Φανταστικές ιστορίες
Στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας της Α΄ τάξης, οι μαθητές και οι μαθήτριες του Α2 και του Α3 στο πλαίσιο της τρίτης ενότητας, έπρεπε να δουλέψουν την αφήγηση και την περιγραφή. Τους ζητήθηκε από τη φιλόλογό τους κα Μακρή, να γράψουν μια φανταστική ιστορία, μέσα στην τάξη και σε μία διδακτική ώρα, στην οποία θα έπρεπε να συμπεριλάβουν έναν γυάλινο βόλο, ένα παλιό μικρό αυτοκινητάκι-μινιατούρα, ένα παλιό επιτραπέζιο ρολόι, με μια κρυφή πορτούλα στο πίσω μέρος του, ένα παλιό μαργαριταρένιο κολιέ, ένα σπασμένο παιχνίδι που έπαιζε ακόμα μουσική και ένα πανάρχαιο μεταλλικό φλιτζάνι.
Οι οδηγίες ήταν πολύ απλές. Έπρεπε να γράψουν μια φανταστική ιστορία, με πειγραφή και αφήγηση και να συμπεριλάβουν όσα αντικείμενα ήθελαν. Οι μαθητές ενθουσιάστηκαν από την ιδέα και παρέδωσαν καταπληκτικές ιστορίες στο τέλος της ώρας. Έτσι στο επόμενο μάθημα, οι ιστορίες έγιναν podcast και ανέβηκαν στη σελίδα του σχολείου, μέσω του spotify. Δυστυχώς δε μπορούμε να τις δημοσιεύσουμε όλες. Επιλέγουμε λοιπόν ενδεικτικά τις ακόλουθες.
Αν θέλετε να τις ακούσετε όλες θα ακολουθήσετε τον σύνδεσμο:
Χαμένος στο κάστρο!
Κάποτε σε μια μεσαιωνική πόλη υπήρχε ένα κάστρο το οποίο δεν πλησίαζε κανείς. Ο λόγος ήταν γιατί όπως έλεγαν οι ντόπιοι ήταν στοιχειωμένο! Μόνο ένας έφηβος, ο Τζον Φέργδουικ, ο οποίος είχε χάσει τον παππού του και τον μικρό του αδερφό σε αυτό, τόλμησε να εισέλθει στο κάστρο. Ήθελε να το εξερευνήσει και να μάθει αν ισχύουν οι φήμες. Μπαίνοντας μέσα άκουσε τον ανατριχιαστικό ήχο ενός χαλασμένου παιχνιδιού. Κοίταξε πιο προσεκτικά και αντίκρισε μια μπαλαρίνα να κάνει κύκλους γύρω από έναν δίσκο. Συνέχισε να περπατά στους διαδρόμους. Γύρω του υπήρχαν πανοπλίες ξακουστών ιπποτών. Μια πανοπλία είχε πάνω της ένα κολιέ το οποίο έκρυβε ένα μήνυμα που έλεγε ”Όταν το ρολόι χτυπήσει τρεις τότε…” Το μήνυμα είχε φθαρθεί, τα γράμματα ύστερα από την λέξη ”τότε” είχαν ξεθωριάσει. Ο Τζον φοβισμένος προσπάθησε να βρει την έξοδο αλλά μάταια. Αργότερα είδε ένα ρολόι το οποίο μόλις είχε χτυπήσει τρεις! Τότε σκιές κατέκλισαν τον χώρο και στο μυαλό του ήρθε ο παππούς του που έπινε τσάι σε ένα παλιό ξεθωριασμένο φλιτζάνι. Το ίδιο φλιτζάνι κρατούσε η σκιά όπως κατάλαβε ο Τζον από το ιδιαίτερο σχήμα του. Ύστερα είδε τον μικρό του αδερφό να παίζει μ’ ένα αμαξάκι, το ίδιο που είχε πάρει μαζί του τη μέρα που τον έχασε. Φοβισμένος έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, βρήκε την έξοδο και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά σ’ αυτό το κάστρο. Κάθε βράδυ όμως άκουγε τους ήχους του αμαξιού, τον ήχο της μπαλαρίνας και τον παππού του να του λέει ”Σύντομα θα με ξαναδείς…”. Την επόμενη μέρα ο Τζον βρέθηκε νεκρός στο υπνοδωμάτιό του!!!
Μανουσόπουλος Νικόλαος
Το αρχαίο ρολόι
Το ρολόι που βλέπω Είναι ένα αντικείμενο 100 200 ετών και το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στα χρόνια της τουρκοκρατίας, για να βλέπουν την ώρα και να μετράνε τις ώρες και τις μέρες, μέχρι να απελευθερωθούν. Αργά και βασανιστικά περνούσε ο χρόνος και οι Έλληνες πολεμούσαν μέχρι τέλους, για να μην παραδώσουν την πατρίδα τους. Κάποια στιγμή το ρολόι πήγε να καταστραφεί, αλλά οι πολεμιστές που φύλαγαν την πύλη το έσωσαν. Περνούσε ο καιρός και ο πόλεμος δεν έλεγε να σταματήσει. Πολλοί άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους και εκείνο εκεί… Μετά από πολλά χρόνια, έφτασε η τελευταία μέρα της τουρκοκρατίας και οι Έλληνες που έχασαν πολλές μάχες, αλλά όχι τον πόλεμο, πήραν την Ελλάδα και την έκαναν ανεξάρτητο κράτος και κράτησαν για γούρι τους το ρολόι.
