Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 1943

Αγαπητό ημερολόγιο,

το κρύο σαν μαχαίρι στην καρδιά. Άνθρωποι έξω πεινασμένοι, κοκκαλιασμένοι. Το βράδυ τσουχτερό κρύο, κι εγώ με τους άλλους καλλιτέχνες δίπλα μου, κρατώντας την πένα με παγωμένα δάχτυλα να προσπαθώ να συνεχίσω το ποίημα :

Ξύπνα, μη στέκεσαι ακίνητος,

εκείνος που πονάει είναι ο αδελφός σου.

Χαμόγελο να δώσεις για να γίνει ανίκητος,

στα μάτια που κοιτούν δώσε το φως σου.

Ξύπνα, θα περάσω λίγο πλάι σου,

λευκή σημαία σήκωσε μπρος σου.

Ελπίδα και αγάπη στο προσκεφάλι σου,

περπάτησε μαζί μου και ορθώς σου.

Ξύπνα, σου γνέφω με τα μάτια.

Χαμόγελο δικό μου και δικό σου.

Θα μοιράσω αδελφέ μου τα κομμάτια μου

πάρε ψυχή και συ το μερτικό σου.

Δεν έχω πια έμπνευση να γράψω. Κοιτάω γύρω μου και το μόνο που βλέπω είναι η πείνα να μας μαστηγώνει. Να μας ανοίγει πληγές και να μας φθείρει. Πώς μπορεί να είναι ένας άνθρωπος τόσο σκληρός, ώσπου να βλέπει πεινασμένα παιδιά και να μην τους δίνει το ψωμί του! Σκληρός λαός οι Γερμανόι, αγέλαστοι, άκαρδοι. Αχ, Ελλάδα. Τα παιδιά σου. Υποφέρουν. Σηκώνουμε εμείς, οι πραγματικοί Έλληνες το βάρος όλο στους ώμους μας. Προσπαθώ να γράψω μα δεν μπορώ. Γράφω αλήθειες. Και ένα ποίημα χαράς, αυτή τη στιγμή, είναι το μεγαλύτερο ψέμα.

Σήμερα είχαμε συσσίτιο. Ο ουρανός κατασκότεινος ακόμα και την μέρα. Να μην βλέπουμε τον ήλιο. Ούτε μια ακτίνα να χαϊδέψει τα χτυπημένα μάγουλά μας. Να μην μας ζεστάνει ούτε λίγο.

Όλοι οι ταλαιπωρημένοι καλλιτέχνες, να στέκονται με το κανατάκι τους σαν φυλακισμένοι. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, είναι όντως φυλακισμένοι. Σήμερα είχε σόυπα. Όπως κάθε άλλη μέρα φυσικά. Κι αν αργούσες ούτε σούπα. Ήμουν πρώτος στη σειρά. Περίμενα για ώρες. Δεν ένιωθα καλά. Έπεσα στα γόνατα. Δεν πόνεσα. Το είχα συνηθίσει. Έβαλα όλη μου τη δύναμη στις γυμνές και ξεφλουδισμένες πατούσες μου και κατάφερα να σταθώ όρθιος. Πήρα την καυτή σούπα μου και έκατσα στο πεζούλι με τους άλλους. Είχα προλάβει ευτυχώς να φάω, πριν έρθει ο Γερμανός και ρίξει την κανάτα. Την κλώτσισε και χύθηκε όλη η σούπα.

Τότε γεμάτος οργή ένας αδύναμος άνδρας χαστούκισε με δύναμη τον Γερμανό στρατηγό. Εκείνη τη στιγμή, μια φλόγα επανάστασης άναψε μέσα μου και με ζέστανε κιόλας. Ευθύς αμέσως, χαμογελάω και είμαι έτοιμος να σηκωθώ και εγώ να υπερασπιστώ τον Έλληνα.

Όμως τότε, ο Γερμανός, βγάζει ένα πιστόλι και τον πυροβολεί νευριασμένος. Μου έφυγε το θάρρος αμέσως. Μου το πήρε ο Γερμανός και το έσκισε σε πολλά μικροσκοπικά κομμάτια.

Αρχίζω άλλο ποίημα. Ένα ποίημα πιο προτρεπτικό :

Θα προχωρήσω το σκοτεινό δρομάκι

με τη σπίθα στα μάτια μου

να φωτζει τον δρόμο μας.

Τα σπιτάκια που αφήνω πίσω μου

λευκές αναμνήσεις

για να ομορφαίνουν τις μέρες μας

πάμε

Θα προχωρήσω το πέλαγος

ν΄ ανάψω φωτιά στο ξέφωτο.

Σήκωσε ψυχή μου τα μάτια σου

να συναντήσεις τη ματιά μου

να γίνει λευκή η νύχτα μας

πάμε

Θα προχωρήσω και θ’ αφήσω

την ανάσα μου

λευκό γιασεμί να στολίσει

τα μαλλιά σου που ανεμίζει ο άνεμος

πάμε

Θα προχωρήσω φορώντας το λευκό μου φόρεμα

για ν’ ακουμπήσω στα χέρια σου

λευκό χιόνι τις λέξεις της παρηγοριάς

και να κοιτάω το κρυφό σου χαμόγελο

πάμε

Εδώ θα το τελειώσω. Εδώ θα το αφήσω. Μην περιμένεις να σου δώσω έτοιμο το τέλος. Το τελειώνει αυτός που το ακούει. Ελπίζω το ποίημα αυτό να επιβιβαστεί σ’ ένα χάρτινο καραβάκι και να αρχίσει το ταξίδι για τα βάθη της καρδιάς όλων των Ελλήνων, καθώς και να αποτελέσει μέρος του θησαυρού της ψυχής τους.

Δημιουργική γραφή της μαθήτριας Καλλιτσουνάκη Έρης μαθήτριας Β΄Γυμνασίου βασισμένη στο κείμενο “Από δόξα και θάνατο” της Μέλπω Αξιώτη