20. Η φύλαξη των ανατολικών συνόρων και οι Ακρίτες
Τα σύνορα της αυτοκρατορίας ήταν απέραντα και η φύλαξή τους ήταν διαρκής φροντίδα για το Βυζαντινό κράτος. Ιδιαίτερα δύσκολη ήταν η προστασία των ανατολικών συνόρων. Άρχιζαν από τον Καύκασο και τον Εύξεινο Πόντο, κι ακολουθώντας τον Τίγρη και τον Ευφράτη ποταμό έφταναν ως τον Περσικό Κόλπο. Πέρα από τα σύνορα αυτά ζούσαν λαοί που, συχνά, έκαναν επιδρομές και λεηλατούσαν τις ανατολικές βυζαντινές περιοχές. Για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό οι Βυζαντινοί, έβαλαν στις άκρες αυτές των συνόρων μόνιμους φρουρούς που τους ονόμαζαν Ακρίτες. Στους Ακρίτες έδιναν δωρεάν γη για καλλιέργεια, άλογα και πανοπλίες για τους πολέμους και τους απάλλασσαν από τους φόρους. |
Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίον των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν. Εκτός από τα πολεμικά του κατορθώματα ο Διγενής εξιστορεί και δύο περιπτώσεις στις οποίες απάτησε την γυναίκα του: με μια άγνωστη κοπέλα από την Αραβία, την οποία συνάντησε σε κάποια περιπλάνησή του, και με την Αμαζόνα Μαξιμώ, μετά την ήττα της στην μονομαχία. Σε μία παραλλαγή του ποιήματος ο Διγενής στην συνέχεια σκότωσε την Μαξιμώ από τύψεις. Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.
-
-
-
- Ο Διγενής ψυχομαχεί* κι η γη* τονε τρομάσσει
βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμός*
κι ο κάτω κόσμος* άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα* τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο*.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε*, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε*, βουνού κορφές* επήδα,
χαράκι* αμαδολόγαγε* και ριζιμιά* ξεκούνιε*.
στο βίτσιμα* ΄πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο* και στο πήδημα τα λάφια* και τ’ αγρίμια*.
Ζηλεύγει* ο Χάρος με χωσιά* μακρά τόνε βιγλίζει*,
κ’ ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
- Ο Διγενής ψυχομαχεί* κι η γη* τονε τρομάσσει
-
-