Βροχερή ξημέρωσε η πρώτη μέρα της άνοιξης. Βροχερή και η βροχή πιτσίλιζε τα τζάμια του δωματίου της Ελένης.
Η Ελένη ήταν ένα όμορφο κορίτσι με γκριζοπράσινα μάτια σαν τα φύλλα της ελιάς και μαύρα μαλλιά σαν το βρεγμένο κάρβουνο.
Εκείνη την ημέρα η Ελένη καθόταν στο δωμάτιό της και διάβαζε. Οι αστραπές και οι βροντές δεν την τρόμαζαν. Μα ακουγόταν κάπου κάπου ένας ξερός κρότος σαν βομβαρδισμός και μια κραυγή πνιγμένη… Η Ελένη πήγε στο δωμάτιο του πατέρα της. Κοιμόταν ακόμα βαριά, όμως το πρόσωπό του έκανε συσπάσεις σαν να έβλεπε κάποιον εφιάλτη. Το κορίτσι πήρε την εφημερίδα του από το κομοδίνο. Διάβασε τον τίτλο… Ταράχτηκε. Μια λέξη με εφτά γράμματα. Το κόκκινο μελάνι είχε πιτσιλίσει τις άκρες των γραμμάτων κι έτσι η λέξη πόλεμος έμοιαζε σαν είχε εκραγεί, σαν να πετούσε φλόγες.
Η κοπέλα πήγε στο δωμάτιό της και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Έβρεχε ακόμα. Για μια στιγμή ευχήθηκε οι σταγόνες που έπεφταν να ανέβαιναν πάλι στον ουρανό. Μα δεν εκπληρώθηκε η ευχή της και κατάλαβε ότι βρισκόταν παγιδευμένη στη σκληρή πραγματικότητα την οποία δεν μπορούσε να αλλάξει.
Πέρασαν τα χρόνια… έφευγαν σαν ελπίδες που χάνονται και δεν ξαναγυρίζουν. Ο πατέρας της Ελένης σκοτώθηκε στον πόλεμο και η κοπέλα αρρώστησε από τη λύπη της. Το ένιωθε, πλησίαζε η μέρα που θα έφευγε για πάντα.
Ένα πρωί είδε από το παράθυρό της μια παπαρούνα. Ήταν ολόδροση σαν ελπίδα, ήταν πιο κόκκινη από το αίμα. Και η Ελένη άφησε την πνοή της να πετάξει… αλλά ήταν ευτυχισμένη. Είχε βρει επιτέλους τον πατέρα της. Τον αντάμωσε στον Παράδεισο βλέποντας την παπαρούνα. Ήταν η τελευταία παπαρούνα της άνοιξης…
Σοφία Γρατσία, τάξη Α΄
Πρόσφατα σχόλια