Η έξοδο (Γιάννης Βλαχογιάννης)

Η έξοδο (Γιάννης Βλαχογιάννης)

27 Μαρτίου 2020 Δεν επιτρέπονται σχόλια Από ΚΡΕΣΤΕΝΙΤΗ ΙΩΑΝΝΑ

[Το διήγημα του Γιάννη Βλαχογιάννη, αναφέρεται στην Έξοδο του Μεσολογγίου, που χάρη στην αυτοθυσία των πολιορκημένων καθιερώθηκε ως σύμβολο της ελευθερίας.]

 

Το Μεσολόγγι τώρα τοιμάζεται να βγει, με το σπαθί. Τοιμάζεται κι η χήρα Μάνθα, η Μεσολογγίτισσα, να βγει κι αυτή. O Τούρκος αν νικήθηκε χίλιες φορές, της πείνας το θεριό είν’ ανίκητο. Έτσι ο λαός, μαζί με τη Φρουρά, πήρανε την απόφαση. Κι απόψε…

Νύχτα, σκοτάδι. Η χήρα στα τυφλά ψηλαφώντας βρήκε το δέμα με τα ρούχα τ’ άχαρα του μακαρίτη ανδρός της. Η μπόμπα η τούρκικη τον έκοψε στα δυο, μόλις άρχιζε η πολιορκία. Κι αυτό μονάχα; Το βόλι, το σπαθί, της αρρώστιας η οργή, της πείνας η κατάρα θέρισαν κάθε δικό της, γύρω της.

Έρημη η χήρα, έρημη με την Ανθή την κόρη της, εφτά χρονώ μικρούλα κι άρρωστη, στα βάσανα μπασμένη, από την πείνα αγνώριστη, φάντασμα ζωντανό, κι ήμερο κι ιλαρό σαν άλλου κόσμου πλάσμα.

Η χήρα ντυμένη βρίσκεται με τη στολή, τη λεβέντικη και τη αιματοβαμμένη τ’άντρα της. Τη φύλαγε σαν άγιο λείψανο, τόσον καιρό. Και τώρα πόσα γέλια θ’ άκουγε, μέρα έτσι να την έβλεπε κανείς. Τόσο είν’ άχαρη και τόσο κωμική. Κι έχει στη μέση της ζωσμένο το σπαθί. Και πρέπει να ’ναι τόσο τρομερή κι η όψη κι η ματιά της, που θα ’διωχνε ακόμα και του χωρατού τον ίσκιο από μπροστά της. Κι είναι τόσες άλλες, χήρες είτε ανύπαντρες, νέες και γριές, αντροντυμένες, έτοιμες να βγουν απόψε…

Την κόρη της σηκώνει από το στρώμα. Το χάδι της καρδιάς τραχύ της βγαίνει απ’ το λαιμό. Μοιάζει σαν προσταγή και σαν φοβέρισμα. Τη σέρνει από το χέρι, της κρυφομιλεί, μα στην αγκαλιά να τη σηκώσει δεν μπορεί. Τέτοια δύναμη κι η μάνα δεν την έχει.

Τραβούν αργά το δρόμο κατά τα προχώματα, μαζί με τ’ άλλο ρέμα του κόσμου που τραβά. Ζυγώνει η ώρα. Κανένας δε φωνάζει, κι όμως μια σύσμιχτη βοή ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η χήρα σκύβει για στερνή φορά, κι άγρια και βραχνερά την άμοιρη μικρούλα θέλει να συμβουλέψει.

— Ανθή μου, Ανθή, Ανθίτσα μου, εδώ που θα κινήσουμε, σφιχτά να μου κρατείς τη φουστανέλα. Τίποτ’ άλλο να μη βλέπεις και να μην ακούς: Τη φουστανέλα να μη χάσεις απ’ τα χέρια σου! Ανθή μου, Ανθίτσα μου… Εδώ που πάμε, για να σε γλιτώσω πρέπει να χτυπώ με το σπαθί, μ’ ό,τι μπορώ. Δε θα ’χω όλο το νου μου απάνου σου. Βαστάξου εσύ με τα χεράκια σου, με την καρδιά σου! Πιάσου…

Και κινήσανε. Μες στη θεοποντή, που ανοίγαν και περνούσανε, χωρίς να γυρίζει πίσω, κάποτε ρωτούσε η χήρα:

— Πού είσαι, Ανθή;

— Εδώ είμαι, μάνα.

Μα κάποτε, κι εκεί που πλάκωσε το κύμα το τρανό, και σάρωσε και σαρώθηκε, η χήρα ξέχασε την Ανθή, για μόνη μια στιγμή· ξέχασε και να τη ρωτήσει. Κι άμα βρέθηκε σε μια βρουλιά κρυμμένη και πήρε αναπνοή, τότε είδε πως έλειπε η Ανθή της.

Δεν άργησε ύστερα στη ράχη απάνου να βρεθεί. Τότε γύρισε στον εαυτό της. Τότε ξύπνησε της θυγατέρας ο καημός μες στην καρδιά της.

— Ανθή!, φώναξε και πάλι φώναξε.

— Ανθή! Ανθίτσα!

Του κάκου! Η Ανθίτσα πάει πια! Πάει και το Μεσολόγγι.

*ιλαρό: χαρωπό *
*πρόχωμα: οχυρό, κατασκευασμένο από χώμα
*ζυγώνει: πλησιάζει
*σύσμιχτη: ανακατωμένη
*βραχνερά: με βραχνή φωνή
*θεοποντή: θεομηνία
*τρανό: δυνατό
*σάρωσε: ισοπέδωσε τα πάντα
*βρουλιά: το φυτό βούρλο
*γύρισε στον εαυτό της: συνήλθε

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Πώς καταλαβαίνετε τη φράση «O Τούρκος αν νικήθηκε χίλιες φορές, της πείνας το θεριό είν’ ανίκητο»;

2. Περιγράψτε σε μία παράγραφο την ψυχολογική κατάσταση της μάνας, καθώς ετοιμάζεται για τη μεγάλη Έξοδο.