Γιώργος Περέσογλου
Ο παλαιός χάρτης
Ήταν Χριστούγεννα και ένα ηλιόλουστο Σαββατοκύριακο αποφασίσαμε με την οικογένειά μου να πάμε να μείνουμε για μερικές μέρες στην γιαγιά μου. Δεν τις είχαμε πει τίποτα, γιατί θέλαμε να της κάνουμε έκπληξη. Καθώς ετοίμαζα τα πράγματά μου θυμήθηκα, ότι η γιαγιά μου μας είχε πει, πως δεν θα στολίσει, γιατί το δέντρο και τα στολίδια τα είχε στην σοφίτα και λόγω ηλικίας δεν μπορούσε να ανέβει, γι΄αυτό κι εγώ έφτιαξα ένα σχέδιο. Το σχέδιο που είχα φτιάξει ήταν να πείσω τους γονείς μου να πάνε μια βόλτα μαζί με την γιαγιά μου, ώστε να ανέβω στην σοφίτα για βρω το δέντρο και τα στολίδια για να στολίσω το δέντρο και το σπίτι. Επιτέλους ξεκινήσαμε, καθώς πηγαίναμε στην γιαγιά κάναμε μια στάση σε ένα κοσμηματοπωλείο, γιατί ήθελε η μαμά μου να πάρει στη γιαγιά μου ένα κολιέ και αφού το πληρώσαμε ξεκινήσαμε για το σπίτι της γιαγιάς. Μετά από μερικά λεπτά, όταν χτυπήσαμε το κουδούνι η γιαγιά μου, άνοιξε την πόρτα και όταν μας είδε χάρηκε πάρα πολύ. Αφού μπήκαμε μέσα μας φίλεψε μελομακάρονα από τα χεράκια της. Έπειτα από ώρες τους έπεισα, αφού φύγανε εγώ πήγα γρήγορα-γρήγορα στην σοφίτα για να βρω το δέντρο και τα στολίδια όμως είχα ένα πρόβλημα η σοφίτα ήταν κλειδωμένη και έπρεπε να ψάξω το κλειδί. Ευτυχώς το βρήκα ήταν ένα παλιό μαύρο μεσαίο κλειδί. Όταν ανέβηκα στην σοφίτα είδα ένα πάρα πολύ μεγάλο μπαούλο. Μόλις το είδα είπα εκεί θα είναι. Πάνω στο μπαούλο είχε ένα παλιό παράξενο χάρτη. Επειδή ήμουνα πολύ περίεργη ακολούθησα κατά γράμμα τον χάρτη και με πήγε σε ένα παλιό ρολόι το οποίο είχε ένα συρταράκι . Εγώ το άνοιξα και είχε ένα μεγάλο παλιό κλειδί. Το πήρα αμέσως, αλλά δεν ήξερα που θα μου χρησιμεύσει. Ο χάρτης δεν είχε τελειώσει, είχε συνέχεια από πίσω και έτσι πήρα το μεγάλο κλειδί και συνέχισα να ακολουθώ τον χάρτη, ο χάρτης τέλειωσε και με είχε οδηγήσει στο μεγάλο μπαούλο. Τότε κατάλαβα ότι το αυτό το κλειδί ανοίγει το μπαούλο. Όταν το άνοιξα πήρα το δέντρο και τα στολίδια και ξεκίνησα το στόλισμα. Αφού τέλειωσα, πήρα τηλέφωνο τους γονείς μου να έρθουν σπίτι και εκείνοι έμειναν έκπληκτοι, όταν ήρθαν . Τέλος κάτσαμε δίπλα στο τζάκι και φάγαμε το αγαπημένο μου γλυκό από τα χεράκια της γιαγιάς μου. Αφροδίτη Δημητρουλοπούλου
Ο σεισμός
Μία φορά και ένα καιρό ήταν μία ηλιόλουστη μέρα ένα πανέμορφο και παράλληλα γλυκό κοριτσάκι που φόραγε ένα καταπληκτικό κολιέ με πέρλες και διάβαζε ένα βιβλίο. Ξαφνικά είδε ότι άρχισε να βρέχει. Πήγε στη μαμά της για να της πει ότι βρέχει, για να μαζέψει τα ρούχα από το σκοινί, αλλά η πόρτα δεν άνοιγε. Προσπαθούσε για πολλή ώρα, αλλά τίποτα. Μετά από ώρα θυμήθηκε ότι είχε κλειδώσει και έψαχνα το κλειδί. Κουράστηκε όμως και είπε να ακούσει λίγο μουσική από ένα παλιό χαλασμένο παιχνίδι που της είχε απομείνει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της κι έβλεπε το παλιό ρολόι. Σκεφτόταν και μετά από λίγο την πήρε ο ύπνος. Άκουσε τότε κάτι να πέφτει και τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια της και είδε ότι έπεσε ένας βόλος. Μετά είδε ότι κουνήθηκε η λάμπα και το μικρούλι αυτοκινητάκι μινιατούρα που είχε άρχισε να προχωράει μόνο του. Κατάλαβε τότε ότι γινόταν σεισμός και πήγε αμέσως φοβισμένη να κοιτάξει να βρει το κλειδί, για να ανοίξει την πόρτα. Συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν μπροστά στα μάτια της. Το είδε, το πήρε και μόλις άνοιξε την πόρτα, έτρεξε να αγκαλιάσει τους γονείς της. Μετά συνέχισαν τη μέρα τους μαζί, βλέποντας μία καταπληκτική ταινία. Ακριβή Μανώλη
