Καλλίρροον ύδωρ (μέρος 2ο)

Το Μπισχιναίικο ποτάμι

223259 1037088021072 5873 nΠαλιότερα το ποτάμι στο Μπισχινόκαμπο ξεχύλιζε όταν φούσκωνε και ξέβγαζε ξύλα, παλούκια και πέτρες. Κάποτε λέγεται ότι πνίγηκαν δυο άνθρωποι ένας άντρας και μία γυναίκα. Τα νερά έφταναν ως και το γεφύρι του Μπισχινοκάμπου. Τα υπόγεια πλημμύριζαν. Ύστερα έκλειναν τις γραμμές του τρένου και το νερό έφτανε ως τον Κακόβατο και από μια οθωμανική γράνα όπως ονομαζόταν που έφτανε στη θάλασσα.

Η καταγραφή έγινε από τη μαθήτρια της Γ΄ τάξης, Φωτεινή Κυριακοπούλου, από  τον παππού της, Σωκράτη Παπασπύρου

Ο πνιγμός

Το γεγονός αυτό έγινε πριν από 75-80 χρόνια λίγο έξω από το χωριό Σχίνοι, όπου περνάει ο ποταμός Ακίδας. Λίγα μέτρα πιο κάτω από το σημερινό γεφύρι υπήρχε ένα σπιτάκι στο οποίο έμενε η οικογένεια Κρέσπη. Ο ποταμός εκείνη την εποχή ήταν πολύ ξέβαθος και όταν έβρεχε κατέβαινε πολύ νερό από τα χωριά και κινδύνευε να ξεχειλίσει. Ένα βράδυ που έβρεχε πάρα πολύ και για αρκετές ώρες το νερό βγήκε ορμητικά προς τα έξω με αποτέλεσμα να φτάσει μέχρι το σπιτάκι και να μπει και μέσα σε αυτό καταστρέφοντας το ολοκληρωτικά. Ο Κρέσπης με τη γυναίκα του, οι οποίοι ήταν ηλικιωμένοι, δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν και έτσι η ορμή του νερού τους παρέσυρε. Μαζί τους έμενε και η κόρη τους, η οποία ήταν νέα και έτσι κατάφερε να αντιδράσει πιο γρήγορα και να σκαρφαλώσει σε μια ροδιά, η οποία ήταν στον κήπο του σπιτιού. Η κοπέλα φώναζε για βοήθεια όλο το βράδυ, αλλά κανένας δεν μπορούσε να βοηθήσει λόγω της πλημμύρας. Ο παππούς μου, που μου είπε την ιστορία, τότε ήταν περίπου 6-7 ετών και το σπίτι του ήταν αρκετά μακριά από το ποτάμι. Αναφέρει πως όλο το βράδυ ακούγονταν οι φωνές της κοπέλας, αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Την επόμενη μέρα οι κάτοικοι πλησίασαν, για να βοηθήσουν την κοπέλα και άρχισαν να ψάχνουν και για τους γονείς της, τους οποίους δυστυχώς βρήκαν δύο μέρες μετά, πνιγμένους, αρκετά μέτρα μακριά από το σπίτι τους,  χωμένους στην άμμο. Μετά από αυτό το θλιβερό γεγονός έγιναν προσπάθειες για την εκβάθυνση της κοίτης του ποταμού.

Η καταγραφή έγινε από τη μαθήτρια της Γ΄ τάξης, Χρύσα Κομπόρη, από τον παππού της, Ξενοφώντα Χρονόπουλο.

 

Η πλημμυρισμένη Νέδα

1784401Ο πατέρας μου, όταν ήταν παιδί στη δεκαετία του ογδόντα και ενώ βρισκόταν στο χωράφι και φύλαγε τα πρόβατα, ξαφνικά είδε μεγάλη ποσότητα νερού να έρχεται κατά πάνω του. Το νερό προερχόταν από τον ποταμό Νέδα και κατέκλυσε το χωράφι. Αμέσως κατάλαβε ότι το ποτάμι φούσκωσε και έτσι οδήγησε τα ζώα σε ένα ασφαλές μέρος, ενώ εκείνος ανέβηκε σε ένα δένδρο για να σωθεί, όπου έμεινε για δύο ώρες. Στα εκατό μέτρα περίπου βρισκόταν ένας ηλικιωμένος όπου κινδύνευε να πνιγεί, αλλά ευτυχώς πρόλαβε και ανέβηκε σε ένα μοτερόσπιτο. Κάποιοι άνθρωποι ειδοποίησαν, ότι ένας ηλικιωμένος βρίσκεται σε κίνδυνο και έτσι έστειλαν ελικόπτερο, όπου ήρθε και τον πήρε. Το «φούσκωμα» του ποταμού της Νέδας είχε και απώλειες,  πολλά ζώα, όπως κατσίκες, γίδες και κότες πνίγηκαν. Την επόμενη μέρα όπου έφυγε το νερό όλα τα χωράφια ήταν γεμάτα με φερτή λάσπη.

