Ορισμός και φύση της επιθετικότητας: Επιθετικότητα είναι εκείνη η δύναμη μέσα στο άτομο που του παρέχει ώθηση και ζωντάνια νοηματοδοτώντας έτσι τις πράξεις του.
Πιο συγκεκριμένα, η φύση της επιθετικότητας δεν είναι πάντα βίαιη και καταστρεπτική, αλλά δύναται να ενέχει μία καλή, χρήσιμη και υγιής μορφή, διότι παρέχει κίνητρο σε κάθε άνθρωπο να υπερπηδήσει δυσκολίες και να ανταποκριθεί λειτουργικά σε επικίνδυνες και δυσάρεστες καταστάσεις.
Η υγιής επιθετικότητα θεωρείται σημαντικός παράγοντας για την επίδειξη πρωτοβουλίας και υγιούς συναγωνισμού, αποτελώντας ταυτόχρονα αρωγό για την ανεξαρτητοποίηση του εκάστοτε παιδιού, την συλλογή γνώσεων και της κυριαρχίας του επί του περιβάλλοντός του.
Η διπολική φύση της επιθετικότητας, ωστόσο, δημιουργεί βίαιες, εχθρικές και καταστρεπτικές καταστάσεις, στις οποίες τα άτομα και ιδίως τα παιδιά δεν μπορούν να εκφράσουν θετικά συναισθήματα.
Αυτή η ανεπιθύμητη πλευρά της επιθετικότητας προκαλεί ανησυχία στους γονείς, στους εκπαιδευτικούς και σε όσους αποτελούν θύματα της συμπεριφοράς αυτής.
Για τους λόγους αυτούς, ο έλεγχος της επιθετικότητας και ο περιορισμός της αποτελούν βασικούς στόχους της κοινωνικοποίησης των νεαρών ατόμων απασχολώντας έντονα τον περίγυρό τους, με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς να κρίνεται σημαντικό να προσφέρουν τη βοήθειά τους ούτως ώστε εκείνα να εξελιχθούν σε κοινωνικά υπεύθυνα όντα, ικανά να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των άλλων και να ζουν ειρηνικά με τους συνανθρώπους τους.
Μελετώντας την έννοια της επιθετικότητας είναι άκρως απαραίτητη η διαφοροποίηση της επιθετικής ή βίαιης συμπεριφοράς από την επιθετικότητα ως ενόρμηση. Αυτή η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός πως η μία αναφέρεται στο είδος των αντιδράσεων, έτσι όπως μπορεί να καταγραφούν από έναν παρατηρητή, και στην αντικειμενική τους εκτίμηση, ενώ η άλλη μελετά την επιθετικότητα ως ένα στοιχείο της φύσης του ανθρώπου που εκφράζεται με τρόπο έμμεσο και συχνά ασυνείδητο.
Η επιθετικότητα ως βίαιη συμπεριφορά αφορά στις ενέργειες που είναι ικανές να προκαλέσουν βλάβη σε κάποιον/α είτε σε επίπεδο φυσικό είτε σε ψυχολογικό εμποδίζοντας την προσωπική ευημερία και τα επιτεύγματα. Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως, βασικό κριτήριο αποτελούν οι συνέπειες μίας πράξης, επειδή μία ενέργεια μπορεί να έχει καταστροφικές κυρώσεις χωρίς αυτές να είναι σκόπιμες.
Παραδείγματος χάριν, μία μη επιθετική συμπεριφορά θα μπορούσε να είναι το χτύπημα που υπέστη ένα παιδί κατόπιν απρόσεκτης συμπεριφοράς στο χώρο του σχολείου.
Αντιθέτως μία ενέργεια επιθετικότητας που εκτυλίσσεται στο χώρο του σχολείου είναι όταν το παιδί πετάει το παιχνίδι του σε κάποιο φίλο του για να του κεντρίσει την προσοχή, με την δράση αυτή να θεωρείται ως επιθετική ανεξάρτητα από το αν στόχος θα επιτευχθεί ή όχι .