Ο θησαυρός
Μία μέρα ένας νεαρός είχε πάει βόλτα σε ένα χωριό, αλλά δεν ήξερε ότι εκεί υπήρχαν μαγικά πράγματα. Όταν έφτασε είδε ένα δέντρο, που είχε ένα παλιό φλυτζάνι που έβγαζε συνέχεια νερό. Ο νεαρός το πήρε και έφυγε για το χωριό του. Στο δρόμο άκουσε μία μουσική μέσα από ένα σπίτι και όταν μπήκε εκεί είδε δύο πόρτες και πάνω σε ένα παλιό τραπέζι ένα μικρό και ένα μεγάλο κλειδί. Άνοιξε την πόρτα με το μεγάλο κλειδί και ξαφνικά είδε μπροστά του ένα δωμάτιο γεμάτο με ρολόγια. Τότε τα έχασε και βγήκε γρήγορα τρομαγμένος. Άνοιξε με το άλλο κλειδί το επόμενο δωμάτιο και βρήκε εκεί έναν ολόκληρο θησαυρό από χρυσάφι. Πήρε όσο χρυσάφι μπορούσε και έφυγε βιαστικά και κατάφερε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Κλοντιάν Λάμι
Το μυστικό κλειδί
Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε ένας άντρας και μία γυναίκα. Η γυναίκα ήθελε να πάει σε ένα μαγαζί. Πήρε το αμάξι του ο άντρας και ξεκίνησαν. Όταν έφτασαν οι υπάλληλοι τους φέρθηκαν με καλό τρόπο. Το κατάστημα είχε πολλά πράγματα. Περισσότερο τους άρεσε ένα ρολόι, μία αρχαία κούπα, ένα παλιό κολιέ, ένα αμαξάκι, ένα παλιό σπασμένο παιχνίδι που έπαιζε μουσική και δύο κλειδιά ένα μικρό και ένα μεγάλο. Ο άντρας και η γυναίκα ήθελαν να αγοράσουν κάποια από αυτά. Σκέφτηκαν να αγοράσουν το μικρό παράξενο κλειδί και έτσι έκαναν. Μόλις έφτασαν στο σπίτι είδαν κάτι παράξενο. Το κλειδί που αγόρασαν είχε μαζί ένα χαρτί και έλεγε κάτι για ένα θησαυρό που ήταν στον κήπο τους. Άρχισαν λοιπόν να σκάβουν και πολύ γρήγορα τον ανακάλυψαν. Άνοιξαν με το κλειδί το μικρό σεντούκι και βρήκαν πολύ χρυσό και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα! Γιώργος Μανιάτης
Το μυστηριώδες σεντούκι
Ήταν μία βροχερή χριστουγεννιάτικη μέρα και ήταν τα γενέθλια του Αντώνη. Ήταν πολύ χαρούμενος γιατί θα γινόταν 18 χρονών. Εκείνη τη μέρα, έλαβε πολλά δώρα από τους συγγενείς και τους φίλους του στο πάρτι που ακολούθησε. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και δύο δώρα που του κέντρισαν το ενδιαφέρον. Το ένα ήταν ένα μικρό κόκκινο αμάξι, ένα οικογενειακό κειμήλιο με το οποίο έπαιζε ο προπάππος του Αντώνη. Το δεύτερο δώρο ήταν ένα κλειδί για το παλιό σεντούκι που υπήρχε στην αποθήκη του σπιτιού. Ο Αντώνης ήταν πολύ χαρούμενος και για τα δύο δώρα. Ήθελε πολύ να μάθει τι υπήρχε μέσα στο σεντούκι. Έτσι το επόμενο πρωί πήγε στην αποθήκη κι άνοιξε το σεντούκι. Εκεί υπήρχε ένα παλιό σκουριασμένο κλειδί. Ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζει τι ανοίγει με αυτό το κλειδί. Ξέρει όμως ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να ανακαλύψει το δικό του το παιδί, όταν μεγαλώσει. Σωκράτης Μακρίδης
Η Ανακάλυψη
Ήταν Κάποτε μία οικογένεια. Ο μπαμπάς είχε πεθάνει από μία σπάνια ασθένεια και η μαμά είχε μείνει μόνη να μεγαλώνει το παιδάκι της, το οποίο δεν ήθελε να πηγαίνει στο σχολείο, παρά μόνο να παίζει όλη τη μέρα με τον βόλο που του είχε χαρίσει ο πατέρας του. Η μητέρα του τον μάλωνε, γιατί δούλευε και δεν είχε ποιος να τον προσέξει. Μία μέρα αυτός, καθώς πήγαινε στην αποθήκη του πατέρα του, βρήκε ένα κλειδί το οποίο δεν ήξερε για που είναι, ούτε αυτό, ούτε η μητέρα του. Σκέφτηκε λοιπόν μήπως ανοίγει κάποιο μπαούλο με διάφορα παλιά αντικείμενα. Πήγε τότε στο υπόγειο και βρήκε αμέσως ένα παλιό μπαούλο, το οποίο είχε μέσα διάφορα αντικείμενα, όπως ένα ρολόι και μία πολύ παλιά κούπα. Η μητέρα του τού αποκάλυψε ότι ήταν του πατέρα του. Από κείνη τη μέρα το παιδί πήρε την κούπα και το ρολόι στο δωμάτιό του. Την επόμενη μέρα ξύπνησε πρωί-πρωί για να πάει στο σχολείο και να πει στους φίλους του τι βρήκε και από κείνη τη μέρα δεν σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο. Ιωάννα Κρανίτη
