Μυστικό.
Κρυμμένο κάτω από το σεντόνι.
Και όσο το σώμα ενίσταται,
φόβου κι απόγνωσης
υποδόριες εκρήξεις.
Βουβές μαρτυρίες.
Μάντισσες του κακού …
Κατρακυλούν σαν λάβα
στις εύφορες πλαγιές
θερίζοντας με πύρινο δρεπάνι
το χρυσαφένιο πέλος τους.
Στάχτη οι κόκκινες παπαρούνες.
Κάρβουνο οι μαργαρίτες
και τα μωβ κρινάκια
που φύτρωσαν
στην άκρη του γκρεμού
τις πρώτες μέρες της Άνοιξης.
Κι ο ήλιος, ανελέητος …
Δεν έστρεψε το βλέμμα.
Δεν είδε τις καπνισμένες καμινάδες.
Δεν πρόσεξε τη λεκιασμένη μπουγάδα
στις ασβεστωμένες ταράτσες.
Με ένα σύννεφο,
όλο έπαιζε κρυφτό.
Μυστικό.
Στριμωγμένο κάτω από το μαξιλάρι.
Κι όσο το οξυγόνο μειώνεται
ντροπής και άλγους
αστείρευτα ρυάκια.
Χαραγμένες ενδείξεις.
Αποτυπώσεις του κακού…
Ενώνονται ορμητικά
για να χυθούν στο ποτάμι.
Χείμαρρος γίνονται
ξέφρενος, ανεξέλεγκτος,
απρόβλεπτος, σαρκοβόρος.
Κρεβάτια, καρέκλες,
σκεπές, κούκλες, ψυχές,
παρανάλωμα υγρού ρεύματος.
Λάσπες και κλαδιά,
δάκρυα και αίμα.
Μπούκλες και κορδελάκια ροζ
σε σύρματα πιασμένα….
Κι ο μαΐστρος αφηρημένος…
Δεν έστρεψε το βλέμμα.
Δεν πρόσεξε τις λασπωμένες
πατημασιές.
Δεν άκουσε τον αναστεναγμό
απ’ τις ξύλινες τάβλες
που έσπασαν απ’ το βάρος.
Με τον βοριά και το νοτιά
μόνο, έπαιζε κυνηγητό.
Μυστικό.
Κρεμασμένο στο χείλος της κραυγής.
Κι όσο αμφιταλαντεύεται,
ίλιγγος και θυμού
υπόκωφη βοή.
Ηλεκτρισμένες δονήσεις.
Επακόλουθα του κακού …
Θαμμένο στα έγκατα
ανήλιαγου βυθού.
Αχώρετο στα όρια ενός πυρήνα.
Διαπερνά ύπουλα τον μανδύα
κάτω απ’ τον φλοιό.
Κινείται υπόγεια, εμμονικά,
αναταράζοντας, ίδιο εγκέλαδος,
σώμα και νου, και ψυχή.
Ένα ατέρμονο πήγαινε έλα.
Εκκρεμές. Ταραχές,
εφίδρωση, φωνές
όνειρα εφιάλτες, αϋπνίες.
Καράβι σε φουρτούνα.
Ναυτίες, παφλασμός,
ένας γδούπος…
Ομόκεντροι κύκλοι
σε αδιατάρακτη επιφάνεια νερού.
Και το κύμα ανυποχώρητο.
Δεν άφησε στιγμή ήσυχη την προκυμαία.
Συνέχιζε συστηματικά
τη διάβρωση.
Δεν ένιωσε το βάρος από την πτώση.
Δε νοιάστηκε για τα αποβράσματα
της θάλασσας.
Με τη παλίρροια και την άμπωτη
συνέχισαν να σκάβουν το γιαλό.
©2021-22 Ι.Μ.