Η καταγραφή έγινε από τη μαθήτρια της Γ΄ τάξης Λουίζα Μητροπούλου από τον πατέρα της Δημήτρη Μητρόπουλο.

Το υπόγειο ποτάμι και η κατολίσθηση στην Καλίδονα

Πρόκειται να σας αφηγηθώ ένα γεγονός που έγινε πριν από σαράντα περίπου χρόνια στην Καλίδονα. Η Καλίδονα είναι ένα χωριό του νομού Ηλείας και συγκεκριμένα ανήκει στο δήμο Ζαχάρως. Κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η Καλίδονα, βρίσκονταν ένα ποτάμι. Το 1981 άρχισε σιγά-σιγά η βύθιση των κτηρίων που βρίσκονταν από πάνω του. Συνέχισε σταδιακά ως και το 1983 περίπου. Ως τότε είχαν βυθιστεί, γκρεμιστεί ή παρασυρθεί σπίτια, μικρά μαγαζιά, δύο καφενεία και ένα κρεοπωλείο, στο κέντρο του χωριού. Επίσης ο δρόμος κόπηκε στα δύο. Η κατολίσθηση ήταν πολύ σοβαρή κι επικίνδυνη για τους κατοίκους της Καλίδονας. Θέλω εδώ να προσθέσω, πως κάθε χειμώνα η κατάσταση χειροτέρευε, λόγω των βροχών. Για να σταθεροποιήσουν το έδαφος έγιναν έργα αντιστήριξης, φύτευση ευκαλύπτων και κάλυψη του κενού με μάντρες  από πέτρες, ζαρζανέτ, και, φυσικά, πολύ χώμα. Με το πέρασμα του χρόνου το έδαφος αποκαταστάθηκε πλήρως. Τώρα, στο σημείο εκείνο υπάρχει μια πλατεία και ο κεντρικός δρόμος του χωριού.

Η καταγραφή έγινε από τη μαθήτρια της Β’ τάξης Δέσποινα Σιάγκα από τον μπαμπά της Χαράλαμπο Σιάγκα.

 

Η βρύση της Καλίδονας123990012 2705330596381992 2062266766930841666 n

Η βρύση στο χωριό της Καλίδονας είναι εκεί περίπου για διακόσια χρόνια. Αυτή η βρύση είναι κοντά στο σχολείο και οι μαθητές τότε πήγαιναν να γεμίσουν τα μπουκάλια τους νερό .Οι χωριανοί πήγαιναν έπιαναν νερό για τις ανάγκες των σπιτιών τους και από αυτό το νερό έπιναν τα ζώα και πότιζαν τους κήπους τους και τέλος το νερό ερχόταν από το βουνό και έπεφτε μες την πέτρινη γούρνα και έτρεχε ασταμάτητα. Επίσης η βρύση αυτή ήταν σκεπασμένη με μια πέτρινη καμάρα.

Η καταγραφή έγινε από το μαθητή της Α΄ τάξης Μάριο Νικολόπουλο από την μητέρα του Κατερίνα Χριστοπούλου      

 

Η σχέση μου με το νερό

art1340Η σχέση μου με το νερό είναι πάρα πολύ καλή. Γιατί το καλοκαίρι την περισσότερη ώρα της ημέρας την περνάω στην θάλασσα. Στην θάλασσα βρίσκομαι 13 ώρες την ήμερα. Κάνω κανό και ψαρεύω. Ψαρεύω όλο τον χρόνο έκτος από τον Μάιο, διότι τότε απαγορεύεται, γιατί τα ψάρια γεννάνε. Επίσης πιάνω πολλά ψάρια, όπως για παράδειγμα μουρμούρες, τσιπούρες, σάλπες, σαλιάρες, γόπες, κατσούλες, λαυράκια, κεφάλια και πολύ σπάνια πιάνω και μπαρμπούνια. Έπειτα από το ψάρεμα κάνω μπάνιο και ψάχνω δόλωμα για την επόμενη μέρα. Μετά πάω σπίτι καθαρίζω τα ψάρια και τα βάζω στον καταψύκτη -που έχει ο πατέρας μου μόνο για ψάρια- ώστε να τα βγάλω κάποια άλλη μέρα να τα φτιάξουμε και να τα φάμε. Αν πιάσω πολλά ψάρια σε ένα σημείο πάω και το επόμενο πρωινό. Αυτή είναι η σχέση μου με το νερό. Επίσης το καλοκαίρι, όταν η θάλασσα έχει κύμα, πηγαίνω στην λίμνη και πιάνω πολλά μεγάλα και διαφορετικά ψάρια. Για παράδειγμα κεφάλια, βελάνησες, καβούρια και αθερίνα. Το δόλωμα που χρησιμοποιώ στην λίμνη είναι η μαλάγρα. Η μαλάγρα φτιάχνεται από καλαμποκάλευρο, τυρί φέτα και νερό. Όλα αυτά τα βάζουμε σε ένα δοχείο και τα ανακατεύουμε, έτσι φτιάχνεται η μαλάγρα. Μετά την κάνω μικρές μπάλες και την βάζω πάνω σε αγκίστρια και την πετάω μέσα στην λίμνη. Με αυτό τον τρόπο πιάνω τα ψάρια στην λίμνη. Μετά πάω σπίτι,  τα καθαρίζω και τα βάζω στον καταψύκτη. Νομίζω είμαστε πολύ τυχεροί που ζούμε σ’ αυτό τον όμορφο τόπο που έχει και λίμνες και ποτάμια και τη θάλασσα.