Το όνειρο
Μία φορά και έναν καιρό σε ένα παλιό αρχοντικό σπίτι ζούσε ένα παιδί που ήταν πάντα χαρούμενο. Μία μέρα έπαιζε με το μικρό του αυτοκινητάκι, το οποίο έπεσε κατά λάθος πάνω στην παλιά βιβλιοθήκη και ξαφνικά από ένα ράφι έπεσε ένα παλιό ρολόι. Το παιδί το πήρε και το άνοιξε. Είδε τότε ξαφνικά πως υπήρχε εκεί ένας βόλος και ένα παλιό κλειδί. Το παιδί ξαφνιασμένο αναρωτήθηκε που να μπαίνει αυτό και έμεινε για δύο λεπτά σκεπτικό. Αμέσως μετά έτρεξε σαν αστραπή και το δοκίμασε σε όλες τις πόρτες, μα δεν ταίριαζε με καμία. Κοίταξε προσεκτικά τον βόλο και θυμήθηκε πως είχε άλλον έναν σαν κι αυτόν ξεχασμένο στη σοφίτα του. «Το βρήκα», είπε φωναχτά και έτρεξε να ανέβει τις σκάλες για να φτάσει στη σοφίτα. Κατάφερε να ανοίξει την πόρτα, αλλά το μόνο που βρήκε εκεί ήταν ένα μεγάλο μπαούλο που δεν μπορούσε να το ανοίξει. Κοίταξε γύρω του και δεν έβλεπε τίποτα άλλο, παρά μόνο κάτι παλιές κουρτίνες. Τις έψαξε και βρήκε ένα τεράστιο κλειδί. Δοκίμασε το κλειδί και το μπαούλο άνοιξε. Όμως όλα, όσα είχε μέσα, ήταν γεμάτα σκόνη. Το πρώτο πράγμα που έπιασε ήταν ένα μικρό φλιτζάνι. Θυμήθηκε ότι με αυτό έπινε νερό όταν ήταν πολύ μικρός. Τράβηξε μετά ένα σπασμένο παλιό παιχνίδι που έβγαζε μια μελωδία, όταν το κούρδιζες. Ο ήχος ήταν τόσο γαλήνιος, που τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε μετά από ώρα στον καναπέ και κατάλαβε ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Γιώργος Καρπίτης
Το μυστηριώδες κάστρο
Μία φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του και το μοναχογιό τους. Ο γιος τους είχε ήδη ενηλικιωθεί και είχε έρθει η ώρα να ψάξει να βρει μία γυναίκα για να παντρευτεί. Αποφάσισε την επόμενη μέρα να φύγει και πήρε την ευχή των γονιών του και ξεκίνησε το ταξίδι. Όταν πια είχε νυχτώσει και αυτός κρύωνε, άρχισε να ψάχνει ένα μέρος ζεστό για να περάσει τη νύχτα. Μετά από πολύωρη προσπάθεια και επειδή δεν έβλεπε κάτι άλλο προσπάθησε να μπει μέσα σ΄ένα τεράστιο παλάτι που συνάντησε. Πήγε να χτυπήσει την πόρτα και αυτή άνοιξε μόνη της, χωρίς να υπάρχει κανείς μέσα. Όταν μπήκε είδε ένα ρολόι, ένα μικρό φλυτζάνι και ένα παλιό παιχνίδι που έπαιζε μουσική. Υπήρχε επίσης ένα στρωμένο τραπέζι, γεμάτο με φαγητά και ποτά. Έκατσε αμέσως να φάει και να πιει, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος και πεινασμένος. Μόλις τελείωσε το φαγητό του μπήκε στο πρώτο υπνοδωμάτιο που βρήκε και κοιμήθηκε αμέσως. Την επόμενη μέρα αντίκρισε μπροστά του έναν άντρα που του έφερε πρωινό. Αυτός τον ρώτησε από πού έρχεται και του είπε την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι γιος του βασιλιά και ότι ξεκίνησε το ταξίδι του για να βρει μία κοπέλα και να παντρευτεί. Ξαφνικά τότε μπήκε στο δωμάτιο και η κόρη του οικοδεσπότη και αυτός έμεινε έκπληκτος από την ομορφιά της. Την ερωτεύτηκε και την ζήτησε αμέσως σε γάμο. Αυτή δέχτηκε και κι αμέσως κανόνισαν να παντρευτούν. Από τότε ζουν αγαπημένοι και βασιλεύουν όλοι μαζί! Χρήστος Λώλος
Η γιαγιά, το ρολόι και η περιπετειώδης μικρή εγγονή.
