Το ημερολόγιο της Αθηνούλας

Αθήνα,11 Σεπτεμβρίου 1938

Αγαπητό ημερολόγιο,

σήμερα ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο. Τώρα θα αναρωτιέσαι γιατί δεν το εκφράζω με τέτοιους ενθουσιασμό. Εντάξει, είδα τις φίλες μου, εντυπωσίασα με τα νέα μου παπούτσια και ξαναμπήκα στην παλιά μου εντάξει με απεριόριστη χαρά.  Αυτό όμως που προσπάθησα και δεν κατάφερα να αποφύγω και φέτος, ήταν οι συζητήσεις για τις καλοκαιρινές διακοπές. Όλα τα παιδιά να μιλάνε για το πού πήγαν με την οικογένειά τους με τόσο ενθουσιασμό, που να μην προλαβαίνουν να πάρουν ανάσα.

Πόσες φορές έκανα πως δεν άκουσα. Πόσες φορές έπαιζα θέατρο, ότι θέλω να σκεφτώ κάτι ή να συγκεντρωθώ σε κάτι για να αποφύγω τις κλασικές ερωτήσεις : <<Εσύ Αθηνούλα που πήγες φέτος;>>, <<Αθηνούλα που πέρασες τις καλοκαιριάτικες διακοπές σου;>>, <<Πήγες κάπου φέτος Αθηνούλα;>>. Έπρεπε λοιπόν σε μία να απαντήσω και ανέκφραστα ανέφερα το Παλιοσέλι της Κόνιτσας, όπου εκεί έχει εξοχικό η γιαγιά μου. Για να μην καρφωθώ και όλοι κατάλαβαν πως οι καλοκαιρινές διακοπές μου ήταν πάλι μία αποτυχία, πρόσθεσα με ψεύτικο ενθουσιασμό, πως η γιαγιά μου μού έκανε όλα τα χατίρια. Όμως δεν μπορούσα εύκολα να πω ψέματα, και γι’ αυτό τότε ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να νιώθω πως μπλέκομαι και πως δεν μπορώ να ξεφύγω από τα κλαδιά. Να με τυλίγουν και να πνίγομαι.

Αμέτρητες στιγμές αναπολώ τις διακοπές με τον μπαμπά και τη μαμά. Την αληθινή μου μαμά και όχι αυτή την ψεύτρα κυρία που ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε μετά από το θάνατο της μαμάς. Η Μαίρη -έτσι λένε την ψεύτρα κυρία- πήγε με τον μπαμπά στη Γερμανία. Λέει θέλει να γυρίσει την Ευρώπη μαζί του. Μερικές φορές πιστεύω πως την αγαπάει περισσότερο από μένα. Και όταν το σκέφτομαι αυτό, να νιώθω πάλι τα κλαδιά να με τυλίγουν και να με σφίγγουν. Τα κλαδιά τα οποία η Μαίρη απλώνει. Να με πνίγουν και να με πληγώνουν.

Φέτος λοιπόν το καλοκαίρι το πέρασα με τη γιαγιά στο Παλιοσέλι που ανέφερα και πριν. Δεν λέω, πέρασα μία χαρά με τη γιαγιά Φωφώ, αλλά θα περνούσα καλύτερα αν είχα τη μαμά μαζί μου. Με τη γιαγιά κάναμε βόλτες ως την πλατεία και πιο πέρα συναντούσαμε του παππού Γιώργο στο καφενείο να πίνει τον καφέ του με τους συγχωριανούς. Κάθε φορά που πηγαίνω με τον παππού μου δίνει τα λουκούμια που παίρνει με τον καφέ και εγώ τα τρώω με μανία. Καθώς φεύγω παίρνω λίγη άχνη πασπαλίζω τα παράθυρα, καλύπτω και την πόρτα. Κρύβω το μεγάλο μου λουκούμι. Κανένας να μην το βρει, κανένας να μην το φάει.

Ύστερα πήγαινα με το φίλο μου τον Παύλο στο σπίτι του, παίρναμε τα ποδήλατα, και αφού καλούσαμε όλα τα παιδιά, παίζαμε ένα σωρό παιχνίδια. Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κρυφτό -σε αυτό ήμουν η καλύτερη- και κυνηγητό. Με τον Παύλο είμαστε πολύ δεμένοι. Σαν μία γροθιά. Αυτή η κοινή φλόγα που έχουμε μέσα μας ποτέ δεν θα σβήσει. Με τα παιδιά στο χωριό κάναμε πολλές τρέλες. Βάζαμε τα μαγιό μας και βουτούσαμε στα κρυστάλλινα και καθαρά νερά του Βοϊδομάτη. Έπειτα παίζαμε ποδόσφαιρο δίπλα από το σπίτι της κυρα Τούλας. Αχ, αυτός ο Νίκος. Συνέχεια πετύχαινε τη η γλάστρα με τον βασιλικό της κυρα Καίτης και εκείνη δεν τον μάλωνε, αλλά του υπενθύμιζε να προσέχει.

Αξέχαστες όμως θα μου μείνουν οι αναμνήσεις με τον Αζόρ, τον αδέσποτο σκύλο του χωριού. Πόσο ευχάριστα περνούσαμε όλα τα παιδιά μαζί του. Πέθανε όμως φέτος. Τον βρήκε ο καφετζής κοκκαλωμένο σ’ ένα παγκάκι το χειμώνα. Πάνω στην Κόνιτσα κάνει πολύ κρύο.

Την δεύτερη ημέρα ήρθε και η Μαίρη με τον πατέρα μου. Κι εκείνος να της κάνει όλα τα χατίρια. Αχ, καημένη μαμά, αμέσως σε αντικατέστησε ο μπαμπάς. Μαμά μου γλυκιά, να ξέρεις πως εγώ σε αγαπώ και για μένα είσαι μόνο μία. Κι αυτή η Μαίρη, παρόλο που ο μπαμπάς μου ζητάει να τη λέω μαμά, εγώ δεν θέλω. Δεν με μοιάζει με σένα. Δεν με παίρνει αγκαλιά τα βράδια κάτω από το ζεστό πάπλωμα, ούτε απλώνει τα χέρια της γύρω μου και με τυλίγει με αγάπη και στοργή. Τα μόνα που με τυλίγουν είναι τα κλαδιά που απλώνει. Τα κλαδιά με τα μυτερά αγκάθια που μου ανοίγουν πληγές και με πνίγουν. Και παρόλο που πονάω δεν έχω σημάδια. Αν είχα θα τα έδειχνα στον μπαμπά και εκείνος θα παρατούσε τη Μαίρη.

Όταν ήρθε αυτή η ψεύτρα το καλοκαίρι μου χάλασε. Δεν με άφηνε να βγω τα βράδια στην πλατεία, ούτε να κάνω παρέα με τον Παύλο. Έλεγε συνέχεια :

-Αυτό το παιδί είναι αμόρφωτο και από χωριό. Δεν σου επιτρέπω να το πλησιάζεις.

Είχα καταπιεί τόσες προσβολές για τον καλό μου φίλο τον Παύλο και τόσες απαγορεύσεις. Όμως το ποτήρι ξεχείλισε όταν μου απαγόρευσε να πάω στο καφενείο με τον παππού Γιώργο. Τότε, βάζω τα παπούτσια μου, παίρνω το παλτό μου και πηγαίνω να παίξω με τα παιδιά. Να με κοιτάει από το μπαλκόνι κάθε φορά, μετά από την επανάσταση, με ένα ύφος θυμού και οργής.

Ευτυχώς αυτός ο εφιάλτης μία εβδομάδα σταμάτησε και γύρισα πίσω σπίτι. Αχ, γλυκιά μου μαμά, έλα κόψε τα κλαδιά, έλα να με ελευθερώσεις και έλα πάρε με αγκαλιά. Έλα.

 

Δημιουργική γραφή της μαθήτριας Β΄Γυμνασίου  Έρης Καλλιτσουνάκη βασισμένη στο κείμενο ” Και πάλι στο σχολείο” της Ζωρζ Σαρή