Έτσι σύμφωνα με τους Shafer,Parke και Slaby κριτήριο για τον ορισμό μίας συμπεριφοράς ως επιθετικής, αποτελεί η πρόθεση του ατόμου. Επιπρόσθετα, πολλοί διαφοροποιούν την «εχθρική επιθετικότητα» που αποσκοπεί στην πρόκληση καταστροφής ή βλάβης, από την «λειτουργική επιθετικότητα» που στοχεύει στη διεκδίκηση αντικειμένου(π.χ. παιχνιδιού),χώρου ή προνομίου.
Ο διαχωρισμός αυτών των δύο ενεργειών δεν είναι εύκολος γιατί η ίδια συμπεριφορά εξυπηρετεί διαφορετικές σκοπιμότητες που μπορεί να εκδηλώνονται με εμφανή ή καλυμμένο τρόπο και τα κίνητρα μπορεί να είναι σύνθετα και πολλές φορές ασυνείδητα.
Οι Bandura και Watson, έχουν υποστηρίξει ακόμα ότι η επιθετικότητα μπορεί να αποτελεί προϊόν μάθησης, μέσω αλληλεπίδρασης με το άμεσο και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Αναφορικά με την επιθετικότητα ως ενόρμηση, φαίνεται πως αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της φυσιολογικής λειτουργίας του ατόμου, που εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την ηλικία, το πολιτισμικό πλαίσιο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
Συμπληρωματικά, οι θεωρητικοί της ψυχανάλυσης(Freud), υποστηρίζουν ότι η επιθετικότητα και η σεξουαλικότητα αποτελούν βασικές πηγές ενέργειας.
Ειδικότερα, στόχος της σεξουαλικής ενόρμησης είναι ευχαρίστηση αλλά και η δέσμευση για ζωή, ενώ η επιθετική καταστροφική ενόρμηση ωθεί στη διάλυση των δεσμών. Η σύμπραξη ωστόσο αυτών των δύο τάσεων συγκροτεί μία φυσιολογική συμπεριφορά, η οποία εμφανίζεται σ’ όλες τις ηλικίες και σ’ όλες τις σχέσεις.
Θεωρίες για την παιδική επιθετικότητα
Ένα θέμα που έχει απασχολήσει την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα και αποτελεί «σημείο αμφιλεγόμενο» είναι η αρχική αιτία, με άλλα λόγια η «πηγή» της ανθρώπινης επιθετικότητας. Σε ποιους παράγοντες ,δηλαδή, οφείλονται οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των ατόμων ως προς την επιθετικότητα. Για το θέμα αυτό έχουν διατυπωθεί δύο κύριες απόψεις, αντίθετες μεταξύ τους.
Η μία ιδεολογία δέχεται ότι η επιθετικότητα προκαλείται από ενδογενή αίτια, από κληροδοτημένα «ένστικτα», ενώ κατά την άλλη η επιθετικότητα είναι το αποτέλεσμα των περιβαλλοντικών επιδράσεων, των εμπειριών και των βιωμάτων του ατόμου, αποτελώντας αποτέλεσμα μάθησης.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν εσφαλμένα πως η επιθετικότητα που εκδηλώνουν τα παιδιά τους συνιστά ένα πρωτογενές ένστικτο,το οποίο θα πρέπει να δαμαστεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα.
Αποδίδουν την επιθετικότητα σε εγγενείς ή έμφυτες τάσεις, κατάλοιπο της ζωώδους κληρονομιάς του ατόμου. Έτσι ,μπορεί να τους ακούσουμε να λένε :«Έχει τη βία μέσα του». Και εν συνεχεία να προσθέτουν: «Συμπεριφέρθηκε σαν ζώο».
Αρκετοί είναι οι ειδικοί που υποστηρίζουν ότι η αρχική πηγή της επιθετικότητας βασίζεται σε έμφυτες παρορμήσεις. Αναλυτικότερα ο διάσημος ηθολόγος Konrad Lorenz θεωρεί ότι η επιθετικότητα είναι ένα οικουμενικό πολεμικό ένστικτο τόσο στα ζώα όσο και στον άνθρωπο, το οποίο κατευθύνεται εναντίον των μελών του ίδιου είδους.
Παρεμφερείς απόψεις υποστηρίζει και ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης Sigmund Freud. Δεχόμενοι την άποψη, ότι η επιθετικότητα είναι μία πρωτογενής ενόρμηση, αφήνουμε ταυτόχρονα να εννοηθεί πως αν το άτομο καταπνίγει μέσα του τα εχθρικά του συναισθήματα, θα δημιουργηθούν επικίνδυνες εσωτερικές εντάσεις και πιέσεις, οδηγώντας έτσι σε μία βίαιη και ίσως καταστροφική έκρηξη. Αν δηλαδή η επιθετικότητα είναι πραγματικά μία πρωτογενής βιολογική ανάγκη όπως η πείνα ή η δίψα τότε οδηγεί αναπόφευκτα το άτομο σε επιθετικές ενέργειες.
Οι θεωρητικοί που ασπάζονται αυτές τις αντιλήψεις υποστηρίζουν πως, αν αγνοηθεί το ενστικτώδες αυτό στοιχείο της ζωώδους κληρονομιάς του ανθρώπου, μάταια οι άνθρωποι θα αναζητούν να βρουν τους λόγους που δεν μπορούν να δημιουργήσουν μία τέλεια και ορθολογική κοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, κανένας δεν θα μπορούσε να αναιρέσει το γεγονός ότι οι ενδογενείς βιολογικοί παράγοντες, όπως οι ορμόνες και οι μηχανισμοί λειτουργίας του εγκεφάλου, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της επιθετικής συμπεριφοράς στους ανθρώπους. Υπάρχουν οι εσωτερικές μεταβολές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των λεγόμενων «συναισθημάτων έκτακτης ανάγκης» -της οργής, του φόβου, της ταραχής και του πόνου. Κατά τη διάρκεια μίας τέτοιας κρίσης, οι ορμονικές μεταπτώσεις κινητοποιούν τις δυνάμεις του ατόμου, ώστε να μπορέσει να προετοιμαστεί για μία καθοριστική μάχη ή για μία γρήγορη φυγή στην προσπάθειά του για έναν αγώνα επιβίωσης.
Είναι συνετό να υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος είναι εφοδιασμένος με εσωτερικούς μηχανισμούς που βρίσκονται στον εγκέφαλο και ενεργοποιούνται σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, ενώ παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση κάτω από ήρεμες και ειρηνικές περιστάσεις. Επίσης έχει παρατηρηθεί πως κατόπιν κάποιας ασθένειας ή τραυματισμού αυξάνονται οι πιθανότητες ύπαρξης μίας έντονης επιθετικής συμπεριφοράς. Επιπλέον αξίζει να τονισθεί πως, η εμφάνιση του θυμού και της οργής στον άνθρωπο ρυθμίζονται από τον τόσο εξαιρετικά αναπτυγμένο φλοιό του εγκεφάλου, ο οποίος μπορεί άλλοτε να αναστέλλει και άλλοτε να απελευθερώνει τις επιθετικές συμπεριφορές.
Μία από τις θεωρίες που αφορούν τις πηγές της επιθετικότητας είναι γνωστή ως υπόθεση: «ματαίωση-επιθετικότητα».
Με τον όρο ματαίωση εννοείται η εσωτερική κατάσταση ή το συναίσθημα αναστάτωσης που βιώνει ένα άτομο, όταν ένα ίσως αξεπέραστο εμπόδιο δεν του επιτρέπει την ικανοποίηση μίας ανάγκης ή να φέρει εις πέρας κάποιον επιδιωκόμενο σκοπό.
Η ανάγκη που παρεμποδίζεται από κάποιο εμπόδιο μπορεί εκείνη τη στιγμή να φαίνεται αρκετά σημαντική. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, όταν αυτή είναι αντικειμενικά κρινόμενη, ενδέχεται να είναι και ασήμαντη Για παράδειγμα, ίσως μία τέτοια ανάγκη να είναι η επιθυμία του παιδιού για να φάει ένα δεύτερο κομμάτι γλυκό ή για να δέσει μόνο του τα κορδόνια των παπουτσιών του. Άλλοτε πάλι, ο σκοπός μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας ,όπως είναι η έντονη επιθυμία του παιδιού να περπατήσει, να επικοινωνήσει με το λόγο ή να καταφέρει να διαβάσει. Η απογοήτευση που νιώθει το παιδί, όταν η προσπάθειά του δυσχεραίνεται, δημιουργεί μερικές φορές μία συναισθηματική κατάσταση- θυμό που αυξάνει την πιθανότητα να επακολουθήσει επιθετική συμπεριφορά.
Επιπρόσθετα το αν θα επακολουθήσει ή όχι βία και τι μορφές θα λάβει μετά από τη ματαίωση μιας εμπρόθετης ενέργειας, εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες όπως :τις συνήθειες που έχει αποκτήσει το άτομο στην πορεία της ζωής του, τα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας του, τις επιδράσεις που του έχουν ασκηθεί από επιθετικά μοντέλα ( λόγου χάριν επιθετικοί γονείς), την ανοχή που έδειχναν ή την τιμωρία που του επέβαλλαν τα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του όταν εκδήλωνε τον θυμό του.
Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, υφίστανται διαφόρων ειδών τακτικές με τις οποίες τα άτομα αντιμετωπίζουν το θυμό και την «ευθύνη» στις διάφορες ματαιωτικές καταστάσεις.
Κυρίως όμως παρατηρούνται τρεις βασικοί τύποι:
Α) Αλλοτιμωρητικός τύπος, στον οποίο το άτομο έχει την τάση να συμπεριφέρεται εχθρικά στους άλλους, επειδή τους θεωρεί υπεύθυνους για τις αποτυχίες του.
Β) Αυτό-τιμωρητικός τύπος, σύμφωνα με τον οποίο το άτομο έχει την τάση να αναζητάει την ευθύνη μέσα του και να θεωρεί ότι ο εαυτός του είναι υπεύθυνος για τις ματαιώσεις του.
Γ) Ο τύπος της «αμυντικής» ατιμωρησίας, ο οποίος αποκρύπτει τη ματαιωτική κατάσταση, αρνείται την ύπαρξή της και δεν αποδίδει ευθύνες σε κανέναν, ούτε στους άλλους ούτε στον εαυτό του.
Από πολλούς/ες ερευνητές/τριες υποστηρίζεται ότι η συσσώρευση και η εσωτερίκευση τραυματικών εμπειριών στη διάρκεια κρίσιμων εξελικτικών φάσεων διαμορφώνουν εσωτερικά πρότυπα που στηρίζουν τις αντικοινωνικές- επιθετικές στάσεις και συμπεριφορές των παιδιών, οι οποίες μπορεί να εμφανιστούν στην προσχολική ή σχολική ηλικία. Αν το παιδί λόγου χάριν εκτίθεται σε ένα περιβάλλον, στο οποίο η βία αποτελεί το σύνηθες μοτίβο συμπεριφοράς, τότε, ενδέχεται να αποδεχτεί τη βία σαν ένα φυσιολογικό και αποτελεσματικό τρόπο δράσης.
Συμπληρωματικά, τα παιδιά που είναι μάρτυρες της βίας ως μέσο επίλυσης των συγκρούσεων στο σπίτι, είναι πιο πιθανό να τη χρησιμοποιήσουν στο σχολείο και σε άλλα περιβάλλοντα.
Σε μία πιο σύγχρονη θεώρηση, ο Rigby καταγράφει πέντε καίριες θεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες άπτονται στην εκδήλωση συμπεριφορών επιθετικότητας και στις σχετικές πιθανές αιτίες εμφάνισής τους:
1) η επιθετικότητα ως αποτέλεσμα των ατομικών διαφορών μεταξύ των μαθητών,
2) η επιθετικότητα ως αναπτυξιακή διαδικασία,
3) η επιθετικότητα ως κοινωνικοπολιτιστικό φαινόμενο,
4) η επιθετικότητα ως απάντηση στις πιέσεις των συνομηλίκων στο σχολείο
5) η επιθετικότητα από την οπτική της επανορθωτικής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η επιθετικότητα προκύπτει ως αποτέλεσμα των διαφορών της προσωπικής δύναμης των παιδιών. Ειδικότερα, το ισχυρότερο παιδί συχνά καταπιέζει επανειλημμένα τα λιγότερο ισχυρά σωματικά άτομα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται φαινόμενα θυματοποίησης στο προσχολικό περιβάλλον. Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί από πολυάριθμες μελέτες πως τα παιδιά που επιτίθενται συχνά στους άλλους συνήθως είναι σωματικά ισχυρότερα, με διάθεση για χειραγώγηση και με χαμηλή ενσυναίσθηση. Εντούτοις, τα παιδιά που είναι πιο συχνά θύματα σκιαγραφούνται ως σωματικά αδύναμα, εσωστρεφή και με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η δεύτερη προσέγγιση θεωρεί ότι η επιθετικότητα ξεκινάει στην πρώιμη παιδική ηλικία όταν τα παιδιά αρχίζουν να διεκδικούν σε βάρος των άλλων, προκειμένου να εδραιώσουν την κοινωνική τους κυριαρχία.
Η τρίτη προσέγγιση εντοπίζει τις ρίζες της επιθετικότητας στην ύπαρξη κοινωνικών ομάδων με διαφορετικά επίπεδα εξουσίας. Αυτές οι διαφορές συχνά έχουν ιστορικές και πολιτιστικές βάσεις, όπως το φύλο, η φυλή, η εθνικότητα και η κοινωνική τάξη, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται συνήθως στις ανομοιότητες που σχετίζονται με το φύλο. Η κοινωνία θεωρείται κατά κύριο λόγο πατριαρχική, με τους άνδρες να σκιαγραφούνται γενικά ως οι έχοντες περισσότερη δύναμη από ότι οι γυναίκες, λόγω της διάχυσης κοινωνικών πεποιθήσεων που υποστηρίζουν ότι οι άνδρες πρέπει να είναι το κυρίαρχο φύλο. Αυτό έχει ως συνέπεια, την καταπίεση των κοριτσιών από τα αγόρια, διότι τα δεύτερα αισθάνονται ότι έχουν την υποχρέωση να προχωρούν σε τέτοιου είδους ενέργειες. Ταυτοχρόνως, μέσω ερευνών που έχουν διεξαχθεί συνάγεται το συμπέρασμα πως τα αγόρια είναι πιο πιθανό από τα κορίτσια να προβούν στην έναρξη κάποιας εκφοβιστικής ενέργειας.
Η επόμενη προσέγγιση μοιράζεται κάποια κοινά στοιχεία με την κοινωνικοπολιτισμική προσέγγιση, καθώς αναγνωρίζει ότι ο εκφοβισμός πρέπει να κατανοηθεί εντός ενός κοινωνικού πλαισίου. Ωστόσο, αντί να εστιάζει σε κοινωνικοπολιτιστικές κατηγορίες όπως το φύλο, η φυλή και η κοινωνική τάξη, επικεντρώνεται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο που περιλαμβάνει τις συμπεριφορές και τις στάσεις όλων των μελών της σχολικής κοινότητας. Αυτή η θεωρία υποστηρίζει πως τα άτομα είθισται να επηρεάζονται σε κάποιο βαθμό από τις αντιλήψεις τους σχετικά με το τι συνιστά σχολικό ήθος. Επίσης, η επιρροή τους ενδέχεται να είναι μεγαλύτερη από μία μικρότερη ομάδα συνομηλίκων με την οποία έχουν συνάψει στενές σχέσεις. Τέτοιες ομάδες συνήθως σχηματίζονται στο σχολείο λόγω κοινών ενδιαφερόντων και στόχων, παρέχοντας υποστήριξη στα μέλη τους.
Η τελευταία προοπτική τοποθετεί την επιθετικότητα ως βασική προϋπόθεση για την επίτευξη της επανορθωτικής δικαιοσύνης αποσκοπώντας στην επανενσωμάτωση των ατόμων που πλήττονται από τις άδικες πράξεις στην κοινωνία. Σε μία πιο βαθιά ανάλυση, αυτή η αρχή αναγνωρίζει ότι ορισμένα παιδιά είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε προβλήματα επιθετικότητας, είτε ως θύτες είτε ως θύματα, λόγω των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς τους που έχουν διαμορφώσει. Σύμφωνα με την Morrison αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα παιδιά που είναι θύτες να αισθάνονται ελάχιστη ή καθόλου υπερηφάνεια στο σχολείο τους με στοιχεία περιθωριοποίησης λόγω της συμπεριφοράς που εκδηλώνουν, ενώ τα θύματα να είναι επιρρεπή σε υπερβολική ντροπή.
Ένας ακόμη σπουδαίος παράγοντας που θεωρείται σημαντικός μετά τους γονείς για την κοινωνικοποίηση του παιδιού είναι οι ομάδες των συνομηλίκων, κάνοντας λόγο για τις σχέσεις που αναπτύσσει το παιδί με τους ομηλίκους του μαθαίνοντας έτσι να λειτουργεί ανεξάρτητα από την οικογενειακή στέγη επιζητώντας την ανεξαρτησία του.
Αξιοσημείωτη είναι η άποψη που θέλει τα επιθετικά παιδιά να δυσκολεύονται να δημιουργήσουν θετικές σχέσεις με άτομα της ίδιας ηλικίας, με συνέπεια να υπάρχει άνοδος της επιθετικότητας εξαιτίας της απόρριψης που βιώνουν. Άλλες φορές, όταν η επιθετική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα μίας πρόκλησης, μπορεί να συνδέεται με κοινωνική αποδοχή και αναγνώριση. Με αυτό τον τρόπο οι επιθετικές αντιδράσεις ενισχύονται και αυξάνονται.
Όσον αφορά στην απόρριψη ως παράμετρο επιθετικής συμπεριφοράς, έχει διαπιστωθεί από έρευνες πως εκείνη οδηγεί τα νεαρά άτομα στο να αναπτύξουν σχέσεις με μικρότερης ηλικίας παιδιά ή με άλλα του περιθωρίου. Αυτό έχει ως επακόλουθο, να χρειάζεται τα άτομα να εναρμονιστούν με τους άγραφους κανόνες της ομάδας και τις συνήθειές της, γεγονός που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για παραβατικές συμπεριφορές
Τα ΜΜΕ συνιστούν εξίσου μία μεταβλητή του κοινωνικού περιβάλλοντος, που γεννούν επιθετική συμπεριφορά, λόγω του ότι είναι εμποτισμένα με παραπληροφόρηση, καθοδηγώντας τα νέα άτομα στην απόκτηση εύκολου κέρδους και στον καταναλωτισμό. Αποτέλεσμα αυτού, τα παιδιά να γίνονται παθητικοί δέκτες πληροφοριών, διαμορφώνοντας έτσι τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους. Το πρόβλημα της τηλεοπτικής βίας συνιστά ένα φαινόμενο που «εγκυμονεί» κινδύνους, καθώς τα παιδιά δεν περιορίζονται μόνο στις παιδικές εκπομπές, αλλά παρακολουθούν και προγράμματα που απευθύνονται στους ενήλικες.
Προβολή βίας από τα Μ.Μ.Ε. και επιθετική συμπεριφορά
Κατόπιν έρευνας που διεξήχθη στις Η.Π.Α., διαπιστώθηκε πως μετά την εισαγωγή της τηλεόρασης στο σπίτι, αυξήθηκαν δραματικά τα ποσοστά βίας και εγκληματικότητας, διότι το παιδί όπως αναφέρει και η θεωρία της κοινωνικής µάθησης (έχει την τάση να µιµείται), άρχισε να πράττει τις βίαιες ενέργειες που παρακολουθούσε στην τηλεόραση.
Ξεκίνησε, λοιπόν, να γίνεται αντικείμενο έρευνας, αν η προβολή τηλεοπτικής βίας δρα ως παράγοντας αύξησης αυτής στην καθημερινή ζωή, με εκείνη να εμφανίζεται συνήθως µε τη μορφή της επιθετικότητας. Με την τελευταία να ερμηνεύεται ως µία συμπεριφορά που έχει πρόθεση να βλάψει κάποιον άλλον άνθρωπο. Παρ’όλα αυτά υπάρχουν κάποιες μελέτες για τις τηλεοπτικές επιδράσεις, οι οποίες εξετάζουν συμπεριφορές, που δεν έχουν πρόθεση να προξενήσουν βλάβη.
Για παράδειγμα, ένα παιδί ασκεί βία σε µια κούκλα, αφού προηγουμένως έχει παρατηρήσει ανάλογη πράξη ενός ενήλικα ή αφού εκτεθεί στην τηλεοπτική βία, καθιστώντας έτσι απίθανο το ενδεχόμενο η κούκλα να έχει προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα, ώστε το παιδί να αισθανθεί την επιθυμία να τη βλάψει.
Οι περισσότεροι ερευνητές δεν καθορίζουν με ακρίβεια τι εννοούν με τον όρο «πρόθεση», ενώ οι Tedeschi και Felson ερμηνεύουν «την πρόθεση να βλάψει κάποιος» ως µία συμπεριφορά κατά την οποία το άτομο που ενεργεί επιδιώκει να επιτύχει συγκεκριμένο στόχο, δηλαδή να προκαλέσει ζημία ή κακό στον άλλον, και μάλιστα είναι ικανό να εκτιμήσει το αποτέλεσμα αυτής της ζημιάς. Αυτό συμβαίνει καθώς υπάρχουν άτομα που διαπράττουν κλοπή και άλλα μικρής βαρύτητας εγκλήματα, τα οποία γνωρίζουν ότι θα προκαλέσουν ζημία στο θύμα, αλλά δεν εκτιμούν πλήρως την έκταση της ζημίας.
Συμπεράσματα
Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται το συμπέρασμα πως η επιθετική συμπεριφορά συνιστά μία αντίδραση του ατόμου, η οποία εκπορεύεται από ανεπάρκειες σε ένα ή περισσότερα επίπεδα, μη αποτελώντας μία συνειδητή επιλογή.
Ο ορθός χειρισμός των ατόμων που παρουσιάζουν επιθετική συμπεριφορά ενισχύει την ανίχνευση των αιτιών που την προκαλούν και επιτρέπει την κατάλληλη παρέμβαση εκ μέρους της οικογένειας, του σχολείου και της ευρύτερης κοινωνίας.
Αντιθέτως, η απόδοση ευθυνών και η κοινωνική απομόνωση των ατόμων αυτών δημιουργεί περισσότερα προβλήματα, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Είναι επιτακτική η ανάγκη για έγκυρες και προληπτικές παρεμβάσεις από την προσχολική ηλικία, καθώς μπορούν να μειώσουν σημαντικά τους παράγοντες κινδύνου που οδηγούν σε προβληματικές συμπεριφορές. Σχετικά με την επιθετικότητα στο σχολικό περιβάλλον, τα παιδιά πρέπει να αναπτύξουν δεξιότητες αναγνώρισης και διαχείρισης των συναισθημάτων τους.
Παράλληλα, η εκπαίδευση στην ετοιμότητα για αντιμετώπιση συγκρούσεων και στην επίλυση διαφωνιών αποτελεί σημαντική ευθύνη, καθώς είναι απαραίτητη για την ομαλή ένταξη του ατόμου στην κοινωνία και τη συμβίωσή του με τους άλλους. Επιπλέον, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι αναγνωρισμένες αξίες της κοινωνίας, για τις οποίες οι άνθρωποι παλεύουν, απαιτούν μια ορισμένη μορφή επιθετικότητας για να υπερνικήσουν εσωτερικές και εξωτερικές αντιστάσεις.
Ωστόσο, η έντονη επιθετικότητα χρειάζεται παιδαγωγική προσέγγιση και αρμοδιότητα για τη σωστή διαχείρισή της.
Από την άλλη πλευρά, η βία και ο επιθετικός εκφοβισμός δεν πρέπει να γνωρίζουν πρόσφορο έδαφος σε μία κοινότητα, αλλά και να μην υπάρχει ανοχή στις επιθετικές τιμωρίες ενός παιδιού. Παράλληλα, σε περιπτώσεις όπου η επιθετική συμπεριφορά είναι έντονη, επανειλημμένη και κυρίαρχη, είναι απαραίτητο να αξιολογείται η σοβαρότητα του προβλήματος με βάση την ένταση των εκδηλώσεών της, τη χρονική συχνότητα, τους ανθρώπους που επηρεάζει και τις συνέπειες που έχει για το ίδιο το παιδί. Επιπλέον, είναι σημαντικό να διαπιστωθεί αν η επιθετική συμπεριφορά είναι γενικευμένη ή αν περιορίζεται σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα και να αναζητηθούν οι αιτίες της.
Ταυτόχρονα, πρέπει να εξεταστεί το επίπεδο ωριμότητας του παιδιού και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις συνέπειες της επιθετικότητας, όπως η χρήση ανώριμων μηχανισμών άμυνας (π.χ., προβολή, άρνηση, ενοχές) και η αποδοχή ή απόρριψη από την κοινωνική ομάδα.
Αξιοσημείωτη θεωρείται η διερεύνηση των συνθηκών του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνει το παιδί, καθώς έρευνες που έχουν εκτυλιχθεί κατά καιρούς φανέρωσαν πως τα παιδιά που μεγαλώνουν σε δύσκολες συνθήκες, συχνά εκδηλώνουν ανεξέλεγκτη επιθετικότητα.
Εντούτοις, η αναστολή ή η καταπίεση της επιθετικότητας μπορεί να είναι εξίσου επιβλαβής με την πλήρη απουσία ελέγχου. Πιο συγκεκριμένα, ένα παιδί που καταπνίγει τις επιθετικές του ενδείξεις μπορεί να εκφράζεται έμμεσα μέσω άλλων μορφών, όπως χαμηλή επίδοση ή εξάρτηση. Αντιθέτως, η υγιής έκφραση και ο έλεγχος της επιθετικότητας συμβάλλουν αποφασιστικά στην επιτυχή προσαρμογή του ατόμου στην κοινωνία, αποτελώντας ένδειξη ισορροπημένης προσωπικότητας και βασικό στόχο της διαπαιδαγώγησης.
Εν κατακλείδι, μία συνειδητή και ολοκληρωμένη προσέγγιση στην αντιμετώπιση της επιθετικής συμπεριφοράς συμβάλλει στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος συνεργασίας, στη βελτίωση της διαδικασίας μάθησης, στην ομαλή ένταξη του παιδιού στη σχολική ζωή και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και στην κοινωνικοποίησή του.
Αυτή η προσέγγιση εφοδιάζει το παιδί με τις προϋποθέσεις που χρειάζεται για να καλλιεργήσει υγιείς, δημιουργικές και ειλικρινείς σχέσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Edith Lesser Atkin (1979). Παιδική Επιθετικότητα, Εκδ. Τάμασος, Αθήνα.
2. Gabriele – Haug – Schnabel (1999). Η Επιθετικότητα στο νηπιαγωγείο-Κατανόηση και αντιμετώπιση, Εκδ. Κορφή, Αθήνα.
3. Herbert Martin (1998). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας. (επιμέλεια: Β. Παπαδιώτη – Αθανασίου), Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
4. Herbert Martin(1998). Η κακή συμπεριφορά.(επιμέλεια: Β. Παπαδιώτη – Αθανασίου), Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
5. Βρύζας Κ.(1997). Μέσα επικοινωνίας και παιδική ηλικία, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
6. Κοντοπούλου Μ. (2007). Παιδί και ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, Εκδ.Gutenberg, Αθήνα.
7. Νέστορας Ι.(1992). Η επιθετικότητα στην οικογένεια, στο σχολείο, στην κοινωνία, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
8. Παρασκευόπουλος Ν. Ι.( χ.χ. ).Εξελικτική Ψυχολογία, Τόμος 2, Αθήνα.