Μία φορά και ένα καιρό, ένα όμορφο, μικρό, αστείο και περιπετειώδες κοριτσάκι αποφάσισε να πάει μία βόλτα στον κήπο του σπιτιού της, που ήταν τεράστιος και είχε πολλά κρυμμένα πράγματα. Αυτό της έλεγε η γιαγιά της και την έκλανε πολύ χαρούμενη και αποφασισμένη να πάει για να ψάξει. Ένα πρωινό το μικρό αυτό κορίτσι αποφάσισε να πάει στο τεράστιο κήπο της, για να βρει αν αυτό που λέει η γιαγιά της είναι αλήθεια, Άρχισε λοιπόν το ψάξιμο, αλλά δεν μπορούσε να βρει τίποτα. Δεν τα παράτησε όμως και συνέχισε να ψάχνει. Όταν είχε νυχτώσει πια, κάθισε κάτω από ένα δέντρο και αυτό που αντίκρισε ήταν κάτι που την άφησε άφωνη. Ήταν ένας μικρός άσπρος γάτος δίπλα σε ένα παλιό ρολόι που δεν λειτουργούσε. Η μικρή τον πήρε αγκαλιά και τότε αυτός της είπε: “Τι κάνεις εδώ; Γιατί είσαι μόνη σου; “ Η μικρή τρόμαξε πολύ, όταν άκουσε τον γάτο να μιλάει, αλλά αμέσως του είπε: “Ψάχνω στον κήπο για τα μυστήρια που κρύβει” και αυτός της απάντησε: “Είσαι ένα πολύ γενναίο και περιπετειώδες κοριτσάκι!” Η μικρή τον κοίταξε με απορία. Τότε βγήκε η γιαγιά της και της ζήτησε να μπει γρήγορα μέσα, γιατί είχε νυχτώσει πια. Το κοριτσάκι πριν μπει έβαλε ένα σημάδι και έτρεξε γρήγορα μέσα. την επόμενη μέρα δε βρήκε το ρολόι, ούτε τον άσπρο γάτο και απογοητεύτηκε πολύ! Μαίρη Ντιν
Η Μυστική πόρτα
Μία φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριό της Αρκαδίας ήταν ένα κάστρο πού μέσα εκεί έμενε μία πολύ πλούσια οικογένεια. Το κάστρο αυτό προστατευόταν από μία μεγάλη πόρτα. Ηη πόρτα αυτή άνοιγε με ένα μεγάλο κλειδί. Με το ίδιο κλειδί άνοιγε και μία άλλη πόρτα, αυτή ανάμεσα στο δωμάτιό του πατέρα και της κόρης του, που την έλεγαν Ιφιγένεια. Εκείνη έβλεπε κάθε μέρα την πόρτα και αναρωτιόταν τι μπορεί να είναι μέσα, αλλά το κλειδί της πόρτας το είχε μόνο ο φύλακας του Κάστρου. Ένα βράδυ λοιπόν η Ιφιγένεια πήγε και έκλεψε το κλειδί και πήγε να μπει στη μυστηριώδη πόρτα. Όταν την άνοιξε, είδε μέσα ένα άψυχο σώμα, ξαπλωμένο σε ένα ανοιχτό φέρετρο και πάνω από το κεφάλι του ένα παιχνίδι που έπαιζε ασταμάτητα μουσική. Η Ιφιγένεια προσπάθησε να πάρει το παιχνίδι, αλλά μόλις το άγγιξε, η πόρτα κλειδώθηκε και το πτώμα εξαφανίστηκε. Το κορίτσι άρχισε να φωνάζει, αλλά κανείς δεν την άκουγε. Μετά από ώρα, από την κούραση κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Γιώργος Νικητόπουλος
Το ρολόι
Όταν ήμουν 8 χρόνων η γιαγιά μου μού έδωσε ένα ρολόι για τα γενέθλιά μου και μου είπε ότι είναι πολύ ξεχωριστό και ότι αυτό θα το καταλάβαινα όταν θα έφταναν στην ηλικία των 14 ετών. Εγώ παραξενεύτηκα, όταν το άκουσα, αλλά δεν έδωσε και πολλή σημασία. Το τοποθέτησα πάνω σε μία ξύλινη βιβλιοθήκη δίπλα στο μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι που είχε βάλει ο μπαμπάς μου, που του το είχε κάνει δώρο ο παππούς μου όταν ήταν μικρός. Το ρολόι ήταν χαλασμένο και δεν μπορούσε να φτιαχτεί έλεγε η γιαγιά. Ήταν ένα πολύ ωραίο επιτραπέζιο ρολόι, ξύλινο και στο πίσω μέρος του είχε μία μεγάλη κλειδαρότρυπα. Εδώ σκέφτηκα θα μπορούσε να χωρέσει ένα αρκετά μεγάλο κλειδί. Η γιαγιά μου πέθανε δυστυχώς τη μέρα των γενεθλίων και ήμουν πολύ στεναχωρημένη. Εκείνο το βράδυ άκουσα ένα θόρυβο στη βιβλιοθήκη. Το μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι χτυπούσε με το μπροστινό το μέρος πάνω σε ένα παλιό βιβλίο. Έτρεξα, το πήρα και όταν πήγα να το ανοίξω, οι σελίδες άρχισαν να φεύγουν μόνες τους, μέχρι που έφτασαν στη σελίδα 114. Σε αυτή τη σελίδα υπήρχε κρυμμένο ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί. Σκέφτηκα πως μπορεί να ανοίγει το πίσω μέρος του ρολογιού. Ξεκλείδωσα το ρολόι, άνοιξα την πορτούλα του και βρήκα εκεί ένα παλιό χαλασμένο παιχνίδι που ήταν σπασμένο και όταν το κούρδισα, άρχισε να παίζει μία μελωδία και ο ήχος ήταν φανταστικός. Όταν τελείωσε, εμφανίστηκε στο φως του φεγγαριού που έμπαινε από το στρογγυλό παράθυρο του δωματίου μου, η εικόνα της γιαγιάς μου. Αμέσως την αγκάλιασα και άρχισα να κλαίω. Εκείνη με ησύχασε και μου έδωσε ένα πανέμορφο μαργαριταρένιο κολιέ. Μου είπε πως όταν το φοράω θα βρίσκεται πάντα δίπλα μου. Από τότε δεν το έχω βγάλει ποτέ από πάνω μου και πάντα νιώθω την πολυαγαπημένη μου γιαγιά δίπλα μου! Έλενα Τριγάζη
Το μαγικό ρολόι
Στη γη υπάρχει ένας κρυμμένος μαγικός κόσμος, που κάποιοι πιστεύουν ότι υπάρχει μόνο στα παραμύθια, αλλά αυτό δεν ισχύει. Απλά οι άνθρωποι δεν τον έχουν ανακαλύψει ακόμα. Έχετε ποτέ ακούσει για εξαφανίσεις παιδιών που δεν τα βρίσκουν ποτέ ξανά; Αυτό οφείλεται στο υπουργείο μαγείας δηλαδή στους μάγους που αποφασίζουν για την διοίκηση αυτού του μαγικού κόσμου. Κάθε χρόνο γεννιούνται αρκετοί μαζί στον ανθρώπινο κόσμο και αυτό οφείλεται στο ότι κάποιοι μάγοι ερωτεύονται γήινους και κάνουν μαζί τους παιδιά. Γι΄αυτό η κυβέρνηση τα απαγάγει για να μην υπάρχουν αναταράξεις στον γήινο κόσμο. Δύο από αυτά τα παιδιά ονομάζονται Τζορτζ και Χάρολν και κάνουν συνέχεια αστεία. Τη μέρα που τους απήγαγαν και ενώ όλα τα υπόλοιπα παιδιά ήταν αγχωμένα, αυτά χαμογελούσαν και πέταγαν πέτρες στο κεφάλι του οδηγού, μέχρι που τους απείλησε ότι θα τους κόψει και να ράψει τα χείλη τους. Στο δρόμο γνώρισαν άλλα δύο παιδιά τον Άνγγους και την Ίντιθ, εκείνη τους τράβηξε σε μία γωνία και τους είπε ότι, αν πάνε σε αυτό το κτίριο, θα αρχίσουν να δουλεύουν για έναν μεγάλο έμπορο και θα ζήσουν σε μία φυλακή και γι’ αυτό έπρεπε να πάνε σπίτι της, να πάρουν ένα ρολόι και να γυρίσουν το χρόνο πίσω και να αποφύγουν την απαγωγή. Ο Τζορτζ τη ρώτησε πώς το ξέρει όλο αυτό και του απάντησε ότι της το είχε πει μπαμπάς της και της είχε δώσει το ρολόι, για να εμποδίζει τα παιδιά να κλείνονται σε αυτή τη φυλακή. Όταν έφτασαν πήραν το ρολόι και γύρισαν σώοι και αβλαβείς και σταμάτησαν τις απαγωγές των παιδιών και βοηθάνε την Ίντιθ για να οργανώνουν αποδράσεις. Έτσι όλα τα παιδιά είναι ασφαλή στα σπίτια τους με τους γονείς τους. Θοδωρής Χριστόπουλος
Το μοναδικό κλειδί
Ήταν κάποτε ένα κλειδί που το είχε ο μπαμπάς μου και του το έδωσε ο παππούς μου, που του το είχε δώσει ο προπάππους μου, αλλά κανένας δεν ήξερε τι ανοίγει με αυτό το κλειδί. Κάποια στιγμή το χάσαμε και ο πατέρας μου ήταν πολύ στεναχωρημένος και έτοιμος να κλάψει. Είπε ότι ήταν πολύ σημαντικό και ότι έπρεπε να το βρούμε. Ψάχναμε όλοι μαζί, μέχρι που τελικά το βρήκα και του το έδωσα. Αυτός το δέχτηκε με δάκρυα στα μάτια. Μετά μου το έδωσε και μου είπε: «Κράτα το δικό σου, αλλά μην το χάσεις» Εγώ το κράτησα, αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω. Ξεκίνησα λοιπόν και πήγα στο σπίτι του παππού μου, έψαξα όλα τα πράγματα που είχαν κλειδαριές( ντουλάπια, συρτάρια, πόρτες) μέχρι που βρήκα ένα σεντούκι και σκέφτηκα ότι αυτό ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Έβαλα το κλειδί και αμέσως άνοιξε. Είδα τότε κάτι παλιές φωτογραφίες, που ήταν ο προπάππος μου με ένα παιδί στην αγκαλιά. Τις πήρα και έτρεξα στον πατέρα μου, να του τις δείξω και αυτός μου είπε ότι αυτό ήταν το πρώτο παιδί του παππού μου που είχε πεθάνει. Γκλέρι Μπιτσάκου
