Η οικογένεια της λέξης φίλος

 

 

φίλος ο θηλ. φίλη – άτομο με το οποίο αναπτύσσει κάποιος μια (στενή) κοινωνική σχέση, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία αγάπη, συμπάθεια, εκτίμηση:αυτός που του αρέσει ιδιαίτερα κτ., που ενδιαφέρεται ή ασχολείται συστηματικά με αυτό 
φιλαράκος ο YΠΟKΟΡ φιλαράκι το YΠΟKΟΡ

φιλεύω προσφέρω σε κπ. κτ.: α. ως κέρασμαβ. ως φιλοδώρημα

φιλιώνω  αποκαθιστώ τις σχέσεις μεταξύ κάποιων ,  αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κπ. ή με κάποιους που ήμουν μαλωμένος· συμφιλιώνομαι, μονοιάζω

φιλώ αγγίζω με τα χείλια για να εκδηλώσω έρωτα, αγάπη, σεβασμό κτλ. προς κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο –  Φίλησε τη θαυματουργή εικόνα ,  φιλί ,  φίλημα

φίλαθλος -η -ο ενδιαφέρεται και παρακολουθεί συστηματικά τα αθλητικά γεγονότα και αγωνίσματα:

Φιλαλήθεια η ιδιότητα αυτού που αγαπά, που λέει πάντα την αλήθεια

φιλαλήθης ο που αγαπά, που λέει (πάντα) την αλήθεια· (πρβ. ειλικρινής).

φιλαλληλία η η φιλανθρωπία, ο αλτρουισμός.

φιλαναγνώστης ο φιλαναγνώστρια αυτός που του αρέσει το διάβασμα,

φιλανθρωπία η βοήθεια(οικονομική κυρίως) προς ανθρώπους που έχουν ανάγκη·~η αγάπη προς τον άνθρωπο

φιλάνθρωπος -η -ο  που βοηθάει (οικονομικά κυρίως) τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη

φιλανθρωπικός -ή -ό Φιλανθρωπικό ίδρυμα

φιλαργυρία η η παθολογική αγάπη για το χρήμα, η φιλοχρηματία φιλάργυρος -η -ο
φιλαρέσκεια η η επιθυμία και η προσπάθεια κάποιου να αρέσει, να φαίνεται ωραίος
φιλάρεσκος -η -ο
φιλάσθενος -η -ο που προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες,

φιλειρηνικός -ή -ό που αγαπάει την ειρηνική, την ήσυ χη ζωή
φιλελεύθερος -η -ο που αγαπάει την ελευθερία

φιλέλληνας ο ξένος υπήκοος που συμπαθεί και υποστηρίζει τους Έλληνες και την Ελλάδα ANT μισέλληνας, ανθέλληνας  φιλελληνικός -ή -ό φιλελληνισμός
φιλεύσπλαχνος -η -ο που συμπαθεί, φροντίζει και βοηθάει αυτούς που έχουν ανάγκη

φιλία η η στενή κοινωνική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα ANT έχθρα, εχθρότητα  φιλικός -ή -ό Φιλική συζήτηση / κουβέντα

φιλοδοξία η η  αγάπη, η επιδίωξη της δόξας, της φήμης, της ανάδειξης φιλόδοξος -η -ο , φιλοδοξώ
φιλοδώρημα μικρό χρηματικό ποσό που δίνουν ως δώρο οι πελάτες σε κπ. υπάλληλο (ξενοδοχείου, εστιατορίου, καφενείου, κινηματογράφου κτλ.) για την περιποίηση ή την εξυπηρέτηση που αυτός τους προσφέρει· πουρμπουάρ: φιλοδωρώ δίνω φιλοδώρημα σε κπ
φιλοζωικός -ή -ό που σχετίζεται με το ζωόφιλο ή με τη ζωοφιλία
φιλόζωος -η -ο ο ζωόφιλος

φιλολαϊκός -ήπου ευνοεί, που υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα

φιλολογία η  επιστήμη με αντικείμενο τη γλώσσα και τη λογοτεχνία

φιλολογικός -ή -ό  φιλόλογος ο
φιλομάθεια η η αγάπη, το ενδιαφέρον για μάθηση
φιλόμουσος -η -ο που αγαπάει τη μουσική,

φιλονικία η καβγάς, τσάκωμα, μάλωμα, λογομαχία φιλονικώ
φιλοξενία η 1. η προθυμία στην υποδοχή και κυρίως στη δωρεάν παροχή στέγης, τροφής και περιποίησης σε ένα ή σε περισσότερα άτομα κατά την προσωρινή τους παραμονή σε ξένο σπίτ2α. η δωρεάν παροχή στέγης, τροφής και περιποίησηςεπί πληρωμή παροχή υπηρεσιών:
φιλόξενος -η -ο  φιλοξενούμενος -η -ο   φιλοξενώ
φιλοπατρία η αγάπη προς την πατρίδα· πατριωτισμός   φιλόπατρις ο

φιλοπερίεργος -η -ο που είναι υπερβολικά περίεργος

φιλοπόλεμος -η -ο που αγαπάει τον πόλεμο ANT φιλειρηνικός:
φιλόπονος -η -ο που μοχθεί, που είναι επιμελής και ευσυνείδητος σε κάθε εργασιακή (πνευματική αλλά και χειρωνακτική) δραστηριότητά του. ANT φυγόπονος.
φιλοπρόοδος -η -ο που οι ιδέες του, οι δραστηριότητές του τείνουν, συμβάλλουν στην πρόοδο ή την επιδιώκουν:
φιλόπτωχος -η -ο που βοηθάει, που συντρέχει τους φτωχούς
φιλοσοφημένος -η -ο που αντιμετωπίζει τα πράγματα μέσα από έναν ιδιαίτερο, προσωπικά συγκροτημένο τρόπο σκέψης και θεώρησης, βασισμένο στη γνώση και στην εμπειρία:φιλοσοφία η η επιδίωξη της γνώσης, η αναζήτηση της αλήθειας σχετικά με το νόημα της ζωής, την ουσία του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο φιλοσοφικός -ή -ό   φιλόσοφος ο   φιλοσοφώ
φιλόστοργος -η -ο που νιώθει στοργή, που γίνεται ή που ενεργεί με στοργή· στοργικός
φιλοτελισμός  η ενασχόληση που σχετίζεται με τη γνώση, με τη συλλογή (και την εμπορία) των γραμματοσήμων  φιλοτελιστής ο
φιλότεχνος -η -ο  αυτός που αγαπάει την τέχνη και ειδικότερα τις καλές τέχνες και τα εικαστικά
φιλοτεχνώ κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κτ. με επιμέλεια, με ζήλο και μαστοριά και με προθέσεις κυρίως αισθητικές, καλλιτεχνικές: Tο έργο είναι φιλοτεχνημένο από γνωστό γλύπτη.

φιλότιμο το 1. αυξημένη ευαισθησία, ως στοιχείο του χαρακτήρα κάποιου σε σχέση με την προσωπική τιμή, την αξιοπρέπειά του και γενικότερα με την εικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι γι΄ αυτόν: Για ένα φιλότιμο ζει ο άνθρωποςH ελληνική λέξη “φιλότιμο” δεν έχει ακριβή μετάφραση στις ξένες γλώσσες.
2. προθυμία, ευσυνειδησία στην εκτέλεση καθήκοντος, εργασίαςΔούλεψαν, εργάστηκαν με φιλότιμο

φιλοτιμία η  η ιδιότητα του φιλότιμου ανθρώπου..  φιλότιμος -η -ο
φιλοφρόνηση 

φιλοχρήματος -η -ο  που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα,  φιλοχρηματία η

φιλύποπτος -η -ο που εύκολα και διαρκώς υποπτεύεται τους πάντες καχύποπτος, δύσπιστος·.