Προφορικές μαρτυρίες, για τη σταφίδα!

Η κα Βαρβάρα Βλάμη, το γένος Καλλιφείδα μας είπε:

βαρβαραΣτα χρόνια της κατοχής, είχαμε μεγάλη πείνα.  Αν ζήσαμε, το χρωστάμε στη σταφίδα. Τη βάζαμε στις τσέπες μας και τρώγαμε. Μερικές φορές βάζαμε σύκα μαζί με σταφίδες στο φούρνο και αυτά λιώνανε. Αυτό ήταν το γλυκό μας. Θυμάμαι μια φορά περπατάγαμε τέσσερα κορίτσια μαζί και βρήκαμε στο δρόμο μία πορτοκαλόφλουδα και την πήραμε και τη μοιραστήκαμε. Πηγαίναμε για χόρτα και τα βράζαμε και τα τρώγαμε, χωρίς λάδι. Τέτοια πείνα υπήρχε.

Τότε όλη η περιοχή είχε μόνο σταφίδες, δέντρο δεν υπήρχε. Ελιές ελάχιστες. Όταν δουλεύαμε στις σταφίδες, κάναμε διάλειμμα κάτω από τα κλήματα, εκεί τρώγαμε και ύστερα ξαπλώναμε πάνω στις μάτσες, στο χώμα,  να ξεκουραστούμε.

Τη σταφίδα, εκείνη τη χρονιά, την είχανε επιτάξει οι Ιταλοί και την είχαν κλειδώσει στις αποθήκες. Οι Ιταλοί έκαναν συνέχεια πλιάτσικο.  Ερχόντουσαν άνοιγαν τη μαλάθα που φυλάγαμε το ψωμί(αν είχαμε), παίρνανε τα καρβέλια και φεύγανε, χωρίς να μας ρωτήσουν.

Εγώ τότε ήμουν δέκα -έντεκα χρονών και δεν έβγαινα πολύ έξω, γιατί είχα σταφυλοκοκκίαση στα πόδια μου και γι΄ αυτό είχαμε και το τζάκι αναμμένο εκείνο το βράδυ, παρόλο που ήταν Μάιος. Η μητριά μου μού έβαζε θειάφι και λάδι, μου έπλενε τα πόδια με χαμομήλι και μετά τα έδενε με πανιά. Είχε έρθει και ο Χρήστος ο γιατρός, αλλά τότε δεν είχαμε αλοιφές και φάρμακα. Υπέφερα για πολλούς μήνες από τα πόδια μου.

Ήτανε βράδυ, θυμάμαι, όχι πολύ αργά, γιατί δεν είχαμε κοιμηθεί ακόμα. Ξαφνικά ακούσαμε φωνές. Το σπίτι μας ήταν κοντά στην εκκλησία. Βγήκαμε έξω με τον πατέρα μου και είδαμε τη μάνα του Ψαρογιαννακόπουλου, που φώναζε «Παιδάκι μου, μας φάγανε οι Ιταλοί!» και έκανε το σταυρό της. Μαζί της ερχότανε το παιδί της και τρέχανε τα αίματα από το πρόσωπό του. Ο πατέρας μου τη ρώτησε «Μαριγώ τι συμβαίνει;»  και του απάντησε “Mας φάγανε οι Ιταλοί”. Ο γιος της εκείνο το βράδυ έχασε το ένα του μάτι.

