Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα (Πηνελόπη Δέλτα)

Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα (Πηνελόπη Δέλτα)

12 Μαρτίου 2020 Δεν επιτρέπονται σχόλια Από ΚΡΕΣΤΕΝΙΤΗ ΙΩΑΝΝΑ

Χριστούγεννα 1822. Κιουταχής και Ομέρ Βρυώνης πολιορκούν το Μεσολόγγι. Ο υδραϊκός στόλος έχει σπάσει τον αποκλεισμό και έχει εφοδιάσει τους πολιορκημένους. Ο Ομέρ Βρυώνης, έχοντας την πληροφορία ότι 500 Έλληνες υπερασπιστές θα βγουν από την πόλη, ετοιμάζει αιφνιδιαστική επίθεση το βράδυ των Χριστουγέννων.

Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων. Πλάι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες σε ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες.

Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σε ένα μαγκάλι, φαίνονταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι.

Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του. «Γιάννη» φώναξε, «φέρε καφέδες.»

Και στο γραμματικό που παράμερα στέκονταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε: «Εσύ, κάθισε αυτού και γράφε.»

Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα πέντε ζάρφια*, και τα έφερε με το δίσκο στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη: «Μάθε» έλεγε «πώς αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι». «Αύριο» είπε μέσα του ο Γιάννης, «δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι, – πρώτα ο Θεός..»

Μα το πρόσωπό του δεν άλλαξε, ούτε φαίνονταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα – ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.

«Φέρε και άλλους» πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας με ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πώς τα ζάρφια ήταν λιγότερα από τους πασάδες.

Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη: «Κοίταξε να μάθεις που πάει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αμαρτωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πώς πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι».

Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, πού, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι μουρμούριζε του Ισμαήλ Πασά.

«Φοβάσαι;» τον ρώτησε περιφρονητικά.

Οι δύο πασάδες σώπασαν.

Έριξε ο Αλβανός μια πλαϊνή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι φώναξε: «Ή αύριο ή ποτέ.»

Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε: «Μη φοβάσαι πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!»

Με το κεφάλι, χαμογελώντας τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.

«Πέ τους, πέ τους πασά μου τα μαντάτα». Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης.

Έφευγε λέει στρατός από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι, που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει πίσω μαζί τους.

Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρωπος του τις ετοιμασίες στα ελληνικά καράβια 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζονταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύονταν όλοι στις εκκλησιές τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα…

Ο Κιουταχής τον διέκοψε με ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαϊνό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στα μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.

«Αυτός;» έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή. Και με ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε: «Μπα, δε μιλάει αυτός!»

«Μα είναι Γκιαούρης!» ψιθύρισε ο άλλος.

Ο Ομέρ χαμογέλασε.

«Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπός μου» είπε με τρόπο που να ακούσει ο Γιάννης. «Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πώς αν ακουστεί τίποτα από όσα λέμε..» με το χέρι του έκοψε τον αέρα: «Έννοια σου!.. Δε μιλάει αυτός»

Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο το, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του.

Τα ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνατο από κει θα γένει το γιουρούσι*, όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γένει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που και αν μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θα αφήσουν αφύλαχτο το ανατολικό μέρος…

Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουγε κάθε λέξη φαίνονταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός.

Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό να ακούσει όλες τις ετοιμασίες και να αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του ..

Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, να αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.

Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τα αδειανά ζάρφια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων.

Ένας ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχτηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας. Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια* κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.

«Όχι» είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυθεί. «Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα κλείσε τον μπερτέ* και πήγαινε, δεν σε θέλω πια.» Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί.

Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο.

Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες, αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μ αυτός αποφάσιζε πώς δεν θα τον πάρουν …

Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννενα, έτσι το ήθελε να σωθεί το Μεσολόγγι.

Μα θα μπορέσει να το σώσει;

Το ήξερε αυτός πώς βίγλες είχε παντού στους τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και ούτε και σημείο μπορούσε να κάνει γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί.

Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μία φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τουρκική σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων…

Σηκώθηκε στον αγκώνα του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε

Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δε τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της..

Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει..

Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων.. Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά, ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σε ένα καρφί και βγήκε έξω.

Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμία χαρά δεν ήταν στη φύση όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη.

Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό.. γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες..

«Ε, μπαρμπα-Γιάννη,για πού;»

Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια του και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή.

Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.

«Πάω να σκοτώσω θαλασσοπούλια» του αποκρίθηκε, «για το μεζέ του αφέντη.»

Του φώναξε ο Τούρκος:

«Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες και σε πάρουν για πολεμιστή».

Και χαχανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.

Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.

Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μοναχός μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σε όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων, μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα.

Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για να αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρομπέη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άνδρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική.

Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδραίικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις επιχειρήσεις τους, το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους, ώσπου να πεινάσουν πάλι.

Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια, όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδραίικα καράβια..

Μ’ αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δεν γίνεται τίποτα από το Βραχώρι..

Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που μξε το μαντήλι του έγνεφε να πλησιάσει.

Γύρισε τη βάρκατου κατά την ξηρά.

«Ποιος είσαι;» φώναξε, «και τι θέλεις;»

«Έλα μη φοβάσαι.. είμαι φίλος» του αποκρίθηκε ο άλλος.

Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο. Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος τα ρούχα; Του ήταν πιτσιλιμένα λάσπες, σαν να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού.

Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του, «Τι θελεις;» τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως ήταν μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα:

«Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ριχθούν οι Τούρκοι.»

Ο Θανάσης πήδηξε στη ξηρά.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε τον άγνωστο, «και

Ποιος σου τα είπε όλα αυτά;»

«Είμαι κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννενα, Χριστιανός.» Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία και έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι.

«Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις είπε βραχνά.

«Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι.»

Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε.

«Πώς τα ‘μαθες αυτά που λες;» ρώτησε.

«Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και άκουσα.» «Ποιοι ήταν οι πασάδες;»

Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δύο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπήσουν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο.

«Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι από αλλού μην τους πιστέψετε.»

Ο Θανάσης τον άκουε αλλά δίσταζε ακόμα.

«Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο;» ρώτησε.

Εκείνος έκανε να απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε και έσμιξε τα χέρια,

Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.

«Έλα μαζί μου» του είπε, «τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα, αν γυρίσεις τώρα, θα σε σκοτώσουν.

Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπό του, η όψη του ήταν αναλυμένη ..

«Το τι θα γίνω εγώ δεν πειράζει, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου ..»

Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα.

Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλο του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.

Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφτασε. Τρεχάτος πήγε στου Μακρή και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνους τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν, Κατά τη διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες και με τον Τσαλαφατίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν και έπιασαν τα οχυρώματα. Την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμνια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δεν θα γίνει, παρά θα αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στου στοίχους απάνω.

Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη το οχυρώματος, ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ραζικότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος όπου ήταν να γίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά.

Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι.

Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γέροι, με σχοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κιρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. Δυο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οχτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή, για να ορμήσουν στ οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.

Όλη νύχτα, από τα δύο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ουτ’ εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησίες ήταν κλειστές, τα κεράκι σβηστά.

Απάνω στ οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τους άντρες.

Και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.

΄Εξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία.

Και τότε άρχισε το πανηγύρι.

Από την μία άκρη στην άλλη του τοίχου, και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα, με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δύο σημαίες. Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.

Σαν τοίχο ζωντανό προβάλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα, σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι, τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς, τα σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα,

Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο. Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα αποτραβιούνται οι Τούρκοι.

Δεκατισμένοι*, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν.

Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν στο χαντάκι.

Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια.

Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα. Τ’ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά και κλείνουν το Μακρυνόρος.

Τ’ ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει.

Παραμονή του Αη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές και έπιπλα ακόμα των πασάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.

Έτσι γιόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.

Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης* που κουρασμένος στέκονταν να ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησάκι να ανάψει ένα κεράκι, ήξερε ότι θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.

Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημα τους για να χτίσει.

Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του.

Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο. Όυτε τον άκουσε να πει ποτέ κανείς από πού ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ερημίτης τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του. Σκυφτός πάντα και σιωπηλός κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατελείωτη προσευχή του.

Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια . Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του, τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του, που με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου.

Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.

*ζάρφι(το):φλιτζάνι του τούρκικου καφέ
*μπερντές: κουρτίνα
*σαμουρένια κάπα: γούνινο πανωφόρι
*γιουρούσι(το): επίθεση
*διαβάτης: ο περαστικός
*(απο)δεκατισμένος: αυτός που έχει υποστεί απώλειες

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Τι δουλειά έκανε ο Γιάννης Γούναρης;

Σε ποιο τραγικό ηθικό δίλημμα βρέθηκε ο ήρωας;

Ποια απόφαση πήρε και ποιες ήταν οι συνέπειες;

Τι απέγινε ο Γιάννης;