COLDPLAY
Οι Coldplay (Κόλντ Πλευ) είναι βρετανικό συγκρότημα της εναλλακτικής ροκ μουσικής που δημιουργήθηκε στο Λονδίνο το 1996. Το συγκρότημα αποτελείται από τους Κρις Μάρτιν (Chris Martin, πρώτη φωνή, πλήκτρα, κιθάρα), Τζόνι Μπάκλαντ (Jonny Buckland πρώτη κιθάρα), Γκάι Μπέριμαν (Guy Berryman, μπάσσο) και Γουίλ Τσάμπιον (Will Champion, ντράμς, φωνητικά και άλλα μουσικά όργανα).
Βιογραφία:
Oι “Coldplay” έγιναν ευρέως γνωστοί με την κυκλοφορία του σινγκλ τους Yellow. Ακολούθησε το πρώτο άλμπουμ τους με τίτλο Parachutes (2000), το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Mercury.
Ακολούθησε το δεύτερο άλμπουμ τους, A Rush of Blood to the Head (2002), το οποίο κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών και το βραβείο του καλύτερου άλμπουμ της χρονιάς στα βραβεία του μουσικού περιοδικού ΝΜΕ.
Το 2005 κυκλοφόρησαν το τρίτο τους άλμπουμ με τίτλο X&Y, το οποίο είχε την ίδια θετική αντιμετώπιση από τον κόσμο.
Το τέταρτό τους άλμπουμ Viva la Vida or Death and All His Friends που κυκλοφόρησε το 2008, με παραγωγό τον Μπράιαν Ίνο πήρε εξαιρετικές κριτικές και ήταν υποψήφιο για πολλά Βραβεία Γκράμι, τρια εκ των οποίων, τελικά, κέρδισε. Οι “Coldplay” πούλησαν πάνω από 50.000.000 άλμπουμ.
Οι “Coldplay”, στα πρώτα τους βήματα, δέχτηκαν πολλές κριτικές οι οποίες σύγκριναν την μουσική τους με εκείνη των Radiohead, Jeff Buckley, U2 και Travis. Οι Coldplay επηρεάστηκαν έντονα από άλλους μουσικούς. Στο “A Rush of Blood to the Head” είχαν δεχτεί επιρροή από τους Echo & the Bunnymen, Kate Bush και George Harrison, στο “X&Y” από τους Johnny Cash και Kraftwerk και στο “Viva la Vida or Death and All His Friends” από τους Blur, Arcade Fire και My Bloody Valentine. Οι Coldplay υπήρξαν ενεργοί υποστηρικτές διαφόρων κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων, όπως η καμπάνια “Oxfam’s Make Trade Fair” και η Διεθνής Αμνηστία. Οι Coldplay, επίσης, συμμετείχαν σε διάφορα φιλανθρωπικά προγράμματα όπως είναι οι “Band Aid 20”, “Live 8”, “Sound Relief” και “Teenage Cancer Trust”.
Ιστορία
Δημιουργία
Τα μέλη του συγκροτήματος γνωρίστηκαν όταν ήταν φοιτητές στο University College του Λονδίνου (UCL) το Σεπτέμβριο του 1996. Ο Μάρτιν και ο Μπάκλαντ ήταν τα αρχικά μέλη των Coldplay, οι οποίοι είχαν γνωριστεί στην εβδομάδα γνωριμίας του πανεπιστημίου. Πέρασαν το υπόλοιπο ακαδημαϊκό έτος, σχεδιάζοντας την δημιουργία ενός συγκροτήματος, το οποίο θα ονομαζόταν Pectoralz. Αργότερα, ένας συμμαθητής τους, ο Guy Berryman, έγινε μέλος του συγκροτήματος. Το 1997 το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Starfish. Την ίδια χρονιά έδωσαν συναυλίες σε διάφορα μικρά κλαμπ στο Κάμντεν για να τραβήξουν την προσοχή διαφόρων μάνατζερ. Ο Μάρτιν προσέγγισε τον παλιό του συμμαθητή Φιλ Χάρβεϊ (Phil Harvey), ο οποίος ακολουθούσε κλασσικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και του ζήτησε να γίνει ο μάνατζερ του συγκροτήματος. Από εκείνη την μέρα, ο Φιλ θεωρείται το πέμπτο μέλος των Coldplay.
Το συγκρότημα ολοκληρώθηκε, όταν έγινε μέλος και ο Γουίλ Τσάμπιον, και ήταν έτοιμο για δράση. Ο Γουίλ μεγάλωσε παίζοντας πιάνο, κιθάρα, μπάσο και ιρλανδική φλογέρα και γρήγορα έμαθε ντραμς, παρόλο που δεν είχε προηγούμενη πείρα. Το συγκρότημα, τελικά, κράτησε το όνομα Coldplay, το οποίο πρότεινε ο Τιμ Κρόμπτον (Tim Crompton), ένας συμφοιτητής τους, ο οποίος χρησιμοποίησε, παλαιότερα, το όνομα αυτό για το συγκρότημά του. To 1997, o Μάρτιν γνώρισε τον φοιτητή των κλασσικών Τιμ Ράις-Όξλεϊ (Tim Rice-Oxley).
Κατά τη διάρκεια διημέρου τους στον ποταμό Virginia Water έπαιξαν ο καθένας τα δικά του τραγούδια, στο πιάνο. Ο Κρις συνειδητοποίησε ότι ο Τιμ Ράις-Όξλεϊ ήταν ταλαντούχος και του πρότεινε να μπει στο συγκρότημα, στα πλήκτρα. Ο Τιμ αρνήθηκε γιατί το δικό του συγκρότημα, οι “Keane”, ήταν, ήδη, αρκετά γνωστοί. Το γεγονός αυτό άφησε τους Coldplay αμετάβλητους και τα δυο συγκροτήματα με τέσσερα μέλη.
Πρώτα Βήματα
Το 1998, το συγκρότημα κυκλοφόρησε 500 αντίγραφα του Safety EP. Οι περισσότεροι δίσκοι δόθηκαν σε φίλους και δισκογραφικές εταιρείες και μόνο 50 έμειναν διαθέσιμοι για το κοινό. Το Δεκέμβρη, οι Coldplay υπέγραψαν με την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Fierce Panda. Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά, η οποία αποτελείτο από τρια τραγούδια, ονομαζόταν Brothers and Sisters EP και ηχογραφήθηκε ταχύτατα, μέσα σε μόλις τέσσερις μέρες, το Φεβρουάριο του 1998.
Όταν τελείωσαν με τις τελικές τους εξετάσεις, οι Coldplay υπέγραψαν με τη δισκογραφική Parlophone, με συμβόλαιο για πέντε άλμπουμ, την άνοιξη του 1999. Μετά την πρώτη τους εμφάνιση στο Glastonbury, το συγκρότημα μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τρίτο EP, το οποίο είχε τον τίτλο The Blue Room. 5.000 αντίγραφα διατέθηκαν στο κοινό τον Οκτώβριο και το σινγκλ τους Bigger Stronger παίχτηκε από το BBC Radio 1. Κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του The Blue Room, υπήρξαν ταραχές. Ο Κρις έδιωξε τον Γουίλ από το συγκρότημα και μετά από θερμές παρακλήσεις του, του επέτρεψε να επιστρέψει. Ο ίδιος, αργότερα, πήγε σε κέντρο απεξάρτησης από το αλκοόλ. Εκείνη την εποχή στο συγκρότημα μπήκαν κανόνες ώστε να διασφαλιστεί η ενότητά του. Οι Coldplay ήταν δημοκρατικοί και τα κέρδη θα μοιράζονταν στα ίσα, σε όλα τα μέλη του συγκροτήματος. Οι Coldplay λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσαν και συγκροτήματα όπως οι U2 και οι R.E.M. Τέλος, συμφώνησαν να διώχνουν όποιον έπαιρνε απαγορευμένες ουσίες.
Καριέρα
Δημιουργία
Τα μέλη του συγκροτήματος γνωρίστηκαν όταν ήταν φοιτητές στο University College του Λονδίνου (UCL) το Σεπτέμβριο του 1996. Ο Μάρτιν και ο Μπάκλαντ ήταν τα αρχικά μέλη των Coldplay, οι οποίοι είχαν γνωριστεί στην εβδομάδα γνωριμίας του πανεπιστημίου. Πέρασαν το υπόλοιπο ακαδημαϊκό έτος, σχεδιάζοντας την δημιουργία ενός συγκροτήματος, το οποίο θα ονομαζόταν Pectoralz. Αργότερα, ένας συμμαθητής τους, ο Guy Berryman, έγινε μέλος του συγκροτήματος. Το 1997 το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Starfish. Την ίδια χρονιά έδωσαν συναυλίες σε διάφορα μικρά κλαμπ στο Κάμντεν για να τραβήξουν την προσοχή διαφόρων μάνατζερ. Ο Μάρτιν προσέγγισε τον παλιό του συμμαθητή Φιλ Χάρβεϊ (Phil Harvey), ο οποίος ακολουθούσε κλασσικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και του ζήτησε να γίνει ο μάνατζερ του συγκροτήματος. Από εκείνη την μέρα, ο Φιλ θεωρείται το πέμπτο μέλος των Coldplay.
Το συγκρότημα ολοκληρώθηκε, όταν έγινε μέλος και ο Γουίλ Τσάμπιον, και ήταν έτοιμο για δράση. Ο Γουίλ μεγάλωσε παίζοντας πιάνο, κιθάρα, μπάσο και ιρλανδική φλογέρα και γρήγορα έμαθε ντραμς, παρόλο που δεν είχε προηγούμενη πείρα. Το συγκρότημα, τελικά, κράτησε το όνομα Coldplay, το οποίο πρότεινε ο Τιμ Κρόμπτον (Tim Crompton), ένας συμφοιτητής τους, ο οποίος χρησιμοποίησε, παλαιότερα, το όνομα αυτό για το συγκρότημά του. To 1997, o Μάρτιν γνώρισε τον φοιτητή των κλασσικών Τιμ Ράις-Όξλεϊ (Tim Rice-Oxley).
Κατά τη διάρκεια διημέρου τους στον ποταμό Virginia Water έπαιξαν ο καθένας τα δικά του τραγούδια, στο πιάνο. Ο Κρις συνειδητοποίησε ότι ο Τιμ Ράις-Όξλεϊ ήταν ταλαντούχος και του πρότεινε να μπει στο συγκρότημα, στα πλήκτρα. Ο Τιμ αρνήθηκε γιατί το δικό του συγκρότημα, οι “Keane”, ήταν, ήδη, αρκετά γνωστοί. Το γεγονός αυτό άφησε τους Coldplay αμετάβλητους και τα δυο συγκροτήματα με τέσσερα μέλη.
Πρώτα Βήματα
Το 1998, το συγκρότημα κυκλοφόρησε 500 αντίγραφα του Safety EP. Οι περισσότεροι δίσκοι δόθηκαν σε φίλους και δισκογραφικές εταιρείες και μόνο 50 έμειναν διαθέσιμοι για το κοινό. Το Δεκέμβρη, οι Coldplay υπέγραψαν με την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Fierce Panda. Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά, η οποία αποτελείτο από τρια τραγούδια, ονομαζόταν Brothers and Sisters EP και ηχογραφήθηκε ταχύτατα, μέσα σε μόλις τέσσερις μέρες, το Φεβρουάριο του 1998.
Όταν τελείωσαν με τις τελικές τους εξετάσεις, οι Coldplay υπέγραψαν με τη δισκογραφική Parlophone, με συμβόλαιο για πέντε άλμπουμ, την άνοιξη του 1999. Μετά την πρώτη τους εμφάνιση στο Glastonbury, το συγκρότημα μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τρίτο EP, το οποίο είχε τον τίτλο The Blue Room. 5.000 αντίγραφα διατέθηκαν στο κοινό τον Οκτώβριο και το σινγκλ τους Bigger Stronger παίχτηκε από το BBC Radio 1. Κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του The Blue Room, υπήρξαν ταραχές. Ο Κρις έδιωξε τον Γουίλ από το συγκρότημα και μετά από θερμές παρακλήσεις του, του επέτρεψε να επιστρέψει. Ο ίδιος, αργότερα, πήγε σε κέντρο απεξάρτησης από το αλκοόλ. Εκείνη την εποχή στο συγκρότημα μπήκαν κανόνες ώστε να διασφαλιστεί η ενότητά του. Οι Coldplay ήταν δημοκρατικοί και τα κέρδη θα μοιράζονταν στα ίσα, σε όλα τα μέλη του συγκροτήματος. Οι Coldplay λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσαν και συγκροτήματα όπως οι U2 και οι R.E.M. Τέλος, συμφώνησαν να διώχνουν όποιον έπαιρνε απαγορευμένες ουσίες.
X&Y (2004-2006)
Οι Coldplay πέρασαν μεγάλο μέρος του 2004 μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, κάνοντας διάλειμμα από την μεγάλη περιοδεία τους και ηχογραφώντας το τρίτο τους άλμπουμ. Το Μαΐο, ο Κρις και η γυναίκα του, η ηθοποιός Γκουίνεθ Πάλτροου γιόρτασαν τη γέννηση της κόρης τους, Apple.
Το τρίτο τους άλμπουμ, με τον τίτλο “X&Y”, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2005 σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρώπη. Έγινε το πιο δημοφιλές άλμπουμ της χρονιάς 2005, με πωλήσεις 8.300.000 δίσκων παγκόσμια. Το κορυφαίο κομμάτι του άλμπουμ, που είχε τον τίτλο Speed of Sound, πρωτοπαίχτηκε στα ραδιόφωνα και κυκλοφόρησε στα διαδικτυακά μουσικά μαγαζιά στις 18 Απριλίου και κυκλοφόρησε σε CD στις 23 Μαΐου του 2005. To άλμπουμ ανέβηκε στο νούμερο 1 σε 30 χώρες, παγκόσμια, και ήταν το τρίτο άλμπουμ που ανελίχθηκε στην κορυφή τόσο γρήγορα στην ιστορία του UK Chart. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν ακόμα δυο σινγκλ: Το Fix You το Σεπτέμβρη και το Talk το Δεκέμβρη. Το τελευταίο βασίστηκε στη μελωδία του τραγουδιού Computer Love, που κυκλοφόρησε το 1981 από το γερμανικό συγκρότημα της synthpop Kraftwerk, το οποίο αναβίωσε την προηγούμενη χρονιά ο Νορβηγός κιθαρίστας Erik Wøllo. Παρόλη την διαφημιστική επιτυχία του X&Y, οι κριτικές ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις από εκείνες των προηγούμενων άλμπουμ. Ο κριτικός των New York Times, John Pareles, περιέγραψε τους Coldplay σαν “το πιο ανυπόφορο συγκρότημα της δεκαετίας”. Οι συγκρίσεις που γίνονταν μεταξύ των Coldplay και των U2 γίνονταν όλο και πιο συχνά.
Από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι τον Ιούλιο του 2006, οι Coldplay έκαναν περιοδεία που ονόμασαν “Twisted Logic”, που περιελάμβανε εκδηλώσεις όπως το Coachella, Isle of Wight Festival, Glastonbury και the Austin City Limits Music Festival. Τον Ιούλιο του 2005 εμφανίστηκαν στο Live 8 στο Hyde Park, όπου έπαιξαν το “Bitter Sweet Symphony” των Verve, με τον Richard Ashcroft στα φωνητικά. Το Σεπτέμβριο, οι Coldplay ηχογράφησαν μια νέα έκδοση του How You See The World, με διορθωμένους στίχους για το φιλανθρωπικό album Help!: A Day in the Life. Το Φεβρουάριο του 2006, κέρδισαν τα βραβεία του Καλύτερου Album και του Καλύτερου Single της χρονιάς στα Βραβεία BRIT. To 2006 κυκλοφόρησαν τα single The Hardest Part και What If. Το White Shadows κυκλοφόρησε στο Μεξικό, τον Ιούνιο του 2007.
Viva la Vida or Death and All His Friends (2006–2009)
Τον Οκτώβριο του 2006, οι Coldplay ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στο τέταρτο άλμπουμ τους με τον τίτλο Viva la Vida or Death and All His Friends με παραγωγό τον Brian Eno. Κάνοντας διάλειμμα από την ηχογράφηση, το συγκρότημα περιόδευσε στην Λατινική Αμερική, στις αρχές του 2007.
Ο Chris περιέγραφε το Viva la Vida σαν μια νέα κατεύθυνση για τους Coldplay. Πρόκειται για μια αλλαγή από τα τρία προηγούμενα album τους, τα οποία αναφέρονταν σε εμάς σαν τριλογία. Είπε, επίσης, οτι το album χαρακτηρίζεται από λιγότερο falsetto, αφού επέτρεψε στη χαμηλότερη φωνή του να έχει την προτεραιότητα. Το Violet Hill είναι επιβεβαιωμένα, το πρώτο single που ακούστηκε στα ραδιόφωνα στις 29 Απριλίου 2008. Μετά την πρώτη ακρόαση του τραγουδιού στο ραδιόφωνο, διατέθηκε δωρεάν για κατέβασμα από την ιστοσελίδα του συγκροτήματος, για μια εβδομάδα (το κατέβασαν πάνω από 2.000.000 άτομα), μέχρι που έγινε και εμπορικά διαθέσιμο στις 6 Μαΐου 2008. Το Violet Hill μπήκε στο βρετανικό Top 10 και το Top 40 των Ηνωμένων Πολιτειών (μπήκε, επίσης, και στο Top 10 των Hot Modern Rock Tracks) και πήγε αρκετά καλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Το ομώνυμο τραγούδι Viva la Vida κυκλοφόρησε αποκλειστικά από το iTunes και έγινε το πρώτο τραγούδι του συγκροτήματος που ανέβηκε στο νούμερο ένα του Billboard Hot 100, και το πρώτο τους νούμερο ένα στο Ηνωμένο Βασιλείο, σύμφωνα μόνο από τις πωλήσεις που έγιναν από το κατέβασμα του τραγουδιού.
Στις 15 Ιουνίου 2008, το Viva la Vida or Death and All His Friends, ανέβηκε στην κορυφή του UK album chart, παρόλο που είχε διατεθεί για πώληση στην άγορα, μόλις 3 μέρες πριν. Σε εκείνο το διάστημα πώλησε 302,000 αντίγραφα. Το BBC, μάλιστα, το χαρακτήρισε ως “μια από τις πιο γρήγορα πωληθείσες δισκογραφικές δουλειές στην ιστορία του UK Chart”. Μέχρι το τέλος του Ιουνίου, έσπασαν ακόμα ένα ρεκόρ για το πιο πολυκατεβασμένο album όλων των εποχών. Τον Οκτώβριο του 2008, οι Coldplay κέρδισαν δυο Q Awards.
Singles
Από το Parachutes
- Shiver (2000)
- Yellow (2000)
- Trouble (2000)
- Don’t Panic (2001)
Από το A Rush of Blood to the Head
- In My Place (2002)
- The Scientist (2002)
- Clocks (2003)
- God Put a Smile upon Your Face (2003)
Από το X&Y
- Speed of Sound (2005)
- Fix You (2005)
- Talk (2005)
- The Hardest Part (2006)
- What If (2006)
- White Shadows (2007)
Από το Viva la Vida or Death and All His Friends
- Violet Hill (2008)
- Viva la Vida (2008)
- Lost! (2008)
- Lovers in Japan (2008)
- Strawberry Swing (2009)
Από το Mylo Xyloto
- Every Teardrop Is a Waterfall (2011)
- Paradise (2011)
- Charlie Brown (2012)
- Princess Of China (2012)
- Hurts Like Heaven (2012)
Από το Prospekt’s March
- Life in Technicolor II (2009)
Ghost Stories
- Magic
- Midnight
- A Sky Full of Stars
- True Love
- Ink
A Head Full of Dreams
- Adventre of a Lifetime
Singles που κυκλοφόρησαν χωρίς άλμπουμ
- Brothers & Sisters (1999)
- Lhuna (με τη Kylie Minogue) (2008)
- Christmas Lights (2010)
- Atlas (2013)
- Hymn for the Weekend
