Οδύσσεια : ΕΝΟΤΗΤΑ 3 (α 109-173)

 3η ΕΝΟΤΗΤΑ α 109-173
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1. “Η Αθηνά από τον Όλυμπο στα ανάκτορα της Ιθάκης” (109-135)
2. “Υποδοχή και φιλοξενία της Αθηνάς” (136-161)
3. “Είσοδος και των μνηστήρων στο μέγαρο” (162-173) 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΟΧΗΣ
α) παλάτι (εξώθυρα που οδηγούσε σε ανοιχτή αυλή, οι πύλες, το μεγάλο δώμα)
β) πολυτελή έπιπλα και σκεύη (κονταροθήκη, θρόνοι, σκαμνιά, καθίσματα, χρυσά κανάτια, ασημένιες λεκάνες, κρατήρες)
γ) πολλοί υπηρέτες ( κελάρισσα, κήρυκας, τραπεζάρχης, παρακόρες)
δ) φιλοξενία
ε) διασκέδαση (παιχνίδι, φαγητό, ποτό, μουσική, τραγούδι)
ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ
α) υποδοχή
β) τακτοποίηση οπλισμού και αλόγων
γ) παραχώρηση τιμητικής θέσης
δ) προσφορά ποτού και γεύματος
ε) ερώτηση για το ποιος είναι ο επισκέπτης
στ) ερώτηση για το αίτημα του επισκέπτη
ζ) διαμονή
η) ανταλλαγή δώρων

ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ
α) Η Αθηνά δένει στα πόδια της σανδάλια και ταξιδεύει προς την Ιθάκη (109)
β) Η Αθηνά κρατάει οπλισμό (κοντάρι) (112-114)
γ) Η Αθηνά στέκεται έξω από την πόρτα του ανακτόρου της Ιθάκης (115-117)
δ) Η Αθηνά τρώει και πίνει όπως όλοι οι άνθρωποι (139-140, 157-161)


ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ονομάζουμε τη μεταμόρφωση ενός θεού σε άνθρωπο. Στην ενότητά μας, η Αθηνά ενανθρωπίζεται (γίνεται Μέντης)



ΠΡΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
α) Η Αθηνά αναχωρεί από τον Όλυμπο μαζί με το δόρυ της προικονομεί τη μνηστηροφονία (112-113, 143)
β) Το όραμα του Τηλέμαχου προοικονομεί την επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των μνηστήρων (129-132)




ΑΝΤΙΘΕΣΗ
Ο
Τηλέμαχος κάθεται σεμνός, λυπημένος και ήσυχος, ενώ οι μνηστήρες
διασκεδάζουν απολαμβάνοντας με απληστία τα αγαθά του παλατιού. Η
αντίθεση αυτή μας κάνει να συμπαθήσουμε τον Τηλέμαχο και να
αντιπαθήσουμε τους μνηστήρες, προετοιμάζοντάς μας για την τιμωρία τους.



ΕΠΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ ονομάζουμε
την τεχνική κατά την οποία εμείς (οι αναγνώστες) γνωρίζουμε κάτι, που ο
ήρωας αγνοεί. Στην ενότητά μας, υπάρχει σε πολλά σημεία (από τον στίχο
118 και μετά), μιας και ο Τηλέμαχος και οι μνηστήρες αγνοούν το ότι
έχουν μπροστά τους την Αθηνά, κάτι όμως που εμείς το γνωρίζουμε.





ΤΥΠΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
άλκιμο κοντάρι (112) : τυπικό επίθετο
πανίσχυρου Διός (113) : τυπικό επίθετο
αγέρωχους μνηστήρες (119-120, 162) : τυπικό επίθετο
πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά (138) : τυπική έκφραση
Αθηνά Παλλάδα (141) : τυπικό επίθετο
λάμποντας τα μάτια (141) : τυπική έκφραση
του καρτερόψυχου Οδυσσέα (145) : τυπικό επίθετο




ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ 
1. Αθηνά/Μέντης : δυναμική, αποφασιστική, επιδέξια ως προς τον χειρισμό του σχεδίου της
2. Τηλέμαχος
: ευαίσθητος, μοναχικός, δειλός, σκεφτικός (127-128), νοσταλγεί τον
πατέρα του (129-132), ονειροπόλος (129-132), φιλόξενος (134-161),
ανυπομονεί να μάθει κάποια είδηση για τον πατέρα του (152-153)

3. μνηστήρες
: υπερόπτες και αλαζόνες (119, 162), ανόητοι και φαντασμένοι,
ενδιαφέρονται μόνο για το παιχνίδι, το φαγητό, το ποτό και το τραγούδι
(162-173), αφιλόξενοι (119-127), καθώς αδιαφορούν για τον ξένο που
στέκεται στο κατώφλι του παλατιού.


Επιμέλεια : Νίκος Μελιγκώνης


Κατηγορίες: ΟΔΥΣΣΕΙΑ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Οδύσσεια : ΕΝΟΤΗΤΑ 3 (α 109-173)

Οδύσσεια : ΕΝΟΤΗΤΑ 2 (α 26-108)

2η ΕΝΟΤΗΤΑ α 26-108
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1. “Ο Ποσειδώνας στους Αιθίοπες” (26-30)
2. “Οι θεοί συνεδράζουν και πρώτος μιλά ο Δίας” (31-51)
3. “Η Αθηνά απαντά στον Δία” (52-72)
4. “Ο δεύτερος λόγος του Δία” (73-92)
5. “Η πρόταση της Αθηνάς” (93-108)

ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΝ
Κάτι
που είναι ανάγκη να γίνει (αναγκαίον) παρουσιάζεται με τρόπο εύλογο,
λογικό (εικός) : Εδώ, είναι αναγκαίο να λείπει ο Ποσειδώνας από το
συμβούλιο των θεών, προκειμένου να παρθεί ευνοϊκή απόφαση για τον
Οδυσσέα (αναγκαίον) κι έτσι ο Όμηρος μας λέει ότι ο Ποσειδώνας βρισκόταν
στη γη των Αιθιόπων για κάποιες θυσίες που έκαναν προς τιμήν του
(εικός)

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ μεταξύ Δία και Αθηνάς χαρίζει στο κείμενο θεατρικότητα, το κάνει πιο “ζωντανό”.
 ΣΧΗΜΑ ΥΒΡΙΣ – ΤΙΣΙΣ – ΝΕΜΕΣΙΣ
: Το συναντάμε στο απόσπασμα στην περίπτωση του Αίγισθου : αν και
προειδοποιήθηκε, δολοφόνησε τον Αγαμέμνονα (ύβρις), οι θεοί οργίστηκαν
(τίσις) και ο Ορέστης πήρε εκδίκηση για τον πατέρα του σκοτώνοντας τόσο
τον Αίγιστο, όσο και την Κλυταιμνήστρα (νέμεσις). 
ΠΡΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 
α) Ο Ποσειδώνας βρίσκεται στους Αιθίοπες (26-29)
β) η αναφορά στο πάθημα του Αίγισθου (40-48, 53-55) προικονομεί την τιμωρία των μνηστήρων
γ) η αντιπαράθεση από την Αθηνά των διαφορετικών περιπτώσεων Οδυσσέα-Αίγισθου
δ) η απόφαση του Δία (89-90)

ε) το σχέδιο της Αθηνάς (97-108)

ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ
α) Ο Ποσειδώνας ταξιδεύει και παίρνει μέρος σε θυσίες. Ταυτόχρονα ευχαριστιέται καθώς συμμετέχει σε αυτές (26-29)
β) οι θεοί κάνουν συμβούλιο (31-32)
γ) υπάρχουν συγγενικές σχέσεις μεταξύ των θεών και ιεραρχία (53,61,74, 97-99)
δ) η Αθηνά συμπαθεί τον Οδυσσέα (56)
ε) η Καλυψώ είναι ερωτευμένη με τον Οδυσσέα (64-66)
στ) ο Ποσειδώνας είναι οργισμένος με τον Οδυσσέα (79-81)


ΑΞΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ :
α) αυτοδικία (Ορέστης) : νομιμοποιείται λοιπόν κι ο Οδυσσέας να τιμωρήσει τους μνηστήρες
β) αξία πατρίδας και οικογένειας (66-68)
γ) φήμη από τα ταξίδια (106-108)


ΤΥΠΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
φημισμένο Αίγισθο (33) : τυπικό επίθετο
στο νου του φέρνοντας, θυμήθηκε (33) : τυπική έκφραση
ξακουστός Ορέστης (34) : τυπικό επίθετο
άγρυπνον αργοφονιά Ερμή (44) : τυπικό επίθετο
τα μάτια λάμποντας (52, 93) : τυπική έκφραση
των δυνατών ο παντοδύναμος (53,94) : τυπική έκφραση
Δία Ολύμπιε (69) : τυπικό επίθετο
που τα σύννεφα συνάζει (73) : τυπική έκφραση
θεϊκό Οδυσσέα (75) : τυπικό επίθετο
της γης κυρίαρχος (79) : τυπική έκφραση
ισόθεο Πολύφημο (84) : τυπικό επίθετο
κοσμοσείστης Ποσειδών (86) : τυπικό επίθετο
ψυχοπομπό κι αργοφονιά (97) : τυπικά επίθετα 


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ
1. Οδυσσέας
: άδικα βασανισμένος (57-59), απελπισμένος (64), επιθυμεί πολύ να
γυρίσει στην πατρίδα και στην οικογένειά του (65-68), ευσεβής (69-71),
γνωστικός και συνετός (76)

2. Αίγισθος : ασεβής και υβριστής (40-43), αλαζόνας (44-46)
3. Ποσειδώνας : εκδικητικός, οργισμένος (79-81)
4. Καλυψώ : ερωτευμένη, εγωίστρια (64-65)
5. Αθηνά : φιλεύσπλαχνη, πονηρή (με έξυπνο τρόπο δημιουργεί ευνοϊκό κλίμα για τον Οδυσσέα)
6. Δίας : παντοδύναμος, αυστηρός, δίκαιος

Επιμέλεια : Νίκος Μελιγκώνης

Κατηγορίες: ΟΔΥΣΣΕΙΑ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Οδύσσεια : ΕΝΟΤΗΤΑ 2 (α 26-108)

Οδύσσεια : ΕΝΟΤΗΤΑ 1 (α 1-25)

1η ΕΝΟΤΗΤΑ α 1-25
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.
ΔΟΜΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ :
α) 1-13 : “Το κυρίως προοίμιο” 
β) 14-25 : “Το προίμιο της Μούσας”
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ;
Προοίμιο
σημαίνει εισαγωγή σε ένα έργο (λογοτεχνικό ή άλλο), όπου τίθεται το
θέμα και το περιεχόμενό του σε γενικές γραμμές. Στην Οδύσσεια
διακρίνουμε δύο προοίμια· στο πρώτο (το κυρίως) προοίμιο ο ποιητής
σκιαγραφεί τον Οδυσσέα, ενώ στο δεύτερο η Μούσα ορίζει το σημείο από το οποίο θα αρχίσει την εξιστόρηση των περιπετειών του.

Η ΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ :
α) προσελκύει το ενδιαφέρον
β) είναι δικαιολογημένη, επειδή το ακροατήριο εύκολα μαντεύει το όνομα (πολύτροπος, άμυαλοι σύντροφοι κλπ.)
Η ΕΚΤΕΝΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ (9-11):
καθορίζει την ηθική αρχή που διέπει όλο το ποίημα : οι άνθρωποι είναι
υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και υφίστανται τις συνέπειες των
ενέργειών τους, είτε πρόκειται για ανταμοιβή, είτε για τιμωρία.
ΤΕΧΝΙΚΗ IN MEDIAS RES
Η
αφήγηση ξεκινά όχι από τη στιγμή που ο Οδυσσέας φεύγει από την Τροία,
αλλά από τη μέση της περιπέτειάς του. Ο ποιητής δικαιολογεί την τεχνική
αυτή, λέγοντας ότι η Μούσα διαλέγει από πού θα αρχίσει η αφήγηση
(12-13). Η τεχνική in medias res φανερώνει ότι κεντρικό θέμα της
Οδύσσειας δεν είναι οι περιπέτειες του Οδυσσέα, αλλά ο νόστος του.
ΣΧΗΜΑ ΚΥΚΛΟΥ
Όταν
μια ενότητα αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο ή την ίδια λέξη :
Μούσα (1) – θεά, κόρη του Δία (12). Με αυτόν τον τρόπο τονίζεται η
επίκληση στη Μούσα, που είναι πηγή έμπνευσης του επικού ποιητή.
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ :
π.χ. πολύτροπος-νήπιοι, μωροί,  όλοι τους ήασν σπίτι τους-μόνο
εκείνον,  οι θεοί τον συμπαθούσαν-εκτός του Ποσειδώνα. Οι αντιθέσεις εδώ
φανερώνουν το ξεχωριστό ενδιαφέρον που είχε η περίπτωση του Οδυσσέα και
τονίζουν το πρόβλημα του νόστου.
ΤΥΠΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ
υπέρλαμπρου Ήλιου (11) : τυπικό επίθετο
θεά σεμνή κι αρχοντική (18) : τυπικά επίθετα
με του καιρού τα αλλάγματα (20) : τυπική έκφραση
θεϊκό Οδυσσέα (24) : τυπικό επίθετο 
ΠΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Όταν
ο ποιητής προετοιμάζει το κοινό για κάτι που θα γίνει αργότερα : π.χ.
Κι όταν με του καιρού…πια με τους δικούς του (20-23). Προικονομείται
εδώ η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και το πρόβλημα που αντιμετώπισε
με τους μνηστήρες.
ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ
Όταν
οι θεοί συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι : π.χ. γιατί τον ήθελε δικό της
(19), οι θεοί τώρα τον συμπαθούσαν (23), εκτός του Ποσειδώνα, αυτός
σφοδρό κρεμούσε τον θυμό του (24)

ΣΧΗΜΑ ΥΒΡΙΣ – ΤΙΣΙΣ – ΝΕΜΕΣΙΣ
Δηλαδή,
το σφάλμα/αμάρτημα (ύβρις) οδηγεί σε οργή των θεών (τίσις) και σε
τιμωρία (νέμεσις). Το σχήμα αυτό φαίνεται καθαρά στην περίπτωση τόσο των
συντρόφων : έσφαξαν τα βόδια του Ήλιου (ύβρις) κι έτσι οι θεοί
οργίστηκαν (τίσις) και τους αφάνισαν (νέμεσις), όσο και στην περίπτωση
του Οδυσσέα : τύφλωσε τον Πολύφημο (ύβρις), οργίστηκε ο Ποσειδώνας
(τίσις) και ταλαιπωρεί τον Οδυσσέα (νέμεσις).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ
1. Οδυσσέας :
πολύτροπος, εύστροφος, εφευρετικός (1), σπουδαίος πολεμιστής (2-3),
κοσμογυρισμένος, σοφός, έμπειρος (4), πολυβασανισμένος (5), φιλέταιρος
(7-8), αφοσιωμένος στην πατρίδα και στην οικογένειά του (16-19),
αγαπητός στους θεούς (20-21)
2. Σύντροφοι : άμυαλοι, ανεύθυνοι, υβριστές, άσεβοι (9-11)
3. Θεοί : με ανθρώπινα χαρακτηριστικά (ερωτεύονται, συμπαθούν, μισούν) 
Επιμέλεια : Νίκος Μελιγκώνης
Κατηγορίες: ΟΔΥΣΣΕΙΑ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Οδύσσεια : ΕΝΟΤΗΤΑ 1 (α 1-25)

Οδύσσεια : Εισαγωγή

H ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ
(με ερωτήσεις – απαντήσεις)

Τι  ονομάζεται  έπος ;       
Έπος, αρχικά, σήμαινε  «λόγος» και διήγηση, αργότερα  όμως,  σήμαινε το αφηγηματικό  ποίημα, που είχε μυθολογικό, διδακτικό ή ηρωικό περιεχόμενο. (δηλαδή υπήρχαν 3 είδη επών : το μυθολογικό, το διδακτικό και το ηρωικό)

Ποια  είναι  τα  χαρακτηριστικά   των ηρωικών επών ;                
Τα  ηρωικά έπη μιλούσαν  για  τα  κατορθώματα  των  ηρώων  του  παρελθόντος. Είχαν έντονο  θρησκευτικό  χαρακτήρα  και  γι’ αυτό  εξυμνούσαν  και  τους  θεούς  ή  συνδύαζαν  τη  δράση  των  ηρώων  με  τη  δράση  των  θεών.  Τα  κύρια  γνωρίσματα  των  επικών  ποιημάτων  είναι :
Α) ότι  αναφέρονται  σε  ένα  μακρινό  παρελθόν, που  φαντάζει  ιδανικό  στα  μάτια  του  ποιητή  και  των  σύγχρονών  του και το παρουσιάζουν σα να είναι αληθινό
Β) ότι εκφράζουν τα  συναισθήματα  ολόκληρης  της  κοινωνίας και όχι μόνο του ποιητή.

Τι είναι επικός κύκλος;
Επικό κύκλο ή «κύκλια έπη»  ονομάζουμε το σύνολο των επών που μας έχουν
σωθεί, είτε ολόκληρα (π.χ. Οδύσσεια και Ιλιάδα), είτε σε αποσπάσματα,
είτε σε περιλήψεις. Αυτά τα έπη αφηγούνται τα γεγονότα από τη δημιουργία
του κόσμου ως τον θάνατο του Οδυσσέα.

Τι ονομάζουμε τρωικό κύκλο; Ποια έπη των αποτελούν;
Τρωικό κύκλο ονομάζουμε το σύνολο των επών του επικού κύκλου, που αναφέρονται στον Τρωικό Πόλεμο. Αυτά τα έπη είναι :
Α) Τα Κύπρια (αναφέρονται στα γεγονότα πριν από τον Τρωικό Πόλεμο
και ονομάστηκαν έτσι επειδή έχουν σχέση με την Κύπρο και την Κύπριδα
Αφροδίτη).
Β) Η Αιθιοπίς (αναφέρεται στις νικηφόρες μάχες του Αχιλλέα εναντίον του βασιλιά των Αιθιόπων και στον θάνατο του Αχιλλέα)
Γ) Η Μικρά Ιλιάς (αναφέρεται στη διαμάχη του Οδυσσέα και του Αίαντα για τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα και στην είσοδο του Δούρειου Ίππου στην Τροία)
Δ) Η Ιλίου Πέρσις (αναφέρεται στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την κατάληψη της Τροίας από τους Έλληνες)
Ε) Οι Νόστοι (αναφέρονται στις περιπέτειες διαφόρων ηρώων κατά τη διάρκεια της επιστροφής τους στην πατρίδα μετά την άλωση της Τροίας)
Στ) Η Τηλεγόνεια ή Τηλεγονία (αναφέρεται στα γεγονότα μετά την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και ως τον θάνατό του από τον γιό του τον Τηλέγονο)

Σε ποια εποχή αναφέρονται τα ομηρικά έπη και σε ποια εποχή έγινε η σύνθεσή τους;
Τα Ομηρικά έπη (η Οδύσσεια και η Ιλιάδα) αναφέρονται στη Μυκηναϊκή Εποχή (12ος αιώνας π.Χ.). Η σύνθεσή τους από τον Όμηρο έγινε όμως αρκετά αργότερα, κατά τη Γεωμετρική Εποχή (8ος- – 7ος  αιώνας π.Χ.)

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την Οδύσσεια και την Ιλιάδα ως ιστορικές πηγές; Τι ονομάζουμε αναχρονισμό;
Διαπιστώνουμε  πολλές  φορές  ότι  οι  ήρωες  γνώριζαν  υλικά (σίδηρο),
έθιμα (καύση  των  νεκρών)  ή  θεσμούς (συνέλευση  του  λαού) 
άγνωστους  στα  μυκηναϊκά  χρόνια. Τους  βλέπουμε  επίσης  να 
εκφράζουν  αντιλήψεις  νεότερες  από  την  εποχή  που  έζησαν
(κλονίζεται ο θεσμός της βασιλείας). Αυτά τα «ιστορικά λάθη» λέγονται αναχρονισμοί.
Δεν  μπορούμε  λοιπόν  να  χρησιμοποιήσουμε  τα  ομηρικά  έπη  ως 
ιστορική  πηγή  για  τη  μυκηναϊκή  εποχή, αντίθετα  παίρνουμε  πολλές 
πληροφορίες  από  αυτά  για  την  εποχή  της  σύνθεσής  τους  και 
γενικότερα  για  τη  γεωμετρική  εποχή. Οι  πληροφορίες  τους  είναι 
ποιητικά  επεξεργασμένες  με  σκοπό  να  τέρψουν  και  ασφαλώς  δεν 
είναι  ιστορικά  ή  γεωγραφικά  έργα. 

Ποια γεγονότα αφηγούνται η Ιλιάδα και η Οδύσσεια;
Η Ιλιάδα έχει κεντρικό θέμα τον θυμό του Αχιλλέα, που διαρκεί 51 μέρες
και μέσα σε αυτές ο ποιητής αφηγείται και τα γεγονότα του Τρωικού
Πολέμου περίπου ως τον θάνατο του Έκτορα.
Η Οδύσσεια εξιστορεί μέσα σε 41 μέρες τον δεκαετή αγώνα του Οδυσσέα να γυρίσει από την Τροία στην πατρίδα του, την Ιθάκη.

Τι ήταν οι αοιδοί; Πως  συνέθεταν  και  εκτελούσαν  οι  αοιδοί  τα  έπη ;               
Οι παλιοί ποιητές της προομηρικής εποχής, ονομάζονταν αοιδοί. Αυτοί τραγουδούσαν τα έπη τους με τη συνοδεία κιθάρας (φόρμιγγας) σε συμπόσια στα ανάκτορα ή σε εορταστικές εκδηλώσεις της περιοχής τους.  Συνέθεταν τα έπη προφορικά, αυτοσχεδιάζοντας (θεωρούσαν ότι η Μούσα τους έδινε έμπνευση). Οι  αοιδοί  είχαν  σίγουρα  ιδιαίτερο  ταλέντο, κατείχαν  όμως  και  ειδικές  τεχνικές. Διέθεταν  από  την  παράδοση  κάποιες  έτοιμες  λύσεις,
όπως  φράσεις, που  επαναλαμβάνονται  και  μάλιστα  σε  συγκεκριμένες 
θέσεις  μέσα  στους  στίχους. Υπήρχαν  και  έτοιμοι  στίχοι. Τέλος 
υπήρχαν  θέματα, ενέργειες  και  δραστηριότητες  που  τις  αφηγούνταν 
με  τον  ίδιο  πάντα  τρόπο. (π.χ.  πώς  γινόταν  μια  μάχη, πώς 
γινόταν  μια  θυσία  κ.α.) Οι  αοιδοί  μάθαιναν  την  τέχνη  τους 
κοντά  σε  ένα  φτασμένο  δάσκαλο. Ίσως  να  υπήρχαν  και  συντεχνίες 
αοιδών. Ένας  καλός  αοιδός  έπρεπε  να  έχει  τη  δυνατότητα  να 
απομνημονεύει  αυτό  το  επαναλαμβανόμενο  υλικό, την  ικανότητα  να 
το  ανασυνθέτει  δημιουργικά, αλλά  και  να  αυτοσχεδιάζει.

Τι  ήταν  οι  ραψωδοί ;                                                                            
Μετά  τον  Όμηρο (τ.8ου αι.), στα  τέλη  της  γεωμετρικής  και στις 
αρχές  της  αρχαϊκής  εποχής, τελειώνει  η  δημιουργική  περίοδος  της 
επικής  ποίησης. Οι  επόμενες  γενιές  ποιητών  ονομάζονται  ραψωδοί. Δε 
δημιουργούσαν  δικά  τους  ποιήματα, αλλά  απομνημόνευαν  και 
απάγγελναν  παλαιότερα  έπη, χωρίς  μουσική, κρατώντας  ένα  ραβδί,
σύμβολο  εξουσίας  δοσμένης  από  τους  θεούς. Ήταν  οργανωμένοι  σε 
συντεχνίες  και  ταξίδευαν  από  τόπο  σε  τόπο, αντίθετα  με  τους 
αοιδούς. Διοργανώνονταν  και  ραψωδικοί  αγώνες.

Τι  γνωρίζετε  για  τον  Όμηρο ;                                                         
 Ο  Όμηρος  ήταν  ταξιδιώτης-ποιητής  και  πήρε  μέρος  σε  ραψωδικούς 
αγώνες. Πρέπει  να  ήταν  από  τους  πρώτους  που  έπιασαν  ραβδί. Η 
παράδοση  λέει  ότι  ήταν  τυφλός, αλλά  αυτό  μάλλον  δε  στέκει.
Γεννήθηκε  το  πιθανότερο  στη  Χίο  ή  στη  Σμύρνη (7 πόλεις διεκδικούν
την καταγωγή του). Ήταν  Ίωνας  και  σε  κάποια  μεγάλη  ιωνική 
γιορτή  ακούστηκαν  για  πρώτη  φορά  τα  έπη  του.

Πώς φαίνεται η αξία των ομηρικών επών;
Α) Είναι τα μοναδικά έπη του επικού κύκλου που νίκησαν τον χρόνο και διασώθηκαν ολόκληρα.
Β) Τα  δύο  έπη  του  Ομήρου  έγιναν  τα  πιο  αγαπητά  ακροάματα  των  Ελλήνων. Είχαν  λογοτεχνική  αξία  και  παιδαγωγική.
Ο  Πλάτωνας  λέει  ότι  ο  Όμηρος  μόρφωσε  την  Ελλάδα. Οι  αρχαίοι 
Έλληνες  στήριζαν  την  εκπαίδευση  των  παιδιών  και  των  νέων  στα 
ομηρικά  έπη. Όλοι  απολάμβαναν  την  ακρόαση  τους. Είναι  από  τα 
πιο  πολυδιαβασμένα  βιβλία  στον  κόσμο.
Γ) Από  τα  ομηρικά  έπη  εμπνεύστηκαν  λίγο  πολύ  όλοι  οι 
ποιητές  της  αρχαιότητας. Το  ίδιο  και  οι  καλλιτέχνες  της 
γλυπτικής, της  ζωγραφικής, της  αγγειογραφίας, της  μικροτεχνίας.
Και  όχι  μόνο  της  αρχαιότητας. Συνεχίζουν  μέχρι  και  σήμερα  να  εμπνέουν  τους  καλλιτέχνες(ποιητές, πεζογράφους, ζωγράφους, θεατρικούς  συγγραφείς, σκηνοθέτες  του  κινηματογράφου  κ.α.).

Πότε έγινε η επίσημη καταγραφή των ομηρικών επών και η διαίρεσή τους σε ραψωδίες;
Η επίσημη καταγραφή των ομηρικών επών έγινε στην Αθήνα κατά τον 6ο αιώνα (περίοδος
τυραννίας Πεισίστρατου ή Ίππαρχου) προκειμένου οι ραψωδοί να τα
απαγγέλουν κατά τις γιορτές των Παναθηναίων. Η Οδύσσεια αποτελείται από
12.110 στίχους και η Ιλιάδα από 15.693. Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. τα έπη διαιρέθηκαν σε 24 ραψωδίες
από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς. Κάθε  ραψωδία  της  Οδύσσειας 
δηλώνεται  με  ένα  μικρό  γράμμα  από  το  ελληνικό  αλφάβητο, ενώ 
κάθε  ραψωδία  της  Ιλιάδας  με  ένα  κεφαλαίο. Οι  Αλεξανδρινοί 
καθιέρωσαν  ακόμα  και  έναν  τίτλο  για  κάθε  ραψωδία  που  δήλωνε 
το  περιεχόμενό  της.

Ποιο  είναι  το  κεντρικό  θέμα  της  Οδύσσειας ;                           
Το  θέμα  της  είναι  ο  νόστος  του  Οδυσσέα  στην  πατρίδα  του  την  Ιθάκη  και  ο  αγώνας  του  να  ξανακερδίσει  το  θρόνο  του  και  τη  γυναίκα  του  την  Πηνελόπη, που  τη  διεκδικούσαν  πολλά  αρχοντόπουλα. Παράλληλα, μιλάει  για  την  αναζήτηση  του  Οδυσσέα  από  το  γιο  του, τον  Τηλέμαχο.
Στην  Οδύσσεια, ο  ποιητής  μας  μιλά  για  τον  απλό  άνθρωπο, την 
καθημερινή  ζωή, την  αγάπη  για  την  πατρίδα, την  ερωτική  πίστη, τη 
φιλία, την  αγάπη  για  τη  ζωή, την  ανθρωπιά, την  ευγένεια, την 
ομορφιά. Πάνω  από  όλα  όμως, μας  μιλά  για  τη  δύναμη  του 
ανθρώπου  μπροστά  στις  δυσκολίες  της  ζωής.

Ποιες είναι οι 3 ενότητες της Οδύσσειας;
Α) «Τηλεμάχεια» : ραψωδίες α-δ : κεντρικός ήρωας είναι σε αυτές τις ραψωδίες ο Τηλέμαχος.
Β) «Νόστος» : ραψωδίες ε- ν (πρώτοι στίχοι) : ο αγώνας του Οδυσσέα να γυρίσει στην Ιθάκη.
Γ) «Μνηστηροφονία» : ν – ω : η εξόντωση των μνηστήρων από τον Οδυσσέα με τη βοήθεια της Αθηνάς και τη συνεργασία του Τηλέμαχου.

Επιμέλεια : Νίκος Μελιγκώνης
Κατηγορίες: ΟΔΥΣΣΕΙΑ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Οδύσσεια : Εισαγωγή

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Μόνο γιατί μ’αγάπησες (Μαρία

Μόνο γιατί μ’αγάπησες
Μαρία Πολυδούρη

Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.
Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καὶ σὲ βροχή, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες.
Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου
μία νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ᾿ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.
Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν
μὲ τὴν ψυχὴ στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.
Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες
καὶ στὴ ματιά σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιά μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.
Γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες
καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ᾿ εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
– μία ἀγάπη πλέρια,
γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε
γι᾿ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνοῦσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωὴ τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.
Γιὰ νὰ φωτίσω μία στιγμὴ τὸ δρόμο σου
μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου.
Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες
ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ᾿ ἔτσι γλυκὰ πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες.


(Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928)
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : Μόνο γιατί μ’αγάπησες
(μουσική : Δ. Παπαδημητρίου, ερμηνεία : Ε. Αρβανιτάκη) 
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : Κοντά σου
(Μουσική, ερμηνεία : Θάνος Ανεστόπουλος) 
 ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Μόνο γιατί μ’αγάπησες (Μαρία

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ορέστης (Κώστας Βάρναλης)

Ορέστης
Κ. Βάρναλης


 Σέλινα τὰ μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα νὰ φανεῖς, ὡς εἶσαι, ὡραῖος,
καὶ διῶξε ἀπὸ τὸ νοῦ σου πιὰ τὸ χρέος
τοῦ μεγάλου χρησμοῦ, μιὰ καὶ κανένα
τρόπο δὲν ἔχεις ἄλλονε! Καὶ μ᾿ ἕνα
χαμόγελον ἰδὲς πῶς σ᾿ ἔφερ᾿ ἕως
στοῦ Ἄργους τὴν πύλη ὁ δρόμος σου ὁ μοιραῖος
τὸ σπλάχνο ν᾿ ἀφανίσεις ποὺ σ᾿ ἐγέννα.
Κανεὶς δὲ σὲ θυμᾶτ᾿ ἐδῶ. Κι ἐσὺ ὅμοια
τὸν ἑαυτό σου ξέχανέ τον, κι ἄμε
στῆς χρυσῆς πολιτείας τὰ σταυροδρόμια
καὶ τὸ ἔργο σου σὰ νὰ ᾿ταν ἄλλος κάμε.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς, θὰ παίρνει σε ἀπὸ πίσου
γιὰ τὸ αἷμα τῆς μητρός σου γιὰ ἡ ντροπή σου.

Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.
Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!
Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.
Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.
Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.
Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!
Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.
Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!
Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!
-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!… Πεινῶ!…
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»
Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!
Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),
Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!
Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.
Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!
Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!
Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!…»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.
Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:
«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.
Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.
Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.
Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».
Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου (απαγγέλλει ο Κώστας Βάρναλης)
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
(μουσική : Λουκάς Θάνου, ερμηνεία : Ν. Ξυλούρης)

Οἱ μοιραῖοι

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.
Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!
(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)
Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος – ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.
-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;… κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.
Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!
Οι μοιραίοι (απαγγέλλει ο Κώστας Βάρναλης)
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : Οι μοιραίοι  
(μουσική : Μ. Θεοδωράκης, ερμηνεία : Γ. Μπιθικώτσης)

Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς

Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.
Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.
Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ ῾τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.
Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : Οι πόνοι της Παναγιάς
(μουσική : Λουκάς Θάνου, ερμηνεία : Γ. Χαρούλης)
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : Η μπαλάντα του Αντρίκου*
(μουσική : Μ. Θεοδωράκης, ερμηνεία : Γ. Μπιθικώτσης)
 
*τα ονόματα που αναφέρονται στο ποίημα είναι υπαρκτά πρόσωπα της Αίγινας, όταν ο Βάρναλης περνούσε τα καλοκαίρια του στο νησί.
Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Ορέστης (Κώστας Βάρναλης)

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Στα 200 π.Χ. (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Στα 200 π.Χ.
Κ.Π. Καβάφης


«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»-

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
Α βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μιά στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!  



ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

ΔΟΜΗ
1η ενότητα (γαλάζια) : “Η επιγραφή”
2η ενότητα (πορτοκαλί) : “Το πρόσχημα των Λακεδαιμονίων”
3η ενότητα (πράσινη) : “Η θαυμαστή ελληνική εκστρατεία”
4η ενότητα (κίτρινη) : “Οι συνέπειες της ελληνικής εκστρατείας”
5η ενότητα (μωβ) : “Απαξιωτικό σχόλιο”
Σε ποια κατηγορία καβαφικών ποιημάτων ανήκει; 
Στο συγκεκριμένο ποίημα εμφανίζεται να μιλάει ένας ανώνυμος Έλληνας της ελληνιστικής περιόδου που ζει στα 200 π.Χ.. Η χρονολογία αυτή μας δίνει τη βασική σκοπιά του ποιήματος : Μας παραπέμπει σε μια εποχή, όπου αρχίζει η παρακμή του ελληνιστικού κόσμου (ως τα 200 π.Χ. ήταν η περίοδος της μεγάλης ακμής). 
 Το ευρύτερο πλαίσιο του ποιήματος είναι ιστορικής υφής. Το πρόσωπο του ποιήματος, ο άγνωστος Έλληνας του 200 π.Χ., είναι επινοημένο από τον ποιητή· είναι πλαστό. Το ίδιο συμβαίνει και με το βασικό επεισόδιο του ποιητικού μύθου.Το ποίημα λοιπόν, για τους παραπάνω λόγους, μπορούμε να το κατατάξουμε στα ιστορικά και πιο ειδικά στα ιστορικοφανή.
Τα χρονικά επίπεδα του ποιήματος
α) Ιστορικό επίπεδο
: Το 334 π.Χ. γίνεται η μάχη στον Γρανικό, όπου ο στρατός του Μεγάλου
Αλεξάνδρου συντρίβει τους Πέρσες.Ο Αλέξανδρος στέλνει 300 περσικές
ασπίδες ως ανάθημα (αφιέρωμα) στον Παρθενώνα για να ευχαριστήσει τους
θεούς για τη νίκη του. Η επιγραφή που τις συνοδεύει γράφει : “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩΝ ΤΗΝ
ΑΣΙΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ”. Αξίζει να σημειώσουμε ότι είχε προηγηθεί στο
Πανελλήνιο Συνέδριο της Κορίνθου το 337 π.Χ. η άρνηση των Λακεδαιμονίων
να ακολουθήσουν τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στη Μικρά Ασία. 
β) Δραματικό επίπεδο
: Το 200 π.Χ. : Πρόκειται για μια επινόηση του ποιητή, καθώς το 200
π.Χ. δεν έγινε κάτι άξιο αναφοράς. Ο Καβάφης διαλέγει αυτή την
χρονολογία, επειδή αντιπροσωπεύει την παρακμή (μετά από 10 μόλις
χρόνια,το 190 π.Χ., οι Ρωμαίοι θα επικρατήσουν με τη νίκη τους στη μάχη
της Μαγνησίας). Ο αφηγητής-ιστορικός μελετητής του ποιήματος ζει στα 200
π.Χ. και με νοσταλγία αναπολεί την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου
και τα θαυμαστά αποτελέσματά της.
γ) Ο χρόνος συγγραφής
: Το 1931, όταν γράφεται το ποίημα (είναι το προτελευταίο του Καβάφη) η
Ελλάδα βιώνει την παρακμή. Ο ελληνισμός, μετά τη Μικρασιατική
Καταστροφή, έχει συρρικνωθεί.

Πού διαφέρει το συγκεκριμένο ποίημα από τα άλλα ποιήματα του Καβάφη; 
Αντίθετα
προς άλλα καβαφικά ποιήματα, τα οποία διακρίνονται για την εκφραστική
τους λιτότητα και πεζολογία,  το παρόν έργο αναδίδει έντονο ρητορικό, στομφώδες ύφος και είναι διανθισμένο με πολλά κοσμητικά επίθετα ποικίλων σημάνσεων. Στους στ. 18-31 ιδιαίτερα βλέπουμε να χρησιμοποιείται, κατά σχήμα ασύνδετο, πλήθος επιθέτων και ονομάτων. Η χρήση αυτή συνιστά παρέκκλιση του ποιητή από το γνωστό λιτό ύφος του.

Ποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καβαφικής ποίησης συναντάμε στο ποίημα;
1) Ειρωνεία : η
ειρωνεία στο ποίημα συνδέεται με τη στάση των Λακεδαιμονίων, η
οποία αποτελεί το αντικείμενο της ειρωνείας. Αξίζει να αναφέρουμε
ότι τα ειωνικά σχόλια του ποιητή ξετυλίγονται κλιμακωτά : από τη λεπτή
ειρωνεία στον σαρκασμό. 
Η ειρωνική διάθεση γίνεται πιο φανερή με τους στ. 7-11.
Κάτι παρόμοιο ισχύει και με τον στ. 12: συνδυάζει κατανόηση για την
σπαρτιατική στάση και κατειρώνευσή της συγχρόνως. Η λανθασμένη επιλογή
των Σπαρτιατών τονίζεται όλο και περισσότερο καθώς ο ποιητής εξαίρει
τόσο τις νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (με το ρήμα εσαρώθη και τη χρήση
πολλών επιθέτων), όσο και τα θαυμαστά αποτελέσματα της εκστρατείας του.
Έτσι η διάθεση του ποιητή απένατι στη στάση των Λακεδαιμονίων
δικαιολογημένα από λεπτά ειρωνική γίνεται σαρκαστική και απαξιωτική
(“Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!”)

2) Πεζολογικό ύφος
:Σχεδόν τίποτα δε θυμίζει την κλασική μορφή ποιημάτων που έχουμε ως
στερεότυπο στο μυαλό μας. Απουσιάζει ασφαλώς η ομοιοκαταληξία και η
ποιητική έκφραση, με μόνη εξαίρεση τη συσσώρευση επιθέτων που γίνεται σε
κάποια ενότητα του ποιήματος και εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο.

3) Δημοτική γλώσσα με στοιχεία καθαρεύουσας/αρχαΐζουσας και ιδιωματικές λέξεις
: ο Καβάφης χρησιμοποιεί στο ποίημα του κυρίως τη δημοτική και την
διανθίζει με λόγιους τύπους (ήσαν, υπηρέτας, Περσιδι), που εξυπηρετούν
είτε τον ιστορικό χαρακτήρα του ποιήματος, είτε την ειρωνική του
διάθεση  και ιδιωματικές εκφράσεις (π.χ. “τες”).

4) Διδακτικός τόνος
: Ακόμα και σε ένα ιστορικό κατά βάση ποίημα, ο Καβάφης δεν παραλείπει
την προβολή μιας στάσης ζωής (modus vivendi). Αυτό που θέλει μεταξύ
άλλων να τονίσει ο ποιητής είναι η ανάγκη υποταγής του “εγώ” στο
“εμείς”, όταν οι συνθήκες το απαιτούν.

5) Νοσταλγική μετατόπιση στο χώρο και το χρόνο
: Όπως αναφέρθηκε στα χρονικά επίπεδα του ποιήματος, ο χρόνος
μετατοπίζεται αρχικά στο 334 π.Χ και μετά στο 200 π.Χ. για να αναδείξει
την αξία της πανελλήνιας εκστρατείας και τις επιρροές που έχει αόμα και
σε μια περίοδο παρακμής του ελληνισμού. Ο χώρος μετατοπίζεται σε κάποιο
ελληνιστικό βασίλειο της Ανατολής, λίγο πριν την πτώση του, όπου ζει στα
200 π.Χ. ο φανταστικός αφηγητής του ποιήματος.



Οι ιδέες που προβάλλονται στο ποίημα
1. Η πανελλήνια εκστρατεία και τα αποτελέσματά της : Ο αφηγητής δίνει ιδιαίτερη έμφαση :
α) στη μεγάλη διασπορά του Ελληνισμού (“με τες εκτεταμένες επικράτειες”)
β) στον κοσμοπολιτισμό ως τρόπο ζωής (“με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών”)
γ) στη διάδοση της Ελληνικής γλώσσας (“Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά”)
Τα
δύο τελευταία είναι ίσως και πιο σημαντικά, μιας και θα επιβιώσουν για
πολλές γενιές (ακόμα και μετά το 200 π.Χ., όταν δηλαδή η ελληνική
επικράτεια έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων) Η ελληνική γλώσσα και ο
πολιτισμός εςπιβιώνουν ως και το 1931, με ζωντανή απόδειξη τον ίδιο τον
Καβάφη, που είναι ένας Έλληνας της διασποράς.



2. Η στάση των Λακεδαιμονίων : Ο
αφηγητής είναι είρωνας και αυστηρός εναντίον των Σπαρτιατών. Ο εγωισμός
τους τούς οδήγησε στην αδυναμία να προσαρμοστούν στις νέες ιστορικές
καταστάσεις. Αν και καταλαβαίνει το λόγο της άρνησής τους, τους
κατηγορεί που τυφλωμένοι από το παρελθόν δεν μπόρεσαν να διακρίνουν το
νέο  κόσμο που γεννιόταν.


Επιμέλεια : Νίκος Μελιγκώνης





Απαγγελία του ποιήματος : Γ.Π. Σαββίδης


Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Στα 200 π.Χ. (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Όσο μπορείς (Κωνσταντίνος Καβάφης)

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ
Κ.Π. Καβάφης

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.  


ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

 ΔΟΜΗ
1η ενότητα (γαλάζια) : “Μην εξευτελίζεις τη ζωή σου”
2η ενότητα (πράσινη) : “τρόποι εξευτελισμού και αποτέλεσμα”
ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΡΕΝΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
“Θα
συνιστούσα αυτό το ποίημα να το μάθουν απόξω, όσο γίνεται περισσότεροι
άνθρωποι, και να το ξαναδιαβάζουν, να το ξαναλένε στον εαυτό τους,
όπως, να πούμε, είναι κάτι τέτοια ποιήματα – ξέρω γω – σαν το “Αν
μπορείς” του Κίπλινγκ, έτσι … Αυτό… να το μάθουν απόξω και να το
λένε. Λέγεται Όσο μπορείς.  
Προσέχετε τι λέει; Και σκεφτείτε τη ζωή μας, τη δικιά μας, τη ζωή των κοινωνιών των συγχρόνων, τη ζωή των εκδηλώσεων…

Όλοι πολλοί μαζί… στέκουν όρθιοι, λένε λόγια… τούτο… κείνο…
τάχα αγαπιούνται… φιλιούνται — φιλάν τον αέρα, δεξιά κι αριστερά απ’
τα μάγουλα ο καθένας, κανένας δε φιλάει πράγματι τα μάγουλα, κανένας
δε φιλάει πράγματι το στόμα, κανένας δεν επιθυμεί πράγματι όσο λέει πως
επιθυμεί τον άλλο, “Α!…τι ωραία που σε είδα!…”

Αυτή είναι η πολλή συνάφεια του κόσμου, οι πολλές κινήσεις κι ομιλίες,
κι όλη αυτή η ψευτιά, το θέατρο… – η οποία, λέει, εξευτελίζει τη
ζωή… την εκθέτει… στην καθημερινήν ανοησία των σχέσεων και των
συναναστροφών.

Εδώ δείχνεται ο πράγματι – θα έλεγα – επαναστατικός Καβάφης, προσωπικά
επαναστατικός, – γιατί δεν ξέρω αν επανάσταση είναι η φωνή…, η
επίθεση…, η μάχη… και μήπως είναι πιο φοβερή επανάσταση η απόφαση
ότι δεν έχω καμμιά σχέση με το κακό και τη φλυαρία αυτού του κόσμου !

Τον είπανε ποιητή της παρακμής…, αυτά είναι γελοιότητες. Ας στο
ξαναλέει ο καθένας, ας το μάθει απόξω αυτό το ποίημα – θα του κάνει
καλό –

Αν γλιτώσει και μία μονάχα απ αυτές τις εκδηλώσεις κι απ αυτές τες
συνάφειες και τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες, – θα είναι μεγάλο κέρδος.”
ΚΑΠΟΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Το ποίημα γράφτηκε το 1913 και ανήκει στα φιλοσοφικά ή διδακτικά/παραινετικά ποιήματα του Καβάφη. Σύμφωνα με τον Παπανούτσο τα φιλοσοφικά ποιήματα του Καβάφη χωρίζονται στις παρακατω κατηγορίες :
α) σε αυτά που καταπιάνονται με το θέμα των τειχών (δηλαδή του αποκλεισμού από την αληθινή ζωή)
β) σε όσα  θέτουν  το θέμα της ύβρεως,(δηλαδή της αλαζονικής συμπεριφοράς)
γ) σε όσα μιλούν για τη ματαιότητα του πλούτου και της φήμης
δ) σε όσα τοποθετούνται στο θέμα της αξιοπρέπειας.
Το “Όσο μπορείς” μιλάει για την αξιοπρέπεια.
ΤΟ ΘΕΜΑ
Ο
ποιητής προτείνει πρακτικούς κανόνες και ηθικές αρχές για την
καθημερινή κοινωνική ζωή. Με στόχο την προστασία της ατομικότητας και
της αξιοπρέπειας, απευθύνει ένα σύντομο υπόδειγμα ζωής στον αναγνώστη
και ξετυλίγει τη βιοθεωρία του.
Ο ΤΙΤΛΟΣ
Ο
τίτλος του ποιήματος είναι κειμενικός (δηλαδή υπάρχει και μέσα στο
κείμενο/ποίημα). Ο Καβάφης προτείνει να ακολουθήσουμε το δύσκολο δρόμο
της αντίστασης στη μαζοποίηση. Αναγνωρίζει τις δυσκολίες που υπάρχουν
και γι’αυτό δεν είναι απόλυτος και αυστηρός. Η φράση “όσο μπορείς”
τονίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος και τον προσωπικό αγώνα που ο
καθένας μας πρέπει να δώσει.

Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ Β’ ΕΝΙΚΟΥ
Ο
Καβάφης χρησιμοποιεί το β’ ενικό μιας και πρόκειται για ένα παραινετικό
ποίημα που απευθύνεται στον αναγνώστη. Ο ποιητικός τόνος γίνεται
οικείος, ζεστός και άμεσος. 



ΠΟΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΦΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ;
1. Η καβαφική αξιοπρέπεια/ η αίσθηση του χρέους
: προβάλλεται στο ποίημα και αποτελεί βασική αξία του. Ο άνθρωπος
οφείλει όταν βλέπει ότι διάφορα όνειρά του δεν μπορούν να
πραγματοποιηθούν, να είναι αξιοπρεπής και να μη θυσιάζει την ατομικότητά
του στο βωμό ανούσιων συναναστροφών μόνο και μόνο για να γίνει
κοινωνικά αποδεκτός.

2. Η γλώσσα
: είναι η γνωστή ιδιότυπη καβαφική γλώσσα : δημοτική (π.χ. εξευτελίζεις
αντί ευτελίζεις), καθαρεύουσα/ αρχαΐζουσα (την καθημερινήν) και
ιδιωματισμούς (στες αντί στις, πηαίνοντας αντί πηγαίνοντας)

3. Πεζολογικό ύφος
: δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία, ούτε πολλά επίθετα και εκφραστικά μέσα.
Μοιάζει σα να είναι προφορικός ο λόγος του Καβάφη, κάτι που εξυπηρετεί
το παραινετικό στυλ του ποίηματος.

ΑΝΑΛΥΣΗ Α’ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Από
την αρχή του ποίηματος φαίνεται ότι ο Καβάφης αναγνωρίζει ότι ο καθένας
μας έχει το δικαίωμα να κάνει όνειρα στη ζωή του και να την σχεδιάζει
όπως θέλει. Πολύ συχνά συμβαίνει όμως κάποια από τα όνειρά μας να μένουν
απραγματοποίητα. Γι’αυτή την περίπτωση μας μιλάει ο ποιητής. Θεωρεί ότι
στη ζωή γίνεται ένας διμέτωπος αγώνας : αγωνιζόμαστε να κερδίσουμε
διάφορα πράγματα και ταυτόχρονα αγωνιζόμαστε να μη χάσουμε άλλα,
οφείλουμε να προσπαθούμε να ζούμε όπως θέλουμε, αλλά ταυτόχρονα θα
πρέπει να προσπαθούμε να ζούμε κι όπως πρέπει. Όταν η ζωή μας δεν είναι
πραγματικά αυτή που ονειρευόμασταν, θα πρέπει να προσπαθούμε να μη
γίνεται φτηνή και απρόσωπη.

Χρησιμοποιώντας
το ρήμα “προσπάθησε”, το επίρρημα “τουλάχιστον” και τη φράση “όσο
μπορείς” δείχνει ότι δεν είναι αυστηρός και ότι κατανοεί τις δυσκολίες
που υπάρχουν. Η προτροπή του (“μην την εξευτελίζεις”) έρχεται μετά από
μια άνω κάτω τελεία για να τονιστεί ιδιαίτερα. Οι φθοροποιές δυνάμεις
είναι :

α) η πολλή συνάφεια του κόσμου (οι καθημερινές ανόητες, άσκοπες, ανούσιες συναναστροφές)
β) οι πολλές κινήσεις και ομιλίες (οι ηχηρές, πολύβουες συμμετοχές σε κοσμικότητες, η υπερβολική συμπεριφορά, η υπερέκθεση)


ΑΝΑΛΥΣΗ Β’ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Επαναλαμβάνεται
η προτροπή “μη την εξευτελίζεις” κι έτσι γίνεται ο συνδετικός κρίκος
ανάμεσα στις δύο ενότητες, ενώ ταυτόχρονα παίρνει κυρίαρχη θέση μέσα στο
ποίημα. Οι μετοχές που ακολουθούν είναι όλες τροπικές, φανερώνοντας το
τρόπο με τον οποίο η ζωή μπορεί να εξευτελιστεί. Το αντικείμενο των
μετοχών είναι πάντα η ζωή, ενώ το γεγονός ότι τίθενται σε ενεργητική
φωνή υποδηλώνει την εκκούσια συμμετοχή του καθενός μας στον πιθανό
εξευτελισμό. Οι τρεις μετοχές παραθέτονται κλιμακωτα : πηαίνοντας
(τονίζεται η απόσπαση της ζωής από τον άνθρωπο), γυρίζοντας (τονίζονται
οι μηχανιστικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις) και εκθέτοντας (τονίζεται η
ματαιοδοξία και η επιδειξιομανία ενός ανθρώπου ρηχού). 

Αν
ο άνθρωπος διαπράξει το αδίκημα να σπαταλήσει το δώρο της ζωής σε
φθηνές κοινωνικές σχέσεις και σε ρηχές συνομιλίες, υπερβαίνοντας τα όρια
της αξιοπρέπειάς του, απλά και μόνο για δείξει ότι ανήκει κι αυτός στη
μάζα και να φανεί, τότε θα απογυμνωθεί από κάθε αξία και θα είναι άξιος
λύπησης. Η ηθική απογύμνωση και η αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό
του είναι το αποτέλεσμα, αν δε θέτει όρια, αν δεν έχει το θάρρος και τη
λεβεντιά να υψώσει το δικό του ανάστημα στο κοινωνικά αποδεκτό, όταν
αυτό είναι επικίνδυνο.  

Ο
Καβάφης δεν μας αποτρέπει από το να είμαστε κοινωνικοί, αλλά καταδικάζει
την κακής ποιότητας κοσμικότητα, την κοινωνική υποκρισία, τις αληθινές
δηλαδή όψεις της αντικοινωνικότητας.

ΜΕ ΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΜΑΣ;
Η
πνευματική καλλιέργεια, η αυτογνωσία και τα ποικίλα ενδιαφέροντα
προάγουν την αυτοεκτίμηση. Αν δεν υπάρχουν αυτά, τότε η ζωή γίνεται σα
μια ξένη, δηλαδή δεν είμαστε πια ο εαυτός μας, χάνουμε την ατομικότητά
μας και αυτό μας γίνεται βάρος (φορτική). 


Επιμέλεια : Νίκος Μελιγκώνης
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ 


“Όσο μπορείς”


“Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον” 
ποίημα του Κ.Π. Καβάφη
απαγγελία : Δημήτρης Χορν
μουσική επένδυση : Μάνος Χατζιδάκις
Την οπτικοποίηση του ποιήματος έκανε ο φίλος Σταύρος Δάλκος 


Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Όσο μπορείς (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Τ’ αγνάντεμα (Αλέξανδρος

Τ’ ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ
              Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 


Επάνω
στον βράχον της ερήμου ακτής, από παλαιούς
λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της
Παναγίας της Κατευοδώτρας. Όλον τον χειμώνα παπάς δεν
ήρχετο να το λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται ανά το
πέλαγος το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα
λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την
πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην
γην, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού
στεφανώνει την κορυφήν του.

Όλον
τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να
δοξολογήση. Μόνον την ημέρα των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος
του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του
Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά
και κυματίζοντα βαθιά γένεια, ένας γέρων ιερεύς “ως
νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων” δια να λειτουργήση το
παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες
βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο
με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα
βοσκόπουλά των τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξευραν να
κάμουν τον σταυρόν τους, δια ν’ αγιασθούν και να
λειτουργηθούν εκεί· και εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο
γηραιός παπάς με τους πτερυγίζοντας βοστρύχους εις το
φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα,
κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα
εις αγρίους θαλασσοπλήκτους βράχους, δια να φωτίση κι αγιάση τ’
αφώτιστα κύματα.

Τον
άλλον καιρόν ήρχοντο, συνήθως την άνοιξιν, γυναίκες
ναυτικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν’ ανάψουν
τα κανδήλια, και παρακαλέσουν την Παναγίαν την
Κατευοδώτραν να οδηγήση και κατευοδώση τους θαλασσοδαρμένους
συζύγους και τους πατέρας των. Ωραίες κοπέλες με υποκάμισα
κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιές ψιλοκεντημένες, με τους χυτούς
βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να
ικετεύσουν δια τ’ αδελφάκια των που εθαλασσοπνίγοντο δι’ αυτάς,
δια να τις φέρουν προικιά από την Πόλιν, στολίδια από
την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν. “Πάντα νά’ρχωνται,
πάντα να φέρνουν”. Βοϊδάκια λογικά, που ώργωναν αντί της
ξηράς την θάλασσαν· φρόνιμα όπως τα δύο εκείνα τέκνα της
ιερείας της Δήμητρος, τα μακαρισθέντα. Νεαραί γυναίκες
ρεμβάζουσαι και μητέρες συλλογισμέναι ήρχοντο δια να καθίσουν
και αγναντέψουν.

* * *
Άμα
είχαν φωτισθή τα νερά, ή οψιμώτερα, αφού είχαν περάσει κ’
αι Απόκρεω, συνήθως περί την β΄ εβδομάδα των Νηστειών, αφού
είχαν γευθή πλέον αχινούς και στρείδια αρκετά, οι ναυτικοί
μας επέβαιναν εις τα βρίκια, εις τις σκούνες των, κ’
εμίσευαν· επήγαιναν να ταξιδέψουν. Τον καιρόν εκείνον, καράβια
και γολέτες “έδεναν” μεσούντος του φθινοπώρου. Οι
θαλασσινοί μας αγαπούσαν πολύ της εστίας την θαλπωρήν, τον
καπνόν του μελάθρου, και το θάλπος της αγκάλης. Και όταν
επανήρχετο η άνοιξις εις την γην, τότε αυτοί επέστρεφαν εις την
θάλασσαν.

Εσηκώνοντο
στα πανιά τα αιμωδιασμένα και ναρκωμένα από την μακράν
ραστώνην σκάφη ανά δύο ή τρία την αυτήν ημέραν· και η σκούνα
έφερνε βόλτες εις τον λιμένα, αν ήτο εναντίος, ή και
ούριος αν ήτο, ο άνεμος. Η βάρκα επερίμενε διπλαρωμένη έξω εις
την προκυμαίαν. Ο καπετάνιος δεν ετελείωνε τους
αποχαιρετισμούς εις την οικίαν· και ο λοστρόμος εμάκρυνε τις
παινετάδες εις τα καπηλειά. Κ’ η βάρκα επερίμενε. Και ο
μούτσος έχασκε καθήμενος έξω, επάνω στο κεφαλόσκαλον. Και ο
νεαρός ναύτης, όστις είχεν έλθει με τον μούτσον τώρα από
την σκούνα, που ήτον στα πανιά, εγίνετο άφαντος. Δύο άλλοι
σύντροφοι, περασμένοι στα χαρτιά, ναυτολογημένοι,
έλειπαν. Κανείς δεν ήξευρε που ήσαν. Και μέσα εις το πλοίον,
οπού έφερνε βόλτες-βόλτες, κ’ εστρέφετο ως δεμένον περί κέντρον
αόρατον -το κέντρον ήτο μέσα εις τας καρδίας και εις τας
εστίας των ναυτικών- άλλος δεν ήτο ειμή ο πηδαλιούχος, ο
μάγειρος, κ’ ένας επιβάτης, ξένος κ’ έρημος, εις τον οποίον
είχαν ειπεί, “τώρα, στη στιγμή, να, τώρα-τώρα θα φύγουμε” κ’
είχε μπαρκάρει, ο άνθρωπος, από δώδεκα ώρας πριν.

Ο
πλοίαρχος έπρεπε να βάλη εμπρός την καπετάνισσαν· αυτή
ώφειλε να προπορευθή, επειδή ήτον τυχερή, βέβαια· κ’ έτσι
απεφάσιζε να μπαρκάρη. Τέλος εσυμμαζεύετο ο λοστρόμος,
ανεκαλύπτοντο οι δύο απόντες σύντροφοι, εξεκολλούσε ο πλοίαρχος,
έπεφταν τρομπόνια αρκετά, τρομπόνια από το πλοίον,
τρομπόνια έξω από την πόλιν· έκοφταν, εψαλίδιζαν τις βόλτες
ταχύτερα, συντομώτερα, ως να εσφίγγοντο δια να κόψουν
την αόρατον εκείνην κλωστήν, το λεπτόν ισχυρόν νήμα, ως μίαν
τρίχα ξανθήν μακράς κυματιζούσης κόμης· και το σκάφος
έβαλλε πλώρην προς βορράν.

* * *
Την
ημέραν εκείνην, και τας άλλας ημέρας της αρχής του έαρος,
καραβάνια γυναικών, ασκέρια, φουσάτα γυναικών, ανείρπον,
ανέβαινον, ανήρχοντο επάνω στην ρεματιάν, το ρέμα-ρέμα, τον
ελικοειδή δρομίσκον, όστις διαχαράσσεται ανά τους λόφους
τους τερπνούς με τας χιλιάδας των ελαιοδένδρων, τον
αειθαλή πρασινόφαιον στολισμόν της μεγάλης κοιλάδος με τας
ράχεις, με τας κορυφάς, με τας εσοχάς και εξοχάς, ανετώτερον
από την κυματίζουσαν ποδιάν της βοσκοπούλας του βουνού,
πολυπτυχώτερον από την χρυσοκέντητον εσθήτα της νύμφης. Επάνω
εις τον βράχον της ερήμου βορεινής ακτής, πλησίον εις το
λησμονημένον παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας, εκεί
εγίνετο το μάζεμα των γυναικών, η σύναξις η μεγάλη.

Τότε
έλαμπον με μεγάλες φωτιές τα κανδήλια της Παναγίας της
Κατευοδώτρας. Η γραία Μαλαμίτσα, η κλησάρισσα του Αγίου
Νικολάου, έβαλλε τις φωνές· έκανε το κακό… εμάλωνε με
όλες τις γυναίκες. Αυτή επήρε το καλαθάκι της, την ρόκα της, τ’
αδράχτι της, και ήλθεν από τον Άγιον Νικόλαον επίτηδες,
κατά παραγγελίαν του κυρ Αγγελή, του επιτρόπου… δια να μαλώση
τις γυναίκες, τις ευλαβητικές (αλλοίμονον! η ευλάβειά
μας είναι για το συφέρο! έλεγε σείουσα την κεφαλήν), να μην το
παρακάνουν και χύνουν λάδια πολλά και καταλαδώνουν το
έδαφος του ναού, και τα στασίδια, και τ’ αναλόγι, και τα
δύο-τρία παμπάλαια βιβλία που ήσαν εκεί, και τα μανάλια
και τον τοίχον, και το τέμπλο, και τις ποδιές, και αυτάς τας
αγίας εικόνας. Αλλ’ οι γυναίκες δεν την άκουαν. Τι
χρειάζονται τόσες φωτιές, σαν πυροφάνια, εφώναζεν η
γρια-Μαλαμίτσα. Αυτή είχε μάθει από τον γέροντά της τον
παπα-Γεράσιμον, ότι οι φωτιές των κανδηλιών πρέπει να είναι
μικρές, τόσες δα, σαν λαμπυρίδες. Του κάκου. Κανείς δεν
την ήκουε.

Οι
ορμαθοί των γυναικών ομάδες-ομάδες, συγγενολόγια…,
διεσπείροντο εις μικρούς όχθους, εις πτυχάς του βράχου, ανάμεσα
εις θάμνους και χαμόκλαδα, εις μέρη υψηλά και εις μέρη
υπήνεμα· ήρχοντο με τα καλαθάκια τους, με τα μαχαιρίδιά τους…
διότι πολλαί εξ αυτών ησχολούντο να βγάλουν
αγριολάχανα… με τα προγεύματά τους τα σαρακοστιανά, και αφού
είχαν ανάψει τα κανδήλια της Παναγιάς, αφού είχαν κάμει
μετάνοιες στρωτές πολλές, κ’ είχαν κολλήσει αφιερώματα εις την
εικόνα, κ’ είχαν χορτάσει τ’ αυτιά τους από τας
νουθεσίας της γρια-Μαλαμίτσας, εστρώνοντο εκεί εις την δροσεράν
χλόην κι αγνάντευαν κατά το πέλαγος.

Τα
βοσκόπουλα εκείνα τ’ άγρια κι αχτένιστα κι απλοϊκά, που τις
έβλεπαν από μακράν σαν σκιασμένα, απορούσαν κ’ έλεγαν:

– Κοίτα τις! στα μάτια έκαμαν.

* * *
Ως
τόσον αι γυναίκες των θαλασσινών αγνάντευαν. Ιδού το βρίκι
του καπετάν Λιμπέριου του Λιμνιού· είχε σηκωθή στα πανιά
αργά την νύκτα· με το απόγειο της νυκτός ηύρε το ρέμα και
απεμακρύνθη κ’ εχώνεψε. Κατευόδιο καλό. Η προσευχή των μικρών
παιδιών του ας είναι ως πνοή στα πανιά, στα ξάρτια του
καραβιού σας… στο καλό, στο καλό!

Ιδού
το καράβι του καπετάν Σταμάτη του Σύρραχου. Υπερήφανα,
καμαρωμένα, αδελφωμένα τα δύο, αυτό κι ο πλοίαρχός του, πάνε να
μας φέρουν καλά, να μας φέρουν στολίδια. Στο καλό, πουλί
μου, στο καλό.

Ιδού
και η γολέτα του καπετάν Μανώλη του Χατζηχάνου… Η ψυχή
μου, η πνοή μου να είναι πάντα στα πανιά σου, ωσάν λαμπάδα του
Επιταφίου, να διώχνη τα μαύρα, τα κατακόκκινα τελώνια,
πριν προφτάσουν να κατακαθίσουν στα πινά σου. Σύρε, πουλί μου,
στο καλό, και στην καλή την ώρα! Στο καλό!

Να
κ’ η σκούνα του καπετάν Αποστόλη του Βιδελνή,
καινούργιο σκαρί, η τετάρτη ή πέμπτη, την οποία κατορθώνει εντός
δεκαετίας να σκαρώση, μ’ όλην της τύχης την καταδρομήν.
Έπεσε πολύ γιαλό, δεν την ηύρε καλά το απόγειο κι άργησε.
Διακρίνεται το πλήρωμα, οι άνθρωποι σαν ψύλλοι, που
πηδούν εμπρός κι οπίσω στην κουβέρτα. Δούλευέ τα, καπετάνιο μου!
(Η) Παναγιά μπροστά σας! Στο καλό, στο καλό!

* * *

Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γρια-Συρραχίνα,
παλαιά καπετάνισσα· με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι
της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε
κι ανέβη τον ανήφορο και ήλθε – δια να καμαρώση, ίσως δια
τελευταίαν φοράν, το καράβι του γυιού της που έφευγε. Ξέρετε
τι μεγάλη χάρη έχει, και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς
αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης;

– Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν αι άλλαι, ας έχη δόξα το όνομά της.

– Το εξωκκλήσι αυτό αγίασε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα· πρωτύτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός.

– Γιατί;


Βλέπετε κείνον το βράχο, κάτω στο κύμα, που ξεχωρίζει απ’ το
γιαλό;… που φαίνεται σαν άνθρωπος, με κεφάλι και με
στήθια… που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είναι το Φλανδρώ.


Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι
έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρης καλύτερα, θεια-Φλωρού.

– Το βλέπετε κ’ είναι ξέρα, είπεν η Φλωρού, η Συρραχίνα· μια φορά κ’ έναν καιρό ήτον άνθρωπος.

– Άνθρωπος;

– Άνθρωπος καθώς εμείς. Γυναίκα.

Αι άλλαι ήκουον με απορίαν. Η γρια-Συρραχίνα ήρχισε να διηγήται:

“Στον
καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήτον μια κόρη αρχοντοπούλα,
που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Η Φλανδρώ είχε νοματιστή έτσι
-καθώς μού’πε ο πνευματικός, απάνω στον Αϊ-Χαράλαμπο·
όσο τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του. Ήμουν μικρό κορίτσι,
δώδεκα χρονώ, και μ’ επήγε η μάννα μου να ξαγορευτώ, τη Μεγάλη
Τετράδη… τι να ξαγορευτώ, εγώ τίποτα δεν ήξερα, τα
ξεράματά μου… το τι μόλεε ο πνευματικός δεν αγροικούσα, φωτιά
που μ’ε!… Το νόημά του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα
θυμούμουν κ’ ύστερ’ από χρόνια… το κορίτσι πρέπει νά’ναι
φρόνιμο και ντροπαλό, νά’ναι υπάκοο, να μην κοιτάζη τους
νιούς, ν’ αγαπά τον κύρη του και τη μαννούλα του· και σαν
μεγαλώση, και δώση ο Θιός και παντρευτή, με την ευκή των
γονιώ της, άλλον να μην αγαπά απ’ τον άνδρα της.

“Μόφερε
το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων… Οι παλιοί Έλληνες,
που προσκυνούσαν τα είδωλα… Κείνον τον καιρό ήτον μια που
την έλεγαν Φλάνδρα, Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πη Φιλανδρώ.
Φιλανδρώ θα πη μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν,
Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον ανδρα της, όσο που
έχασε τ’ αγαθά του κόσμου, κ’ έγινε πέτρα γι’ αυτό. Τον καιρόν
εκείνο ήτον ένας καραβοκύρης, όμορφο παλληκάρι, κι
αγάπησε το Φλανδρώ, και την εγύρεψε, και της έδωσε αρραβώνα. Σαν
της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούργιο καράβι· και σαν
εσκάρωσε το καράβι, έγινε κι ο γάμος· και σαν έγινε ο γάμος,
έρριξε το καράβι στο γιαλό, κ’ εμπαρκάρισε κ’ επήγε να
ταξιδέψη.

“Τότε
το Φλανδρώ ήρθε ν’ αγναντέψη, σαν καλή ώρα, σ’ αυτόν τον
έρμο το γιαλό. Ξεκολλούσε η ψυχή της που έφευγε ο άνδρας της·
δεν μπορούσε να το βαστάξη, να στυλώση την καρδιά της.
Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κ’ έκλαψε πικρά κ’ έπεσαν τα
δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν, κ’
εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι αγρίεψαν κ’ εθέριεψαν… και στο
δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της
Φλανδρώς, κ’ έγινε αγυρισιά του… Και το Φλανδρώ ήρθε κ’
εξαναήρθε σ’ αυτόν τον έρμο γιαλό κ’ εκοίταζε κι αγνάντευε… κ’
επερίμενε, κ’ εκαρτερούσε, κι απάντεχε… Πέρασαν
μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυο χρόνια, πέρασαν τρία… και το
καράβι πουθενά δεν εφάνηκε… και το Φλανδρώ έκλαψε,
και καταράστηκε την θάλασσα, και τα μάτια της εστέγνωσαν, και
δεν είχε πλια δάκρυ να χύση… και παρακάλεσε τους θεούς
της που ήταν είδωλα, πέτρες, να της κάμουν τη χάρη να γίνη κι
αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα… και το ζήτημά της έγινε
και την έκαμαν βράχο ξέρα… με το σκήμα τ’ ανθρωπινό, που
τρίβηκε και φθάρηκε απ’ τα κύματα ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια·
και το ανθρωπινό σκήμα φαίνεται ακόμα· και να ο βράχος
εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογγά
απάνω της το κύμα… κ’ η φωνή της, το βογγητό της γίνεται ένα
με το βογγητό της θάλασσας… Να η ξέρα εκεί. Αυτή ‘ναι η
Φλανδρώ.

“Ύστερα,
με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά,
για να βαφτιστή η πλάση, μια χριστιανή αρχόντισσα, η
Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυο
καράβια έταξε στην Παναγία, κ’ έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το
καλό κατευόδιο των παιδιώνέ της… Ας δώσ’ η Παναγιά
και σήμερα νά’ναι καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέλφια
σας και στους γονιούς σας”.

– Φχαριστούμε· ομοίως και στα παιδάκια σου, θεια-Φλωρού!

* * *
Ο
ήλιος εχαμήλωνε κατά το βουνό, τα πρώτα πλοία είχαν γίνει
άφαντα προ ώρας· και η τελευταία γολέτα, μικρόν κατά μικρόν,
εχώνευεν εις το μέγα πέλαγος. Τα συγγενολόγια και τα φουσάτα
των γυναικών, με τα καλαθάκια και τα μαχαιράκια τους,
διεσπάρησαν ανά τους λόφους, κ’ έβγαζαν καυκαλήθρες και
μυρόνια, κ’ έκοφταν φτέρες κι αγριομάραθα. Σιγά-σιγά κατέβη ο
ήλιος εις το βουνόν και αυταί κατήλθον εις την πολίχνην.

Η
νυκτερινή αύρα εσύριζεν εις τα δένδρα, και οι λογισμοί
των γυναικών επετούσαν μαζί της, κ’ έστελλαν πολλάς ευχάς εις τα
κατάρτια, εις τα πανιά και εις τα εξάρτια των καραβιών.
Και βαθιά, εις την σιωπήν της νυκτός, τίποτε άλλο δεν ηκούσθη
ειμή το λάλημα του νυκτερινού πουλιού, και το άσμα μιας
τελευταίας συντροφιάς ναυτικών, μελλόντων ν’ αναχωρήσωσιν
αύριον. “Σύρε, πουλί μου στο καλό – και στην καλή την ώρα”.
Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Τ’ αγνάντεμα (Αλέξανδρος

Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Η Λήθη (Λορέντζος Μαβίλης)

 Η ΛΗΘΗ
                      Λορέντζος Μαβίλης 


Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.
Κατηγορίες: ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κείμενα Γ’ Γυμνασίου : Η Λήθη (Λορέντζος Μαβίλης)