Στην αποθήκη είχε κατέβη κόσμος από τα γύρω χωριά, άντρες και γυναίκες, για να πάρουν σταφίδα, γιατί πείναγε ο κόσμος. Είχε πάει και η μητριά μου με το σόι της από το Μπισχίνι, αλλά γυρίσανε στο σπίτι με άδεια χέρια. Κάποιοι «καλοθελητές» δεν τους άφησαν και ήρθαν οι Ιταλοί και τους τουφεκίσανε. Ήρθανε από διάφορα χωριά, από το Νεοχώρι, την Καλίδονα, το Μπισχίνι κ.α. Δεν ξέρουμε  πώς ενημερώθηκε ο κόσμος από τα χωριά, για να έρθει στις αποθήκες.  Μας είπαν ότι περάσανε μέσα από ποριά, από στρατόνια, μέσα από ποτάμια. Δρόμος δεν υπήρχε.  Στην αποθήκη σπάγανε τη σταφίδα, γιατί είχε κολλήσει. Μόλις έκαναν  αρχή να τη βάζουνε σε κανίστρες, τσάντες και σακιά, για να την πάρουνε και να την πάνε στα χωριά τους, τότε επιτέθηκαν οι Ιταλοί. Είχανε πάει και Κακοβατίτες. Είχανε πάει όλοι, γιατί πεινάγανε. Δεν ξέρουμε ποιος ή ποιοι ενημέρωσαν τους Ιταλούς, Ξέρουμε μόνο ότι εκείνο το βράδυ σκοτώθηκαν δύο άτομα, ο Δήμος ο Μιχαλόπουλος από τον Κακόβατο και  ο Μπόνος από την Καλίδονα και ότι έχασε το μάτι του ο Ψαρογιαννακοπουλος. Όσοι γλίτωσαν κρύφτηκαν, όπου μπορούσαν, για να μη τους σκοτώσουν. Σταφίδα όμως δεν πήρανε.  Φύγανε με άδεια τα χέρια.  Σε μας, εκείνο το βράδυ, μετά το περιστατικό, ήρθαν στο σπίτι μας 15 Μπισχιναίοι και συζητούσαν όλο το βράδυ για τη φτώχεια με τον πατέρα μου και επειδή το σπίτι ήταν μικρό, καθόντουσαν όρθιοι, γιατί είχαμε ένα μόνο δωμάτιο. Αυτά θυμάμαι».

Μετά τον πόλεμο, εγώ δούλευα συνέχεια στις σταφίδες, από τη μέρα που παντρεύτηκα και πήρα τον κύριο Φώτη, μέχρι τη μέρα  πού τις κόψαμε,  γιατί πήραμε τις επιδοτήσεις που έδινε το κράτος.  Έτσι γλιτώσαμε. Με τις σταφίδες δουλεύαμε και παίρναμε λεφτά,  αλλά λεφτά με αίμα! Μπαίναμε στις σταφίδες το Γενάρη και βγαίναμε τον Αύγουστο. Δουλεύαμε όλοι μαζί,  όλη η οικογένεια.  Οι σταφίδες είχαν λεφτά,  αλλά είχαν και αγώνα. Από τις σταφίδες ζήσαμε!

Ο κος Γρηγόρης Κανέλλης μας λέει:

γρηγορης«Εγώ τότε ήμουνα οκτώ χρονών. Επειδή ήτανε κατοχή και δεν υπήρχε ψωμί, μπήκανε στην αποθήκη, να τη σπάσουνε να πάρουνε τη σταφίδα, για να φάνε, να ζήσουνε. Εκείνο το βράδυ είχανε όλοι συνεννοηθεί, να κατέβουν στον Κακόβατο. Μπήκανε λοιπόν μέσα και άλλος με τσουβάλι, άλλος με σακούλα, πηγαίνανε να πάρουν τη σταφίδα. Το είχαν ξανακάνει στο παρελθόν. Κάποιος όμως ενημέρωσε τους Ιταλούς στη Ζαχάρω και ήρθε η Ιταλική περίπολο, έφερε και έστησε το πολυβόλο και άρχισαν να ρίχνουν. Τραυμάτισαν δυο-τρεις και σκότωσαν άλλους δύο. Κάποιοι έσπασαν το επάνω παράθυρο και πήδησαν στη γράνα, που δεν φαινόσαντε  και βγήκανε κάτω και γλιτώσανε.

Εκείνο το βράδυ είχε ξεκινήσει και η μάνα μου, να πάει, να πάρει σταφίδα. Ο πατέρας μου δεν την άφηνε, γιατί ήταν άνθρωπος της εκκλησίας και δε συμφωνούσε. Το θεωρούσε κλοπή. Στα μισά του δρόμου άκουσε τους πυροβολισμούς και γύρισε πίσω.

Την ώρα, που γινόταν αυτό το  συμβάν, παντρευόταν ένας ξάδερφος, ο Αλέξης ο Διαμαντόπουλος. Ήταν και ο πατέρας μου εκεί, γιατί ήταν φορτωματιάρης. Όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί στο γλέντι, πετάχτηκαν όλοι έξω. Ήταν μαζί τους κάποιος, που είχε πάει στην Ιταλία και είχε σπουδάσει εκεί και ήξερε ιταλικά. Αυτός πήγε και τους μίλησε(στα ιταλικά) και τους σταμάτησε. Διαφορετικά, θα τον σκότωναν όλο τον κόσμο.

Κατά τα άλλα τους Ιταλούς τους είχαμε εδώ,  μας δίναν κίτρινες ασπιρίνες, μας δίνανε γαλέτες, μας μάθαιναν τα ιταλικά(ακόμα και βρισιές). Μας τρώγανε τις κότες και τις προβατίνες, αλλά και χελώνες. Δεν τους φοβόμασταν όσο τους Γερμανούς.

Μετά τον πόλεμο, ο Κακόβατος είχε πολλές σταφίδες και απασχολούσε περίπου 2.000 άτομα. Κάποιοι δουλεύανε και στο εργοστάσιο  που είχε φτιάξει ο Μποδοσάκης.

Οι σταφίδες έφευγαν με το τρένο, για το Κατάκολο και για την Πάτρα. Υπήρχαν πολλοί έμποροι, ένας από αυτούς ήταν ο Γιώργος ο Χριστόπουλος, που ήταν μεγάλος εξαγωγέας. Τότε ο Κακόβατος είχε Τελωνείο, Αλαταποθήκη, Ένωση και Τράπεζα. Το σπίτι που ήταν το τελωνείο, το είχαν βάψει κίτρινο και ήταν επάνω στην αγορά, κοντά στην εκκλησία.  Εκεί κοντά ήταν και η Αλαταποθήκη. Μετά κόψανε τη σταφίδα και τώρα έμεινε μόνο η ελιά».

Η κα Δέσποινα Δούκα Κανέλλου

δεσπωΕγώ γεννήθηκα στον Κακόβατο και δούλεψα στις σταφίδες, τουλάχιστον για 6-7 χρόνια,  που ήταν μία πολύ σκληρή δουλειά,  αλλά έφερνε χρήματα, ήταν πλούτος μεταπολεμικά για τον τόπο.

Θυμάμαι ότι ξεκινάγαμε από τον Οκτώβριο με το «ξελάκομα»,  φτιάχναμε δηλαδή γύρω από τον κορμό ένα αυλάκι, όπου θα έπεφτε το λίπασμα ή η κοπριά. Τον  Γενάρη έπρεπε να κλαδέψουμε τη σταφίδα. Συνηθίζαμε να λέμε «τον Γενάρη κλάδευε και φεγγάρι μην κοιτάς», που σήμαινε ότι αυτός ήταν ο κατάλληλος μήνας. Τότε υπήρχε και το ακόλουθο έθιμο. Επειδή φοβόντουσαν τον πάγο και το χαλάζι, που μπορούσε να καταστρέψει τη σοδειά, συνήθιζαν και έκοβαν δέκα βέργες με την ψαλίδα και ευχόντουσαν «να είναι το σταφύλι σιδερωμένο», να είναι ανθεκτικό δηλαδή, γιατί η σταφίδα δένει αμέσως στο πρώτο-δεύτερο μπουμπούκι.  Μετά συνέχιζαν με ραντίσματα, σκαλίσματα, καθαρισμό από τα χορτάρια, για να φτάσουν τελικά στην συγκομιδή τον Αύγουστο.

Υπήρχε επίσης και το ξεφύλλισμα, όταν αφαιρούσαμε τα φύλλα για να αναπνέει το σταφύλι και να μη σαπίσει, όχι από το πάνω μέρος, γιατί θα το έκαιγε ο ήλιος, αλλά από κάτω. Μετά χαρακώναμε και μετά κόβαμε τις κορφές για να χοντραίνει το σταφύλι. Το «χαράκι» ήταν το πιο ακριβό μεροκάματο και ήταν μετά τον «ξέφυλλο». Έπρεπε σε μικρό χρονικό διάστημα να γίνουν όλα τα χωράφια, για να γίνει μετά σωστά και η συγκομιδή. Με μία φαλτσέτα γύρω-γύρω στον κορμό, στο κλήμα, χαράζαμε ένα αυλάκι (περίπου μισό εκατοστό) και αφαιρούσαμε την παλιά φλούδα, για να μείνει το καινούργιο, το καθαρό. Με το «χαράκι» χόντραινε η ρόγα του σταφυλιού. Αν δεν γινόταν αυτό, η ρόγα του σταφυλιού έμενε μικρή, σαν το κεφάλι της καρφίτσας.

Να τονίσουμε εδώ, ότι, για να καταλάβουν, πότε ήταν ο καιρός για να κλαδέψουν, δοκίμαζαν σε μία βέργα κι αν έσταζε το λεγόμενο «δάκρυ», καταλάβαιναν ότι πρέπει να προχωρήσουν στο κλάδεμα. Κάποιοι, αυτό το «δάκρυ», το κρατούσαν σε γυάλινα φιαλίδια και το χρησιμοποιούσαν για τα μάτια, όπως χρησιμοποιούμε τα κολλύρια σήμερα.

Τον Αύγουστο ακολουθούσε το στάδιο της συγκομιδής. Μαζεύαμε το σταφύλι και το μεταφέραμε μέσα σε καλάθια και υπήρχαν άνθρωποι που έπλεκαν καλάθια και τα πουλούσαν.  Αυτό που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι ότι οι άνθρωποι, όσο τρυγούσαν τη σταφίδα τραγουδούσαν, από το πρωί που ξεκινούσαν τη δουλειά, μέχρι την ώρα που τελείωναν.

Μετά απλώναμε το σταφύλι σε καθαρισμένα αλώνια, στρωμένα με χαρτί από κάτω. Κάποιοι, που δεν είχαν χρήματα για χαρτί, το ακουμπούσαν κατευθείαν στο χώμα, αλλά ήταν τόσο καλά σκουπισμένο, σαν να βλέπεις πλακάκι. Έπρεπε να τα πιάνουμε από το τσαμπάκι και να τα τοποθετούμε το ένα δίπλα στο άλλο, πλαγιαστά. Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες το γυρίζαμε και από την άλλη μεριά, για να το δει ο ήλιος. Τον Αύγουστο έβρεχε πολύ συχνά και εμείς έπρεπε να έχουμε το νου μας στα αλώνια, να τρέξουμε, με τους φακούς το βράδυ πολλές φορές, γιατί τότε έβρεχε πιο συχνά και να σκεπάσουμε τη σταφίδα, γιατί αν βρεχόταν θα χαλούσε και θα καταστρεφόταν η παραγωγή. Αυτή τη σταφίδα, την έλεγαν ειρωνικά «ποιοτικό»,  γιατί ήταν Β΄ ποιότητας και δεν είχε καθόλου καλή τιμή. Γινόταν δε συνήθως κρασί. Στη συνέχεια το τρίβαμε με τα χέρια μας και το βάζαμε στη μάκινα, για να φύγουν τα πολλά τσίπουρα και να μείνει καθαρή η σταφίδα, για να συσκευαστεί σε τσουβάλια.

Τότε την έπαιρναν οι έμποροι και οι συνεταιρισμοί. Την κουβαλάγαμε με τα ζώα και η μεταφορά της έπρεπε να γίνει πολύ πρωί, γιατί μετά τις 7:30 που έβγαινε ο ήλιος η σταφίδα μαλάκωνε και κόλλαγε και αυτό επηρέαζε την ποιότητα της. Αν η ποιότητα δεν ήταν καλή, δεν θα είχε και την ανάλογη τιμή. Η σταφίδα φορτωνόταν στο τραίνο, στα φορτηγά βαγόνια, για να μεταφερθεί στο Κατάκολο.

 

Οι γυναίκες τότε δούλευαν πολύ σκληρά, γιατί κάθε μία είχε τουλάχιστον τέσσερα παιδιά και έπρεπε το πρωί να έχει μαγειρέψει, να έχει κάνει ψωμί, να πάει στο χωράφι, στη σταφίδα, συνήθως φορτωμένη και με το φαΐ για τους εργάτες .

Εδώ στην περιοχή, από την εθνική οδό και κάτω έβλεπες μόνο σταφίδες. Σπάνια έβλεπες δέντρο. Ένα δέντρο σου στερούσε 10 κλήματα. Ερχόταν κόσμος με τις οικογένειές του και δούλευε στον Κακόβατο, στις σταφίδες. Εμείς τους προσέχαμε τους εργάτες, όχι μόνο με τα χρήματα, αλλά και με το φαγητό.

 

Ο κος Γιώργος Χριστόπουλος αφηγείται:

γιωργος

Την εποχή, που εγώ θυμάμαι, με την καλλιέργεια της σταφίδας, ήταν πάρα πολύ σκληρή η δουλειά! Η καλλιέργεια ξεκινούσε από το τέλος Ιανουαρίου και τελείωνε αρχές Οκτώβρη. Οπότε, όλο αυτό το διάστημα, υπήρχαν κάποιες εργασίες και ήταν στρατευμένοι όλοι στην οικογένεια! Εμείς, στην οικογένειά μου, είχαμε αρκετά χτήματα σταφίδας και όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού ήταν «αναγκασμένοι», να προσφέρουν την υπηρεσία τους, άλλος μικρότερη, άλλος μεγαλύτερη.

Τα παιδιά για παράδειγμα πήγαιναν το φαγητό (το κολατσιό και το μεσημεριανό) στους εργάτες, που δουλεύανε στις σταφίδες. Οι εργάτες άρχιζαν από το Φεβρουάριο που κλάδευαν τα κλήματα, μετά με το σκάψιμο που γινότανε χειρωνακτικά, με αξίνες, με ομάδες εργατών σε κάθε κτήμα (10-12-15 άτομα), γιατί η έκταση που καλλιεργείτο ήταν πολύ μεγάλη και δεν μπορούσαν λίγοι άνθρωποι, να κάνουν όλες αυτές οι δουλειές, χρειαζότανε πολλοί. Μετά είχαν τα ραντίσματα(σχεδόν κάθε βδομάδα), που χρειαζόταν ένα ράντισμα με χαλκό και ένα τειάφισμα με θείαφι. Στη συνέχεια είχαμε το ξεφύλλισμα το κορφοκόπημα, και κάποια στιγμή κατά τον Αύγουστο φτάναμε στο τρύγο.

Ο τρύγος πάλι ήταν δύσκολη δουλειά, γιατί ήταν μήνας Αύγουστος, με πολλή ζέστη και με αυτή τη ζέστη, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τρυγάμε στα κτήματα, να γεμίζουν τα καλάθια με σταφύλια, να κουβαλούν στον ώμο, σε αποστάσεις 100-200-500 μέτρα, όπου υπήρχαν τα αλώνια και εκεί άπλωναν τις σταφίδες, για να ξεραθούν.

Εκεί είχαμε άλλα προβλήματα, γιατί πολλές φορές τον Αύγουστο έπιαναν κάτι δυνατές μπόρες, όλοι ήταν προετοιμασμένοι με σταφιδόπανα, για να σκεπάσουν τα αλώνια, όταν βλέπανε, ότι πρόκειται να βρέξει. Τότε έτρεχε όλη η οικογένεια. Κάποιες φορές μοιραζόταν σε τρία-τέσσερα διαφορετικά σημεία, σε διαφορετικά κτήματα, για να μη βραχεί η σταφίδα, γιατί το νερό της έκανε ζημιά.

Έτσι λοιπόν η καλλιέργεια της σταφίδας ήτανε πολύ χρονοβόρα και πολύ δύσκολη, γιατί άρχιζε με το κρύο και τελείωνε με ζέστη. Φανταστείτε μέσα στα κτήματα, που πολλαπλασιαζόταν, επειδή υπήρχε το θειάφι πάνω στα κλήματα, ο οποίο ανέβαζε θερμοκρασία και έτσι χειροτέρευε η κατάσταση.

Εμείς, τα παιδιά, πηγαίναμε από το σπίτι που ήταν στο χωριό στα κτήματα, που μπορεί να ήταν 500 ή 1000 ή ακόμη και 2000 μέτρα μακριά από το χωριό. Ήμασταν 8-10 χρονών και κουβαλάγαμε το σακούλι με το ψωμί, την κατσαρόλα και πηγαίναμε το φαγητό στους εργάτες.

Ύστερα βοηθούσαμε σε διάφορες δουλειές, μέσα στο κτήμα, από 10-12 χρονών, ενώ οι πιο μεγάλοι ασχολούνταν και με τον τρύγο και κουβαλούσαν στον ώμο τους το καλάθι στα αλώνια, για να απλωθεί η σταφίδα, ενώ οι μικρότεροι την άπλωναν στα αλώνια. Αυτή η δουλειά ήταν επίσης πολύ δύσκολη, γιατί δουλεύανε γονατιστοί μέσα στο κατακαλόκαιρο και ο ήλιος χτύπαγε κατακόρυφα. Οπότε, για ένα παιδάκι που δούλευε συνήθως χωρίς καπέλο, την εποχή εκείνη, η ζωή ήτανε πάρα πολύ δύσκολη. Βέβαια η σταφίδα ήταν το μέσο επιβίωσης.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής, που εδώ αρχικά ήταν ιταλική και μετά ήρθαν οι Γερμανοί, τα αποθέματα της σταφίδας, που υπήρχαν στις αποθήκες, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχαν δεσμευτεί από τους Ιταλούς. Ο κόσμος όμως άρχισε να πεινάει, οπότε μία ομάδα ανθρώπων (από το χωριό) αποφάσισαν να διαρρήξουν την αποθήκη, που ήταν η σταφίδα του Συνεταιρισμού Κακόβατου, ο οποίος ξεκίνησε να υπάρχει από το 1923. Η διάρρηξη της σταφίδας, που βρισκόταν μέσα στην αποθήκη (που από σύμπτωση ήταν της  οικογένειάς μου) έγινε από μία ομάδα Κακοβατιτών, από κάποιο συμβούλιο, που αποφάσισε να διαρρήξουν την αποθήκη και να πάρουν τη σταφίδα, γιατί υπήρχε μεγάλη πείνα.

Όμως πάντα υπάρχει ο Εφιάλτης… Κάποιος ή κάποιοι ειδοποίησαν τους Ιταλούς ότι πρόκειται να γίνει διάρρηξη της αποθήκης και ξαφνικά, ενώ οι άνθρωποι είχαν μπει μέσα και άρχισαν να γεμίζουν τα καλάθια τους με σταφίδα, εισέβαλαν οι Ιταλοί, έστησαν τα πολυβόλα απέναντι από την αποθήκη και άρχισαν να πυροβολούν. Έτσι τραυματίστηκε ένας Κακοβατίτης και άλλοι δύο σκοτώθηκαν. Είχαμε λοιπόν τρία θύματα, στην αποθήκη της σταφίδας.

athanΟ κος Γιώργος Αθανασούλιας μας λέει:

Εκείνα τα χρόνια όλη η περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας είχε σταφίδες, ξεκινώντας από την Πάτρα και το Αίγιο και φτάνοντας μέχρι την Μεσσηνία.  Σταφίδες  είχε επίσης και η περιοχή της Κορινθίας. Ελιές τότε δεν υπήρχαν, υπήρχε μόνο σταφίδα. Κάθε οικογένεια είχε τόσες ελιές,  ώστε να βγάζει μόνο το λάδι της χρονιάς της.

Είχε και στην περιοχή της Ζαχάρως πολλές σταφίδες και όταν την τρυγούσαν τον Αύγουστο,  την άπλωναν στα αλώνια, όπου εκεί ξεραινότανε,  μετά την περνούσαν από τη μακίνα,  και μετά την πήγαιναν στον ΑΣΟ, που είχε αποθήκες και εδώ στη Ζαχάρω αλλά και στον Κακόβατο.  Πριν τον πόλεμο οι περισσότερες από τις αποθήκες ήταν ιδιωτικές.  Στον Κακόβατο ήταν οι πιο μεγάλες από τις αποθήκες, γιατί είχε περισσότερη σταφίδα. Από εκεί τη φόρτωναν στα τραίνα και την έστελνα στον Πύργο  στους εξαγωγείς και από εκεί στα πλοία, στο Κατάκολο.

Στον κάμπο της Ζαχάρως,  στην ευρύτερη περιοχή είχαν περισσότερο σταφίδες, τη μαύρη σταφίδα, την Κορινθιακή. Τα αμπέλια συνήθιζαν να τα φυτεύουν στα υψώματα. Η καλλιέργεια της σταφίδας υπήρχε πριν τον πόλεμο και συνεχίστηκε και μετά, με μία μικρή διακοπή στα χρόνια της κατοχής. Οι σταφίδες σταμάτησαν να υπάρχουν από το ‘41 και μετά.  Το  1940 προλάβαμε και τρυγήσαμε, ενώ το 1941 μόνο ένα μέρος της τοπικής παραγωγής. Μέχρι και το ’41, είχαμε ακόμη φάρμακα, για να τα καλλιεργήσουμε,  υπήρχε ο χαλκός και το θειάφι πού ήταν βασικοί παράγοντες, για να αντέξει η σταφίδα στις αρρώστιες.

Πήραμε ολόκληρη την παραγωγή του ‘ 40 και μέρος της παραγωγής του ‘41. Αυτές αποθηκεύτηκαν στις αποθήκες.  Κατά τη διάρκεια της κατοχής, παραδίναμε μέρος της παραγωγής στον ΑΣΟ και την υπόλοιπη την κρύβαμε. Εμείς, οι Ζαχαραίοι, την κρύβαμε στα ορεινά που είχαμε τα χωράφια μας, μέσα στα άχυρα που ταΐζαμε τα ζώα μας.  Η δικιά μας οικογένεια έκρυψε περίπου 40 σακιά σταφίδα στο κτήμα μας, μέσα σε άχυρα. Δυστυχώς όμως η σταφίδα από τα χωριά παραδόθηκε γρηγορότερα στις αποθήκες, επειδή γινόταν γρηγορότερα.

Στη Ζαχάρω τότε υπήρχαν δύο μικρές αποθήκες και όχι αυτή, που είναι κοντά στις γραμμές του τρένου και που είναι μεταγενέστερη.  Διάρρηξη των αποθηκών είχε προηγηθεί και εδώ, στη Ζαχάρω. Οι ντόπιοι έμπαιναν μέσα στις αποθήκες, συχνά πάνω από τα κεραμίδια, για να μη τους δουν και τις λεηλατούσαν. Αυτό γινόταν συχνά. Οι Ιταλοί όμως δεν αντιδρούσαν, γιατί είχε ξεκινήσει η αντίσταση.  Η έδρα της καραμπινιερίας ήταν εκεί, που είναι σήμερα το ξενοδοχείο Rex.

Εμείς, όταν ήμασταν παιδιά, στην κατοχή, συνηθίζαμε να πηγαίνουμε σε μία αποθήκη που ήταν κοντά στο σπίτι μας, σε ένα απόμερο σοκάκι και είχε σταφίδα. Εκεί βρήκαμε, ότι υπήρχε μία πέτρα,  ψωμολίθι την λέγαμε,  που ήταν πολύ μαλακή. Εμείς, τα παιδιά, την τρυπήσαμε με ένα σίδερο, με ένα κομμάτι λαμαρίνα και πηγαίναμε όλα μαζί και βγάζαμε τις σταφίδες μία-μία και τις τρώγαμε.

Στον Κακόβατο η αποθήκη ήταν μεγαλύτερη. Η πρώτη διάρρηξη έγινε στις 15-5-1943 και η δεύτερη στις 19-5- 1943. Στην πρώτη έγινε μάχη, σύρραξη κανονική, με νεκρούς,  στην οποία συμμετείχαν αρκετοί αντιστασιακοί από τα γύρω χωριά,  ιδιαίτερα από Καλίδονα, Μπισχίνι, Νεοχώρι κ.α. Οι Ζαχαραίοι δεν πήγαν. Ήταν περισσότερο οι κάτοικοι από τα χωριά, μαζί με Κακοβατίτες. Στην πρώτη φορά σκοτώθηκαν άνθρωποι, ενώ η δεύτερη ήταν αναίμακτη και μπόρεσαν και μετέφεραν μεγάλη ποσότητα σταφίδας.  Οι Ζαχαραίοι λένε, ότι δεν πήγαν, επειδή ακολούθησαν τη συμβουλή του τότε προέδρου της κοινότητας. Για τη μάχη της σταφίδας στον Κακόβατο έγραψε το 2003 στον τοπικό τύπο ο Ιωάννης Τσαρουχάς.

Τη δεύτερη φορά ήρθαν από όλα τα χωριά και φόρτωσαν όλη τη σταφίδα που ήταν στην αποθήκη του Κακοβάτου. Ήθελαν να πάρουν τη σταφίδα, για να φάνε, ήταν κατοχή και ο κόσμος πεινούσε. Τότε δεν υπήρχε άλλος τρόπος, για να πάρουν σάκχαρο, παρά μόνο η σταφίδα και κανένα σύκο το καλοκαίρι. Για τη σταφίδα που είχαν επιτάξει, δεν είχε πληρωθεί κανένας. Απλώς την είχαν κατάσχει οι Ιταλοί, όπως έκαναν και για άλλα προϊόντα πχ το λάδι και το  σιτάρι.

Το 1943 ξεριζώθηκε μεγάλο μέρος της σταφίδας και ο κόσμος έσπειρε σιτάρι, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την πείνα. Η καλλιέργεια της σταφίδας επανήλθε ολοκληρωτικά μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την αποχώρησή του Γερμανών. Τότε φτιάξανε και κανονικά αλώνια, αλλά δεν βάζανε τσιμέντο επάνω, γιατί την έκαιγε τη σταφίδα. Μέσα έστρωναν το χώμα.  Έβαζαν επάνω του  ειδικά χαρτιά του τοποθετούσαν τη σταφίδα και τέλος έχτιζαν γύρω-γύρω το αλώνι, με τσιμέντο και σκέπαζαν την σταφίδα με νάιλον.

Η μεταφορά της γινόταν με κάρα, από τους ιδιώτες που την πήγαιναν κατευθείαν στον έμπορα και γι΄ αυτό υπήρχαν και αρκετοί καρολόγοι.  Με το τρένο μεταφερόταν η σταφίδα, που είχε παραδοθεί στον ΑΣΟ. Τα τρένα τη μετέφεραν στο Κατάκολο και εκεί συσκευαζόταν σε ξύλινα κιβώτια, για να μεταφερθεί στην Αγγλία, που συνήθιζαν να τη χρησιμοποιούν στην πουτίγκα. Η καλλιέργεια της σταφίδας βελτιώθηκε μετά το 1961- 62. Το 1972 άρχισε η μεγάλη της κρίση, γιατί η Αγγλία σταμάτησε να παίρνει από μας και άρχισε να παίρνει από την Τουρκία.  Έτσι μεγάλο μέρος της παραγωγής γινότανε κρασί. Πολλοί έμποροι, για να γλιτώσουν την πτώχευση, έφυγαν στο εξωτερικό.  Μετά, σταδιακά η ελιά αντικατέστησε τη σταφίδα, η οποία διατηρήθηκε στην περιοχή της Κρέστενας και στην Πηνεία.

03 04 05 013 310322646 1770531206643211 5132932037631969432 n 310667806 951888002434305 1344520238518779762 n

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων