή των Τούρκων, οι συχνές επιθέσεις
καθώς και η έλλειψη τροφίμων ανάγκασαν τους αγωνιστές του Μεσολογγίου
να πραγματοποιήσουν την ηρωική έξοδο το βράδυ της 10ης προς την 11η
Απριλίου 1826, την Κυριακή των Βαΐων. Ο Σολωμός εμπνεόμενος από το
ιστορικό αυτό γεγονός ανάγεται στον αγώνα του ανθρώπου για την ηθική,
την εσωτερική του ελευθερία.
 
ΔΟΜΗ
Το κάθε απόσπασμα αποτελεί και ιδιαίτερη ενότητα.
  • Απόσπασμα 1: Η πείνα και η στέρηση έχουν εξασθενήσει σωματικά τους πολιορκημένους.
  • Απόσπασμα 2: Η ομορφιά της φύσης την άνοιξη μεγαλώνει την αγάπη για τη ζωή.


ΑΝΑΛΥΣΗ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Απόσπασμα 1:
Το Β΄ Σχεδίασμα αρχίζει με την απόλυτη, τη νεκρική σιωπή που επικρατεί
στον κάμπο. Παντού βασιλεύει η ερημιά και ο θάνατος. Μόνο ένα πουλί
κελαηδάει, καθώς έχει βρει ένα σπόρο για να φάει, ενώ η μάνα ζηλεύει
που δεν μπορεί να βρει τίποτα για να ταΐσει τα παιδιά της. Τα μάτια
των πολιορκημένων έχουν μαυρίσει από την πείνα και τη στέρηση. Σ’
αυτά, που είναι το πιο πολύτιμο αγαθό του ανθρώπου, ορκίζεται η μάνα.
Στη συνέχεια ένας Σουλιώτης πολεμιστής, εξαντλημένος κι αυτός από την
πείνα, στέκεται κάπου παράμερα και κλαίει. Απευθύνεται στο τουφέκι του
και του εκφράζει την αδυναμία του. Το τουφέκι έχει γίνει άχρηστο στα
χέρια του, καθώς η πείνα τού έχει πάρει όλες τις δυνάμεις του και δεν
μπορεί τώρα να το σηκώσει και να το χρησιμοποιήσει. Περισσότερο όμως
ενοχλεί τον αγωνιστή το γεγονός ότι ο εχθρός γνωρίζει αυτή του την
αδυναμία. 

 
Απόσπασμα 2:
Το απόσπασμα αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το απόσπασμα 1. Εδώ
παρουσιάζεται η φύση στην ομορφότερή της ώρα, την άνοιξη. Την άνοιξη
όλα ανανεώνονται, η ομορφιά της φύσης κατακλύζει τα πάντα, ενώ παντού
επικρατεί η εύθυμη διάθεση, η χαρά και το κέφι. Μπροστά σ’ αυτό το
θαύμα της αναγέννησης της φύσης, η αγάπη των πολιορκημένων για τη ζωή
γίνεται μεγαλύτερη, ενώ η ιδέα του θανάτου βαριά και ασήκωτη. Πολύ
χαρακτηριστικά λέει ο ποιητής στο πεζό κείμενο των στοχασμών του που
προηγείται: «Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις
τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις
τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν». Η φύση λοιπόν, μ’ αυτή
την ανοιξιάτικη έκρηξη ομορφιάς της, γίνεται ένας «πειρασμός», μια
πρόκληση που δελεάζει τους πολιορκημένους, καθώς τους καλεί στη ζωή.
Είναι φυσικό οι πολιορκημένοι, που αισθάνονται το θάνατο πολύ κοντά
τους, να απελπίζονται και να λυπούνται ακόμη περισσότερο, όταν βλέπουν
γύρω τους τη φύση στολισμένη με όλες τις ομορφιές της, όπως είναι την
άνοιξη. Διότι ο θάνατος σε μια τέτοια εποχή πολλαπλασιάζεται και
είναι σαν να πεθαίνει ο άνθρωπος όχι μια αλλά χίλιες φορές. `Ετσι, η
ψυχή τρέμει και για μια στιγμή παρασύρεται από την ομορφιά και τη
γλύκα της ζωής, με κίνδυνο να ξεχάσει το χρέος προς την πατρίδα. 

Ο ΤΙΤΛΟΣ
Ο
τίτλος αυτός αντανακλά με απίστευτη ακρίβεια τις βασικές ιδέες, αρχές
και αξίες που προβάλλονται στο περιεχόμενο των στίχων. Καταρχάς, μπορεί
εύκολα κανείς να διακρίνει το παιχνίδι με τις λέξεις, την αντίθεση που
προκύπτει. Η αντίφαση χαρακτηρίζει τους “ελεύθερους
πολιορκημένους”.Συχνά, συναντάμε να συγκρούεται η σωματική δύναμη του
εχθρού με την ψυχική δύναμη των πολιορκημένων, η ομορφιά της φύσης, η
οποία βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της με την τραγική κατάσταση στην
οποία βρίσκονται, το μικρό μέγεθος του τόπου με το μεγαλείο της θυσίας
κ.α.Οι Μεσολογγίτες βρίσκονταν υπό την ασφυκτική πολιορκία του εχθρού,
παρ’ όλα αυτά κατάφεραν να φτάσουν στην ελευθερία. Ελεύθεροι δεν έγιναν
πολεμώντας τον εχθρό αλλά καταπολεμώντας άλλες δυνάμεις, πολύ πιο
ισχυρές, οι οποίες πίεζαν τους πολιορκημένους από όλα τα επίπεδα. Οι
κάτοικοι στο Μεσολόγγι, μπορεί να πολιορκούνταν στο σώμα, στην
επιφάνεια, να ήταν υποδουλωμένοι στον εχθρό αλλά η ψυχή τους, το πνεύμα
τους ήταν ελεύθερο, απαλλαγμένο από κάθε είδους πολιορκία.Ο ποιητής
πιστεύει στην αιωνιότητα της ψυχής. Εκείνη των πολιορκημένων θα είναι
πάντα ελεύθερη χάρη στις μεγάλες θυσίες τους. Οι πολιορκημένοι,
προκειμένου να κατακτήσουν την ηθική, ατομική, εσωτερική ελευθερία
τους, δε δίστασαν να αντιμετωπίσουν το θάνατο κατάματα. Θυσίασαν το
σώμα τους, τις αισθήσεις τους, τις όμορφες αναμνήσεις τους στον τόπο
αυτό. Αντάλλαξαν την ίδια τους τη ζωή με την απελευθέρωσή τους.Γι’ αυτό
και ο ποιητής τούς ονομάζει ελεύθερους, αναγνωρίζοντας τη θυσία τους,
διακρίνοντας τη σωματική από την ηθική ελευθερία.

πηγή : http://b1lykeiou.blogspot.com/2007/11/blog-post_6961.html


Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ελεύθεροι

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ο Θούριος (Ρήγας Βελεστινλής)

Ο ΘΟΥΡΙΟΣ – Ρήγας Βελεστινλής
Θούριος
Ρήγας Φεραίος
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια  προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.

Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια 
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
 
(με μαύρα γράμματα : το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου) 

ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΝΣΤΙΝΛΗΣ (1757 – 1798)

 Βιογραφικό (wikipedia)

  

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : Ο ΘΟΥΡΙΟΣ
τραγούδι : Νίκος Ξυλούρης

Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ο Θούριος (Ρήγας Βελεστινλής)

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ερωτόκριτος (Βιτσέντζος Κορνάρος)

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
 
 ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (η εισαγωγή)
τραγούδι : Νίκος Ξυλούρης
“Του κύκλου τα γυρίσματα π’ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού,π’ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου.
με του καιρού τ’αλλάματα,π’αναπαημό δεν έχου,
μα στο καλό κι εις το κακό περιπατού και τρέχου.
και των αρμάτω οι ταραχές,οχθρίτες και τα βάρη,
του έρωτα οι μπόρεσες και τση φιλιάς η χάρι,
αυτάνα μ’εκινήσασι την σήμερον ημέρα
ν’αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
‘ς μιαν κόρη κι έναν άγγουρο,που μπερδευτήκα ομάδι,
σε μια φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασκημάδι’
κι όποιος του πόθου δούλεψε είσε καιρόν κιανένα,
ας έρθη να τ’αφουκραστή ό,τ’είναι εδώ γραμμένα..”
 ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (Τα θλιβερά μαντάτα)
τραγούδι : Γιάννης Χαρούλης
Ο
Ερωτόκριτος πληροφορεί την Αρετούσα για την απόφαση του πατέρα της να
τον εξορίσει εντός τριών ημερών. Ταυτόχρονα ορκίζεται να την αγαπάει
αιώνια…

Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;
Τέσσερεις μέρες μοναχά μού δωκε ν’ ανιμένω
Κι’ απόκει να ξενητευτώ πολλά μακρά να πηαίνω
και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι’ ο κύρης σου γλήγορα σε παντεύει
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύει
και δε μπορείς ν’ αντθισταθής στα θέλουν οί γονείς σου
νικούν τηνε τή γνώμη σου κι’ αλλάσει η όρεξή σου
Μιά χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι’ εκείνη θέλω μόνο
καί μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω
την ώρα π’ αρραβωνιστής να βαραναστενάξης
κι’ όντε σα νύφη στολιστήςσαν παντρεμένη αλλάξης
ν’ αναδακρυώσης καί να πής, Ρωτόκριτε καημένε
τα σού ταζα λησμόνησα, τα θέλες μπλιό δέ έναι.
Λησμόνησε παντοτινά και διώξε κάθε ελπίδα
και πες πως δε με γνώρισες μητέ κι εγώ πως σ’είδα.
Κάλλια ’χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου
!
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (Οι μονομάχοι)
τραγούδι : Αλκίνοος Ιωαννίδης
Ο ποιητής παρουσιάζει τους μονομάχους που θα διεκδικήσουν την Αρετούσα
 ΑΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Μέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν’ αναγαλλιάσει η Χώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού’ όσοι πέσουν.
Ο πρώτος οπού μ’ Αφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ’ Αφεντόπουλον από τη Μυτιλήνη.
Εις ένα-ν άλογο ψαρό πιτήδειος Καβαλάρης,
όμορφος, αξαζόμενος, κ’ ερωτοδιωματάρης.
Τα ρούχα οπού σκεπάζασι ‘ποπάνω τ’ άρματά του,
μπλάβα με τ’ άστρα τα χρουσά [ήσα’ για] φορεσά του.

ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΘΩΝΗΣ
Πάλι ξοπίσω του αυτουνού επρόβαλε κοντάρι,
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ’ όμορφο Καβαλάρη.
Τ’ όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμι, και πλουμισμένα κάλλη.
Τούτ’ ήταν τ’ Αρχοντόπουλο που όριζε τη Μοθώνη,
πάντά’χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρυσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μια πλουμισμένη κόρη.
Στην κεφαλή του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη.

ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ’ όμορφο παλικάρι.
Και τ’ όνομά του το γλυκύ το λέγαν Νικοστράτη,
η φορεσιά του ήταν χρυσή, όλο καρδιές γεμάτη.
Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ’ όμορφο παλικάρι.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.
Τραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυχτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος.

ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ
Ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κ’ ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ’ ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κ’ εβγήκε από’να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα’ σαν τον Ήλιο.
Τούοτ το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ’ λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.
Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σα δάση,
το μπλάβο, πέτρες [χάλαβρο], που μπόρειε να γελάσει

ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΟΥΝΙΑΣ – ΡΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Ο Αφέντης της Σκλαβουνιάς
Πάντ’ έδειχνε τον άπονο, πάντα τον μανισμένο,
μιά πιθαμή επερίσευγε τον πλιά μακρύ αντρειωμένο.
Είχε κι αυτός στην κεφαλή Νησί σγουραφισμένο,
κ’ ήτο στη μέση του γιαλού βαθιά θεμελιωμένο‧
Της Κύπρου το Ρηγόπουλο
Κ[υπρίδη]μος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,
όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.
Με μιά βροντή και μιά αστραπή με τέχνη καμωμένη,
από ένα νέφαλο θολόν εις Καβαλάρης βγαίνει.
Ετούτος είναι π’ όριζε τση Σκλαβουνιάς τους τόπους,
ποτέ η αντρειά του δεν ψηφά ουδέ θεριά, ουδ’ ανθρώπους.
Αυτός δεν είχε φορεσά, και τ’ άρματά του λάμπου’,
κ’ ήσα’ γεμάτα ανθούς δεντρών και λούλουδα του κάμπου.
Την ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι
πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
Κ’ ήτονε το Ρηγόπουλο της Κύπρος, ο πετρίτης,
κ’ ήλαμπε ως λάμπει ο Αυγερινός κι ως φέγγει ο Αποσπερίτης
Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
Αμάξι, κ’ εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.



ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου)
ΠΟΙΗΤΗΣ
188   §Εκείνη η μέρα επέρασε, κ’ η άλλη ξημερώνει,
        κι ο Κύρης του Ρωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει.       
Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να’χει κρίση,
        μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει.
Επήγεν εις του Βασιλιού, να τον-ε δικιμάσει,          895
        κ’ ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει.
Αγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει,       
        και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει.
                ΠEΖΟΣΤΡΑΤΟΣ
Λέγει• “Στους παλαιούς καιρούς, που’σα’ μεγάλοι ανθρώποι,
        τα πλούτη και Βασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι,  900
‘πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη,
        παρά τσι χώρες, τσ’ Αφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι.       
K’ εσμίγασι τα τέκνα τως οι Αφέντες οι μεγάλοι
        με τους μικρούς, οπού’χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη.
Όλα τα πλούτη κι Αφεντιές εσβήνουν και χαλούσι,  905
        κι όντεν αλλάσσουνται οι Καιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Μα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ’ αρετής τα δώρα,      
        ξάζου’ άλλο παρά Βασιλειά, παρά χωριά, και Χώρα.
Ουδ’ ο Τροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει,
        τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει.”  910
                ΠΟΙΗΤΗΣ
K’ ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα,
        και καταπώς του σάζασι, τα’λεγεν ένα-ν ένα.       
Με τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει
        εις το σημάδι το μακρύ, κ’ ήρχισε να ξαμώνει.
Αποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει,  915
        κι οπίσω τον εγιάγερνε κ’ εκράτειεν τον η γνώση.
Στο ύστερον ενίκησεν η Αγάπη του Παιδιού του,      
        και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του.
                ΡΗΓΑΣ
Μα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου,
        του λέγει ο Ρήγας• “Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου!  920
189   Πώς εβουλήθης κ’ είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη,
        γυναίκα του ο Ρωτόκριτος την Αρετή να πάρει;       
Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις
        εις την Αυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις!
Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω,    925
        μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ’ ορίζω.
Τέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει,       
        τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει.
Και μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου,
        αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου.  930
K’ εκείνο που αποκότησες κ’ είπες τούτην την ώρα,
        μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ’ άλλο εδεπά στη Χώρα,       
και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ’ αρέσει,
        να τρέμου’ όσοι τ’ ακούσουνε, κ’ εκείνοι οπού το λέσι.
Δε θέλω πλιό να σου μιλώ• στο Ρήγα δεν τυχαίνει  935
        τα τόσα να πολυμιλεί. Κι απόβγαλ’ τον, να πηαίνει.
 
Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ερωτόκριτος (Βιτσέντζος Κορνάρος)

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ερωφίλη (Γεώργιος Χορτάτσης)

Ερωφίλη

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΡΩΦΙΛΗΣ (αφήγηση από Μάνο Κατράκη)
Ο θρήνος της Ερωφίλης και η αυτοκτονία της (διαβάζει η Λυδία Κονιόρδου)
ΕΡΩΦΙΛΗ (απόσπασμα σχολικού βιβλίου)
 ΕΡΩ. Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφη ’μαι γη άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου. 150
ΠΑΝ. Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανέθρεψε μικρά, και πλια παρ’ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις εσένα, 155
και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.
ΕΡΩ. Οϊμένα, να ’βρω δε μπορώ ποιάν αφορμή ποτέ μου
σου ’δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου, 160
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πώς το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
Πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μια απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε 165
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝ. Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω 170
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει, 175
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.
ΕΡΩ. Τούτό ’ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ’καμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει 180
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ’ρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.


Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ερωφίλη (Γεώργιος Χορτάτσης)