Τα παλιά αντικείμενα
Στα παλιά τα χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν λεφτά, πολύ μακριά σε ένα χωριό υπήρχε ένα ένας κατασκευαστής διαφόρων αντικειμένων, ο οποίος είχε φτιάξει 2-3 κατασκευές για να παίζουν τα παιδιά του χωριού. Η πρώτη κατασκευή ήταν ένα πλαστικό αυτοκίνητο , το αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών. Η δεύτερη, ένα κουρδιστό παιχνίδι που έβγαζε ένα ξεχωριστό και όμορφο ήχο, ήταν πολύ ξεχωριστή και τα παιδιά δεν έπαιζαν με αυτή, γιατί φοβόντουσαν μην την σπάσουν. Η τρίτη κατασκευή ήταν ένα σιδερένιο κλειδί, το οποίο το είχαν τα παιδιά για να σπάνε πέτρες. Επίσης πριν λίγα χρόνια κάποιοι ερευνητές εξερευνητές επισκέφτηκαν το χωριό και τα πήρα και τα έβαλαν σε μουσείο. Στράτος Στεφανάκος
Μια τρομακτική ιστορία
Μια παρέα φίλων είχε αποφασίσει να συναντηθεί έξω από το πιο ανατριχιαστικό σπίτι της γειτονιάς. Ήταν 2.04 το βράδυ. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε. Σιγουρεύτηκανότι πήραν τα μπουφάν από το αμάξι τους. Ο Παύλος κι ο Γιάννης είχαν ήδη φτάσει. Μετά έφτασε και ο Κωνσταντίνος.
-Είστε έτοιμοι; ρωτάει ο Γιάννης. –Φτου ρε Γιάννη, τζάμπα ήρθαμε. Ξέρεις ότι τα τέρατα και τα φαντάσματα δεν είναι αληθινά. –Δεν είμαι τόσο σίγουρος παιδιά, είπε τρομοκρατημένος ο Κωνσταντίνος. –Μην γίνεσαι κότα Κώστα! Παύλο έφερες την κάμερα και τον φακό; -Ναι, εδώ πέρα είναι. –Άρα είμαστε όλοι έτοιμοι. Εμπρός, πάμε! Η παρέα μπήκε μέσα στο σπίτι. –Τρομακτικό! Είπε ο Γιάννης. –Ουάου, τρομάζω πάρα πολύ, είπε ειρωνικά ο Παύλος. –Εσύ τι πιστεύεις Κώστα;-Πού πήγε ο Κώστας; -Μα ήταν ακριβώς δίπλα μας! – Κάπου μας κρύβεται αυτός. Πάμε να τον βρούμε. –Πάμε να τσεκάρουμε στην κουζίνα. Τα παιδιά έφτασαν στην κουζίνα και ξαφνικά ακούγεται ένας ήχος που τους κατατρόμαξε. –Άλλο και τούτο. Τι ήταν αυτό τώρα; -Ήταν ένα φλιτζάνι, ηρέμησε. – Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ότι ο Κώστας δεν είναι εδώ… Θάνος Κωνσταντόπουλος
Το περιζήτητο ρολόι
Πριν από πολλά χρόνια, ένας ηλικιωμένος αγόρασε από ένα μαγαζί, ένα πολύ ακριβό ρολόι. Ο καταστηματάρχης, πριν του το δώσει, του είπε να προσέχει πολύ, γιατί αυτό το ρολόι είναι περιζήτητο και το ψάχνουν όλοι οι εγκληματίες. Ο γεράκος δε φοβήθηκε και το πήρε. Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε, δεν πίστευε στα μάτια του. Όλο το σπίτι ήταν άνω-κάτω. Οι καναπέδες σκισμένοι, τα συρτάρια σπασμένα, και το σημαντικότερο, το ρολόι δεν ήταν στη θέση του. Το μόνο που είχε μείνει στο σαλόνι ήταν μια απειλητική προειδοποίηση. Πριν τη διαβάσει κάλεσε την αστυνομία. Του είπαν ότι οι κλέφτες δεν είχαν αφήσει αποτυπώματα, ούτε καποιο άλλο στοιχείο. Στο σημείωμα του ζητούσαν να συναντηθούν στην κεντρική πλατεία, για μια δίκαιη ανταλλαγή. Του ζητούσαν 30.000 ευρώ για να του δώσουν το ρολόι πίσω. Το βράδυ της Παρασκευής ο γεράκος, φοβισμένος και με συνοδεία αστυνομικών, έφτασε στην πλατεία. Περίμεναν ώρες πολλές, μέχρι που τελικά εμφανίστηκαν. Ο ένας από αυτούς φορούσε ένα όμορφο μαργαριταρένιο κολιέ. Οι αστυνομικοί είχαν κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο κι έτσι τους συνέλαβαν πολύ γρήγορα. Έτσι ο γεράκος γύρισε στο σπίτι του και δεν τον ξαναενόχλησε ποτέ κανείς ξανά. Βασιλική Κοκκώνη
Η μπαλαρίνα
Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ένα χωριό ζούσε με τους γονείς του, σε μια καλύβα, ένα κοριτσάκι. Είχαν μόνο τα απαραίτητα και μόνο ένα πολύτιμο κολιέ που κάποτε χάρισε η γιαγιά της στη μαμά της κι ένα παιχνίδι που είχε εκείνη, μια μπαλαρίνα, που όταν την κούρδιζες χόρευε κι έβγαζε μουσική. Το κοριτσάκι, η μικρή Λούσυ, ένα όνειρο είχε από μικρή, να γίνει μπαλαρίνα. Κάθε βράδυ έβαζε το παιχνίδι με τη μουσική και χόρευαν με τις ώρες με τη μητέρα της και όσο χόρευαν έβλεπαν το ρολόι πάνω στο τζάκι. Ήταν μια αγαπημένη οικογένεια και ζούσαν μια ήρεμη ζωή στο φτωχικό τους, ώσπου μια μέρα η μητέρα αρρώστησε βαριά και επειδή δεν είχαν τα χρήματα για τη θεραπεία, σύντομα πέθανε. Μετά από αυτό τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Τα χρόνια περνούσαν, η μικρή Λούσυ μεγάλωσε πια και άφησε το χορό και ο πατέρας της προσπαθούσε να τη συνεφέρει, αλλά μάταια. Στα 16 γενέθλιά της ο πατέρας της, της έδωσε το κολιέ και ένα κλειδί. Η λούσυ άνοιξε με αυτό το πίσω μέρος του ρολογιού και βρήκε μέσα έναν βόλο και τον τοποθέτησε πάνω σ΄ ένα βαθούλωμα πάνω στο παιχνίδι κι αυτό άνοιξε κι εμφανίστηκε ένα δεύτερο κλειδί και ένας χάρτης του σπιτιού με μια καταπακτή. Έτρεξε και την ξεκλείδωσε και αμέσως βρέθηκε μπροστά σε έναν χώρο που είχε όλα τα μετάλλια και τις φωτογραφίες της μητέρας της από το μπαλέτο. Από εκείνη τη στιγμή πείσμωσε και αποφάσισε να ακολουθήσει τα όνειρά της και να κάνει περήφανη τη μητέρα της. Δούλευε μέρα-νύχτα και τελικά οι κόποι της ανταμείφθηκαν και έγινε μια διάσημη μπαλαρίνα των Μπολσόι και χόρεψε και στη λίμνη των κύκνων. Ευγενία Μανιάτη
Το μεγάλο μυστικό
Μια φορά κι έναν καιρό, σ΄ένα μικρό χωριουδάκι ζούσε ένας μοναχικός παππούς, που ήταν πολύ φημισμένος για τα παιχνίδια που έφτιαχνε. Μια μέρα, τον επισκέφθηκε το εγγονάκι του, που συνήθιζαν να βλέπουν μαζί παλιές φωτογραφίες και να φτιάχνουν παιχνίδια. Το εγγονάκι τον ρώτησε χαμογελώντας: -Παππού μπορείς να φέρεις το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες; Έχω καιρό να τις δω». Ο παππούς πήρε την σκάλα και ανέβηκε στη σοφίτα. Έριξε μια ματιά γύρω του, σκουπίζοντας τη σκόνη που υπήρχε πάνω στα κουτιά και είπε με χαρά: «το βρήκα». Άνοιξε το κουτί και αντίκρισε ένα παλιό ρολόι, το οποίο φαινόταν πολύ γνωστό. Το τοποθέτησε στο τραπέζι και το εγγονάκι πλησίασε, έριξε μια ματιά και ρώτησε: «Τι είναι αυτό;» Ο παππούς είπε τότε ότι το βρήκε στο πατάρι και αμέσως δοκίμασε να το ανοίξει να δει αν δουλεύει. Όταν το άνοιξε, βρήκε δυο κλειδιά, ένα μεγάλο και ένα μικρό. «Αυτό το κλειδί είναι πελώριο», εἰπε το εγγονάκι. Τότε οι δείκτες του ρολογιού άρχισαν να χτυπάνε σαν τρελοί και να δείχνουν προς την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο. Πήραν το ρολόι και βγήκαν έξω. Το ρολόι όσο πλησίαζε στην αυλή, τόσο τρελαινόταν. