« Γιατί;», Γ. Μαγκλή
«ο πόλεμος», Αλκιβιάδη Κωνσταντόπουλου
Θέμα: Η ειρήνη ενάντια στην αθλιότητα και στον παραλογισμό του πολέμου
Ενότητες:
1η ενότητα: «Σουρούπωνε…να δει»
2η ενότητα: «Ένας άλλος….. έτρεχε»
3η ενότητα: «Μεσοστρατίς… άκουγε»
Αφηγηματικοί τρόποι:
- αφήγηση σε γ’ πρόσωπο, αφηγητής παντογνώστης, μηδενική εστίαση
- μονόλογος ( αποκαλύπτεται ο εσωτερικός κόσμος του ήρωα και προβάλλεται η μάχη που γίνεται στην ψυχή του)
- περιγραφή
Τόπος: απροσδιόριστος, πλαγιά και φυσικό περιβάλλον που παραπέμπει σε ειρηνικές σκηνές
χρόνος: απροσδιόριστος ( απόγευμα- κατακαλόκαιρο), γιατί όλοι οι πόλεμοι έχουν τις ίδιες επιπτώσεις για τους ανθρώπους και τις χώρες
πρόσωπα: απροσδιόριστα, γιατί όλοι οι εμπλεκόμενοι σ’ έναν πόλεμο χάνουν την ευαισθησία και ανθρωπιά τους
πρώτος στρατιώτης: θύμα ή θύτης
- πρώτος στρατιώτης: α) θύμα πολέμου, παράλογης αναμέτρησης, β) μετατρέπεται σε θύτη σκοτώνοντας τον δεύτερο στρατιώτη , γ) ξαναγίνεται θύμα , όταν συνειδητοποιεί το λάθος του
–> τραγικό πρόσωπο
- γιατί έγινε εγκληματίας χωρίς να το θέλει- ανώτερες δυνάμεις ευθύνονται( υπεύθυνοι πολέμου)
- αισθάνεται ψυχική συντριβή
Αντιπολεμικό μήνυμα:
- περιγραφή φυσικού τοπίου και συναισθημάτων που προκαλεί
- περιγραφή άοπλου θύματος και συναισθημάτων- σκέψεων
- φροντίδα του θύματος από το θύτη
- μετάνοια θύτη
Γλώσσα: απλή, δημοτική, καλοδουλεμένη με ποιητική χροιά
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
- Σας δίνεται ένας ενδεικτικός χωρισμός του κειμένου σε ενότητες. Να βρείτε έναν πλαγιότιτλο για την καθεμιά:
1η ενότητα: «Σουρούπωνε…να δει»
2η ενότητα: «Ένας άλλος….. έτρεχε»
3η ενότητα: «Μεσοστρατίς… άκουγε»
- Ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα και την εθνικότητα των στρατιωτών. Γιατί;
- Ποιες σκέψεις και συναισθήματα κατακλύζουν τον στρατιώτη την ώρα που δροσίζεται στην πηγή;
- Τι είναι αυτό που κάνει το στρατιώτη να πυροβολήσει έναν άοπλο άνθρωπο;
- Από ποιες ψυχολογικές διακυμάνσεις περνά ο στρατιώτης από τη στιγμή που πυροβολεί τον εχθρό μέχρι το τέλος του διηγήματος;
- Ποια στοιχεία ενώνουν τους δύο στρατιώτες που ανήκουν σε διαφορετικά στρατόπεδα;
- Το μήνυμα του κειμένου είναι αντιπολεμικό. Να δικαιολογήσετε το χαρακτηρισμό με αναφορές στο κείμενο.
- Ο ένας στρατιώτης σκοτώνει και ο άλλος σκοτώνεται. Ποιος είναι το τραγικό πρόσωπο και γιατί;
- Σχολιάστε τους αφηγηματικούς τρόπους και τη γλώσσα του κειμένου.
- Αφού διαβάσετε το παρακάτω απόσπασμα από το κείμενο « το ποτάμι» του Α. Σαμαράκη, να εντοπίσετε ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο με το κείμενο «γιατί;»:
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. ……….
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί……
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας…
— Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (…)
Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει…
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.