ΑΓΙΟΣ ΤΙΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ

  • Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Προκληθείς ουρανόθεν προς γνώσιν ένθεον, την εν σαρκί του Δεσπότου επιδημίαν εν γη, αυτοψεί εωρακώς φωτός πεπλήρωσαι, όθεν του Παύλου κοινωνός, θεηγόρος γεγονώς, την Κρήτην πάσαν πυρσεύεις, της ευσεβείας τω λόγο, Τίτε απόστολε μακάριε.

  • αγια τριας

    αγια τριας
  • αγιοι παυλος και τιτος

    αγιοι παυλος και τιτος
  • Ἀπολυτίκιον
    Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
    Τὴν πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερίναν τὴν θείαν καὶ πολιοῦχον Σινᾶ, τὴν βοήθειαν ἡμῶν καὶ ἀντίληψιν· ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς, τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει, καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.

  • οσιος ιωσηφ του εξ αζωκεραμου σητειας

    οσιος ιωσηφ του εξ αζωκεραμου σητειας

    Ἀπολυτίκιον
    Ήχος α\'. Του λίθου σφραγισθέντος.
    Των Κρητών τε τον γόνον και σητειας το καύχημα, των πατέρων κλέος και δόξα Ιωσήφ τον αοίδημον τιμήσωμεν εν ύμνοις οι πιστοί ου δόξη αρρήτω η Τριάς ετιμήσατο το σκήνος διασώσασα άφθορον. Δόξα τω αγιάσαντι αυτόν, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω αναδείξαντι φρουρόν και άμισθον πιστοίς ιατρόν τοις κάμνουσι.

  • οσιος ιωσηφ ο γεροντογιαννης

    οσιος ιωσηφ ο γεροντογιαννης

    Βιογραφία
    Ο Ιωάννης Βιτσέντζος ή Γεροντογιάννης γεννήθηκε στο ημιερειπωμένο Μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου Καψά το 1799 μ.Χ. Στα ερειπωμένα κελλιά της άγονης και απόμονωμένης περιοχής είχαν μεταβεί οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς του Εμμανουήλ και Ζαμπία λόγω τουρκικής επιδρομής. Αργότερα, όταν ησύχασε η κατάσταση, διέμειναν μόνιμα στο χωριό Λιθίνες.

    Όταν ήρθε σε νόμιμη ηλικία νυμφεύθηκε την κυνηγημένη από τους Τούρκους Καλλιόπη από την οικογένεια των Γεροντάκηδων ή Γεροντήδων, η οποία ζούσε κρυμμένη και εκείνη στα νοτιοανατολικά παράλια, φοβούμενη μήπως έχει την ίδια τύχη που είχε η μοναδική αδελφή της, η οποία αυτοκτόνησε για να μην ατιμασθεί από ένα Τούρκο που είχε ενδιαφερθεί έντονα γι’ αυτήν. Γι’ αυτό και η Καλλιόπη στάλθηκε από τους γονείς της στις ερημικές ακτές της περιοχής, κοντά στην έρημη τότε Μονή Καψά και τελικά παντρεύθηκε τον Γεροντογιάννη, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες κι ένα γιο.

    Ο Γεροντογιάννης ήταν ατίθασος, αλλά ιδιαίτερα ευσεβής. Πολλές φορές είχε γίνει στόχαστρο των τουρκικών αρχών και τον είχε καταδιώξει η Τουρκική Αστυνομία. Γι’ αυτό συχνά κατέφευγε με την οικογένειά του στο φαράγγι των Περβολακίων, όπου ήταν αδύνατο να τον ανακαλύψει κανείς. Το περισσότερο διάστημα του έτους διέμεναν στο μετόχι «Κατσαρόλι», κοντά στις Λιθίνες.

    Συμφωνα με την παράδοση, κάποια Κυριακή ο Ιωάννης μάζεψε ξύλα και τα φόρτωσε στο ζώο για να τα πουλήσει, όπως συνήθιζε, στα χωριά Αρμένους και Χανδράς και να αγοράσει κρασί. Πήρε μαζί του και τη σύζυγό του Καλλιόπη και την άφησε στις Λιθίνες για να δει τους συγγενείς της, ενώ τα παιδιά έμειναν μόνα τους στο μετόχι. Στο γυρισμό ένα κακό προαίσθημα είχε φωλιάσει στην καρδιά της Καλλιόπης που παρακινούσε συχνά το σύζυγό της να βαδίσει γρηγορότερα. Οταν έφτασαν βρήκαν τη μικρή τους κόρη Ειρήνη καμμένη έξω στο αλώνι, που την είχαν βγάλει τα άλλα αδέλφιά της, νομίζοντας ότι ο αέρας θα έσβηνε τη φωτιά που είχε πιάσει το φορεματάκι της. Το ατύχημα αυτό που επέφερε τον θάνατο της κόρης του, θεωρήθηκε από τον Ιωάννη θεία τιμωρία για τις αμαρτίες του και κυρίως για την καταπάτηση της Κυριακάτικης αργίας. Το γεγονός αυτό σφράγισε τη ζωή του και στάθηκε η αφορμή για να μεταμορφωθεί.

    Έφυγε από το μετόχι και εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Λιθίνες. Οι χωριανοί, οι συγγενείς και όσοι τον γνώριζαν διαπίστωναν καθημερινά την «αλλοίωσή του». Ο σκληρόκαρδος, ευέξαπτος και εριστικός Ιωάννης μεταμορφώθηκε σε έναν μακρόθυμο, ελεήμονα, πράο και ανεξίακακο άνθρωπο. Η συνειδητή συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωη της Εκκλησίας, οι νηστείες, οι προσευχές, οι ελεημοσύνες και η διαρκής μετάνοια καθάρισαν την καρδιά του, φώτισαν το νου του και μπόρεσε να δεχθεί μία θεία αποκάλυψη, που έμελλε να σταθεί καθοριστική για τη μετέπειτα ζωη του. Ο Γεροντογιάννης το έτος 1841 μ.Χ. σε ηλικία 42 ετών έπεσε σε βαθύ ύπνο. Αγγελος Κυρίου τον άρπαξε, όπως τον Απόστολο Παύλο, σε υψηλή θεωρία και είδε τις τάξεις των δικαίων που βρίσκονται σε ουράνια δόξα και χαρά, αλλά και τις διάφορες τιμωρίες των καταδικασμένων στην αιώνια κόλαση. Μετά από 43 ώρες ξύπνησε χαρούμενος και γαλήνιος βλέποντας γύρω του πλήθος από συγγενείς, γειτόνους και συγχωριανούς του, οι οποίοι είχαν μαζευθεί για να δουν από κοντά τι του συμβαίνει. Ανάμεσά τους και μια παράλυτη γρια, πάνω στην οποία άπλωσε το χέρι του και ψιθυρίζοντας κάποια ευχή, την θεράπευσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πολυάριθμων παρευρισκομένων. Αμέσως μετά άρχισε να κηρύττει και να θαυματουργεί. Πολλοί κάτοικοι της επαρχίας Σητείας περνούσαν καθημερινά από το σπίτι του για να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του, να δεχθούν τις συμβουλές του και να θεραπευθούν από τις διάφορες ασθένειές τους.

    Τα γεγονότα αυτά, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησαν θόρυβο γύρω από το όνομά του. Τη χρονιά αυτή επικρατούσε αναστάτωση λόγω της επανάστασης και ο Γεροντογιάννης θεωρήθηκε ύποπτος από τις Τουρκικές αρχές και διαβλήθηκε ως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, διότι τάχα οι συναθροίσεις στο σπίτι του είχαν σκοπούς επαναστατικούς με θρησκευτικό πρόσχημα. Η αλήθεια είναι ότι τον Όσιο Γεροντογιάννη περιέβαλαν κυρίως ασθενείς και ανάπηροι άνθρωποι, στον οποίο κατεύφευγαν για να βρουν ανακούφιση, παρηγοριά και θεραπεία. Τρεις φορές κλήθηκε για να απολογηθεί ενώπιον του Διοικητού Κρήτης Μουσταφά Πασά. Όμως αυτές οι αλλεπάλληλες διώξεις και προσαγωγές στο Ηράκλειο είχαν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, αφού από κάθε χωριό που περνούσε ο διωκόμενος καλόγερος σήμαινε συναγερμός και μαζεύονταν πλήθος κόσμου για να τον χαιρετήσει και να λάβει την ευλογία του. Μάλιστα κατά την τρίτη προσαγωγή του Γεροντογιάννη συγκεντρώθηκε πλήθος πιστών με αποτέλεσμα να εξοργιστεί ο Διοικητής και να διατάξει τη φρουρά του να διαλύσει με βία το πλήθος και να οδηγήσει τον Γεροντογιάννη αμέσως στη φυλακή. Ύστερα από παράκληση όμως κάποιου Σητειακού συμβούλου του Διοικητή, του Ιωάννου Καπετανάκη ή Γαλανάκη από το χωριό Κρυά, του επιτράπηκε να πάρει στο σπίτι του τον Γεροντογιάννη, χωρίς όμως να βγαίνει έξω μέχρι να να εκδοθεί η απόφαση, η οποία φημολογούνταν ότι θα ήταν η εξορία εκτός της Κρήτης ή η φυλάκιση. Συνέβη, όμως, ο σοβαρός τραυματισμός του μικρού παιδιού του Διοικητού, που γκρεμίστηκε από τη σκάλα και έμεινε αναίσθητο, χωρίς να μπορεί κανένας ιατρός να το επαναφέρει στις αισθήσεις του. Η πατρική στοργή ανάγκασε τον Τούρκο Διοικητή να καλέσει τον θαυματουργό θεραπευτή των Ρωμιών, τον Γεροντογιάννη, ο οποίος πράγματι μόλις ακούμπησε το χέρι του πάνω στο αναίσθητο παιδί και απήγγειλε μια ευχή, αμέσως το μισοπεθαμένο παιδί απέκτησε τις αισθήσεις του και επανήλθε στη ζωή. Ανάλογη θεραπεία έδωσε και στην πεθερά του Διοικητού την οποία απάλλαξε από χρόνια και ανίατη αρώστια. Τότε ο Τούρκος Διοικητής άφησε ελεύθερο τον Γεροντογιάννη να επιστρέψει στο χωριό του για να συνεχίσει το φιλάνθρωπο έργο του. Μάλιστα με πολλή ευγνωμοσύνη του έστειλε πλούσια δώρα στο χωριό του, αλλά εκείνος δέχθηκε να κρατήσει μόνο 17 κανδύλια για τον ναό της Παναγίας των Λιθινών. Τότε ο Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Ιλαρίων συμβούλευσε τον Γεροντογιάννη να πάει σε μία ερημική μακρινή περιοχή, έτσι ώστε να σταματήσουν οι αντιδράσεις και οι καταγγελίες των Τούρκων. Ως καταλληλότερο χώρο δεν μπορούσε να σκεφθεί ο Όσιος άλλο τόπο εκτός το ημιερειπωμένο Μονύδριο του Καψά, όπου γεννήθηκε, βαπτίσθηκε και νυμφεύθηκε. Ετσι, η νεώτερη ιστορία της Μονής αρχίζει με την απόφαση του να εγκατασταθεί το έτος 1841 μ.Χ., στην έρημο του Καψά.

    Μετά το 1840 μ.Χ. η διοίκηση της Κρήτης από τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά ήταν συχνά ανεκτική και οι τουρκικές αρχές έδειχναν ανοχή στην ανακαίνιση μοναστηριών και στην επισκευή πολλών ιερών ναών που είχαν παραμεληθεί για αιώνες ολόκληρους. Έτσι, το 1841 μ.Χ. ο τελευταίος ιδιοκτήτης της περιοχής στην οποία βρισκόταν και το ερειπωμένο Μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου, Χατζη-Νικόλαος Ζαφείρης από το χωριό Αγία Τριάδα Σητείας, ο οποίος την είχε αγοράσει από τον Τούρκο Δερβίς Αγά Χατζαριφάκη, παραχώρησε το σπηλαιώδη ναό και τη γύρω από το έρημο Μονύδριο έκταση στον Όσιο Ιωσήφ τον Γεροντογιάννη, ιδρυτή και ανακαινιστή της Μονής. Ο Όσιος ήταν εντελώς αγράμματος και δεν άφησε γραπτά στοιχεία για να γνωρίζουμε με σιγουριά τι βρήκε στον Καψά τότε. Βέβαιο είναι ότι υπήρχε ο ναός του Αγίου Ιωάννου, που όπως φαίνεται προσέλκυε πολλούς πιστούς από τα γύρω χωριά, καθώς και δύο οικήματα δίπλα στο ναό. Υπήρχε ακόμα ένα πηγάδι με υφάλμυρο νερό, εικόνα που μαρτυρεί την προΰπαρξη μοναστηριού, πάνω στα ερείπια του οποίου κτίσθηκε η νέα Μονή. Το εγκαταλελειμμένο Μονύδριο άρχισε πάλι να αποκτά ζωή και να συρρέουν προσκυνητές και ασθενείς που ήθελαν να γνωρίσουν τον ιδιότυπο ερημίτη και επιζητούσαν την ευλογία του για τη θεραπεία των ασθενειών τους.

    Ο Όσιος Γεροντογιάννης έμενε σ’ ένα απόκρημνο σπήλαιο για δεκαεπτά χρόνια βορειοδυτικά του σπηλαιώδους ναού και τα παλιά κελλιά παραχωρήθηκαν στους πολυάριθμους προσκυνητές, ενώ αρκετοί ήταν και οι υποψήφιοι μοναχοί που ήθελαν να μονάσουν δίπλα στον ερημίτη, ώστε να αρχίσει να δημιουργείται ο πυρήνας της πρώτης συνοδείας του. Τα γεγονότα αυτά επέβαλαν την ανακαίνιση της Μονής, την επισκευή των παλιών κτιρίων και την ανέγερση νέων. Οι οικοδομικές εργασίες συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια, με εξαίρεση μία διακοπή το 1858 μ.Χ., όπου ο Γεροντογιάννης για πέντε μήνες κατέφυγε στην Κάσο, λόγω μιας νέας επανάστασης που ξέσπασε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη.

    Το 1861 μ.Χ. προστέθηκε και το δεύτερο κλίτος της Αγίας Τριάδος στο Καθολικό της Μονής μέσα στο βράχο. Τα κτίσματα οικοδομήθηκαν σε τέσσερα επίπεδα και περιελάμβαναν κελλιά, ξενώνα, τράπεζα, μαγειρείο, φούρνο, αποθήκες και μια μεγάλη υδατοδεξαμενή για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων.

    Το 1863 μ.Χ. το μοναστήρι ήταν εντελώς έτοιμο και ο τότε Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Ιλαρίων τέλεσε τα εγκαίνια του Καθολικού της Μονής και προχείρισε τον κατά κόσμο Ιωάννη σε Μεγαλόσχημο Μοναχό, μετονομάζοντάς τον σε Ιωσήφ.

    Ο Όσιος Γεροντογιάννης εξακολουθούσε να παραμένει στη Μονή Καψά μέχρι που ξέσπασε η επανάσταση του 1866 μ.Χ., και τότε φοβούμενος μήπως οι κατακτητές καταστρέψουν το μοναστήρι, αποφάσισε να εγκατασταθεί μαζί με τη συνοδεία του σε ένα παλιό ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο μοναστήρι την Αγία Σοφία, που βρίσκεται στο οροπέδιο των Αρμένων στη μέση περίπου της επαρχίας Σητείας. Στη Μονή Καψά άφησε μόνο ένα επιστάτη-μοναχό μέχρι το 1870 μ.Χ. Ο Όσιος και στην Αγία Σοφία ασχολήθηκε με την εκ βάθρων ανακαίνιση της Μονής και την καλλιέργεια των κτημάτων της, ώστε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταμόρφωσε κυριολεκτικά την περιοχή, γεγονός που προκέλεσε τον θαυμασμό όλων. Επειδή και εκεί πήγαιναν πολλοί προσκυνητές από τα γύρω χωριά για να τον συναντήσουν, έπεσε θύμα συκοφαντίας, οπότε επέστρεψε στην αρχική Μονή του, ύστερα από εντολή του τότε Επισκόπου Ιεράς και Σητείας Νεοφύτου.

    Ο Όσιος ζούσε με έντονη άσκηση, προσευχή και νηστεία. Έτρωγε ξηρή τροφή, κυρίως ελιές, χόρτα και παξιμάδια. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε στο κελλί του προσευχόμενος. Παρακολουθούσε τις Ακολουθίες από ένα παράθυρο του κελλιού του που έβλεπε προς τον Ναό και μόνο κάθε Κυριακή, όταν κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια κατέβαινε στην Εκκλησία. Απέκτησε από τον Θεό πλούσια χαρίσματα, ώστε επιτελούσε καθημερινά πάμπολλα θαύματα σε όσους με πίστη στο Θεό πλησίαζαν κοντά του. Η φήμη του γρήγορα διαδόθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη και στα νησιά Χάλκη, Κάσο και Σύμη, ώστε καθημερινά τον επισκέπτονταν πλήθος πιστών, ζητώντας τις σοφές συμβουλές του και οδηγίες για την καθημερινή τους ζωή. Άλλοι ζητούσαν τη θεραπεία τους από ασθένειες και την απαλλαγή τους από ακάθαρτα πνεύματα. Ο Γεροντογιάννης, διατηρώντας την εσωτερική κατάσταση της ησυχίας του και κινούμενος από άπειρη αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο κατά το πρότυπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συμβούλευε, ενίσχυε και θεράπευε όλους τους ασθενείς, χαρίζοντάς τους με την χάρη του Κυρίου την υγεία της ψυχής και του σώματος.

    Ήταν ευρύτατα γνωστό ότι ο Όσιος σταύρωνε το νερό της θάλασσας και γινόταν γλυκό. Ακόμα έριχνε το ράσο του στη θάλασσα και το χρησιμοποιούσε ως σχεδία για να μεταβαίνει τακτικά χάριν ησυχίας στο Κουφονήσι, νησί που απέχει αρκετά μίλια από τη Μονή. Επίσης ο Όσιος είχε προορατικό χάρισμα, γι’ αυτό ξεχώριζε τα κλεμμένα προϊόντα που συχνά οι προσκυνητές του έφερναν ως δώρα, ζητώντας μάλιστα απ’ αυτούς που τα έφερναν να τα γυρίσουν πίσω. Η πολυχρόνια και υπεράνθρωπη άσκηση του σώματος γρήγορα εξεσθένησαν το ασθενικό σώμα του και η φωνή του λεπτύνθηκε, ώστε μετά βίας μπορούσαν να ακούσουν οι παρευρισκόμενοι όσα τους έλεγε. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του παρέμενε στο κελλί του κλινήρης. Προείδε τον θάνατό του και προσκάλεσε πριν την εκδημία του προς τον Κύριο όλη την Συνοδεία στο κελλί του για να τους ζητήσει συγχώρηση και να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Άφησε διάδοχο του τον Μοναχό Ανανία, προείπε ό,τι θα συμβεί στη Μονή μετά τον θάνατό του και όρισε την ακριβή ημέρα και ώρα του θανάτου του. Από τον εγγονό του Ιωσήφ, Διάκονο τότε, και τον Ιερομόναχο Γεννάδιο ζήτησε να λειτουργήσουν μαζί και να τον κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων.

    Στις 6 Αυγούστου του έτους 1874 μ.Χ., αφού κοινώνησε, κάλεσε πάλι τους Πατέρες στο κελλί του, τους ζήτησε ξανά συγχώρηση, έκανε το σημείο του Σταυρού, πλάγιασε δεξιά και αφού σταύρωσε τα χέρια του οσιακά παρέδωσε την μεταμορφωμένη ψυχή του στον μεταμορφωθέντα Κύριο.

    Η σωρός του έγινε λαϊκό προσκύνημα και πολύς κόσμος κατέκλυζε καθημερινά τη Μονή για να τον προσκυνήσει και να τον αποχεραιτίσει, ώστε έμεινε επί τρεις μέρες άταφος. Ταφηκε στις 9 Αυγούστου 1874 μ.Χ. μέσα στην Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου στη νοτιοδυτική γωνία σε πέτρινο λαξευμένο τάφο από τον εγγονό του και μετέπειτα ηγούμενο της Μονής Αρχιμ. Ιωσήφ Γεροντάκη. Αυτός, κινούμενος από την ευλάβεια του ευσεβούς λαού προς τον Όσιο, ανεκόμισε στη συνέχεια την τιμία Κάρα του αγίου, την οποία και απέθεσε στο πάνω μέρος του τάφου. Από την κοίμηση του Οσίου η ευλάβεια των πιστών προς τον Όσιο ήταν αμείωτη και μάλλον μέρα με την ημέρα αύξανε και διαδιδόταν από γενεά σε γενεά. Οι προσερχόμενοι στο Μοναστήρι, προσκυνούσαν την κάρα του Οσίου, όπως και την εικόνα του, ενώ έπαιρναν και χώμα από τον τάφο ως ευλογία και θεραπεύονταν.

    Η ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ έγινε στις 7 Μαΐου του έτους 1982 μ.Χ., δηλαδή 108 χρόνια από την κοίμησή του, ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία και η μνήμη της γιορτάζεται την Τρίτη προς Τετάρτη της Διακαινησίμου. Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του ναού και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.

    Ακολουθία του οσίου αυτού συνέγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, την οποία, μαζί με τον βίο του οσίου, εξέδωσε η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Κάψα Σητείας Κρήτης, το 1993 μ.Χ.

    Ἀπολυτίκιον
    Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
    Τῆς μονῆς τοῦ Προδρόμου τὸν νέον κτίτορα, ἀσκητικῆς ἐποφθέντα ἐν τὴ ἐρήμω Καψὰ ἀγωγῆς ἀρτίως ἄστρον παμφαέστατον, στέψωμεν ἄνθεσιν ᾠδῶν καὶ προσπέσωμεν αὐτοῦ λειψάνοις τοὶς πανιέροις, ταὶς πρεσβείαις σου ἐκβοῶντες σῶσον ἠμᾶς ἐκ πειρασμῶν, Ἰωσήφ.

  • ιεραρχες

    ιεραρχες

    Υπάρχουν μαρτυρίες από τις οποίες αποδεικνύεται η συμμετοχή Ιεραρχών της Κρήτης στις Οικουμενικές Συνόδους. Για την Α΄ Οικ. Συνοδο της Νικαίας το 325 μ.Χ. δεν διασώζονται πλήρεις επισκοπικοί κατάλογοι, όμως υπάρχει γραπτή μαρτυρία ότι ένας από τούς 318 θεοφόρους Πατέρες που έλαβαν μέρος ήταν και ο Αρτάκιος Κρήτης. Στην Σύνοδο της Σαρδικής το 343 μ.Χ. από τούς περίπου εκατό Επισκόπους που έλαβαν μέρος οι τέσσερις ήταν από την Εκκλησία της Κρήτης. Πρόκειται για τούς Σύμφορο Ιεραπύτνης, Κυδώνιο Κυδωνίας, Εύκισσο Κισσάμου και Μουσώνιο Ηρακλείου. Δεν σώζονται πρακτικά της Β΄ Οικ. Συνόδου της Κωσταντινουπόλεως το 381 μ.Χ., γι αυτό δεν γνωρίζουμε τα ονόματα των συμμετεχόντων Κρητών Επισκόπων.

    Στην Γ΄ Οικ. Σύνοδο της Εφέσου το 431 μ.Χ. έλαβαν μέρος τέσσερις Κρήτες Επίσκοποι· ο Γορτύνης Ικόνιος, ο Χερρονήσου Ανδήριος, ο Λάμπης Παύλος και ο Κνωσσού Ζηνόβιος. Στην Δ΄ Οικ. Σύνοδο το 451 μ.Χ. έλαβαν μέρος ως εκπρόσωποι έξι Επίσκοποι της νήσου και ένας Πρεσβύτερος, εκπρόσωπος του Επισκόπου Κατάνων. Πρόκειται για τούς Μαρτύριο Επίσκοπο Γορτύνης, Κνωσού Γεννάδιο, Λάμπης Δημήτριο, Σουβρίτου Κύριλλο, Απολλωνιάδος Ευσέβιο, Ελευθερνών Ευφράτη και τον πρεσβύτερο Χρυσογόνο εκπρόσωπο του Παύλου Κατάνων. Στην Ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 536 μ.Χ. έλαβαν μέρος ο Επίσκοπος Γορτύνης και Μητροπολίτης Κρήτης Θεόδωρος και ο Αρχιμανδρίτης Πολυχρόνιος, οι οποίοι ενδημούσαν στην ΚΠολη.

    Στην Ε΄ Οικ. Συνοδο το 553 μ.Χ. έλαβε μέρος μόνο ο Επίσκοπος Γορτύνης και Μητροπολίτης Κρήτης Θεόδωρος. Στην ΣΤ΄ Οικ. Συνοδο το 680/1 μ.Χ. έλαβαν μέρος ένας Μητροπολίτης και δύο Επίσκοποι. Συγκεκριμένα συμμετείχαν ο Βασίλειος Επίσκοπος πόλεως Γορτύνης και Μητροπολίτης Κρήτης, ο Επίσκοπος Λαμπης Ιωάννης και ο Επίσκοπος Καντάνου Γρηγόριος. Στην Πενθέκτη Οικουμενική Συνοδο 691/2 μ.Χ. έλαβαν μέρος τέσσερις Επίσκοποι της νήσου και συγκεκριμένα ο Επίσκοπος Γορτυνίων Βασίλειος, ο Κυδωνέων Νικήτας, ο Χερρονήσου Σισσίνιος και ο Επίσκοπος Κισσάμου Θεόπεμπτος. Τελος στην Ζ΄ Οικ. Συνοδο το 787 μ.Χ. έλαβαν μέρος 12 Επίσκοποι· ο Γορτύνης Ηλίας, ο Ηρακλειουπόλεως Θεόδωρος, ο Κνωσού Αναστάσιος, ο Κυδωνίας Μελίτων, ο Κισσάμου Λέων, ο Αρκαδίας Ιωάννης, ο Ελευθέρνης Επιφάνιος, ο Καντάνου Φωτεινός, ο Χερρονήσου Σισσίνιος, ο Σουβρίτων Θεόδωρος, ο Φοίνικος Λέων και ο Λάμπης Επιφάνιος.

  • Κατηγορίες

  • Φεβρουάριος 2025
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
     12
    3456789
    10111213141516
    17181920212223
    2425262728  
  • Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
    οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
    ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν,
    ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν.
    Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
    Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.

  • Τὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.

  • Ἀπολυτίκιον Ἀγίου Τίτου, Ἦχος δ΄.

    Τοῦ Παύλου συνέκδημος, καὶ μαθητὴς γεγονώς, τὴν Κρήτην κατηύγασας, Τίτε Ἀπόστολε, τῇ αἴγλῃ τῶν λόγων σου. Ὡς οὖν ταύτην ἐῤῥύσω, σκότους τῆς ἀσεβείας, οὕτω καὶ νῦν τοὺς πόθῳ, σὲ τιμῶντας παμμάκαρ, ὡς ἔχων παῤῥησίαν πολλὴν, ῥῦσαι παντὸς πειρασμοῦ.

  • ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΠΡΟΥ

    Ἦχος α´

    «Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα,
    καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι
    ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν,
    νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ᾽ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν.
    Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ, χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος·
    χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.»

  • αγιος αχιλλιος

    αγιος αχιλλιος

    Ἀπολυτίκιον
    Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
    Χαίρει ἔχουσα, ἡ Θεσσαλία, σὲ ἀκοίμητον, φρουρῶν προστάτην, καὶ τῆς Λαρίσης ἡ πόλις ἀδάμαντα, ἡ Ἐκκλησία τὴν εὔηχον σάλπιγγα, τὸ τοῦ Υἱοῦ ὁμοούσιον κηρύξασαν, Πάτερ Ἅγιε Ἱεράρχα Ἀχίλλιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

  • Αγιοι πεντε νεομαρτυρες εκ Σαμοθρακης

    Αγιοι πεντε νεομαρτυρες εκ Σαμοθρακης

    Ἀπολυτίκιον
    Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
    Σαμοθράκης λαμπτῆρες καὶ τῆς Μάκρης ἀγλάισμα, Νεομάρτυρες θεῖοι ἀληθῶς ἀνεδείχθητε, ἀθλήσαντες στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ λύσαντες τὴν πλάνην τοῦ ἐχθροῦ, Μανουὴλ σὺν Θεοδώρω καὶ Μιχαήλ, καὶ οἱ διττοὶ Γεώργιοι, δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι δι\' ὑμῶν, ἠμὶν χάριν καὶ ἔλεος.

  • Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας

    Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας

    Ἀπολυτίκιον
    Ήχος πλ. α\'. Τον συνάναρχον Λόγον.
    Ιατρόν και ποιμένα, Λουκά τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Αρχιερέα λαμπρόν, τον βαστάσαντα Χριστού τα θεία στίγματα, τας εξορίας, τα δεινά, εγκλεισμούς εν φυλακαίς, τας θλίψεις και τα ονείδη, τον επ εσχάτων φανέντα, εν Ρωσία νέον Αγιον.

  • Αγιος Ανδρεας κρητης

    Αγιος Ανδρεας κρητης

    Ἀπολυτίκιον
    Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
    Σοφία διέπρεψας, καί ἀρετῶν τῶ φωτί, καί Κρήτης γεγένησαι, ἀρχιερεύς εὐκλεής, Ἀνδρέα Πατήρ ἡμῶν, ὅθεν ἐν Ἐρεσῶ δέ, κοιμηθείς Ἱεράρχα, ταύτην καθαγιάζεις,τῶ ἁγίω σου σκήνει, αἰτούμενος τοῖς πᾶσιν, εἰρήνην καί θεῖον ἔλεος.

  • Αγιος Χριστοφορος

    Αγιος Χριστοφορος

    Ἀπολυτίκιον
    Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
    Στολαῖς ταῖς ἐξ αἵματος, ὡραϊζόμενος, Κυρίῳ παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστοφόρε ἀοίδιμε· ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ᾄδεις τῆ τρισαγίῳ, καὶ φρικτῇ μελωδίᾳ· διὸ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, σῶζε τοὺς δούλους σου.

  • οσιος νικανωρ

    οσιος νικανωρ

    Ἀπολυτίκιον
    Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
    Νίκης εἴληφας, ἄφθαρτον στέφος, πάτερ ὅσιε, παρὰ τοῦ Κτίστου, τῶν σῶν ἀγώνων ἀντάξιον ἔπαθλον· τὴν γὰρ πατρίδα λιπὼν τὴν ἐπίγειον, τῆς οὐρανίου οἰκήτωρ γεγένησαι· ὅθεν πάντες σὲ πίστει καὶ πόθῳ γεραίρομεν· χαίροις Νικάνορ, Ὁσίων ὁμόσκηνε.

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ

Εισέρχεται ο Ιερεύς, και αλλάσσει λευκήν Ιεράτικήν στολήν, ήτοι επιτραχήλιον και φελώνιον και απτομένων πάντων των κηρών, λαβών θυμιατόν, απέρχεται εν τη Κολυμβήθρα, και θυμια κύκλφ και αποδούς το θυμιατόν, προσκυνεί.

Είτα λέγει ο Διάκονος.

Ευλόγησον Δέσποτα.

Ο Ιερεύς, εκφώνως·

Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν.

ΧΟΡΟΣ: Κύριε, έλέησον. Μεθ’ εκάστων δέησιν.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Υπέρ της άνωθεν ειρήνης, και της σωτηρίας των ψυχών ημών, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευ­σταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών, και της των πάντων ενώσεως, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του αγίου Οίκου τούτου, και των μετά πίστεως, ευλάβειας και φόβου Θεού εισιόντων εν αυτώ, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών (του δεινός), του τιμίου πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας, παν­τός του κλήρου και του λαού, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του αγιασθήναι το ύδωρ τούτο, τι επιφοιτήσει και δυνάμει και ενεργεία του Αγίου Πνεύμα­τος, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του καταπεμφθήναι αυτώ την χάριν της απολυτρώσεως, την ευλογίαν του Ιορδανού, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του καταφοιτήσαι τοις ύδασι τούτοις την καθαρτικήν της υπερουσίου Τριάδος ενέργειαν, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του φωτισθήναι ημάς φωτισμόν γνώσεως και ευσέβειας, δια της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύ­ματος, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του αναδειχθήναι το ύδωρ τούτο αποτρόπαιον πάσης επιβουλής ορατών και αοράτων εχθρών, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του άξιον (αξίαν) γενέσθαι της άφθαρτου βασι­λείας τον (την) εν αυτώ βαπτιζόμενον (βαπτιξομένην), του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του νυν προσερχόμενου (της νυν προσερχομένης) τω αγίω Φωτίσματι και της σωτηρίας αυτού (αυτής), του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του αναδειχθήναι αυτόν (αυτήν) υιόν (θυγατέρα) φωτός και κληρονόμον των αιωνίων αγαθών, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του γενέσθαι αυτόν (αυτήν) σύμφυτον και κοινωνόν του θανάτου και της αναστάσεως Χριστού του Θεού ημών, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του διαφυλαχθήναι αυτώ (αυτή) την στολήν του Βαπτίσματος, και τον αββαβώνα του Πνεύματος, άσπιλον και αμώμητον εν τη ημέρα τη φοβερά Χριστού του Θεού ημών, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του γενέσθαι αυτώ (αυτή) το ύδωρ τούτο λουτρόν παλιγγενεσίας, εις άφεσιν αμαρτιών, και ένδυμα αφθαρσίας, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του εισακούσαι Κύριον τον Θεόν φωνής της δεήσεως ημών, του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του ρυσθήναι αυτόν (αυτήν) τε και ημάς από πάσης θλίψεως, οργής, κινδύνου και ανάγκης, του Κυρίου δεηθώμεν.

Αντιλαβού, σώσον, ελέησον, και διαφύλαξον ημάς, ο Θεός, τη ση χάριτι.

Της Παναγίας, αχράντου, ύπερευλογημένης, εν­δόξου δεσποίνης ημών Θεοτόκου, και αειπαρθένου Μαρίας μετά πάντων των αγίων μνημονεύσαντες, εαυτούς και αλλήλους, και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα.

Και του Διακόνου λέγοντος ταύτα, ο Ιερεύς λέγει καθ’ εαυτόν την Ε υ χ ή ν ταύτην μυστικώς.

Του Κυρίου δεηθώμεν.

Ο εύσπλαγχνος και ελεήμων Θεός, ο ετάζων καρδίας και νεφρούς, και τα κρύφια των αν­θρώπων επισταμένος μόνος· ου γαρ εστί πράγμα αφανές ενώπιον σου, άλλα πάντα γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς σου· ο γινώσκων τα κατ’ εμέ, μη βδελύξη με, μηδέ το πρόσωπον σου αποστρέψης απ’ εμού, αλλά πάριδέ μου τα παραπτώματα εν τη ώρα ταύτη, ο παρορών ανθρώπων αμαρτήματα εις μετάνοιαν, και απόπλυνον μου τον ρύπον του σώματος, και τον σπίλον της ψυχής, και όλον με αγίασον ολοτελή τη δυνάμει σου τη αοράτω και πνευματική δεξιά· ίνα μη, ελευθερίαν άλ­λοις επαγγελλόμενος και ταύτην παρέχων πίστει τη ηρτημένη της σης αφάτου φιλανθρωπίας, αυτός ως δούλος αμαρτίας αδόκιμος γένωμαι. Μη, Δέ­σποτα, ο μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, μη αποστραφείην τεταπεινωμένος και κατησχυμένος· άλλ’ εξαπόστειλόν μοι δύναμιν εξ ύψους, και ενίσχυσόν με προς την διακονίαν του προκειμένου σου Μυστηρίου, του μεγάλου και επουρανίου. Και μόρφωσόν σου τον Χριστόν εν τω μέλλοντι (εν τη μελλούση)αναγεννάσθαι δια της εμής ελεεινότητος· και οικοδόμησον αυτόν (αυτήν) εν τω θεμελίω των Αποστόλων και Προ­φητών σου· και μη καθέλης, αλλά φύτευσον αυτόν (αυτήν) φύτευμα αληθείας εν τη αγία σου Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και μη εκτίλης. Όπως προκύπτοντος αυτού (προκοπτούσης αυτής) εν ευσέβεια, δοξάζηται και δι’ αυτού (αυτής) το πανάγιον όνομά σου, του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεϊ δε ειδέναι, ότι καθ’ εαυτόν λέγει και την Εκφώνησιν και το, Αμήν.

Μετά δε το συμπληρωθήναι τα Ειρηνικά, άνευ Εκφωνήσεως, λέγει ό Ιερεύς την Ευχήν ταύτην μεγαλοφώνως και μετά φόβου Θεού και εξ όλης ψυ­χής και συντετριμμένης καρδίας.

Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα  σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου (τρις). Συ γαρ βουλήσει εξ ουκ όντων εις το είναι παραγαγών τα σύμπαντα, τω σω κράτει συνέχεις την κτίσιν, και τη ση προνοία διοικείς τον κόσμον. Συ εκ τεσσάρων στοιχείων την κτίσιν συναρμόσας, τέτταρσι καιροίς τον κύκλον του ενιαυτού εστεφάνωσας. Σε τρέμουσιν αι νοεραί πάσαι Δυνάμεις· σε υμνεί ήλιος· σε δοξάζει σελήνη· σοι εντυγχάνει τα άστρα· σοι υπακούει το φως· σε φρίττουσιν άβυσσοι· σοι δουλεύουσιν αι πηγαί. Συ εξέτεινας τον ουρανόν ωσεί δέρριν· συ εστερέωσας την γην επί των υδάτων· συ περιετείχισας την θά­λασσαν ψάμμω· συ προς αναπνοάς τον αέρα εξέχεας. Αγγελικοί Δυνάμεις σοι λειτουργούσιν, οι των Αρχαγγέλων χοροί σε προσκυνούσι, τα πολυόμματα Χερουβίμ, και τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, κύκλω εστώτα, και περιϊπτάμενα, φόβω της απροσ­ίτου σου δόξης κατακαλύπτεται. Συ γαρ, Θεός ων απερίγραπτος άναρχος τε και ανέκφραστος, ήλθες επί της γης, μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος· ου γαρ έφερες, Δέσποτα, δια σπλάγχνα ελέους σου, θεάσθαι υπό του διαβόλου τυραννούμενον το γένος των ανθρώπων, αλλ’ ήλθες και έσωσας ημάς. Ομολογούμεν την χάριν, κηρύττομεν τον έλεον, ου κρύπτομεν την ευεργεσίαν. Τας της φύσεως ημών γονάς ηλευθέρωσας, παρθενικήν ηγίασας μήτραν τω τόκω σου, πάσα η κτίσις ύμνησέ σε επιφανέντα. Συ γαρ, ο Θεός ημών, επί της γης ώφθης και τοις ανθρώποις συνανεστράφης· Συ και τα Ιορδάνεια ρείθρα ηγίασας, ουρανόθεν καταπέμψας αυτοίς το Πανάγιόν σου Πνεύμα, και τας κεφαλάς των εκείσε εμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων. Αυτός ουν, φιλάνθρωπε Βασιλεύ, πάρεσο και νυν δια της επιφοιτήσεως του Αγίου σου Πνεύ­ματος και αγίασον το ύδωρ τούτο (τρις). Και δος αυτώ την χάριν της απολυτρώσεως, την ευλογίαν του Ιορδάνου. Ποίησον αυτό αφθαρσίας πηγήν, αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσιτον, αγγελικής ισχύος πεπληρωμένον. Φυγέτωσαν απ’ αυτού οι επιβουλεύοντες τω πλάσματί σοι· ότι το όνομά σου, Κύριε, επεκαλεσάμην, το θαυμαστόν και ένδοξον και φοβερόν τοις υπεναντίοις.

Και εμθυσά το ύδωρ τρις· και σφραγίζει τη δεξιά τρίτον και επεύχεται, λέγων:

Συντριβήτωσαν υπό την σημείωσιν του τύπου του τιμίου Σταυρού σου πάσαι αι εναντίαι δυνάμεις (τρίς).Υποχωρησάτωσαν ημίν πάντα τα εναέρια και αφανή είδωλα, και μη υποκρυβήτω τω ύδατι τούτω δαιμόνιον σκοτεινόν, μηδέ συγκαταβήτω τω βαπτιζομένω (τη βαπτιζομένη), δεόμεθά σου, Κύριε, πνεύμα πονηρόν, σκότωσιν λογισμών καί ταραχήν διανοίας επάγον. Αλλά συ, Δέσποτα των απάντων, ανάδειξον το ύδωρ τούτο, ύδωρ απολυτρώσεως, ύδωρ αγιασμού, καθαρισμόν σαρκός και πνεύματος, άνεσιν δεσμών, άφεσιν παραπτωμάτων, φωτισμόν ψυχής, λουτρόν παλλιγγενεσίας, άνακαινισμόν πνεύματος, υιοθεσίας χά­ρισμα, ένδυμα αφθαρσίας, πηγήν ζωής. Συ γαρ είπας, Κύριε· Λούσασθε, και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών. Συ εχαρίσω ημίν την άνωθεν αναγέννησιν, δι’ ύδατος και Πνεύματος. Επιφάνηθι, Κύριε, τούτω· και δος μεταποιηθήναι τον εν αυτώ βαπτιζόμενον(βαπτιζομένην), εις το αποθέσθαι μεν τον παλαιόν άνθρωπον, τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης, ενδύσασθαι δε τον νέον, τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν· ίνα, γενόμενος (γενομένη) σύμφυτος τω ομοιώματι του θανάτου σου δια του Βαπτίσματος, κοινωνός και της αναστάσεως σου γένηται και φυλάξας(φυλάξασα)  την δωρεάν του Αγίου σου Πνεύματος και αυξήσας (αυξήσασα) την παρακαταθήκην της χάριτος, δέξηται το βραβείον της άνω κλήσεως, και συγκαταριθμηθή τοις πρωτοτόκοις, τοις απογεγραμμένοις εν ουρανώ, εν σοι τω Θεώ και Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ. Ότι σοι πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, άμα τω ανάρχω σου Πατρί, και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

ΙΕΡΕΥΣ:  Ειρήνη πάσι.

ΧΟΡΟΣ: Και τω πνεύματί σου.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Τας κεφάλας ημών τω Κυρίω κλίνωμεν.

ΧΟΡΟΣ: Σοι Κύριε.

Και εμφυσά ο Ιερεύς εις το αγγείον του ελαίου, βασταζόμενον υπό του Διακόνου και σφραγίζει δια της χειρός τρις τούτο, ήτοι το έλαιον.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Του Κυρίου δεηθώμεν.

ΧΟΡΟΣ: Κύριε, ελέησον

ΙΕΡΕΥΣ

Δέσποτα, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών, ο τοις εν τι κιβωτώ του Νώε περιστεράν αποστείλας, κάρφος ελαίας έχουσαν επί του στόματος, καταλλαγής σύμβολον, σωτηρίας τε της από του κατακλυσμού, και το της χάριτος μυστήριον δι’ εκείνων προτυπώσας· ο και της ελαίας τον καρπόν εις πλήρωσιν των αγίων σου Μυστηρίων χορηγήσας, ο δι’ αυτού και τους εν νόμω Πνεύματος Αγίου πληρώσας και τους εν χάριτι τελειών· Αυτός ευλόγησον και τούτο το έλαιον, τη δυνάμει και ενεργεία και επιφοιτήσει του Αγίου σου Πνεύματος, ώστε γενέσθαι αυτό χρίσμα αφθαρσίας, όπλον δικαιοσύνης, ανακαινισμός ψυχής και σώματος, πάσης διαβολικής ενερ­γείας αποτρόπαιον, εις άπαλλαγήν κακών, πάσι τοις χριομένοις αυτό εν πίστει, ή και μεταλαμβάνουσιν εξ αυτού.

Εις δόξαν σην, και του μονογενούς σου Υιού, και του παναγίου και αγαθού και ζωοποιού σου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Πρόσχωμεν.

Ο δε Ιερεύς, λαβών το αγγείον του ελαίου καταχέει εξ αυτού εν τη κολυμβήθρα, ποιων σταυρούς γ’ και ψάλλων εν εκάστω σταυρώ το Αλληλούια (γ’).

Είτα εκφωνεί·

Ευλογητός ο Θεός, ο φωτίζων και αγιάζων πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

Και προσφέρεται ό βαπτιζόμενος. Ο δε Ιερεύς λαμβάνει εκ του αγίου ελαίου δια των τριών δα­κτύλων της δεξιάς και ποιεί Σταυρού τύπον επί του μετώπου, και του στήθους, και των μεταφρένων του βαπτιζομένου, λέγων·

Χρίεται ο δούλος (η δούλη) του Θεού  (ο ή η δείνα), έλαιον αγαλλιάσεως, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Και σφραγίζουν αυτού (αυτής) το στήθος και τα μετάφρενα, λέγει·

Εις μεν το στήθος·

Εις  ίασιν  ψυχής  και  σώματος.

Εις δε τας ακοάς·

Εις ακοήν πίστεως.

Εις τους πόδας·

Του πορεύεσθαι τα διαβήματα σου.

Εις τας χείρας·

Αι χείρες σου εποίησαν με, και έπλασαν με.

Και όταν χρισθή εκ του ελαίου όλον το σώμα υπό του Αναδόχου, βαπτίζει αυτόν ο Ιερεύς, όρθιον αυτόν κατέχων και βλέποντα κατά ανατολάς και λέγων·

Βαπτίζεται ο δούλος (δούλη) του Θεού   (ο ή η δείνα) εις  το όνομα του Πατρός, Αμήν· και του Υιού, Αμήν· και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν(εκάστη προσρήσει κατάγων αυτόν και ανάγων).

Και λούει αυτού ο Ιερεύς, όλον το σώμα καλώς.

Είτα λαμβάνει αυτόν ο Ανάδοχος εκ της αγίας Κολυμβήθρας δια των χειρών του Ιερέως υπτίαις χερσί, σαβάνου (σινδονίου] λευκού πρότερον εφαπλωθέντος εν ταις χερσίν.)

ΧΟΡΟΣ:

Ψαλμός λα’ (31)

Μακάριοι, ων αφέθησαν αι ανομίαι, και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι (εκ γ’). Μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν, ουδέ εστίν εν τω στόματι αυτού δόλος. Ότι εσίγησα, επαλαιώθη τα οστά μου, από του κράζειν με όλην την ημέραν. Ότι ημέρας και νυκτός εβαρύνθη επ’ εμέ η χειρ σου, εστράφην εις ταλαιπωρίαν εν τω εμπαγήναι μοι άκανθαν. Την ανομίαν μου εγνώρισα και την αμαρτίαν μου ουκ εκάλυψα. Είπα· Εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Υπέρ ταύτης προσεύξεται προς σε πας όσιος, εν καιρώ ευθέτω. Πλην εν κατακλυσμώ υδάτων πολλών, προς αυτόν ουκ εγγιούσι. Συ μου ει καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με· το αγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των κυκλωσάντων με. Συνετιώ σε και συμβιβώ σε εν οδώ ταύτη η πορεύση, επιστηριώ επί σε τους οφθαλμούς μου. Μη γίνεσθε ως ίππος και ημίονος, οις ουκ έστι σύνεσις· εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαις, των μη εγγιζόντων προς σε. Πολλαί αι μά­στιγες του αμαρτωλού, τον δε ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει. Ευφράνθητε επί Κύριον και αγαλλιάσθε, δίκαιοι, και καυχάσθε πάντες οι ευθείς τη| καρδία.

Και μετά τούτο λέγει ο Ιερεύς την Ευχήν ταύτην·

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Του Κυρίου δεηθώμεν.

ΧΟΡΟΣ: Κύριε, έλέησον.

ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΜΥΡΟΥ

Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ή πηγή των αγαθών, ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο λάμψας τοις εν σκότει φως σωτηρίας, δια της επι­φανείας του μονογενούς σου Υιού και Θεού ημών και χαρισάμενος ημίν τοις αναξίοις την μακαρίαν κάθαρσιν εν τω αγίω Βαπτίσματι, και τον θείον αγιασμόν εν τω ζωοποιώ χρίσματι· ο και νυν ευδοκήσας αναγεννήσαι τον δούλον σου τον (την δούλην σου την) νεοφώτιστον δι’ ύδατος και Πνεύματος, και την των εκουσίων και ακουσίων αμαρτημάτων άφεσιν αυτώ (αυτή) δωρησάμενος· Αυτός ουν, Δέσποτα παμβασιλεύ εύσπλαγχνε, χάρισαι αυτώ και την σφραγίδα της δωρεάς του αγίου και παντοδυνάμου, και προσκυνητού σου Πνεύματος, και την μετάληψιν του αγίου Σώματος, και του τι­μίου Αίματος του Χριστού σου. Φύλαξον αυτόν (αυτήν) εν τω σω αγιασμώ· βεβαίωσον εν τη Ορθοδόξω πίστει ρύσαι από του πονηρού, και πάντων των επιτηδευ­μάτων αυτού, και τω σωτηρίω σου φόβω, εν αγνεία καί δικαιοσύνη την ψυχήν αυτού (αυτής) διατήρησον ίνα, εν παντί έργω και λόγω ευαρεστών (ευαρεστούσα) σοι, υιός (θυγατέρα) και κληρονόμος της επουρανίου σου γένηται βασιλείας.

Εκφώνως

Ότι συ ει ο Θεός ημών, Θεός του ελεείν και σώζειν, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί, και τω Υιώ, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

Και μετά την Ευχήν, χρίει τον βαπτισθέντα ο Ιερεύς τω αγίω Μύρω, ποιών του Σταυρού τύπον επί του μετώπου, των οφθαλμών, των μυκτήρων, του στόματος, των δύο ώτων, του στήθους, των χειρών και των ποδών, λέγων·

Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Αμήν.

Είτα ενδύων αυτόν τον χιτώνα λέγει.

Ενδύεται ο δούλος (δούλη) του Θεού (ο ή η δείνα) χιτώνα δικαιοσύνης, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

ΧΟΡΟΣ:

Και ψάλλεται Τροπάριον εις ήχον πλ. δ’.

Χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν, ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον, πολυέλεε Χριστέ ο Θεός ημών.

Ο Ιερεύς νιψάμενος, θυμιά την Κολυμβήθραν, περιερχόμενος αυτήν γύρωθεν μετά του Αναδόχου, κατ’ ενώπιον ισταμένου και βαστάζοντος το νέοφώτιστον βρέφος και ψάλλων εις ήχον α’.

ΙΕΡΕΥΣ:  Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε,  Αλληλούια   (εκ  τρίτου).

ΧΟΡΟΣ: Δόξα. Και νυν. Χριστόν  ενεδύσασθε.   Αλληλούια.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Δύναμις.

ΧΟΡΟΣ: Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Αλληλούια.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Πρόσχωμεν.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ:

Προκείμενον.  Ήχος γ’.

Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου.

Στίχ. Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Σοφία.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Προς Ρωμαίους επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Πρόσχωμεν.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

(Κεφ.  στ΄ 3-11)

Αδελφοί, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της ανα­στάσεως εσόμεθα, τούτο γινώσκοντες, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη, ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς, τη αμαρτία. Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας. Ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός, εγερθείς εκ νεκρών, ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει. Ο γαρ απέθανε τη αμαρτία, απέθανεν εφάπαξ, ο δε ζη, ζη τω Θεώ. Ούτω και υμείς λογίζεσθε εαυτούς νεκρούς μεν είναι τη αμαρτία, ζώντας δε τω Θεώ εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.

ΙΕΡΕΥΣ:  Ειρήνη σοι τω αναγινώσκοντι.

ΧΟΡΟΣ: Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Σοφία ορθοί· ακούσωμεν του αγίου Ευαγγελίου.

ΙΕΡΕΥΣ:  Ειρήνη πάσι.

ΧΟΡΟΣ: Και τω πνεύματι σου.

ΙΕΡΕΥΣ:  Εκ του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου το Ανάγνωσμα.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Πρόσχωμεν.

ΧΟΡΟΣ: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

ΙΕΡΕΥΣ: 

(Κεφ. κη΄ 16-20)

Τω καιρώ εκείνω, οι ένδεκα Μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν, εις το όρος, ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς. Και ιδόντες αυτόν, προσεκύνησαν αυτώ· οι δε εδίστασαν. Και προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς, λέγων· Εδόθη μοι πάσα εξου­σία εν ουρανώ και επί γης. Πορευθέντες ουν, μαθη­τεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην ημίν και ιδού, εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος. Αμήν.

ΧΟΡΟΣ: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

ΕΥΧΑΙ  ΤΗΣ ΑΠΟΛΟΥΣΕΩΣ

ΙΕΡΕΥΣ:  Ειρήνη πάσι.

ΧΟΡΟΣ: Και τω πνεύματί σου.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν.

ΧΟΡΟΣ: Σοι, Κύριε.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Του Κυρίου δεηθώμεν.

ΧΟΡΟΣ: Κύριε, έλέησον.

ΙΕΡΕΥΣ

Ο λύτρωσιν αμαρτιών, δια του αγίου Βαπτίσμα­τος, τω δούλω (τη δούλη) σου δωρησάμενος, και ζωήν αναγεννήσεως αυτώ (αυτή) χαρισάμενος· Αυτός, Δέσποτα Κύριε, τον φωτισμόν του προσώπου σου εν τη καρδία αυτού (αυτής)εναυγάζειν δια παντός ευδόκησον· τον θυρεόν της πίστεως αυτού (αυτής) ανεπιβούλευτον εχθροίς διατήρησον· το της αφθαρσίας ένδυμα, ο περιεβάλετο, αρρύπωτον εν αυτώ (αυτή) και αμόλυντον διαφύλαξον· άθραυστον εν αυτώ (αυτή)την πνευματικήν σφρα­γίδα τη χάριτί σου διατηρών, και ίλεως αυτώ (αυτή) τε και ημίν γενόμενος, κατά το πλήθος των οικτιρμών σου. Ότι ηυλόγηται και δεδόξασται το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Του Κυρίου δεηθώμεν.

ΧΟΡΟΣ: Κύριε, ελέησον.

ΙΕΡΕΥΣ:  Δέσποτα Κύριε, ο Θεός ημών, ο δια της κολυμβήθρας την ουράνιον έλλαμψιν τοις βαπτιζομένοις παρέχων· ο αναγεννήσας τον δούλον (την δούλην) σου τον (την) νεοφώτιστον δ’ ύδατος και πνεύματος, και την των εκουσίων και ακουσίων αμαρτημάτων άφεσιν αυτώ (αυτή) δωρησάμενος, επίθες αυτώ (αυτή) την χείρα σου την κραταιάν, και φύλαξον αυτόν (αυτήν) εν τη δυνάμει της σης αγαθότητος· άσυλον τον αρραβώνα διαφύλαξον και αξίωσον αυτόν(αυτήν) εις την ζωήν την αιώνιον, και εις την σην ευαρεστίαν. Ότι συ ει ο αγιασμός ημών, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

ΙΕΡΕΥΣ:  Ειρήνη πάσι.

ΧΟΡΟΣ: Και τω Πνεύματι σου.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Τάς κεφάλας ημών τω Κυρίω κλίνωμεν.

ΧΟΡΟΣ: Σόι, Κύριε.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Του Κυρίου δεηθώμεν.

ΧΟΡΟΣ: Κύριε,  ελέησον.

ΙΕΡΕΥΣ

Ο ενδυσάμενος (η ενδυσαμένη) σε, τον Χριστόν και Θεόν ημών, σοι υπέκλινε συν ημίν την εαυτού (εαυτής) κεφαλήν ον διαφύλαξον αήττητον αγωνιστήν διαμείναι κατά των μάτην έχθραν φερομένων κατ’ αυτού (αυτής) τε και ημών τω δε σω αφθάρτω στεφάνω μέχρι τέλους νικητάς πάντας ανάδειξον.

Ότι σον εστί το ελεείν και σώζειν ημάς, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

Ο Ιερεύς λύει το ζωνάριον του παιδίου και το σάβανον (μυρόπανον) και, ενώσας τας άκρας αυ­τών, βρέχει μετά ύδατος καθαρού αυτάς και ραίνει το παιδίον, λέγων·

ΙΕΡΕΥΣ:  Εδικαιώθης, εφωτίσθης.

Και λαβών σπόγγον καινόν ή βάμβακα μεθ’ ύδατος, αποσπογγίζει το πρόσωπον αυτού, συν τη κεφαλή, και το στήθος και τα λοιπά, λέγων·

ΙΕΡΕΥΣ:  Εβαπτίσθης, εφωτίσθης, εμυρώθης, ηγιάσθης, απελούσθης εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

ΕΥΧΗ ΕΙΣ ΤΡΙΧΟΚΟΥΡ1ΑΝ

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Του Κυρίου δεηθώμεν.

ΧΟΡΟΣ: Κύριε, ελέησον.

ΙΕΡΕΥΣ

Δέσποτα Κύριε, ο Θεός ημών, ο τη εικόνι σου τιμήσας τον άνθρωπον, εκ ψυχής λογικής και σώματος ευπρεπούς κατασκευάσας αυτόν, ως αν το σώμα εξυπηρετήσαι τη λογική ψυχή· κεφαλήν μεν επί των υψηλοτάτων θείς, και εν αυτή τας πλείστας των αισθήσεων καθιδρύσας, μη παρεμποδιζούσας αλλήλαις· ταις δε θριξί την κεφαλήν οροφώσας, προς το μη βλάπτεσθαι ταις μεταβολαίς των αέρων, και πάντα τα μέλη αυτώ χρησίμως εμφυτεύσας, ίνα δια πάντων ευχαριστή σοι τω αριστοτέχνη. Αυτός, Δέσποτα, ο δια του σκεύους της εκλογής σου Παύλου του Αποστόλου εντειλάμενος ημίν πάντα εις δόξαν σήν ποιείν, τον προσελθόντα (την προσελθούσαν) δούλον (δούλην) σου απαρχήν ποιήσασθαι κείρασθαι την κόμην της κεφαλής αυτού (αυτής), ευλόγησον, άμα τω αυτού (αυτής) αναδόχω· και δος αυτοίς πάντα μελετάν εν τω νόμω σου και τα ευάρεστά σοι πράττειν.

Ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

ΙΕΡΕΥΣ: Ειρήνη πάσι.

ΧΟΡΟΣ: Και τω πνεύματί σου.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Τας κεφάλας ημών τω Κυρίω κλίνωμεν.

ΧΟΡΟΣ: Σοι, Κύριε.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Του Κυρίου δεηθώμεν.

ΧΟΡΟΣ: Κύριε ελέησον.

Ο Ιερεύς κρατών την δεξιάν αυτού επί την κεφαλήν του βαπτισθέντος επέυχεται·

ΙΕΡΕΥΣ

Κύριε ο Θεός ημών, ο εκ του πληρώματος της κολυμβήθρας δια της σης αγαθότητος αγιάσας τους εις σε πιστεύοντας, ευλόγησον το παρόν νήπιον, και επί την κεφαλήν αυτού η ευλογία σου καταβήτω. Και ως ευλόγησας δια του προφήτου Σαμουήλ, Δαυίδ τον βασιλέα, ευλόγησον και την κε­φαλήν του δούλου (της δούλης) σου (τουδε ή τηςδε), δια χειρός εμού του αμαρτωλού, επιφοιτών αυτώ (αυτή) τω Πνεύματί σου τω Αγίω, όπως προκόπτων (προκόπτουσα) εν ηλικία και πολιά γήρως, δόξαν σοι αναπέμψη, και ίδη τα αγαθά Ιερουσαλήμ πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού(αυτής).

Έκφώνως

Ότι πρέπει σοι πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

Ο Ιερεύς κείρει την κόμην της κεφαλής του παιδίου σταυροειδώς, λέγων·

ΙΕΡΕΥΣ

Κείρεται ο δούλος (η δούλη) του Θεού (δείνα) την κόμην της κεφαλής αυτού (αυτής), εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Ελέησον ημάς ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου, δεόμεθά σου, επάκουσον, και ελέησον.

ΧΟΡΟΣ:. Κύριε ελέησον.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Έτι δεόμεθά υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγίειας και σωτηρίας των δούλων σου, του (της) νεοφώτιστου(του ή της δείνος), του αναδόχου (του ή της δείνος), και παντός του περιεστώτος λαού.

ΙΕΡΕΥΣ:  Οτι ελεήμων, και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

Ειθ’ ούτως η Απόλυσις, του Βαπτίσματος ως ακολούθως·

ΙΕΡΕΥΣ:  Δόξα σοι, ο Θεός, η ελπίς ημών, δόξα σοι.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ:  Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Κύριε, ελέησον Κύριε, ελέησον Κύριε, ελέησον. Πάτερ άγιε, ευλόγησον.

ΙΕΡΕΥΣ:  Ο εν Ιορδάνη υπό Ιωάννου βαπτισθήναι καταδεξάμενος δια την ημών σωτηρίαν, Χριστός ο αληθινός Θεός ημών, ταις πρεσβείαις της παναχράν­του και παναμώμου αγίας αυτού Μητρός, του τι­μίου, ενδόξου προφήτου, προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, των αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων, (του αγίου ου το όνομα έλαβεν ο ή η νεο­φώτιστος), και πάντων των Αγίων, ελεήσαι και σώσαι ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος.

Δι’ ευχών των αγίων…

ΧΟΡΟΣ: Αμήν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *