Η Αλχημεία (από την αραβική λέξη: al-kīmiyā) ήταν εξερευνητική τεχνουργία και πρακτική, αποκρυφιστική και συχνά απαγορευμένη, που εφαρμόστηκε κατά τους αρχαίους χρόνους αλλά και το Μεσαίωνα. Οι Αλχημιστές επεδίωκαν την ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου, μιας μυθικής ουσίας, μέσω της οποίας θεωρούσαν ότι θα πετύχαιναν τους δύο βασικούς τους σκοπούς: την μετατροπή των μη πολύτιμων μετάλλων σε χρυσό και την παρασκευή του ελιξήριου της ζωής που θα εξασφάλιζε την αθανασία. Στην τεχνουργία αυτή, διέπρεψαν αρχικά οι Ελληνιστές αλχημιστές και στη συνέχεια, γύρω στο Μεσαίωνα, οι Άραβες αλχημιστές.
Η Αλχημεία συνδυάζει την φιλοσοφική θεώρηση και συγκεκριμένη πρακτική μέθοδο με στόχο την κατάκτηση της απόλυτης Σοφίας και της Αθανασίας. Οι Αλχημιστές αποσκοπούσαν σε προσωπική βελτίωση και δημιουργία διάφορων υλικών με ασυνήθιστες ιδιότητες. Η πρακτική μέθοδος των αλχημιστών εξελίχθηκε στη βάση της σύγχρονης χημείας, καθώς δημιούργησαν τεχνικές ανάλυσης, ταυτοποίησης και διαχωρισμού ουσιών. Επίσης, πολλά γυάλινα σκεύη που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα στα χημικά εργαστήρια ήταν δημιουργήματα των αλχημιστών.
Η αλχημεία άνθησε στο Μεσαίωνα. Λέγεται ότι έχει καταγωγή από την αρχαία Περσική Αυτοκρατορία. Αλχημιστές υπήρχαν στην Μεσοποταμία (τμήμα του σημερινού Ιράκ), στην Αίγυπτο, στην Περσία (σημερινό Ιράν), στην Ινδία, στη Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Κορέα, στην Αρχαία Ελλάδα, στην αρχαία Ρώμη.
Είναι πιθανή η συνεισφορά των αλχημιστών στις σύγχρονες “χημικές” πρακτικές: ανάλυση και καθαρισμός μεταλλευμάτων, επεξεργασία μετάλλων, τεχνικές διαχωρισμού όπως η απόσταξη, παρασκευή μελανιών, βαφών, χρωμάτων, καλλυντικών, κεραμικών, υαλικών, αποσταγμάτων, εκχυλισμάτων και πολλά άλλα. Οι Αλχημιστές ανακάλυψαν το υδατικό διάλυμα οινοπνεύματος (ή αλλιώς “νερό της ζωής”, “aqua vitae”), το χημικό στοιχείο φωσφόρο (P), πολλά οξέα που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα και πολλά άλλα.
Οι σημαντικότεροι στόχοι των αλχημιστών ήταν η μετατροπή των κοινών μετάλλων σε χρυσό ή ασήμι και η δημιουργία του ελιξηρίου της Ζωής (πανάκεια), το οποίο θα θεράπευε όλες τις ασθένειες και θα παρέτεινε τη ζωή επ’ αόριστον. Επίσης, αναζητούσαν ένα παγκόσμιο διαλύτη, δηλαδή μια ουσία που διέλυε όλες τις υπόλοιπες. Η φιλοσοφική λίθος ήταν μια μυθική ουσία και βασικό συστατικό για την επίτευξη των στόχων αυτών. Βέβαια, η Αλχημεία δεν αποσκοπούσε μόνο στην βελτίωση κάποιων ιδιοτήτων των υλικών ή στην παράταση του χρόνου ζωής, αλλά έδιναν και πνευματική διάσταση σε αυτές τις πράξεις. Για παράδειγμα, η μετατροπή του μολύβδου σε χρυσό (το οποίο θεωρείται “ευγενές” μέταλλο) παραλληλίζονταν με την πνευματική εξύψωση (εξευγενισμό του πνεύματος).
Η Αλχημεία όμως δεν ασχολούνταν μόνο με συμβολικές και μεταφυσικές μεταστοιχειώσεις υλικών, αλλά και με πιο πρακτικά και χρήσιμα ζητήματα, όπως η ανακάλυψη του τρόπου λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος και η εύρεση φυσικών φαρμάκων και ουσιών που θα αποκαταστούσαν την υγεία του και την ισορροπία του. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Αλχημεία ήταν επίσης γνωστή και ως “χημική ιατρική” και εξασκούνταν ανοιχτά και επίσημα από εξέχοντες ιατρούς που συχνά εργάζονταν υπό την προστασία και την ενθάρρυνση βασιλέων.
Οι αλχημιστές υπέστησαν πολλούς διωγμούς ανά τους αιώνες. Η εξάσκηση της αλχημικής τέχνης πολλές φορές απαγορεύτηκε από θεσμικά πρόσωπα όπως ο Πάπας Ιωάννης XXII (1317) ή ο Ερρίκος ο IV της Αγγλίας (1403). Οι αλχημιστές αποτυπώνονταν σε έργα ζωγραφικής ή κείμενα ως άνθρωποι αναξιόπιστοι, ψεύτες και κλέφτες. Απ’ εναντίας, ο Ροδόλφος ο ΙΙ, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χρηματοδοτούσε πολλούς αλχημιστές για την συνέχιση του έργου τους.
Η αλχημεία αναπτύχθηκε τόσο στο δυτικό κόσμο όσο και στην Ανατολή ή στην Άπω Ανατολή. Η βασική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που αναπτύχθηκε η αλχημεία ήταν το γεγονός ότι στη Δύση, ο βασικός στόχος της αλχημείας ήταν η μετατροπή των κοινών μετάλλων σε χρυσό, ανεξάρτητα από την τοξικότητα του μετάλλου (για παράδειγμα ο μόλυβδος είναι τοξικό μέταλλο), ενώ στην Άπω Ανατολή, ο βασικός στόχος ήταν η ανακάλυψη ουσιών και φαρμάκων για το κοινό καλό.
Τα πρώτα ίχνη της δυτικής αλχημείας εντοπίζονται στην αρχαία Αίγυπτο. Έπειτα, η αλχημιστική γνώση μεταλαμπαδεύτηκε στους αρχαίους Έλληνες και εν συνεχεία στους Άραβες. Μέχρι την περίοδο των Αράβων, η αλχημεία ήταν ένα μείγμα φιλοσοφικών θεωρήσεων, αλληγοριών, συμβόλων και κωδικοποιημένων γλωσσών. Την περίοδο των Αράβων (δηλαδή τον 8ο αιώνα μ.Χ.), η αλχημεία άρχισε να γίνεται μια αναγνωρίσιμη πρακτική. Ο άραβας αλχημιστής Τζαμπίρ Ιμπν Χαγιάν εισήγαγε τη μεθοδική και πειραματική προσέγγιση μιας αλχημιστικής επιστημονικής έρευνας που πραγματοποιούνταν σε ένα εργαστήριο.
Σημαντικοί αλχημιστές ήταν οι Γουέι Μπογιάνγκ (Wei Boyang, Κίνα), Ραζής (Rhazes, Άραβας), Τζαμπίρ Ιμπν Χαγιάν (Jabir ibn Hayyan, Άραβας), Ναγκαργιούνα (Nagarjuna, Ινδός), Αλβέρτος Μάγνος (Albertus Magnus, Βαυαρός), Παράκελσος (Paracelsus, Ελβετός), Μαρία η Αιγύπτια (Εβραία), Ζώσιμος ο Πανοπολίτης (Έλληνας ή Αιγύπτιος), Υπατία, Γκιγιόμ Ποστέλ (Γάλλος), Νικολά Φλαμέλ (Γάλλος) και η σύζυγός του, Περνέλη, που εργάζονταν μαζί.
Αν και γενικά έχει θεωρηθεί ότι αλχημιστές ήταν κυρίως άντρες, στην πραγματικότητα υπήρξαν πολλές γυναίκες αλχημίστριες όπως η Κλεοπάτρα η Αλχημίστρια, η Κατερίνα Σφόρτσα, η Μαρτίν Μπερτρό, η Άννα Μαρία Ζίκγλεριν, η Μαρί Μερντράκ, η Καμίλλα Ερκουλιάνι, η Μαρί Λεζάρ Ντεκουρνέ, η Μαρτίν ντε Σατλέ, η Μαργαρίτα Σαρόκι, η βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας που παραιτήθηκε από τον θρόνο για να ασχοληθεί απερίσπαστη με την αλχημεία και ο Λόρδος Λάμπσπρινγκ (που ήταν γυναίκα[5]). Κατά τον Μεσαίωνα, οι αλχημίστριες αναγκάστηκαν να κρύψουν αυτή τους την ιδιότητα και άρχισαν να εργάζονται κρυφά, καθώς βρέθηκαν υπό διωγμό ως μάγισσες. Πολλές πρώιμες αλχημίστριες κάηκαν στην πυρά λόγω προκαταλήψεων, γεγονός που απομάκρυνε τις γυναίκες επίσημα από την αλχημεία.
Αξιοσημείωτες χρονικές περίοδοι:
1. Αιγυπτιακή αλχημεία: 5000 π.Χ. – 400 π.Χ.
2. Ινδική αλχημεία: 1200 π.Χ. –
3. Ελληνική αλχημεία: 332 π.Χ. – 642 μ.Χ.
4. Κινεζική αλχημεία: 142 μ.Χ.
5. Αραβική αλχημεία: 700 μ. Χ. – 1400 μ.Χ.
6. Ευρωπαϊκή αλχημεία: 1300 μ.Χ. –
Πηγή: Βικιπαίδεια η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια