Προφορικές μαρτυρίες παιδιών που βίωσαν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στη Ζαχάρω.

Προφορικές μαρτυρίες επιζώντων του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, σε μαθητές και μαθήτριες της Β΄ τάξης του Γυμνασίου Ζαχάρως, στο πρόγραμμα: «Το παιδί στην Κατοχή».

Η κα Παναγιώτα Ψαρρού, του Παναγιώτη και της Κωνσταντίνας, που γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου του 1930 στο Θολό, αφηγείται: «Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος χτυπούσαν οι καμπάνες των εκκλησιών και όλοι ήταν τρομοκρατημένοι. Εγώ ήμουν μικρό παιδί, αλλά δεν πήγαινα σχολείο, γιατί έπρεπε να βοηθάω τη μητέρα μου στις δουλειές του σπιτιού. Τα παιδιά συνέχιζαν το παιχνίδι τους, παρόλη την πείνα τους και συνήθιζαν να παίζουν κρυφτό, κυνηγητό, αμπάριζα, κουτσό και μακριά γαϊδούρα. Θυμάμαι ότι κάποτε έγινε μια έφοδος από τους Γερμανούς και εγώ κρύφτηκα σε μια αποθήκη, πίσω από το σανό, για να μην με βρουν. Ακόμη θυμάμαι το φόβο που ένιωσα».

Ο κος Γιώργος Μωραΐτης, του Πέτρου και της Γιαννούλας, που γεννήθηκε το 1936 στην Κόρινθο και ενός έτους ήρθε στη Ζαχάρω, μας είπε: «Όταν άρχισε ο πόλεμος ήμουν 4 ετών και 6 μηνών. Κατά την επιστράτευση, που έγινε τον Οκτώβρη του 1940 πήγε στο μέτωπό της Αλβανίας ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου έπειτα περίπου από την άνοιξη του επόμενου χρόνου( του ’41) έπαθε κρυοπαγήματα, τον έφεραν στην Αθήνα και το ακρωτηρίασαν και στα δύο πόδια. Στη συνέχεια, το 1942, ήρθε στο Ξηροχώρι, με τους επιδέσμους ακόμη να βρίσκονται στα πόδια του.  Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, εκείνο που μου έχει μείνει στη μνήμη,  είναι ότι, όταν ήμουν περίπου 7 ετών, καθόμουν με τον πατέρα μου έξω από το σπίτι μας, πάνω σε μία μάντρα. Την ώρα εκείνη περνούσε μία ομάδα Γερμανών και κάποιος από την ομάδα άρχισε να του φωνάζει «Έλα εδώ» και του έκανε  σινιάλο με το χέρι.  Ο πατέρας μου, για να δείξει, ότι δεν μπορεί να πάει, σήκωσε τα πόδια του ψηλά και στη συνέχεια, αφού τα κατέβασε, ο επικεφαλής της ομάδας έδωσε σύνθημα να σταματήσουν. Τους  είπε «Αλτ» και «ανάπαυση» και στη συνέχεια ήρθε μπροστά από τον πατέρα μου, τον χαιρέτησε στρατιωτικά έβγαλε το πακέτο του, του έδωσε ένα τσιγάρο και αφού τον ξαναχαιρέτησε, κατέβηκε στην ομάδα και ζήτησε να μάθει, ποιος ήταν αυτός που ζητούσε επίμονα να κατέβει ο πατέρας μου στο χώρο τους.  Αφού έμαθε, ποιος ήταν, προχώρησε προς το μέρος του και του έδωσε 2-3 χαστούκια, μετά φώναξε «προσοχή» και η ομάδα συνέχισε το δρόμο της. Αυτό έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου. Το θυμάμαι, το θυμόμουν και θα το θυμάμαι για πάντα, μέχρι που να κλείσω τα μάτια μου».

Η Ολυμπία Σταματοπούλου, του Αντωνίου και της Παναγιώτας, που γεννήθηκε το 1930 στην Αχαγιά μας είπε: «Όταν έμαθαν οι άνθρωποι στο Ξηροχώρι, ότι ήρθαν οι Ιταλοί, κλείστηκαν στα σπίτια τους και έκλαιγαν από το φόβο τους. Τα παιδιά σταμάτησαν το σχολείο, το ίδιο και εγώ και δεν ξαναπήγα ποτέ, γιατί όταν πια τελείωσε η κατοχή είχα μεγαλώσει. Θυμάμαι, είπε, τις εφόδους που έκαναν στα σπίτια, για να πάρουν τα τρόφιμα των ανθρώπων.

Κάποτε, σε ένα παλιό μισογκρεμισμένο σπίτι, κάποιοι νέοι του χωριού είχαν εγκαταστήσει κρυφά ασύρματο και συνεννοούνταν με άλλους για διάφορα σαμποτάζ στους Γερμανούς. Αυτοί έπιασαν τρία άτομα από το χωριό και τα βασάνιζαν, επειδή τα υποπτεύονταν, ότι τους πολεμούσαν κρυφά».

Ο κος Χαραλαμπάκης Κριτσέλης μας λέει: «Τότε υπήρχε μαύρη αγορά και για να φας ένα κομμάτι κρέας, έπρεπε να το δηλώσεις στο χασάπη, ότι εγώ θέλω το μπούτι, άλλος θέλει την ελιά, άλλος θέλει το τάδε ή το δείνα κομμάτι… Τα πράγματα ήταν πολύ στενάχωρα, πάρα πολύ… Το ψωμί με δελτίο… Το καρβέλι, το ψωμί, το έφτιαχνε η μάνα μου στο φούρνο και έκοβε μία φέτα στο κάθε παιδάκι και μας έλεγε «Αυτό θα φας σήμερα εσύ. Δεν θα φας άλλο. Δεν υπάρχει να φας άλλο!» και πολλά άλλα τέτοια. Θυμάμαι μια φορά, που χτύπησε ο πεθερός μου τον κουνιάδο μου, στην Καλίδονα, γιατί έφαγε το ψωμί του άλλου αδελφού, γιατί πείναγε. Εκεί είχαμε φτάσει… Εύχομαι στα παιδιά, να μη γνωρίσουν ποτέ πόλεμο, ούτε παγκόσμιο, ούτε εμφύλιο. Είναι άσχημες καταστάσεις αυτές».

 

Ο κος Γιάννης Ζήρος μας λέει: «Ψωμί δεν είχαμε,  γιατί όλος ο κόσμος το ΄40 είχε πάει στον πόλεμο,  τα ζώα τα είχε επιτάξει ο στρατός και τα είχανε πάει κι αυτά στον πόλεμο της Αλβανίας. Επομένως δεν υπήρχαν άνθρωποι, για να καλλιεργήσουν,  αλλά ούτε και ζώα για να σύρουν το αλέτρι. Οι νέοι ήταν στον πόλεμο και πολεμάγανε και έτσι, εκείνη τη χρονιά, τα χωράφια έμειναν άσπαρτα  και δεν κάναμε παραγωγή από σιτάρια. Μόνο το επόμενο καλοκαίρι, επειδή γύρισαν οι φαντάροι τον Απρίλιο από την Αλβανία, όταν κατέρρευσε το μέτωπο, άρχισαν να καλλιεργούν κάποια χωράφια με  αραποσίτι. Έτσι φτιάχναμε ψωμί από αραβοσιτάλευρο που το λέγαμε μπομπότα. Θυμάμαι, ότι η μάνα μου μαγείρευε χόρτα, χωρίς λάδι, γιατί τότε οι ελιές ήταν λίγες στην περιοχή που είχε περισσότερες σταφίδες, αλλά και αρκετά χωράφια για σιτηρά. Ζήσαμε μεγάλη φτώχεια, ζήσαμε φτωχά. Είχα μία θεία, αδερφή της μάνας μου, που ήτανε μαία, μαμή δηλαδή. Εκεί που ξεγένναγε τα παιδιά, της δίνανε καμία φέτα ψωμί και έφερνε και σε μας. Τόσο μεγάλη φτώχεια. Ζήσαμε δύσκολα, πολύ δύσκολα».

Προσθέτει επίσης: «Ένας σαμποτέρ Εγγλέζος, ο Πήτερ, είχε στρατοπεδεύσει στο βουνό της Σμέρνας και μαζί με δύο παιδιά από τη Ζαχάρω, έκαναν σαμποτάζ και γκρέμιζαν όλα τα γεφύρια του σιδηροδρομικού δικτύου, για να μη μπορούν να περνάνε τα τρένα και να στέλνουν στρατιωτικό υλικό οι Γερμανοί στην περιοχή. Από την άλλη μεριά, στους Ταξιάρχες(στη Μοφκίτσα) μετά από τη συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους Έλληνες,  είχε ξεμείνει μία ομάδα Ιταλών με έναν αξιωματικό και μένανε στο σχολείο, που το είχαν επιτάξει. Ο Ιταλός αξιωματικός ήταν κτηνίατρος και το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί το έλεγε και ένας θείος μου, που τον έλεγαν κι αυτόν Γιάννη Ζήρο και ήταν σιδεράς στο επάγγελμα και είχε το δικό του σιδεράδικο και μάλλον ήταν παρτιζάνος και μιλούσε με τον Ιταλό. Αυτός ο αξιωματικός αγαπούσε μια Ελληνίδα γυναίκα, με την οποία δεν μπορούσαν όμως να παντρευτούν, γιατί είχαν διαφορετική θρησκεία. Μια μέρα είδαμε τον Πήτερ που ήρθε μαζί με έναν βοηθό του, με δύο άλογα. Εμείς τότε ήμασταν παιδιά και ήταν καλοκαίρι και δεν κάναμε σχολείο. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί εκείνος είχε μια όμορφη κανελιά φοράδα, με σέλα και την είχε φέρει να την εξετάσει ο αξιωματικός που ήταν και κτηνίατρος. Είπανε μάλιστα ότι ήρθαν μέσα από τα βουνά, δηλαδή είχε ξεκινήσει από τη Σμέρνα και έφτασε στη Μοφκίτσα, μέσω Μίνθης. Εμείς τους βλέπαμε, γιατί το σπίτι μας ήταν κοντά. Κατέβηκε λοιπόν ο Ιταλός και χαιρετήθηκε με τον Πήτερ, τον Εγγλέζο, μετά έβαλε μία πετσέτα πάνω στη φοράδα και την ακροάστηκε και μετά μίλησαν οι δυο τους. Εκεί καταλάβαμε, πως έπρεπε αυτός να φέρει κάποιο μήνυμα στους Ιταλούς και δεν είχε άλλο τρόπο. Δε θα μπορούσε να έρθει από τον κάμπο, γιατί εκεί είχαν στρατοπεδεύσει οι Γερμανοί.

Εμείς τα παιδιά βλέπαμε, παρατηρούσαμε το κάθε τι που γινόταν γύρω μας».

Ευχαριστούμε πολύ, όλους του κυρίους και τις κυρίες που μας εμπιστεύθηκαν τις μνήμες και τα βιώματά τους και ζητάμε συγνώμη που δεν χωράνε όλα σε αυτό το φύλλο της εφημερίδας.

Μαθητές που εργάστηκαν για τις προφορικές μαρτυρίες:

Αγγελική Ροϊδοπούλου

Αλέξης Κρεσταινίτης

Αντέλα Σέχι

Αποστόλης Αποστολόπουλος

Γεωργία Μπρη

Γιώργος Πάππος

Δήμητρα Χριστοδουλοπούλου

Ελεάννα Μπελεσιώτη

Ευθύμης Κουνουσβελής

Ιωάννα Μπαντέ

Ιωάννης Κρεσταινίτης

Κισιάνα Σένα

Κριστιάν Μετάνι

Κων/νος Κλημαντίρης

Νίρτιλ Κόρρα

Πένυ Σιάγκα

Φιλιώ Κωτσάκη

Φώτης Φωτόπουλος

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων