Ο Ορέστης Μιχελεκάκης μαθητή Β’ Λυκείου έλαβε μέρος στον 5ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας του 2013. Πήρε το πρώτο έπαινο μέσα σε μια πληθώρα διαγωνιζομένων.
Διαβάστε παρακάτω το σύντομο διήγημα του μαθητή που διακρίθηκε!!!
Η τελευταία πορεία
Ο άνδρας βημάτιζε ολοένα και πιο γρήγορα προς το αυτοκίνητό του. Τώρα πια φορούσε πολιτικά. Στο χέρι του κρατούσε έναν μικρό χαρτοφύλακα ο οποίος περιείχε τη στολή και τα σύνεργα της δουλειάς που είχε επωμιστεί. Το μόνο που ήθελε ήταν να αφήσει πίσω του τις φλόγες, τους καπνούς και τις κραυγές του κέντρου και να επιστρέψει στην οικογένειά του. Το βλέμμα του ήταν παγωμένο. Δεν έμπαινε στη διαδικασία να σκεφτεί όσα είχαν προηγηθεί. Είχε ξεπεράσει τους δισταγμούς χρόνια τώρα. Δεν ένιωθε περήφανος, μα ούτε και ένοχος. Για εκείνον ήταν μια ακόμα μέρα.
Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βόλεψε πρόχειρα το χαρτοφύλακα στο κάθισμα του συνοδηγού. Βιαζόταν πολύ για να τον κρύψει στο γνωστό μέρος. Ήθελε να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Είχε ούτως ή άλλως συμφωνήσει με την κόρη του ότι θα την έπαιρνε από το σχολείο εκείνη τη μέρα. Και δε θα έχανε ποτέ καμία ευκαιρία να περάσει έστω και λίγα λεπτά μαζί της. Ειδικά ξέροντας ότι του χρόνου μπορεί να περνούσε σε σχολή άλλης πόλης και να έφευγε από κοντά του. Εκείνη έδινε νόημα στη ζωή του. Ή τουλάχιστον στη μία από τις δύο ζωές του.
Ούτε η κόρη του ούτε η γυναίκα του ήξεραν πού βρισκόταν και τι είχε κάνει. Ούτε εκείνη τη μέρα ούτε όλες τις υπόλοιπες. Για εκείνες ήταν ένας απλός αστυνομικός. Ένας υποδειγματικός σύζυγος και πατέρας που έβγαζε τα χρήματά του τίμια κάνοντας μία καθόλα τυπική δουλειά γραφείου. Ένας γραφειοκράτης. Ένας άνθρωπος πάντα ήρεμος, ψύχραιμος και φιλειρηνικός. Χωρίς εντάσεις, χωρίς κυκλοθυμίες, χωρίς εκρήξεις. Και εκείνος απολάμβανε εκείνη την εικόνα όσο τίποτα άλλο. Γι’ αυτό άλλωστε προτιμούσε να κρύβεται. Ο κόπος κι η αγωνία του ψέματος, ο κόμπος στο λαιμό, ο ιδρώτας στο μέτωπο, κάθε φορά που έφταναν έστω κι ένα μικρό βήμα πιο κοντά στην αλήθεια, του φαίνονταν τόσο ασήμαντα μπροστά στην αγάπη που έπαιρνε από εκείνες.
Όπως και κάθε μέρα, έτσι κι εκείνο το πρωινό, είχε στο μικρό συρταράκι δίπλα στο τιμόνι ένα μπουκάλι άρωμα. Δεν τον ένοιαζε να μυρίζει ωραία. Ίσα ίσα που βρωμούσε απερίγραπτα κάθε φορά που το φορούσε. Ήταν σαν σκέτο οινόπνευμα. Και φρόντιζε η ποσότητα να είναι επαρκής ώστε η μυρωδιά να είναι αποπνικτική. Να καλύπτει όλες τις υπόλοιπες μυρωδιές. Εκείνες που ήθελε να κρύψει. Δεν του έφτανε που έβγαζε τη στολή. Είχε πάντα την αίσθηση ότι η μυρωδιά κολλούσε στο πρόσωπό του. Κάποιες φορές ένιωθε ότι οι διάφορες οσμές διαπερνούσαν τη στολή και πότιζαν ολόκληρο το σώμα του. Και είναι αλήθεια ότι τα δακρυγόνα αφήνουν ένα στίγμα…
Ο άνδρας οδηγούσε όπως ακριβώς περπατούσε… χωρίς να σκέφτεται. Ήταν στο μεταίχμιο των δύο ρόλων, των δύο ανθρώπων που καθόριζαν την ύπαρξή του. Τον πρώτο καιρό έπρεπε να δυναμώσει το ραδιόφωνο για να αποσπάται από τις σκέψεις του. Τώρα η απόλυτη ησυχία δεν τον πείραζε.
Ακριβώς τη στιγμή που το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο σχολείο, η μεγάλη πόρτα άνοιξε και ξεχύθηκε από το μικρό προθάλαμο ένα τσούρμο παιδιών που έτρεχαν το καθένα προς διαφορετική κατεύθυνση. Εκείνος περίμενε υπομονετικά για αρκετά λεπτά μέχρι που κανένα παιδί δε φαινόταν πια να έχει μείνει μέσα στο κτίριο. Δεν πανικοβλήθηκε. Είχε απαγορεύσει στον εαυτό του αυτό το συναίσθημα εδώ και πολύ καιρό. Σκέφτηκε μήπως η κόρη του τον περίμενε μέσα. Κατευθύνθηκε λοιπόν με βήμα αργό και σταθερό προς την είσοδο του σχολείου.
– Ήρθατε να δικαιολογήσετε τις απουσίες; Ήταν άρρωστη σήμερα, ε; Δεν πειράζει, «περαστικά» να της πείτε
Αυτά του είπε μία από τις καθηγήτριες που έβγαινε από το κτίριο όταν εκείνος έμπαινε. Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Η κόρη του δεν έλειπε ποτέ από το σχολείο χωρίς λόγο. Κι αν είχε συμβεί κάτι, θα τον είχε ενημερώσει η ίδια. Απορία διαγραφόταν στο πρόσωπό του, όταν η καθηγήτρια του γύρισε την πλάτη και τον άφησε μόνο σε ένα άδειο προαύλιο. Εκείνη ήταν κι η πρώτη ησυχία που τον είχε ενοχλήσει εδώ και αρκετό καιρό.
Με γρήγορο βηματισμό πλέον επέστρεψε στο αυτοκίνητο για να τηλεφωνήσει στη γυναίκα του. Πίστευε πως εκείνη θα του έδινε τις απαντήσεις που χρειαζόταν.
– Στο δρόμο είστε; Μην αργήσετε γιατί μετά έχει και φροντιστήριο.
Αυτή η φράση που του είπε μόλις σήκωσε το τηλέφωνο ήταν αρκετή για να τον κάνει να παγώσει. Το μυαλό του είχε σταματήσει. Με το ζόρι άρθρωσε μία τυπική και κοφτή φράση μόνο και μόνο για να κλείσει το τηλέφωνο. Ένιωσε ένα ρίγος στις άκρες των δακτύλων του. Τα λόγια της γυναίκας του είχαν επαναφέρει μέσα του ένα συναίσθημα που ο ίδιος είχε αποκηρύξει χρόνια πριν. Το θηρίο που είχε εξημερώσει… Το αγρίμι που είχε κατευνάσει… Ο φόβος…
Τότε ήταν και η στιγμή που σαν αναλαμπή ήρθε στο μυαλό του το μοναδικό πρόσωπο που θα μπορούσε να τον βγάλει από το αδιέξοδό του, η κολλητή φίλη της κόρης του. Χωρίς καθυστέρηση έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, αφού πρώτα άνοιξε το ραδιόφωνο και ολοένα και δυνάμωνε την ένταση.
Έφτασε έξω από το σπίτι της νεαρής κοπέλας ακριβώς όταν η ίδια φάνηκε στη γωνία του δρόμου. Ο άνδρας είχε την ελπίδα η κόρη του να περπατά πίσω της. Σκοτάδι κάλυψε όμως κι εκείνη τη μικρή αχτίδα φωτός. Το κορίτσι ήταν μόνο του. Εκείνος βγήκε αμέσως από το αυτοκίνητο για να την προλάβει. Έτρεξε προς το μέρος της, γρήγορα και επιθετικά.
– Εννοείτε ότι δε γύρισε σπίτι; Μα… Τι μπορεί να συνέβη; Την είχα προειδοποιήσει ότι αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα.
Τα λόγια της νεαρής τον συνοφρύωσαν. Ένιωθε τα μάτια του να θολώνουν, το κεφάλι του να πονάει, το σώμα του να λυγίζει.
– Εντάξει, θα σας πω. Σήμερα έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο για να πάει στην πορεία. Μου είχε πει ότι θα γυρνούσε νωρίς στο σχολείο για να σας περιμένει απ’ έξω και να μη μάθετε πού ήταν. Δεν ξέρω τι πήγε στραβά… Δεν έχουμε μιλήσει.
Ο άνδρας, χωρίς να αποκριθεί, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητό του. Το ραδιόφωνο ήταν ακόμη ανοιχτό. Δεν έπαιζε όμως πλέον μουσική. Ήταν η ώρα του μεσημβρινού δελτίου ειδήσεων.
– «Έξι νεαροί τραυματίστηκαν σοβαρά στην πορεία που έγινε το πρωί στο Σύνταγμα, μετά από σύγκρουση με τα ΜΑΤ. Μία άτυχη νεαρή κοπέλα, η οποία έφερε πολλαπλές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, υπέκυψε πριν λίγα λεπτά.
Όταν άκουσε το όνομα της κόρης του, ο άνδρας ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Τότε, η νεαρή φίλη της κόρης του τού φώναξε πίσω από το κλειστό τζάμι: «όταν τη δείτε, πείτε της να μου τηλεφωνήσει». Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνό του. «Μα πού είστε επιτέλους;», ακούστηκε η ανήσυχη φωνή της γυναίκας του. Εκείνος έκλεισε απότομα το τηλέφωνο χωρίς να αποκριθεί και πάτησε το γκάζι. Κανείς δεν τον έχει δει από τότε…