Μίλτος Γιαννακόπουλος, μαθητής Β’ τάξης

 

Μια πηγή που στέρεψε

Πριν πολλά χρόνια στο όμορφο νησί της Σάμου, ένα μικρό παιδί πέρναγε τα καλοκαίρια του στο εξοχικό του παππού και της γιαγιάς του. Τρεις ολόκληρους μήνες μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία και πάλι. Το σπίτι ήταν χτισμένο πολύ κοντά σε μια μικρή ερημική παραλία με βότσαλα, πέτρες και μεγάλα βράχια.

αρχείο λήψηςΚάθε πρωί ο Κώστας, πότε μόνος του, πότε με τα ξαδέρφια του, έτρεχε με λαχτάρα στη θάλασσα. Είχε μάθει καλά κάθε βότσαλο και πέτρα της παραλίας. Είχε μάθει που κρύβονται τα καβούρια, τις γούρνες με τα ψαράκια που είχε παρασύρει το κύμα, τα μεγάλα βράχια στα οποία είχε δώσει ονόματα ανάλογα με το σχήμα και τη φαντασία του. Έμαθε πως να ψαρεύει, πως να βρίσκει δόλωμα, που είναι τα θαλάμια των χταποδιών και έμαθε να σέβεται τη θάλασσα που πότε ήρεμη, πότε άγρια και φουρτουνιασμένη, άλλαζε την όψη της μικρής παραλίας. Ο βασιλιάς όμως της παραλίας ήταν η φλέβα, η πηγή. Εκεί στη ρίζα ενός θεόρατου βράχου, μέσα από μια μεγάλη τρύπα, μόλις μερικά περίπου μέτρα από το κύμα, μια αγκαλιά κρύο, γλυκό νερό έτρεχε αδιάκοπα. Πάντα αναρωτιόταν με το παιδικό του μυαλό, από πού ερχόταν τόσο νερό. Ο παππούς του είπε ότι ερχόταν από πολύ μακριά, από το βουνό. Το νερό της ήταν τόσο χορταστικό και νόστιμο που αρκούσανε μερικές γουλιές να ξεδιψάσει κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Ο παππούς του ήταν χαρούμενος όταν έβρεχε πολύ τον χειμώνα, γιατί ήξερε ότι έτσι η φλέβα δεν θα στέρευε το καλοκαίρι. Το χρειαζόταν το νερό της πηγής, χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να ζήσουν τρεις μήνες στην ερημιά. Πρώτη δουλειά, όταν έφταναν για καλοκαίρι στο εξοχικό, ήταν να καθαρίσουν περιμετρικά της πηγής, τα βράχια και τα ξύλα που είχε φέρει η θάλασσα φτιάχνοντας μια μεγάλη γούρνα, όπου εκεί πάγωναν τα φρούτα, τα λαχανικά και κανένα μπουκάλι ούζο που τόσο πολύ του άρεσε του παππού να πίνει με τους φίλους του. Βλέπετε εκείνα τα χρόνια σε εκείνη την απόμακρη μεριά του νησιού, δεν είχε έρθει ούτε το ηλεκτρικό, ούτε το νερό. Έτσι με μια μικρή αντλία έστελναν το νερό της πηγής σε μια δεξαμενή που είχε φτιάξει ο παππούς και με αυτό πότιζαν το κήπο τους, έπλεναν τα ρούχα και τα πιάτα τους και έκαναν μπάνιο. Άπειρες φορές ο Κώστας ανεβοκατέβαινε φορτωμένος με παγούρια για να έχουν φρέσκο νερό στο σπίτι. Κάθε πρωί που πήγαινε στην θάλασσα ήξερε ότι η πηγή θα ήταν εκεί. Θα έτρεχε, όπως χθες, όπως προχθές, και ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν ορμητική με πολύ νερό τον χειμώνα, ήσυχη και γαλήνια προς το τέλος του καλοκαιριού όταν το νερό λιγόστευε. Η ζωή τα έφερε έτσι που ο Κώστας και η οικογένειά του μετακόμισαν στην Αθήνα. Ο παππούς και η γιαγιά πέθαναν. Το εξοχικό ερήμωσε. Τα χρόνια πέρασαν αλλά πάντα μέσα του εκείνα τα καλοκαίρια ήταν οι καλύτερες αναμνήσεις του. Μόλις πέρσι αποφάσισε να επισκεφθεί ξανά το μέρος που γεννήθηκε με αφορμή τον θάνατο ενός αγαπημένου του θείου. Την επόμενη ημέρα, ένα πράγμα του ήρθε στο μυαλό. Να τρέξει εκεί ξανά. Να φέρει στο μυαλό του όλες τις όμορφες αναμνήσεις. Στην μικρή παραλία. Στα βράχια. Στην πηγή. Να πιεί πάλι το νερό της. Μόνο αυτό σε ξεδιψούσε καλύτερα από όλα. Αλίμονο. Όλα είχαν αλλάξει. Ένας μικρός οικισμός είχε χτιστεί με όμορφο , ακριβά σπίτια που δε θυμίζουν σε τίποτα με το εξοχικό του παππού του. Έτρεξε με λαχτάρα προς την πηγή. Ήταν μεσημέρι και δεν είχε να πάρει νερό μαζί του. Άρχισε να ανησυχεί γιατί δεν άκουγε τον ήχο του νερού που έτρεχε. Έφτασε στο σημείο. Τίποτα. Μόνο φύκια και βότσαλα από τη θάλασσα. Τί έγινε ρε παιδιά; Πού πήγε το νερό; Έψαξε όλη τη παραλία μήπως η πηγή είχε βρει αλλού διέξοδο. Πουθενά. Απογοητευμένος και αφού έριξε μια κλεφτή ματιά στα βράχια κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Στη διαδρομή συνάντησε έναν ηλικιωμένο που είχε βγάλει βόλτα το σκύλο του. Ο Κυρ Νίκος, συνταξιούχος από την Αυστραλία, είχε χτίσει το σπίτι του εκεί κοντά. Έπιασαν κουβέντα.

-Είναι πολύ ωραία εδώ, του είπε

-Το ξέρω. Εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, απάντησε ο Κώστας

-Τα έχουμε όλα. Και ηλεκτρικό… και δρόμους… και το λεωφορείο περνάει συχνά… και σπίτια χτίστηκαν αρκετά… δεν είμαστε πια μόνοι μας.

-Νερό έχετε;

-Πως δεν έχουμε; Εμφιαλωμένο για να πίνουμε και από το δίκτυο ύδρευσης του διπλανού χωριού για να ποτίζουμε τους κήπους μας… Να πλένουμε τα αυτοκίνητα μας… τα πιάτα… τα ρούχα… και τις ανάγκες του σπιτιού. Μόνο που έχουμε νερό μόνο δύο ώρες την ημέρα.

-Και η πηγή, Κυρ Νίκο; Που πήγε η πηγή;

-Χάθηκε φίλε μου, χάθηκε…βλέπεις…όλοι έκαναν γεωτρήσεις γύρω γύρω για να έχουν νερό στην αυλή τους , να πλένουν τα αυτοκίνητα και τις αυλές τους. Την πηγή δεν την  καθάριζε κανένας πια , οι βροχές λιγόστεψαν πάρα πολύ και σιγά σιγά η πηγή στέρεψε.

Στεναχωρημένος ο Κώστας πήρε τον δρόμο του γυρισμού . Στο μυαλό του προσπαθούσε να καταλάβει γιατί η απερισκεψία των ανθρώπων του στέρησε ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια της παιδικής του ηλικίας…

Την ιστορία αφηγήθηκε ο Κώστας Κωνσταντόπουλος στον γιο του Θάνο Κωνσταντόπουλο, μαθητή της Α΄ τάξης.

 

Η βρύση στο χωριό Άλβαιναμίνθη 1 μίνθη

Στο χωριό που μεγάλωσε η μαμά μου σε έναν κοινόχρηστο χώρο υπήρχε μια βρύση πετρόχτιστη με καμάρα. Το νερό της βρύσης πηγάζει από το βουνό Βουνούκα (όρος Μίνθη).  Είχε μία πηγή που έβγαινε το νερό από έναν σωλήνα κι έπεφτε σε μια γούρνα, που με ένα αυλάκι πήγαινε μέσα σε μία δεξαμενή, κοινώς επονομαζόμενη και στέρνα. Από εκεί έπαιρναν οι άνθρωποι νερό και πότιζαν το καλοκαίρι τα χωράφια τους. Πίσω από τη βρύση υπήρχε μία κερασιά που κάθε χρόνο έκανε πολλά νόστιμα κεράσια. Η βρύση και η κερασιά ήταν στέκι όλων των παιδιών το καλοκαίρι, μιας που μπορούσαν να φάνε και να δροσιστούνε μετά από έντονο παιχνίδι. Η βρύση αυτή ήταν πάντα η πρώτη στάση των παιδιών όταν έβρεχε, μιας που είχε και ένα μικρό κιόσκι.

Η καταγραφή έγινε από τη μαθήτρια της Α΄ τάξης Βασιλική-Μαρία Κοκκώνη, από τον παππού της ιερέα Κωνσταντίνο Θάνο.

 

Οι νερόμυλοι του Λεπρέου

λεπρεολεπρεο1

Χωριό Λέπρεο… τόπος καταγωγής της οικογένειάς μου. Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου ο ήχος των νερών της Μπάνισκας, του ποταμού που πηγάζει από τις ρίζες του βουνού που βρίσκεται πάνω από το χωριό.

Σα να έχω ζήσει τον ήχο του νερού που χτυπά πάνω στη φτερωτή και περιστρέφει τη μυλόπετρα τρίβοντας το σιτάρι για να βγει το αλεύρι… ήχος που φαντάζομαι έχω ακούσει από τις αφηγήσεις του παππού μου που ρίζωσαν τόσο πολύ μέσα στη μνήμη μου.

Κάνοντάς με πρωταγωνιστή σε ένα παραμύθι που δεν έζησα.

Βλέπω τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια, άλλα να παίρνουν τα σακιά με το αλεύρι και άλλα να ξεκουράζονται περιμένοντας να φορτωθούν το αλεύρι και να επιστρέψουν στο χωριό.

Ο παππούς μου μού είχε πει πως η πληρωμή του μυλωνά ήταν το ποσοστό που δικαιούνταν σε αλεύρι.

Το νερό, όχι μόνο ξεδιψούσε τους ανθρώπους εκείνη την εποχή, αλλά έμμεσα τους έτρεφε κιόλας, με τη δύναμη της ροής του.

Ατελείωτες συζητήσεις γίνονταν από τις παρέες που περίμεναν τη σειρά τους. Η προγιαγιά μου ζύμωνε κι έψηνε το ψωμί κερνώντας τους πελάτες του μύλου με ένα ζεστό κομμάτι, συνήθεια που προξενούσε καυγά με τον παππού μου, που το έβλεπε ως σπατάλη…

Ο μύλος των προγόνων μου ξεκίνησε να λειτουργεί στις αρχές του 20ου αιώνα, γύρω στα 1904. Η ορμή του νερού έπαψε να χτυπά τη φτερωτή, γυρνώντας τη μυλόπετρα, μετά από πενήντα χρόνια. Η εξέλιξη της τεχνολογίας αντικατέστησε τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής του αλευριού. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια προσπάθεια από την πολιτεία για να διατηρηθούν οι παλαιοί νερόμυλοι, με επιδοτήσεις για τις εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης.

Μακάρι κι εμείς κάποια στιγμή να μπορέσουμε να αναστηλώσουμε το δικό μας νερόμυλο και να γίνει ένα σημείο επισκέψιμο, για να μαθαίνουν οι νέες γενιές την ιστορία, τη λειτουργία και τη χρησιμότητα του νερόμυλου.

Νικόλαος Μανουσόπουλος μαθητής της Α΄ τάξης από τον μπαμπά του Σπύρο Μανουσόπουλο

Η λίμνη Καϊάφα

nisaki agia aikaterini limni kaiafaΟ Καϊάφας είναι μία μικρή λίμνη στην Ελλάδα, που βρίσκεται στο νομό Ηλείας και πιο συγκεκριμένα κοντά στην πόλη της Ζαχάρως.  Λέγεται ότι υπήρχε εκεί πριν από αρκετά χρόνια ένα ηφαίστειο, που ήταν ενεργό. Δεν είναι όμως πια. Επειδή το σπίτι μου είναι κοντά στη  λίμνη, την επισκέπτομαι τα σαββατοκύριακα με τα ξαδέρφια μου. Αυτό που περισσότερο με εντυπωσιάζει, είναι ότι μπορείς να διακρίνεις τον άλλο που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά. Σ’ αυτή τη λίμνη υπάρχει έντονη βλάστηση, μιας που υπάρχουν πολλά δέντρα, όπως πλατάνια, ιτιές, λεύκες, κυπαρίσσια, δάφνες, ευκάλυπτα και καλαμιές. Επιπλέον σε αυτή ζουν πολλά ψάρια όπως δρομίτσα, τσουρού, κούκλα, αθερίνα και άλλα. Εδώ συγκεντρώνονται περίπου διακόσια είδη πτηνών, με περισσότερα από αυτά να ανήκουν στα προστατευόμενα είδη. Το κλίμα της περιοχής μας είναι αρκετά ήπιο, επειδή το χειμώνα οι θερμοκρασίες είναι πολύ υψηλές. Κάτι που μου κάνει μεγάλη εντύπωση είναι η μεγάλη παρουσία των πουλιών δίπλα στη λίμνη. Είναι πολύ ωραία που μπορώ να δω από κοντά όλα αυτά τα σπάνια πουλιά, τα οποία έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, σε αυτό το υπέροχο φυσικό περιβάλλον. Μπορώ να πω ότι αισθάνομαι πολύ τυχερή, που έχω κοντά μου αυτό το υπέροχο μέρος και μπορώ να πηγαίνω εκεί βόλτες. Ανυπομονώ να έρθει το επόμενο Σαββατοκύριακο για να την επισκεφτώ.

Ιωάννα Καραχρήστου μαθήτρια της Α τάξης, από τη μαμά της Ανδριάνα Μπάμη

Η λίμνη του Καϊάφα

Το σπίτι μου είναι κοντά στην λίμνη του Καϊάφα. Δεν είναι πολύ μεγάλη αλλά είναι πολύ όμορφη. Έχει ένα μικρό νησάκι και πάνω είναι χτισμένα τα ξενοδοχεία και μια όμορφη μικρή εκκλησούλα, της Αγίας Αικατερίνης. Επίσης το καλοκαίρι εκεί γίνονται αγώνες του σκι και έρχονται από όλη την Ευρώπη σκιέρ. Πιστεύω ότι αν γινόντουσαν και κάποια έργα, θα ήταν πολύ πιο όμορφη και θα ερχόντουσαν πολλοί τουρίστες.

Λυδία Πάππου, μαθήτρια της Α΄ τάξης από τη γιαγιά της Παναγιώτα Σταματοπούλου

Μια παραδοσιακή βρύση

Στο χωριο του παππού μου, το Χρυσοχώρι, υπάρχει μια παλιά παραδοσιακή βρύση, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Δίπλα στη βρύση υπάρχουν πέτρινα παγκάκια και τραπέζια όπου ξεκουράζονται οι περαστικοί. Η βρύση είναι περιτριγυρισμένη από πλατάνια και λίγο πιο πάνω από αυτή λειτουργούσε το παλιό σχολείο. Η βρύση είναι πετρόχτιστη και το νερό της τρέχει συνέχεια. Δίπλα της υπάρχουν διάφορα φυτά και λουλούδια που οι κάτοικοι του χωριού τα ποτίζουν με το νερό της. Η βρύση έχει μια πέτρινη σκεπή, για να την προστατεύει από τις καιρικές συνθήκες. Επίσης με το πέρασμα του χρόνου έχουν γίνει πολλές επισκευές. Παλιότερα οι κάτοικοι πίστευαν πως, αν πίνεις νερό από αυτήν, γιατρεύονται οι πληγές σου και το νερό της σου γαληνεύει την ψυχή.

Η καταγραφή έγινε από το μαθητή της Α΄ τάξης Γιώργο Καρπίτη από την Παναγιώτα Καρπίτη και την Χαραλαμπία Νικολοπούλου

Τα ποτόκια του Κακοβάτου

107194216Τα ποτόκια ήταν μία περιοχή στα δυτικά του Κακοβάτου, που εκτείνεται από τον κεντρικό δρόμο του χωριού προς τη θάλασσα με κατεύθυνση προς τον Μπισχινόκαμπο, με μήκος περίπου χίλα μέτρα και πλάτος περίπου εκατό μέτρα. Το ενδιαφέρον της περιοχής είναι ότι η επιφάνεια του εδάφους σε εκείνο το σημείο είναι χαμηλότερη από την υπόλοιπη περιοχή,  με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει κάθε χειμώνα, όταν τα ποτάμια και τα ρέματα της περιοχής γεμίζουν από τις βροχές. Το βάθος του νερού που συγκεντρώνεται εκεί έφτανε περίπου το ένα μέτρο. Τα στάσιμα αυτά νερά ήταν «ελκυστικά» για τα κουνούπια και τις βδέλλες και άλλα παράσιτα, αλλά ήταν εξίσου «ελκυστικά» και για τις πάπιες που τα έτρωγαν και κάθονταν στη λίμνη. Έτσι τα νερά ήταν πολύ ασφαλή για τα παιδιά του χωριού, τα οποία έμπαιναν σε μία μικρή σχεδία και πήγαιναν μέσα στη λίμνη, κοντά στις καλαμιές που γεννούσαν οι πάπιες τα αυγά τους, για να τα πάρουνε ή να τα θαυμάσουν. Όμως η σχεδία δεν ήταν καλά σχεδιασμένη, με αποτέλεσμα αρκετές φορές να αναποδογυρίζει και τα παιδιά να πέφτουν στο παγωμένο νερό. Αυτό προβλημάτισε πολύ το συμβούλιο του χωριού, που προσπαθώντας να βρει μία λύση, αποφάσισε να φτιάξει ένα αυλάκι για να φύγουν τα νερά προς τη θάλασσα και έτσι έγινε. Όμως η επιφάνεια της θάλασσας ήταν ψηλότερα από αυτή των ποτοκιών, έτσι αντί να φύγει το νερό μπήκε και αυτό της θάλασσας και έτσι τα πράγματα χειροτέρεψαν. Εφόσον το πείραμα απέτυχε, εφάρμοσαν μια εναλλακτική λύση. Αποφάσισαν να “ανοίξουν” τις κοίτες των ποταμών, ώστε η περιοχή να μην πλημμυρίζει πια. Σήμερα η περιοχή είναι κατοικήσιμη και έχουν κτιστεί πολλά όμορφα σπίτια.

Θοδωρής Χριστόπουλος μαθητής της Α τάξης από τον παππού του Γεώργιο Χριστόπουλο

 

Τα ποτόκια

Ποτόκια λέγονται στο Νεοχώρι κάποια χωράφια τα οποία γεμίζουν νερό, που δεν έχει χώρο να φύγει, και μερικά από αυτά μένουν ακαλλιέργητα και άλλα καλλιεργούνται. Λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου ήταν κάποτε ποτόκια που ήταν ακαλλιέργητα και ανοικοδόμητα, γιατί λίμναζαν, αλλά τώρα είναι μπαζωμένα και το ένα είναι φυτεμένο με ελιές και επίσης έχει ένα σπίτι χτισμένο. Όσα ποτόκια αποξηράθηκαν και μπαζώθηκαν, τα φύτεψαν σταφίδες,  αλλά τα χώματα ήταν τόσο σκληρά που δεν σκάβονταν με τίποτα. Εμείς έχουμε ένα χωράφι στον κάμπο του Καϊάφα που κάποτε λίμναζε και το αποξήρανε ο προπάππους μας, αλλά το χώμα ήταν τόσο σκληρό δεν το έσκαβε ούτε το τρακτέρ και στις μέρες μας, όταν το οργώνει ο πατέρας μου, επειδή είναι ακόμα πολύ σκληρό, του παίρνει πολλή ώρα, για να οργωθεί.

Στάθης Λαμπρόπουλος μαθητής της Α΄ τάξης από τον παππού του Στάθη Χρονόπουλο

 

 

Η καταραμένη βρύση

Στο χωριό μου, την Αρτέμιδα, έχουμε τρεις βρύσες με νερό. Η μία από αυτές έχει μία τρομακτική ιστορία, που κάποτε μου είπε μια γιαγιά. Λένε λοιπόν ότι τα παλιά τα χρόνια, πέρασαν από εκεί τέσσερις Νεράιδες, που διψούσαν και ήπιαν λίγο νερό. Εκείνη τη στιγμή όλο το χωριό κοιμόταν, γιατί ήταν τρεις τα ξημερώματα, μόνο ένας παππούς ξαγρυπνούσε, που βγήκε έξω και τις είδε. Την άλλη μέρα, το πρωί, είπε σε όλο το χωριό, να μην πιει κανένας νερό από αυτή τη βρύση, γιατί είχαν πιει από εκεί οι τέσσερις νεράιδες το βράδυ που πέρασε.  Όλοι οι χωριανοί γέλασαν μαζί του και του είπαν, να σταματήσει, να λέει χαζομάρες.  Μάλιστα ένας από αυτούς πήγε και ήπιε λίγο νερό. Ο παππούς του φώναξε να μην πιει, αλλά εκείνος δεν τον άκουσε. Μετά από μία εβδομάδα εκείνος ο χωρικός που είχε πιει νερό από τη μαγεμένη βρύση πέθανε ξαφνικά. Όλοι απορούσαν και έκλαιγαν. Μόνο εκείνος ο παππούς δεν μπορούσε ούτε να κλάψει, μα ούτε και να κρύψει το θυμό του, γι΄ αυτό και είπε με αυστηρό ύφος σε όλους: «Όταν σας τα έλεγα εγώ, δεν με ακούγατε…» Κανένας δε μίλησε, γιατί όλοι θυμήθηκαν τι τους είχε συμβουλεύσει, και δυστυχώς έτσι πήραν όλοι ένα μάθημα και έπαψαν να πίνουν νερό από εκείνη τη βρύση.

Κωνσταντίνα Βλασσοπούλου, μαθήτρια της Α΄ τάξης από τη γιαγιά της Φωτεινή Φλώρου

 

Μια βρύση στον ποταμό Ερύμανθο

 

11251382 1841315566094400 8631403630772279792 oΔιασχίζοντας το δρόμο του νομού Ηλείας προς το δήμο Γορτυνίας συναντάμε τον Ιερό Ναό του Αγίου Νεκταρίου, στην περιοχή του Βασιλακίου, όπου υπάρχει μία βρύση μέσα στα πλατάνια, με γάργαρο νερό και απεριόριστη θέα. Υπολογίζεται πως η βρύση αυτή βρίσκεται εκεί για περίπου διακόσια χρόνια.  Στο σημείο αυτό το Δασαρχείο του δήμου Ολυμπίας έχει κατασκευάσει ένα ξύλινο σπίτι για τις ανάγκες του Δασαρχείου. Το νερό της βρύσης πηγάζει από ένα γειτονικό  και από εκεί ξεκινάει ένα μικρότερο ρυάκι, το οποίο καταλήγει στον ποταμό Ερύμανθο. Κάθε καλοκαίρι αυτή τη βρύση την επισκέπτονται ταξιδιώτες, τουρίστες, αλλά και αρκετοί ντόπιοι χωρικοί. Επίσης τα καλοκαίρια αυτό το νερό είναι πολύ παγωμένο και αυτό το νερό μπορούμε να το πιούμε.

 Διονυσία Σταθοπούλου μαθήτρια της Α τάξης από το θείο της Μιλτιάδη  Κουτσογεωργόπουλο

 

 

 

Η βρύση στα Καλύβια

 

Απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς μου, στα Καλύβια Ζαχάρως, βρίσκεται μία παραδοσιακή πέτρινη βρύση. Η βρύση αυτή περιτριγυρίζεται από έναν μεγάλο πλάτανο μπροστά από τον οποίο έχει ανοιχτεί ένα αυλάκι, για να τρέχει το νερό από τη βρύση και να ποτίζεται και ο πλάτανος. Είναι κτισμένη δίπλα σε ένα μικρό λοφάκι ή θα λέγαμε σε ένα μικρό ύψωμα (έτσι πιστεύω το περιγράφω καλύτερα, λόγω του μεγέθους του, που δεν είναι αρκετό, για να χαρακτηριστεί λόφος).

340899543 622934622707312 5265441862971393772 n 343288933 3397546730510876 2451260540291142131 n 344252239 3535046783487100 4471594519751947119 n 344299775 1235973183960682 2068324132431385966 n

Η βρύση αυτή φτιάχτηκε, όπως και πολλές άλλες ακόμη, για να προμηθεύονται νερό στα σπίτια τους, πριν ακόμη δημιουργηθεί το δίκτυο ύδρευσης. Παλιότερα σε εκείνη τη βρύση πήγαιναν όλοι από νωρίς με τις βίκες τους. Πιο συγκεκριμένα πήγαιναν οι γυναίκες και τα κορίτσια, καθώς ήταν το μόνο μέρος που μπορούσαν να πάνε χωρίς συνοδεία και περίμεναν τη σειρά τους, για να τις γεμίσουν και να πάρουν το νερό στο σπίτι, για να κάνουν μπάνιο, να πιουν, να ξεδιψάσουν, να πλύνουν τα ρούχα τους και άλλα. Αυτά δηλαδή που κάνουμε εμείς σήμερα με τα σύγχρονα εργαλεία και με την ύδρευση του σπιτιού μας.

Όπως είπα και προηγουμένως δίπλα από τη βρύση βρίσκεται ένας μεγάλος πλάτανος. Αυτός ο Πλάτανος Λοιπόν είχε και ακόμη έχει μία τεράστια κουφάλα,  αρκετά μεγάλη για να χωρέσει τρία με πέντε παιδιά, ανάλογα βέβαια και με το ύψος και την ηλικία τους. Εκεί είχε κάτι, σαν ένα φαρδύ σωλήνα, όπου  μπορούσε να χωρέσει ένα παιδί ή ακόμη και έναν μικρόσωμο ενήλικα. Αυτός ο σωλήνας οδηγούσε στο σημείο που άρχιζαν τα κλαδιά, στην κορυφή του κορμού και αντίστροφα πίσω στην κουφάλα. Αυτό το δέντρο, μαζί με τα πέτρινα εξογκώματα στο ύψωμα ήταν σαν ένα τείχος αναρρίχησης, κάτι σαν παιδική χαρά για τα παιδιά της γειτονιάς που ήθελαν να παίζουν συνέχεια εκεί. Και καθώς αυτό το σημείο δεν είχε άλλο χώρο να συγκεντρωθούν, αυτό ήταν κάτι σαν πλατεία, που είχε κοντά και την εκκλησία και τα περισσότερα σπίτια και χωράφια των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα είχε και νερό και για να ξεδιψάσουν, γι΄ αυτό και ήταν το καταλληλότερο μέρος για να συναντιούνται όλοι.

Μια ιστορία από τη μαθήτρια της Α΄ τάξης, Ευγενία Μανιάτη που την άκουσε από τη γιαγιά της Ευγενία Μανιάτη.

 

Τα ποτόκια στον Κακόβατο

Τα ποτόκια είναι ένα σημείο στο χωριό μου, στον Κακόβατο, που βρίσκονται βορειοδυτικά, ανάμεσα στο δάσος και στους αμμόλοφους. Πήρε το όνομα αυτό, επειδή από τα παλιά τα χρόνια εκεί λιμνάζουν τα νερά , από τις βροχές του χειμώνα. Τα παλιά τα χρόνια όλα τα οικόπεδα εκεί πλημμύριζαν, αλλά σήμερα τα περισσότερα είναι μπαζωμένα καλά(όπως και το δικό μας) και δεν λιμνάζουν πια. Τα μόνα που λιμνάζουν ακόμα είναι τα δύο με τα οποία συνορεύουν με το δικό μας το σπίτι. Εμείς έχουμε το σπίτι μας εκεί και ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα οποία τα έχουμε ονομάσει Potokia rooms. Κάθε χειμώνα που λιμνάζουν τα διπλανά οικόπεδα και μερικές φορές έρχονται πάπιες. Επίσης την Άνοιξη γεμίζουν με βατράχια και μέχρι το καλοκαίρι ακούμε τη χορωδία τους κάθε βράδυ.

Εργασία του μαθητή Παναγιώτη Σκαλτσά από τη μαμά  του Ελένη Ζερμπίνη.

 

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων