Νοσταλγία και αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων με πλημμυρίζουν παρακολουθώντας στην τηλεόραση αφιέρωμα σε έναν Έλληνα ζωγράφο, τον τελευταίο της Ευρώπης, μιας ξεχασμένης και άγνωστης για τους νεότερους τέχνης. Αυτής, των κινηματογραφικών διαφημιστικών αφισών. Κάνοντας μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο βρήκα αρκετά και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία και παραθέτω.






Βασικά χαρακτηριστικά της δημιουργίας της γιγαντοαφίσας ήταν η ταχύτητα, η φθήνια και το εφήμερο. Τα έργα παίζονταν κατά μέσο όρο μία με δύο εβδομάδες και οι αφίσες έπρεπε να ετοιμαστούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με βασικό υλικό τα φτηνά, αναμεμειγμένα με αλευρόκολλα χρώματα πάνω σε ευτελές χαρτί ή σπανιότερα σε πανί. Όταν τελείωνε το έργο η αφίσα καταστρεφόταν και τη θέση της έπαιρνε η επόμενη που είχε κι αυτή την ίδια τύχη. Κανείς δεν θεωρούσε ότι πρόκειται για καλλιτεχνήματα δημιουργημένα με βάση έναν σπάνιο εικαστικό κώδικα. Έτσι, παρά την τεράστια παραγωγή κινηματογραφικών αφισών, ελάχιστες έχουν διασωθεί σε σχέση με τον όγκο της παραγωγής, εύγλωττοι, όμως, μάρτυρες της τεράστιας αξίας τους. Αυτό που έκανε τους ιστορικούς της τέχνης να τις προσέξουν κάποια στιγμή και να τους προσδώσουν την ιδιότητα του εικαστικού έργου, παρά τη –φαινομενική– προχειρότητα με την οποία φτιάχνονταν; Είναι οι δημιουργοί τους. Οι αφίσες αυτές φέρουν τις υπογραφές μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων, το έργο των οποίων έχει σφραγίσει την εικαστική δημιουργία στη χώρα μας. Είναι «παιδιά» μεταξύ άλλων του Στέφανου Αλμαλιώτη, του Γιώργου Βακιρτζή, του Νικόλαου Ανδρεάκου, του Σπύρου Βασιλείου, του Νίκου Νικολαΐδη, του Κώστα Γρηγοριάδη, των αδερφών Γιώργου και Κώστα Κουζούνη, του Γεράσιμου Τουλιάτου, του Βασίλη Δημητρίου, του Ανδρέα Βαζόπουλου, του Μανώλη Παναγιωτόπουλου, του Βαγγέλη Φαεινού, του Χαράλαμπου Σεράση και του νεότερου όλων, του Μάριου Χονδρογιάννη. Περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ
Ένα δημοσίευμα των New York Times έκανε τον Βασίλη Δημητρίου σταρ των ημερών, για να τον ανακαλύψει, στα 78 του, και ολόκληρη η Ελλάδα.
Το τελευταίο δημοσίευμα στους NYT έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για την τέχνη του και οι διοργανωτές του New York Film Festival ζήτησαν κάποια έργα του προκειμένου να φιλοξενηθούν στις αίθουσες του φεστιβάλ. Κάλεσαν και τον ίδιο. Δεν θέλει να δει από κοντά όλα αυτά τα αστέρια που χρόνια τώρα ζωγραφίζει; «Απαντά. Θα παρατήσω τη δουλειά και θα τρέχω στην Αμερική; Κι εδώ ποιος θα φτιάχνει τις αφίσες;».
Σε πρόσφατη συνέτευξη του αναφέρει ότι ζωγραφίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Η αναγνώριση, συνεχίζει, ευτυχώς ήρθε νωρίς, με ένα χαστούκι. «Πήγαινα Γ’ Δημοτικού. Μια μέρα στο σχολείο, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, ζωγράφισα στο μαυροπίνακα με κιμωλίες την αλεπού που κοιτάει το σταφύλι, το γνωστό μύθο. Όταν μπήκε η δασκάλα μέσα, ρώτησε “ποιος το έφτιαξε αυτό;”. Σήκωσα το χέρι μου και πριν το κατεβάσω, φαπ, τρώω ένα χαστούκι. “Δεν σου έχω πει να μη λες ψέματα;” μου λέει. “Ξαναφτιάξ’ το, αν μπορείς!”. Όταν το ξανάφτιαξα μες στα κλάματα και με τρεμάμενα χέρια, το βλέπει και κατευθείαν με αγκαλιάζει και με φιλάει. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αναγνώρισε το ταλέντο μου. Μετά απ’ αυτό, μου αγόραζε μολύβια και μπλοκ ζωγραφικής και με παρότρυνε να ζωγραφίζω».
«Ο πατέρας μου ούτε να ακούσει κουβέντα για ζωγράφος. “Θα πεθάνεις στην ψάθα, όλοι οι ζωγράφοι γίνονται αδερφές” μου έλεγε, αλλά και τι δεν έχω ακούσει και από τη μάνα μου.
Μόνο ο αδελφός μου ο συχωρεμένος βοήθησε την κατάσταση. Τους είπε “Ο Βασίλης θέλει να γίνει ζωγράφος, θα γίνει ζωγράφος. Αφού έχει ταλέντο, ρε μάνα”. Πού να ξέρει η μάνα μου τώρα από ταλέντο, ήταν από χωριό. “Είναι γεννημένος για να κάνει αυτή τη δουλειά” τους έλεγε».
«Έχω δουλέψει σε πάρα πολλούς κινηματογράφους, σχεδόν σε όλους τους κεντρικούς: Σταρ, Άστορ, Μόντιαλ, Πάνθεον, Ρεξ, Ιντεάλ, Αττικόν, Απόλλων, Έσπερος, Ρεξ, Άνεσις, Άστρον, Αστέρια. Το Αθήναιον είναι το τελευταίο σινεμά στην Αθήνα που εξακολουθεί να έχει χειροποίητη αφίσα. Αγαπούν τη ζωγραφιστή αφίσα, αλλά αγαπούν κι εμένα. Τα τελευταία σαράντα χρόνια τούς τις φτιάχνω ανελλιπώς. Κάθε χρόνο κάνω γύρω στις 55 για το Αθήναιον.Σχεδιάζω πρώτα τη βασική εικόνα με κάρβουνο και μετά τα γράμματα, εκεί που έχω σκεφτεί ότι θα μπουν. Έπειτα περνάω με σινική μελάνη ή με μαύρο πλαστικό με ψιλό πινέλο εκεί που έχω κάνει τη γραμμή με το κάρβουνο και, τέλος, βάζω το χρώμα. Δεν αντιγράφω ποτέ τις αφίσες των ταινιών. Τις χρησιμοποιώ μόνο ως βοήθημα για να βλέπω τις λεπτομέρειες των προσώπων. Τώρα πια, για να φτιάξω μια αφίσα θέλω δύο μέρες γεμάτες. Μου παραγγέλλουν την αφίσα τη Δευτέρα και την Τετάρτη την έχω έτοιμη. Πριν από δέκα χρόνια, χρειαζόμουν επτά ώρες».
Είναι τέλη της δεκαετίας του ’50. Ο Βασίλης Δημητρίου είναι ζωγράφος και μποξέρ. Ασύμβατες τέχνες, αλλά και τόσο όμοιες. «Και οι δύο σταθερό χέρι θέλουν» λέει γελώντας. «Ε, ναι, τεντιμπόης ήμουν. Το πρώτο γιαούρτι στην Κυψέλη εγώ το έριξα. Κατέληξα βέβαια στο τμήμα και ευτυχώς έπεσα σε έναν πολύ καλό διοικητή, με τον οποίο συνέβη να γνωριζόμαστε, καθώς ήμουν συμμαθητής με το γιο του».Ήμουν μέλος της εθνικής ομάδας πυγμαχίας και αργότερα για δέκα χρόνια προπονητής στην εθνική ομάδα.
Από τότε μέχρι σήμερα, σταδιακά οι συνάδελφοί του εξαφανίστηκαν. Είναι πράγματι ο μοναδικός άνθρωπος στην Ευρώπη που ασχολείται με την τέχνη;«Κάποια στιγμή με πήραν τηλέφωνο από ένα κανάλι της Κολονίας και μου ζήτησαν να τους παραχωρήσω συνέντευξη. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα ο φίλος μου, ο Δημήτρης Πιατάς, που κάνει κάτι τέτοια. Είχα την απορία γιατί ήρθαν από τη Γερμανία για μένα. “Σήμερα στην Ευρώπη είστε μόνο εσείς, δεν υπάρχει άλλος” είπαν. Ποιος ξέρει;».
Κάθε Τετάρτη πηγαίνει ο ίδιος στο Αθήναιον να αλλάξει τις αφίσες του κινηματογράφου. «Ξέρεις πόσοι άνθρωποι με περιμένουν κάθε Τετάρτη βράδυ, όταν πηγαίνω να αλλάξω την ταινία; Δέκα με δεκαπέντε άνθρωποι είναι εκεί. Όχι πάντα οι ίδιοι. Έρχονται συχνά νέα παιδιά. Ένα παλικάρι μια Τετάρτη, σπουδαστής στην Καλών Τεχνών, ήρθε και μου συστήθηκε. Ήθελε απλά να μου σφίξει το χέρι».
Αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Βασίλη Δημητρίου στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα
Όλη η συνέντευξη εδώ.
«Οσο αντέχει ο Βασίλης Δημητρίου θα αντέχουμε και εμείς», λέει ο Κώστας Γιαννόπουλος, συνιδιοκτήτης του «Αθήναιον»