40
39
37
36
34
Με φόντο το μελαγχολικό τοπίο της Βόρειας θάλασσας, ένας μπαμπάς και η κόρη του πηγαίνουν με το ποδήλατο ως την άκρη ενός λόφου που βρέχεται απ’ τον ωκεανό. Ο μπαμπάς, θα κατέβει απ’ το ποδήλατο, θα κατηφορίσει προς μια μικρή βαρκούλα, θα κοντοσταθεί, θα επιστρέψει, θα πάρει την κόρη του την πιο σφιχτή αγκαλιά και θα φύγει.
Η συνέχεια αφηγείται την επιμονή της κόρης να επιστρέφει στο ίδιο σημείο αναζητώντας τον μπαμπά της, περνώντας από την παιδική ηλικία στην εφηβεία κι από εκεί στη μητρότητα και την τρίτη ηλικία. Το γκρι, το μαύρο και το καφέ, οι σκιές και η κάπως θλιμμένη θάλασσα αγκαλιάζουν την ιστορία του «θρήνου» ενός κοριτσιού για τον χαμένο του μπαμπά, που απ’ ό,τι φαίνεται, όχι. Δεν θα επιστρέψει.
33
Το συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο κείμενο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους…
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα “σ’ αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».
32
Δεν είναι η πρώτη και σίγουρα ούτε η τελευταία φορά που ο αθλητής Νίκος Παππάς μας απασχολεί για εξωγηπεδικούς λόγους. Πέρα από το ότι κάνει «παπάδες» στα παρκέ, θα είχε μικρή σημασία για το ποιόν του ως άνθρωπος αν στεκόμασταν αποκλειστικά σε αυτό. Άλλωστε, όπως έχει πει και ο ίδιος αν για κάτι θέλουν να με θυμούνται είναι για ιστορίες εκτός γηπέδου.
Πολλές φορές συναντάμε ανθρώπους στον δρόμο οι οποίοι ζητούν μια μικρή οικονομική ενίσχυση για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους. Όταν ο μπασκετμπολίστας της ΑΕΚ συνάντησε στον δρόμο τον Αλί, συνειδητοποίησε πόση αξία έχει να μοιραστείς πέρα από ένα ποσό, μια κουβέντα με τον συνάνθρωπο.
Μια ιστορία από αυτές που δεν έχουμε συνηθίσει.
«Όταν εμένα μου λένε για αγαθοεργίες, το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι αυτή η ιστορία, για τον φίλο μας τον Αλί από το Μπαγκλαντές που πουλάει τριαντάφυλλα στη Φωκίωνος. Ερχόταν αρκετές φορές τα βράδια και κάποιος από εμάς του έδινε ένα 20άρικο, παίρναμε τα τριαντάφυλλα, το παίζαμε και εμείς λίγο μάγκες και λίγο large. Κάποια στιγμή εγώ αράζω μόνος μου στο μπαρ και βλέπω τον Αλί να μπαίνει και του κάνω ένα νόημα να μην έρθει, δεν έχω τίποτα να του δώσω, τα έλεγα με την πάρτι μου και με τα σκοτάδια μου. Ο Αλί κοντοστάθηκε και θέλοντας και μη πιάνουμε την κουβέντα, μισή ώρα με τον Αλί.
Την επόμενη φορά που ξαναεμφανίστηκε πάλι ήμουν μόνος μου και από τις τύψεις που δεν του είχα δώσει την προηγούμενη φορά, βγάζω ένα 20άρικο για να του δώσω και μου λέει “Δεν θέλω φίλε. Αν μπορούμε να κουβεντιάσουμε, λέει, πάλι σαν την άλλη φορά”. Ήθελε μια κουβέντα. Και μέσα σε όλα μου είπε ότι μέσα σε τέσσερα χρόνια δεν έχει μιλήσει με άνθρωπο εδώ στην Ελλάδα, δεν έχει πιει ένα καφέ με τα σπαστά ελληνικά που μιλάει.
Δεν ήταν ευτυχισμένος με το 20άρικο που του έδινα τόσο καιρό. Ήταν ευτυχισμένος με την κουβέντα που είχε μαζί μου. Να μην στα πολυλογώ, τον Αλί τον έχουν δει φίλοι μου, να με βλέπει τα παιχνίδια μου πίσω από την τζαμαρία σε προποτζίδικο γιατί λέει “είναι ο φίλος μου ο Νίκος”.
Υπάρχουν πολλοί σαν τον Αλί εκεί έξω, υπάρχουν πολλοί ……σαν και εμένα νόμιζαν ότι ένα 20άρικο τον ευχαριστούσε. Τουλάχιστον τώρα ξέρει ο Αλί οτι έχει το Νίκο, έχει τους φίλους του και κανείς δεν θα αφήσει να πειράξουν τον Αλί για τα φασιστικά ή ρατσιστικά ένστικτα, κουβαλάει»
30
Ο ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ – Χ.ΜΠΟΥΚΑΪ
-«ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ» του είπα. «Δεν μπορώ!» -«Σίγουρα;» με ρώτησε αυτός.
«Ναι. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ.»
Ο Χοντρός κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ’ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε: «Να σου πω μια ιστορία…»
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του… Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ’ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος. Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορεί να ξεριζώσει δέντρα με τη δύναμή του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο. Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο, τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας δεν το έσκαζε γιατί ήταν δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: «Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;» Δεν θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα.
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα – ευτυχώς για μένα – ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν’ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ’ ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρ’ όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί εκείνο το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο… Ώσπου, μια μέρα, μια φρικτή ημέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του. Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο, δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του. Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση. ΠΟΤΕ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…
«Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο – πολύ σαν τον ελέφαντα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία. Ζούμε πιστεύοντας ότι «δεν μπορούμε» να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν ήμασταν μικροί, προσπαθήσαμε και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα. Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: «Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω». Μεγαλώσαμε κουβαλώντας αυτό το μήνυμα που επιβάλαμε στον εαυτό μας και γι’ αυτό ποτέ ξανά δεν επιχειρήσαμε να λευτερωθούμε από το παλούκι.
Όταν, μερικές φορές, νιώθουμε τους χαλκάδες να σφίγγουν τα πόδια μας και ακούμε τον ήχο της αλυσίδας μας, κοιτάζουμε λοξά το παλούκι και σκεφτόμαστε: ΔΕΝ μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω.
Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή… Με όλη σου την ψυχή!
29
Πριν μερικά χρόνια, άκουσα μια μητέρα και μια κόρη ,
στις τελευταίες στιγμές τους μαζί , στο αεροδρόμιο, καθώς είχε ανακοινωθεί η αναχώρηση της κόρης.
Αγκαλιάστηκαν και η μητέρα είπε:
” Σ’ αγαπώ και σου εύχομαι αρκετά.”
Η κόρη απάντησε.
” Μαμά η ζωή μας μαζί ήταν παραπάνω από αρκετή.
Η αγάπη σου ήταν το μόνο που χρειαζόμουν πάντα.
Σου εύχομαι και γω αρκετά μαμά” .
Φιλήθηκαν και η κόρη έφυγε.
Η μητέρα προχώρησε προς το μέρος που στεκόμουν εγώ.
Και έτσι μπορούσα να δω , ότι ήθελε να κλάψει.
Προσπάθησα να μην γίνω αδιάκριτη και έμεινα σιωπηλή.
Σε λίγα λεπτά ήρθε κοντά μου και με χαιρέτησε ρωτώντας.
” Είπες ποτέ αντίο σε κάποιον, γνωρίζοντας ότι θα είναι το τελευταίο ;
” Ναι , έχω ” , απάντησα.
Και τότε την ρώτησα.
” Συγχώρεσε με που ρωτάω , αλλά γιατί αυτό είναι ένα παντοτινό αντίο ; ”
” Είμαι γριά και η κόρη μου ζει τόσο μακριά .
Όλα μπορούν να συμβούν και στην επόμενη στιγμή ακόμη.
Και φαντάζομαι ότι το επόμενο ταξίδι επιστροφής θα είναι για το παντοτινό αντίο ” .
Όταν έλεγες αντίο , σε άκουσα να λες , ” σου εύχομαι αρκετά ” .
Μπορώ να ρωτήσω τι σημαίνει αυτό ;
” Αυτή είναι μια ευχή που έχει δοθεί από προηγούμενες γενιές.
Οι γονείς μου το έλεγαν σε όλους.
Όταν λέγαμε ” σου εύχομαι αρκετά ” , θέλαμε ο άλλος να έχει μια ζωή γεμάτη με αρκετά καλά πράγματα και να τα διατηρήσει.
Και γυρίζοντας προς εμένα, μοιράστηκε την παρακάτω ευχή , κοιτάζοντας ψηλά σαν να προσπαθούσε να την θυμηθεί λεπτομερώς.
“Σου εύχομαι αρκετό ήλιο , για να έχεις φωτεινή τη ζωή σου .
Σου εύχομαι αρκετή βροχή , για να εκτιμήσεις τον ήλιο περισσότερο.
Σου εύχομαι αρκετή ευτυχία για να κρατήσεις το πνεύμα σου ζωντανό.
Σου εύχομαι αρκετό πόνο , ώστε οι μικρές χαρές να φαίνονται μεγάλες.
Σου εύχομαι αρκετά κέρδη για να ικανοποιήσεις τα θέλω σου.
Σου εύχομαι αρκετή απώλεια , για να εκτιμήσεις όλα όσα έχεις.
Σου εύχομαι αρκετά γειά , για να φτάσεις στο τελευταίο αντίο” .
Μετά άρχισε να κλαίει και έφυγε, χωρίς να προλάβω να την ρωτήσω , από που ήτανε.
Λένε ότι χρειάζεται ένα λεπτό για να βρεις ένα ξεχωριστό άτομο.
Μια ώρα για να τον εκτιμήσεις.
Μια μέρα για να τον αγαπήσεις.
Και μια ολόκληρη ζωή για να τον ξεχάσεις..!!
26. Κάποτε πήρε φωτιά το σπίτι ενός φίλου. Όπως προσπαθούσαμε να την σβήσουμε, ένας περαστικός σταμάτησε το αυτοκίνητό του, κατεβηκε και μας βοήθησε να σβήσουμε τη φωτιά. Κατόπιν επεστρεψε ξανά πίσω στο αυτοκίνητό του και εξαφανίστηκε.
Μέρες μετά, όταν περπατούσα στην αγορά με τον ίδιο φίλο μου, πρόσεξε ένα φτωχό αγόρι που φορούσε πολύ φθαρμένα παπούτσια. Σταμάτησε, χαιρέτησε το αγόρι και είπε, “Τι θα έλεγες αν σου αγόραζα ένα ζευγάρι παπούτσια;” “Ευχαριστώ, αλλά…”
“Το κατάστημα είναι εδώ. Πήγαινε και δοκίμασε αυτά που θέλεις και θα τα πληρώσουμε εμείς”.
Το αγόρι ήταν ντροπαλό. Δίστασε, αλλά τελικά ήρθε στο μαγαζί μ’ εμάς. Ο φίλος μου πλήρωσε για τα παπούτσια και είπε αντίο στο αγόρι. Όπως προχωρούσαμε έξω απ’ το κατάστημα, του είπα, “Ποιο ήταν αυτό το αγόρι;”
“Δεν ξέρω”.
“Τότε γιατί του αγόρασες παπούτσια;”
“Τι άλλο μπορούσα να κάνω;”
“Λοιπόν, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έπρεπε ν’ αγοράσεις ένα ζευγάρι παπούτσια για έναν άγνωστο.”
“Θυμάσαι τον άγνωστο που ήρθε και μας βοήθησε να σβήσουμε τη φωτιά στο σπίτι μου;”
“Ναι.”
“Ήθελα να τον ξεπληρώσω κάπως για την βοήθειά του, αλά δεν μπορούσα να βρω ποιος ήταν. Κι έτσι πλήρωσα έναν άγνωστο.”
Για την υπόλοιπη διαδρομή –δυο μίλια— δεν μιλήσαμε…..
25.
24 Τα καρφιά.
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας νεαρός, ο οποίος συμπεριφερόταν μερικές φορές βίαια στους γύρω του. Ο πατέρας του, αφού προβληματίστηκε για πολύ καιρό με το θέμα και μελέτησε τα λεγόμενα όλων των σοφών, του έδωσε ένα σακουλάκι με καρφιά και του είπε να καρφώνει ένα καρφί στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο κάθε φορά που θα έχανε την υπομονή του και θα μάλωνε με κάποιον.
Την πρώτη μέρα έφτασε στο σημείο να καρφώσει 37 καρφιά στο πεζοδρόμιο. Κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν έμαθε να ελέγχει τον εαυτό του και ο αριθμός των καρφιών που κάρφωνε στο πεζοδρόμιο λιγόστευε συνεχώς μέρα με τη μέρα: είχε ανακαλύψει ότι ήταν πιο εύκολο να συγκρατείται από το να καρφώνει καρφιά. Τελικά, έφτασε η μέρα κατά την οποία ο νεαρός δεν έβαλε ούτε ένα καρφί στο πεζοδρόμιο. Έτσι πήγε στον πατέρα του και του είπε ότι εκείνη την ημέρα δεν χρειάστηκε να βάλει ούτε ένα καρφί. Τότε ο πατέρας του τού είπε να βγάζει ένα καρφί κάθε μέρα που θα περνούσε χωρίς να χάσει την υπομονή του. Οι μέρες πέρασαν και ο νεαρός, τελικά, μπόρεσε να πει στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλα τα καρφιά από το πεζοδρόμιο. Ο πατέρας τότε οδήγησε το γιο του στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο και του είπε:
Παιδί μου, συμπεριφέρθηκες καλά, αλλά κοίτα πόσες τρύπες έχει το πεζοδρόμιο. Αυτό δεν θα είναι πια όπως πριν. Όταν μαλώνεις με κάποιον και του λες κάτι προσβλητικό, του αφήνεις μια πληγή όπως αυτή. Μπορείς να μαχαιρώσεις έναν άνθρωπο και μετά να του βγάλεις το μαχαίρι, ωστόσο όμως θα του μείνει πάντα μια πληγή. Λίγη σημασία έχει πόσες φορές θα ζητήσεις συγνώμη, η πληγή που γίνεται με τα λόγια κάνει τόση ζημιά όσο και μία πληγή στο σώμα σου.
21.Υπάρχουν και καλά ψέματα…
Φραντς Κάφκα και Φελίτσε Μπάουερ
Ο Φραντς Κάφκα (1883-1924) ευρισκόμενος στο Βερολίνο για ολιγοήμερες διακοπές μαζί με την αρραβωνιαστικιά του Φελίτσε Μπάουερ συνάντησαν στο πάρκο, δίπλα από το ξενοδοχείο τους, ένα κοριτσάκι που έκλαιγε γοερά. Το ρώτησε γιατί κλαίει και η μικρή μέσα από αναφιλητά απάντησε πως έχασε την κούκλα της.
«Την αγαπούσες;», την ξαναρώτησε.
«Πάρα πολύ», απάντησε το κορίτσι.
«Τότε να μη στενοχωριέσαι», της είπε, «όπου και αν έχει πάει δεν θα σε ξεχάσει και σίγουρα θα σου στείλει κάποιο γράμμα της».
Το κοριτσάκι σταμάτησε να κλαίει και έτρεξε προς τις κούνιες.
Την άλλη μέρα και την ίδια ώρα εμφανίστηκαν πάλι στο πάρκο. Τους είδε η μικρή και ο Κάφκα έβγαλε από την τσέπη του και της κούνησε ένα γράμμα. Έτρεξε κοντά τους με αγωνία και άρχισε να της διαβάζει τα νέα από την κούκλα της. Η οποία της ζητούσε συγγνώμη για τη λύπη που της προκάλεσε και τη διαβεβαίωνε ότι ο μόνος λόγος που την έκανε να φύγει ήτανε η επιθυμία της να γνωρίσει και κάποιον άλλο τόπο. Της υποσχόταν, επίσης, ότι θα της γράφει κάθε μέρα.
Ξεκίνησε έτσι σε καθημερινή βάση η ανάγνωση της επιστολής, την οποία με πάθος προετοίμαζε ο Κάφκα από το ξενοδοχείο. Με εκπληκτικές περιγραφές του τόπου στον οποίο βρισκόταν η κούκλα. Των ανθρώπων των ζώων και των πουλιών. Διάφορα περιστατικά που της συνέβαιναν. Και λοιπά και λοιπά.
Πανευτυχής η μικρή απολάμβανε τις περιγραφές και κάθε μέρα περίμενε το καινούργιο γράμμα της κούκλας με αγωνία.
Κάποια στιγμή ο Κάφκα αντιλήφθηκε ότι τελείωναν οι μέρες και έπρεπε να φύγει. Τότε έβαλε στην επιστολή μια μεγάλη είδηση από την κούκλα: ότι είχε γνωρίσει ένα πολύ ωραίο αγόρι με πανέμορφα μάτια με τον οποίο αποφάσισαν να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Πράγμα που έκανε τη μικρή λίγο να μαραθεί και να φύγει σκεφτική προς τις κούνιες.
Την άλλη μέρα το κορίτσι δεν κατέβηκε καθόλου από την κούνια. Δεν είχε καμία διάθεση να ακούσει την καινούργια επιστολή. Είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η κούκλα θα έφτιαχνε τη δική της, πλέον, ζωή.
Και ο παθιασμένος συντάκτης των επιστολών ήτανε πλέον ελεύθερος να γυρίσει στη δική του πατρίδα.
20.Μάθε να αγαπάς αυτό που δεν μπορείς να αλλάξεις.
Ανάμεσα στα λουλούδια όμως βγήκαν στον κήπο και άγρια ραδίκια.
Θέλοντας να απαλλαγεί από αυτά ο Νασρεντίν ζήτησε τις συμβουλές άλλων κηπουρών από κοντινά και μακρινά μέρη, αλλά καμιά γνώμη δεν έφερε αποτελέσματα.
Τελικά, ο νέος άνδρας ταξίδεψε μέχρι το παλάτι του βασιλιά για να ζητήσει τη συμβουλή του σοφού κηπουρού του.
Δυστυχώς όμως, είχε ήδη δοκιμάσει όλους τους τρόπους που του σύστησε και αυτός ο κηπουρός.
Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί για πολύ ώρα μαζί.
Τελικά, ο κηπουρός του βασιλιά κοίταξε τον Νασρεντίν και του είπε:
«Λοιπόν … τότε, το μόνο πράγμα που σου προτείνω είναι να μάθεις να τα αγαπάς».
19.Ο Βασιλιάς και το αλάτι (Λιβυκό Λαϊκό Παραμύθι)
Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που ρώτησε τις τρεις κόρες του πόσο τον αγαπούν. Η μεγαλύτερη απάντησε όσο το χρυσάφι, η μεσαία όσο τον ήλιο και το φεγγάρι ενώ η μικρότερη όσο το αλάτι. Ο βασιλιάς έγινε έξαλλος με την τρίτη του κόρη καθώς πίστευε πως το μέγεθος της αγάπης της κόρης του ήταν ασήμαντο. Την έδιωξε από το παλάτι λέγοντάς της πως δε θέλει να την ξανά δει.
Η κοπέλα περιπλανήθηκε για χρόνια με μεγάλο παράπονο που τόσο άδικα την έδιωξε ο πατέρας της. Ένας πρίγκιπας που την είδε την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε. Μετά από πολλά χρόνια έμαθε πως, στο δικό της βασίλειο, θα έδιναν γεύμα προς τιμήν του πατέρα της.
Διέταξε όλα τα φαγητά που θα σερβιριστούν να είναι ανάλατα και να μη δοθεί αλάτι, όσο και αν ζητήσουν.
Όταν ο πατέρας της άρχισε να τρώει, πέταξε θυμωμένος το κουτάλι και είπε πως είναι όλα άνοστα. Ζήτησε να του δώσουν αλάτι. Αρνήθηκαν και θύμωσε ακόμα πιο πολύ. «Θα φύγω», φώναζε, «αφού δε μπορείτε να μου δώσετε κάτι τόσο σημαντικό όσο το αλάτι». Και τότε, η κοπέλα απάντησε, «μα εσείς κάποτε διώξετε την κόρη σας επειδή σας είπε πως σας αγαπάει σαν το αλάτι». Ο βασιλιάς την αναγνώρισε και έπεσε στα πόδια της με κλάματα παρακαλώντας να τον συγχωρέσει. Η κοπέλα τον συγχώρεσε.
Του τόνισε πως από δω και πέρα δεν πρέπει να υποτιμάει τα απλά πράγματα στη ζωή, όπως είναι το αλάτι.
18.
Οι δύο λύκοι (Ινδιάνικο Παραμύθι)
Ένα νέο αγόρι μίας φυλής Ινδιάνων αναρωτιόταν τι ήταν η ψυχή. Ρωτούσε τους πάντες μα κανενός η απάντηση, δεν ήταν ικανοποιητική. Μέχρι που ρώτησε τον ηλικιωμένο αρχηγό της φυλή τους. Εκείνος του μίλησε για τους δύο λύκους που υπάρχουν στη ψυχή κάθε ανθρώπου. Το αγόρι κάθισε δίπλα του και ο αρχηγός ξεκίνησε να του μιλάει για τη μάχη μεταξύ των δυο λύκων που υπάρχουν στις ψυχές όλων των ανθρώπων.
Ο ένας λύκος είναι το κακό και ότι συμβολίζει: το θυμό, τη ζήλια, τη θλίψη, την απογοήτευση, την απληστία, την αλαζονεία, την ενοχή, την προσβολή, την κατωτερότητα, το ψέμα, τη ματαιοδοξία και την υπεροψία. Ο άλλος λύκος είναι το καλό και ότι συμβολίζει: τη χαρά, την ειρήνη, την αγάπη, την ελπίδα, την ηρεμία, την ταπεινοφροσύνη, την ευγένεια, τη φιλανθρωπία, τη συμπόνια, τη γενναιοδωρία, την αλήθεια και την ευσπλαχνία.
Το αγόρι σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά τον ρώτησε «Και ποιος λύκος κερδίζει;» Ο γέρος Ινδιάνος απάντησε «Αυτός που ταΐζεις».
17.Ο σοφός Ινδός
Κάποιος σοφός Ινδός πριν πεθάνει είχε συντάξει τη διαθήκη του κι ανάμεσα στ’ άλλα είχε γράψει: «Έκλεισα όλη μου την περιουσία στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο του γραφείου μου. Όσα περιέχει, τα παραχωρώ στον πιο ευτυχισμένο της γης».
Μετά το θάνατο του δέκα χιλιάδες άνθρωποι τρέξανε στον δικαστή να το βεβαιώσουν πως ήταν οι πιο ευτυχισμένοι της γης και πως έχουν δικαίωμα στο θησαυρό. Δεν έλειψαν οι φιλονικίες και οι φωνές. Ο δικαστής για να προλάβει κάτι χειρότερο έσπευσε να δηλώσει πως αυτός ήταν ο πιο ευτυχισμένος απ’ όλους κι ο θησαυρός του ανήκει. Τρέχει με λαχτάρα, ανοίγει το χρηματοκιβώτιο και τι να δει….Αντί για θησαυρό μερικά χαλίκια τυλιγμένα σ’ ένα σημείωμα που έγραφε:
«Αν ήσουν πραγματικά ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος της γης, δε θα είχες ανάγκη από τα χρήματά μου».
16. Η μαγική συνταγή
Ένας καθηγητής φιλοσοφίας εμφανίστηκε στην τάξη του με ένα μεγάλο χάρτινο κουτί.
Χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα ένα άδειο γυάλινο βάζο και άρχισε να το γεμίζει με πέτρες. Οι μαθητές τον κοιτούσαν με απορία. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».
Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα ένα σακουλάκι με μικρά βοτσαλάκια και άρχισε να γεμίζει το βάζο, το κούνησε λίγο και τα βοτσαλάκια κύλησαν και γέμισαν τα κενά μεταξύ των πετρών. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές γέλασαν και απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».
Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα ένα σακουλάκι με άμμο και άρχισε να τον αδειάζει μέσα στο βάζο. Η άμμος χύθηκε και γέμισε όλα τα κενά μεταξύ των πετρών και των βότσαλων. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές δίστασαν για λίγο, αλλά απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».
Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα δύο μπουκάλια μπύρες και άρχισε να τα αδειάζει μέσα στο βάζο. Τα υγρά γέμισαν όλα το υπόλοιπο κενό του βάζου. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές γέλασαν αυτή την φορά και απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».
Τώρα, λέει ο καθηγητής, θέλω να φανταστήτε πως το βάζο αυτό αντιπροσωπεύει τη ζωή σας.
Οι πέτρες είναι τα ποιο σημαντικά στην ζωή σας, η οικογένεια, ο σύντροφός σας, η υγεία σας, τα παιδιά σας, οι καλοί σας φίλοι. Οι πέτρες αντιστοιχούν σε αυτά, που ακόμα και αν όλα τα υπόλοιπα δεν υπάρχουν, η ζωή σας θα εξακολουθήσει να είναι γεμάτη.
Τα βοτσαλάκια είναι τα άλλα πράγματα που έρχονται στην ζωή μας, όπως οι σπουδές , η εργασίας , το σπίτι, το αυτοκίνητό. Αν αυτά τα βάλετε πρώτα στο βάζο, δεν θα υπάρχει χώρος για τις πέτρες, τα σημαντικά της ζωής.
Η άμμος είναι όλα τα υπόλοιπα ποιο μικρά πράγματα της ζωής. Αν βάλεις πρώτα την άμμο στο βάζο, δεν θα υπάρχει χώρος ούτε για τα βότσαλα αλλά ούτε και για τις πέτρες.
Το βάζο είναι η ζωή σας.
Αν ξοδεύεται χρόνο και δύναμη για μικρά πράγματα, δεν θα βρείτε ποτέ χρόνο για τα ποιο σημαντικά.
Ξεχωρίστε ποια είναι τα πιο σημαντικά για την ευτυχία σας.
Μιλήστε με τους γονείς σας, παίξτε με τα παιδιά σας, απολαύστε τον σύντροφό σας, προσέξτε την υγεία σας και χαρείτε τους φίλους σας. Πάντα θα υπάρχει χρόνος για γνώση και σπουδές, πάντα θα υπάρχει χρόνος για εργασία, πάντα θα υπάρχει χρόνος για να φτιάξετε το σπίτι σας και το αυτοκίνητό σας, να πληρώσετε τον δήμο και το τηλέφωνο……
Ξεχωρίστε τις προτεραιότητες σας.
Οι μαθητές είχαν μείνει άφωνοι.
Ένας όμως ρώτησε: «Η μπύρα τι αντιπροσωπεύει;»
Ο καθηγητής γέλασε και απαντά: «Χαίρομαι που ρωτάς. Θα σας πω: δεν έχει σημασία πόσο γεμάτη είναι η ζωή σας, δεν έχει σημασία πόσο στριμωγμένος είσαι, γιατί πρέπει να ξέρεις ότι:
«ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΙΓΟΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΔΥΟ ΜΠYΡΙΤΣΕΣ!»
14
Μια κρύα νύχτα, ένας δισεκατομμυριούχος συνάντησε έναν φτωχό γέρο έξω. Τον ρώτησε: “Δεν νιώθεις ότι κάνει κρύο και δεν φοράς ζεστά ρούχα”? Ο γέροντας απάντησε: Δεν έχω, αλλά το έχω συνηθίσει. Ο δισεκατομμυριούχος απάντησε: “Περιμένετε Εδώ! θα μπω σπίτι μου τώρα και θα σας φέρω ζεστά ρούχα.” Ο καημένος ο γέροντας ήταν τόσο χαρούμενος και είπε ότι θα τον περίμενε. Ο δισεκατομμυριούχος μπήκε στο σπίτι του και ξέχασε τον γέροντα.
Το πρωί, θυμήθηκε εκείνον τον φτωχό γέροντα, και βγήκε να τον ψάξει, αλλά τον βρήκε νεκρό απο το κρύο. Μα ο γέροντας άφισε ένα σημείωμα: “Δεν είχα ζεστά ρούχα αλλά είχα τη δύναμη να παλέψω με το κρύο γιατί το είχα συνηθίσει, αλλά όταν υποσχέθηκες να με βοηθήσεις, ήμουν προσκολλημένος στην υποσχεσή σου και οι ώρες περνούσαν περιμένοντας, και έτσι έχασα την δυναμή μου να αντισταθώ.”
ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Μην υποσχεθείς τίποτα, ούτε καν αγάπη, αν δεν μπορείς να κρατήσεις την υποσχεσή σου.
Μπορεί να μην σημαίνει τίποτα για σένα, αλλά θα μπορούσε να σημαίνει τον “κόσμο όλο” για κάποιον άλλον!
13.
*.Ο Αγώνας των πουλιών … (Τζέιν Γκούνταλ)
Mία φορά και έναν καιρό, πριν από χρόνια,
Μεγάλος καυγάς ξέσπασε στην πολιτεία των πουλιών…
Για το ποιο θα μπορούσε να πετάξει ψηλότερα
«Εγώ μπορώ να πετάξω ποιο ψηλά ώστε πρώτα
Να γίνω σημαδάκι στον ουρανό κι ύστερα να εξαφανιστώ τελείως. .
.
Μόνο το όμορφο τραγούδι μου ν΄ ακούτε» ..
Είπε ο κορυδαλλός.
«Όχι, όχι , ΌΧΙ!»
Φώναξε το περήφανο περιστέρι.
«Εγώ πετάω ψηλότερα από όλα τα πουλιά.
Μην ξεχνάτε πως εμένα έστειλε ο Νώε να δω,
Αν τραβήχτηκαν τα νερά από τη γη
Μετά τον κατακλυσμό.
Εγώ ανέβηκα πιο ψηλά απ΄όλα τα πλάσματα του Θεού..
Κι έφερα το μήνυμα της ειρήνης
Στους ανθρώπους μ΄ένα κλαδί ελιάς!»
«Εγώ μπορώ να πετάω ακόμη ψηλότερα!»
…Πετάχτηκε και είπε ο γύπας ανοιγοκλείνοντας το αιματοβαμμένο του ράμφος..
«Ανοίγω τα φτερά μου , κάνω κύκλους στον αέρα κι ανεβαίνω τόσο ψηλά ώστε να μπορώ να δω από εκεί το μισό κόσμο.
Άλλωστε έτσι βρίσκω την τροφή μου.
Μη σας ω ότι μπορώ ακόμη πιο ψηλά να φτάσω»
«Κάνετε λάθος!»
Τους μάλωσε ο μεγαλοπρεπής αετός…
«Εγώ είμαι ο βασιλιάς σας κι έχω φτερά δυνατά
Και μεγάλη καρδιά . Πετάω τόσο ψηλά που βλέπω ό,τι γίνεται στη γη!
Εγώ φτάνω πιο ψηλά απ΄ όλους σας και δε δέχομαι αντιρρήσεις!!»
«Αφήστε τα λόγια»,
τους διέκοψε η σοφή κουκουβάγια.
«Ένας αγώνας θα μας πείσει.
Έτσι θα μάθουμε πόσο ψηλά μπορεί να πετάξει
Ο καθένας μας.»
Τα πουλιά αμέσως άνοιξαν τα φτερά τους
και χύθηκαν στον ουρανό.
Ακούγονταν ώρα πολλή κρωξίματα,
Τιτιβίσματα ,
Αγκομαχητά.. φτερούγες χτυπούσαν τον αέρα..
Και άλλες…..
Τον έσκιζαν πασχίζοντας ν΄ ανεβάσουν τα πουλιά
Όσο ποιο ψηλά γινόταν.
Κάποια από τα πουλιά δεν τα κατάφεραν
Και γύρισαν σχεδόν αμέσως ντροπιασμένα.
Λυπήθηκαν βέβαια για την αποτυχία τους,
Άλλα η στρουθοκάμηλος τα παρηγόρησε,
Πριν προλάβουν να βάλουν τα κλάματα.
«Κάνατε το καθήκον σας»
Τους είπε.
«Ο Θεός μπορεί να έδωσε σ΄ όλα μας φτερά,
Αλλά δεν είμαστε ίδια. Κοίταξε εμένα.
Κι εγώ πουλί είμαι, μα δεν πετάω ούτε
Ντρέπομαι για αυτό. Δείτε καμιά φορά,
Όταν χορεύω για χάρη του αγαπημένου μου…
Και τότε θα καταλάβετε».
Άλλα πουλιά , όμως , έφτασαν πολύ ψηλά!!!!
Μόλις που διακρίνονταν στον γαλανό ουρανό.
Πάντως , έπειτα από λίγο, πολλά κουράστηκαν
και δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Έτσι……
με πεσμένα τα φτερά …
γύρισαν πίσω.
Μόνο λίγα κατάφεραν να φτάσουν ψηλότερα .
Το περήφανο περιστέρι κι ο τραγουδιστής κορυδαλλός..
Γύρισαν αποκαμωμένοι, αφού δεν μπόρεσαν ν΄ ανέβουν πιο ψηλά.
Στο τέλος …
Φαινόταν στον ουρανό μονάχα ένα πουλί, που όλο ανέβαινε ψηλότερα……
Ήταν ο βασιλιάς αετός.
Κάποτε κι εκείνος σταμάτησε.
Δεν άντεχε να πάει πιο ψηλά.
Κουρασμένος , μα περήφανος,
Μονολόγησε….
«ήξερα πως θα νικήσω»
Όμως καθώς πλανιόταν στον αέρα , χαρούμενος για τη μεγάλη νίκη,
Κάτι σαν να ξεγλίστρησε μέσα από τα παχιά και μαλακά πούπουλα
Της ράχης του.
Και τότε πρόσεξε ένα μικροσκοπικό πουλί,
Έναν τόσο δα τρυποφράκτη, να πετά ψηλότερα!
Προσπάθησε να το ξεπεράσει……
Μα ήταν κουρασμένος…
«Πώς κατάφερες να φτάσεις εδώ πάνω;»\
Ρώτησε με φωνή που μόλις ακούγονταν.
Γέλασε τότε ο τρυποφράκτης και του απάντησε.
«Εσύ με έφερες .
Εγώ δε θα μπορούσα ποτέ
Να πετάξω ως εδώ, μα μην ανησυχείς…
Εσύ είσαι ο νικητής!!
Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να δω
Πώς φαίνεται ο κόσμος από ψηλά.
Αφού τα κατάφερα, είμαι ευχαριστημένος».
Έπειτα κατέβηκαν κι οι δύο στη γη και διηγήθηκαν την ιστορία τους στα υπόλοιπα πουλιά. Η κουκουβάγια τους επαίνεσε και τους δύο.
«Μαζί τα καταφέρατε»…… τους είπε.
«Με την δύναμη και την αποφασιστικότητα σου,
Αετέ,
Με το μυαλό και την τόλμη σου,
Τρυποφράχτη,
Πετάξατε τόσο ψηλά όπου κανένα άλλο πουλί δεν έφτασε ως τώρα
Να θυμάστε πάντα πως μαζί τα καταφέρατε, ο ένας να νικήσει
Κι ο άλλος να πραγματοποιήσει
Το μεγάλο του όνειρο»
( Κανένας μας μοναχός του δεν μπορεί να πετάξει ψηλά. Όλοι μας χρειαζόμαστε κάποιον αετό. Χρειαζόμαστε βοήθεια για να φτάσουμε ψηλά μαζί. Στάθηκα τυχερή στη ζωή μου.
Με βοήθησαν πολλοί άνθρωποι , πολλοί θαυμάσιοι φίλοι μου προσέφεραν τη βοήθειά τους… Το ιδιο έκαναν βέβαια και οι δικοί μου άνθρωποι , αυτοί της οικογένειας μου.. η γιαγιά , οι θείες , οι αδελφές μου και περισσότερο απ΄
όλους η μητέρα μου ήταν τα φτερά του δικού μου αετού.
Γιατι καθένας τους έπαιξε σοβαρό ρόλο σε ό,τι κατόρθωσα.
…….
Κάποιοι άλλοι υπήρξαν πραγματικές φτερούγες .. με ώθησαν να πετάξω ψηλά.
Ορισμένοι ήταν για μένα πάντα, ίδιοι με μαλακά πούπουλα.
Πάντως, καθένας τους με τον τρόπο του με βοήθησε. Και το υποστηρίζω όπου βρεθώ
Πως μαζί καταφέραμε ό,τι καταφέρα.
Υποθέτω λοιπόν ότι όλοι μαςείχαμε και έχουμε αετούς στη ζωή μας. Ωστόσο ξέρω πώς ο δικός μου είναι μονάχα ένα μέρος του μεγάλου πνεύματος. Του Θεού που βρίσκεται παντού γύρω μας απ΄ Αυτόν… όλοι μας παίρνουμε δύναμη και κουράγιο,
Για να συνεχίσουμε..
Τζέιν Γκούνταλ.
Εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες.
12
*.το τεστ της “τριπλής διύλισης ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Μια μέρα, εκεί που ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του.
Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να κάνουν το τεστ της “τριπλής διύλισης”.“-
Τριπλή διύλιση;” ρώτησε με απορία ο γνωστός του.
– Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις.–
Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας.
Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;– Ε… όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και…-Μάλιστα, άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα.
– Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο, αυτό της καλοσύνης.Αυτό που πρόκειται να μου πεις για τον μαθητή μου είναι κάτι καλό;– Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον…– Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης, θέλεις να πεις κάτι κακό για τον μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.Ο γνωστός του έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.–
Παρόλα αυτά, συνέχισε ο Σωκράτης, μπορείς ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο.Το τρίτο φίλτρο της χρησιμότητας.Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για τον μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί xρήσιμο σε κάτι;– Όχι δεν νομίζω…– Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο, γιατί θα πρέπει να το ακούσω;
Ο γνωστός του έφυγε ντροπιασμένος,έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα
*
11
Το Φίδι και η Πυγολαμπίδα
Ο Ισπανός ψυχολόγος και ψυχίατρος Ενρίκε Ρόχας αναφέρει πως «όσοι νιώθουν ότι αποτελούν αντικείμενο του φθόνου συναδέλφων, συμμαθητών, γειτόνων, φίλων, ακόμα και συγγενών, πρέπει να ξέρουν πως το πιο σημαντικό είναι να προφυλάσσονται, να μην εκτίθενται σε καταστάσεις που προκαλούν και οξύνουν αυτό το συναίσθημα».
Για το τόσο ανθρώπινο ελάττωμα του φθόνου, μια παραδοσιακή αλληγορική ιστορία αναφέρει:
Mια φορά ένα φίδι άρχισε να κυνηγάει μια πυγολαμπίδα. Υστερα από τρεις μέρες αδιάκοπης καταδίωξης, χωρίς δυνάμεις πια, η πυγολαμπίδα σταμάτησε και μίλησε στο φίδι:
— Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;
— Δε συνηθίζω ν’ ακούω τα θηράματά μου, αλλά μια που θα σε καταβροχθίσω, μπορείς να ρωτήσεις.
— Ανήκω στην τροφική σου αλυσίδα;
— Όχι.
— Σου έκανα κανένα κακό;
— Όχι.
— Τότε γιατί θέλεις να με σκοτώσεις; Αφού σκέφτηκε λίγο, το φίδι απάντησε:
— Επειδή δεν αντέχω να σε βλέπω να λάμπεις.
Σίγουρα αυτή η μικρή ιστορία θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ολιγόλογη μοντέρνα φράση ” Κράζεις; Θαυμάζεις“. Δεν είναι λίγες οι φορές που προκαλούμε τον φθόνο και την ζήλια των τριγύρων μας και γινόμαστε αποδέκτες μιας άσχημης συμπεριφοράς χωρίς να υπάρχει κάποια προφανή αιτία! Δεν είναι λίγες, επίσης, οι φορές που τα σχόλια των γύρων μας όταν υλοποιούμε αυτά που ονειρευόμαστε, όταν κάνουμε πράξη αυτά που μας εκφράζουν, θα είναι το λιγότερο επικριτικά και το μέγιστο απαξιωτικά.
Και τότε σκεφτόμαστε ότι αυτό που καταφέρνουμε, δεν είναι αποδεκτό και μαλώνουμε άλλη μια φορά τον εαυτό μας για την απερισκεψία μας έστω και να ονειρευτούμε… Και ξεκινάμε, αδύναμοι, σαν την πυγολαμπίδα, να τρέχουμε μακριά από αυτούς μας επικρίνουν και μας καταδιώκουν, φοβούμενοι την οργή και τα σχόλια που προκαλούν οι πράξεις μας. Θέλει μεγάλο κουράγιο και ψυχικό σθένος να σταματήσουμε να τρέχουμε και να στραφούμε στον θηρευτή μας και να τον αντιμετωπίσουμε κατάματα. Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ανταμοιβόμαστε με μια μεγάλη αλήθεια. Σοκαριστική μεν, αλλά μεγάλη:
” Επειδή δεν αντέχω να σε βλέπω να λάμπεις.”
Και τότε συνειδητοποιούμε όχι μόνο το μάταιο αυτού του κυνηγητού αλλά και τον πραγματικό μας εχθρό. Είμαστε αυτοί που είμαστε, λάμπουμε με τον τρόπο που φτιαχτήκαμε να λάμπουμε. Και αυτός από τον οποίο τρέχαμε να ξεφύγουμε δεν ήταν τελικά κανένας άλλος από τον ίδιο μας τον φόβο για την επικριτική στάση του κόσμου. Και όλα αυτά γιατί απλά δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πως…λάμπουμε!
Κάθε φορά λοιπόν που κάνουμε κάτι που μας αρέσει, κάτι που μας εκφράζει, κάτι που μας συγκινεί, ας θυμόμαστε ότι αυτό είναι το φως μας και αν εμπιστευόμαστε το πως φαίνεται αυτό το φως στα δικά μας μάτια, δεν έχουμε να φοβηθούμε κανένα κυνηγητό από αυτούς που ενοχλήθηκαν. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν… Πάντα θα προσπαθούν να σβήσουν την δική μας λάμψη γιατί απλά δεν γνωρίζουν τον τρόπο να αναδείξουν την δική τους…
Γιατί ο καθένας είναι μοναδικός και δεν μπορεί να λάμψει ποτέ με τον ίδιο τρόπο που λάμπει ο διπλανός του
10.
*.Η ΔΑΣΚΑΛΑ
*.
9
Ο Διογένης και οι φακές
Μία μέρα ο Διογένης έτρωγε ένα πιάτο φακές καθισμένος στο κατώφλι ενός τυχαίου σπιτιού. Δεν υπήρχε σε όλη την Ελλάδα πιο φθηνό φαγητό από μία σούπα με φακές. Μ’ άλλα λόγια, αν έτρωγες φακές σήμαινε ότι βρισκόσουν σε κατάσταση απόλυτης ανέχειας. Πέρασε ένα απεσταλμένος του άρχοντα και του είπε:
Α! Διογένη, Αν μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δε θα ήσουν αναγκασμένος να τρως συνέχεια φακές.»
Ο Διογένης σταμάτησε να τρώει, σήκωσε το βλέμμα και κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του αποκρίθηκε:
«Α, φουκαρά αδελφέ μου! Αν μάθαινες να τρως λίγες φακές, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να υπακούς και να κολακεύεις συνεχώς τον άρχοντα.»
*.
8.
Κατεβάστε το ποτήρι
Οι φοιτητές παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον το μάθημα για τη διαχείριση του άγχους, όταν ο καθηγητής έπιασε ένα ποτήρι και το σήκωσε ψηλά. Όλοι φαντάστηκαν ότι θα έκανε τη γνωστή ερώτηση: “Είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο;”. Αντ ‘αυτού, με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό, ρώτησε: «Πόσο βαρύ είναι αυτό το ποτήρι με το νερό;”
Οι απαντήσεις που έδωσαν οι φοιτητές κυμάνθηκαν από 200 μέχρι 600 γραμμάρια.
Όμως ο καθηγητής διαφώνησε:
Το απόλυτο βάρος δεν έχει σημασία. Εξαρτάται από το πόση ώρα κρατάω το ποτήρι. Αν το κρατάω ψηλά για ένα λεπτό, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αν το κρατήσω έτσι για μια ώρα, θα αρχίσει να πονάει το χέρι μου. Αν το κρατήσω για μια μέρα, το χέρι μου θα μουδιάσει και θα παραλύσει. Σε κάθε περίπτωση, το βάρος του ποτηριού δεν αλλάζει, αλλά όσο περισσότερο το κρατώ τόσο βαρύτερο γίνεται
Συνέχισε ο καθηγητής:
Το στρες,οι ανησυχίες και τα προβλήματα της ζωής είναι σαν το ποτήρι του νερού. Αν τα σκεφτείτε τα για λίγο, δεν πειράζει. Αν τα σκέφτεστε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, θα αρχίσουν να σας πληγώνουν. Και αν σας προβληματίζουν όλη την ημέρα, στο τέλος θα σας παραλύσουν και θα νιώσετε ανίκανοι να κάνετε οτιδήποτε.
Είναι σημαντικό να θυμόσαστε να χαλαρώνετε και να διώχνετε το στρες. Μην κουβαλάτε τα προβλήματα μαζί σας μέχρι το βράδυ, ακόμα και τη νύχτα. Μη ξεχνάτε να κατεβάζετε το ποτήρι!
____*.
7
Η αληθινή αξία του δαχτυλιδιού, του Χόρχε Μπουκάι
Ήρθα δάσκαλε, γιατί νιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πώς μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;’
Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:’Πόσο λυπάμαι αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά ίσως…’ και ύστερα από μια παύση συνέχισε: ‘ αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω’.
‘ε… μετά χαράς, δάσκαλε’ είπε διστακτικά ο νεαρός, νιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν γι’ άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.’Ωραία’ συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας: ‘πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς γι’ αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.’
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι και έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό.Όταν το παιδί έλεγε ‘ένα χρυσό φλουρί’ όλοι γελούσαν. Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στον δρόμο του στην αγορά –και σίγουρα θα ήταν πάνω από 100 άτομα-, παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω.Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλιτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
‘Δάσκαλε’ είπε, ‘λυπάμαι. Είναι αδύνατον να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.”Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε’ απάντησε ο δάσκαλος. ‘Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησε πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.’
Ο νεαρός καβάλησε και έφυγε πάλι.Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με τον φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί:’Πες στο δάσκαλο αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.”Πενήντα οχτώ χρυσά;’ Φώναξε το παιδί.’Ναι’ απάντησε ο κοσμηματοπώλης.
Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.’Κάθισε’ του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. ‘είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σε εκτιμήσει ένας αληθινά ειδικός. Γιατί στην ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;’Και μ’ αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού.»
από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Να σου πω μια ιστορία”
*.
6
Τα παιδιά ήταν μόνα
Η μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα δεκαοχτώ χρονών, την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα.
Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.
Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούριο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δε δίστασε και πολύ. Άλλωστε τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα, και δε θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.
Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ‘χει, ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει. Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δε θα ήξερε πώς να εξηγήσει στη μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρεί.
Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα – το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται, η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω απ’ την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε απ’ το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για ν’ ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Όπως και να ‘χει ακόμα κι αν το είχε καταφέρει οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.
Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκληση του. Έτσι, έτρεξε στο τηλέφωνο του δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε γραμμή.
Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδελφό του από ‘κεί μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και -ακόμα κι αν τα κατάφερνε-, θα έπρεπει να ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία.
Όταν οι πυροσβέστες τέλειωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
-Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;
-Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
-Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει αυτό το δέντρο;
-Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδελφού του και τη δική του;
Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:
-Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος… Δεν είχε κανέναν να του πεί ότι δε θα μπορούσε.
*.
5
Για τη μάνα
Κάθε φορά που κυκλοφορούσε με την μητέρα του μαζί ένιωθε πολύ άβολα. Δεν ήθελε να τον βλέπει ο κόσμος μαζί της.
Οταν πήγαινε στο σχολείο και χρειαζόταν να έρθει εκείνη στο σχολείο ο Γιώργος εξαφανιζόταν. Να μην την συναντήσει. Να μην τον δουν οι συμμαθητές του μαζί της. Επειδή όλοι θα τον κοροιδευαν.
“Η μονόφθαλμη” θα του έλεγαν.
Βλέπεις η κυρία Τασία είχε μόνο ένα μάτι. Η θέση του άλλου ματιού ήταν πάντα κλειστή. Σαν τάφος.
“Σου έχω πει να μην έρχεσαι στο σχολείο! Τι δεν καταλαβαίνεις;” της έλεγε κάθε φορά και κλεινόταν στο δωμάτιο του χτυπώντας πίσω του την πόρτα. Ισια στο πρόσωπο της.
Ενα πρωινό καθώς ο μικρός πήγε στη κουζίνα για το πρωινό του, την είδε να κλαίει ήσυχα. Σαν απαλή βροχούλα.
Δίχως να της μιλήσει βγήκε από τη κουζίνα. Επέστρεψε στο δωμάτιο του. Εκεί υποσχέθηκε στον εαυτό του να γίνει μεγάλος, επιτυχημένος. Να ξεφύγει από την μονόφθαλμη μάνα του και την μεγάλη φτώχεια τους.
Ο Γιώργος εργάστηκε σκληρά. Μετακόμισε σε άλλη πόλη. Εγινε πετυχημένο στέλεχος πολυεθνικής εταιρείας. Παντρέυτηκε. Εχει δυο παιδιά και ζει σε ένα σπίτι που δεν του θυμιζει καθόλου της μητέρας του.
Κάθε φορά που κυκλοφορούσε με την μητέρα του μαζί ένιωθε πολύ άβολα. Δεν ήθελε να τον βλέπει ο κόσμος μαζί της.
Οταν πήγαινε στο σχολείο και χρειαζόταν να έρθει εκείνη στο σχολείο ο Γιώργος εξαφανιζόταν. Να μην την συναντήσει. Να μην τον δουν οι συμμαθητές του μαζί της. Επειδή όλοι θα τον κοροιδευαν.
“Η μονόφθαλμη” θα του έλεγαν.
Βλέπεις η κυρία Τασία είχε μόνο ένα μάτι. Η θέση του άλλου ματιού ήταν πάντα κλειστή. Σαν τάφος.
“Σου έχω πει να μην έρχεσαι στο σχολείο! Τι δεν καταλαβαίνεις;” της έλεγε κάθε φορά και κλεινόταν στο δωμάτιο του χτυπώντας πίσω του την πόρτα. Ισια στο πρόσωπο της.
Ενα πρωινό καθώς ο μικρός πήγε στη κουζίνα για το πρωινό του, την είδε να κλαίει ήσυχα. Σαν απαλή βροχούλα.
Δίχως να της μιλήσει βγήκε από τη κουζίνα. Επέστρεψε στο δωμάτιο του. Εκεί υποσχέθηκε στον εαυτό του να γίνει μεγάλος, επιτυχημένος. Να ξεφύγει από την μονόφθαλμη μάνα του και την μεγάλη φτώχεια τους.
Ο Γιώργος εργάστηκε σκληρά. Μετακόμισε σε άλλη πόλη. Εγινε πετυχημένο στέλεχος πολυεθνικής εταιρείας. Παντρέυτηκε. Εχει δυο παιδιά και ζει σε ένα σπίτι που δεν του θυμιζει καθόλου της μητέρας του.
Μια μέρα χτύπησε η πόρτα. Ο Γιώργος άνοιξε. Στη θέα της μάνας του έγινε έξαλλος.
«Τι θέλεις; Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ! Τ ακούς;» της ειπε «Καμία»
«Συγνώμη, μάλλον έκανα λάθος στο σπίτι» του είπε και έφυγε.
«Ευτυχώς δεν με γνώρισε» σκέφτηκε ο Γιώργος
Τον επόμενο μήνα μετά από την συγκέντρωση των παλιών συμμαθητών πέρασε για λίγο από το μέρος που αποκαλούσε το σπίτι της μάνας του. Την βρήκε να είναι πεσμένη στο πάτωμα. Δεν της χάρισε ούτε ένα του δάκρυ. Εσκυψε και βρήκε δίπλα της ένα κομμάτι χαρτί. Ο Γιώργος διάβαζε
«Γιέ μου, μου είναι πολύ δύσκολο να έρχομαι στο σπίτι σου να σε βλέπω. Μόλις έμαθα οτι γίνεται στο σχολείο συγκέντρωση των συμμαθητών σου σκέφτηκα να έρθω να σε δω. Ομως σταμάτησα. Δεν ηθελα να συνεχίσω να σε φέρνω σε δύσκολη θέση με το μάτι μου. Να σε προσβάλλω. Οταν ήσουν πολύ μικρός είχες κάποιο ατύχημα. Οι γιατροί είπαν οτι πρέπει να σου αφαιρέσουν το μάτι σου. Σου έδωσα το δικό μου. Ο γιος μου είπα πρέπει να βλέπει όλον τον κόσμο και όχι τον μισό. Οταν μεγάλωσες και με μάλωνες και με έδιωχνες έλεγα μέσα μου οτι κατα βάθος με αγαπά. Παρηγοριόμουν. Πόσο θα ήθελα να ήσουν μικρούλης πάλι και να σε είχα να τριγυρνάς κοντά μου. Μου λείπεις γιε μου. Είσαι ο,τι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου»
Ο Γιώργης για πρώτη φορά στη ζωή του δάκρισε για τον άνθρωπο που έδωσε την ζωή της για κείνον. Την μάνα του.
4
* .Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία χωρίς ευτυχισμένο τέλος, απ’ αυτές που δεν έχουν ανάγκη τη φαντασία για να στεριώσουν, αφού πάρα πολλοί είναι οι άνθρωποι που τις ζουν κυριολεκτικά, όλες σχεδόν τις μέρες του χρόνου…
3.
*.Αφιερώνεται σ’ όλους εκείνους που θα πουν: «Αυτό δεν αφορά εμένα».
*.
2
ΕΙΜΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΑΓΟΝΙ…
Η μαμά και ο μπαμπάς συνήθιζαν να συνοδεύουν κάθε χρόνο στο τρένο τον γιο τους, στη γιαγιά τους για το καλοκαίρι και μετά γύριζαν σπίτι με το ίδιο τρένο την επόμενη μέρα.Το αγόρι, όταν μεγάλωσε, είπε στους γονείς του:
– Είμαι ήδη μεγάλος, τι θα γίνει αν προσπαθήσω να πάω μόνος στη γιαγιά φέτος; Μετά από μια σύντομη συζήτηση, οι γονείς συμφώνησαν.
Ενώ στέκονται στο πεζοδρόμιο του σταθμού, δίνοντας τις τελευταίες συμβουλές από το παράθυρο, ενώ το παιδί συνεχίζει να επαναλαμβάνει:
– Ναι, ξέρω, το ξέρω, το έχετε πει εκατοντάδες φορές ήδη…!
Το τρένο φεύγει και ο πατέρας:
– Γιε μου, αν αισθανθείς ξαφνικά άρρωστος ή φοβισμένος, αυτό είναι για σένα! Και βάζει κάτι στην τσέπη του αγοριού. Και τώρα το αγόρι είναι μόνο του, κάθεται στην θέση του τρένου, χωρίς γονείς, πρώτη φορά, βλέποντας από το παράθυρο.
Γύρω γύρω, ξένοι σπρώχνουν, κάνουν θόρυβο, μπαίνουν, φεύγουν, ο πωλητής εισιτηρίων του κάνει σχόλια ότι είναι μόνος, κάποιος τον κοίταξε ακόμα και με δυσαρέσκεια και ξαφνικά το αγόρι νιώθει άβολα και κάθε φορά όλο και περισσότερο. Και τώρα φοβάται. Χαμήλωσε το κεφάλι του, μαζεύτηκε σε γωνιά του καθίσματος του και τα δάκρυα αρχίζουν να κυλούν.
Εκείνη τη στιγμή θυμάται ότι ο πατέρας του έβαλε κάτι στην τσέπη του. Με τρεμάμενο χέρι, προσπαθεί να δελεάσει ένα κομμάτι χαρτί, το ανοίγει:
– Γιε μου, είμαι στο τελευταίο βαγόνι…
Υ.Γ. Έτσι πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά να πηγαίνουν στη ζωή, να τα εμπιστευόμαστε, αλλά πρέπει να είμαστε πάντα στην τελευταία άμαξα για να μην φοβούνται… Να είμαστε κοντά τους όσο ζούμε…
1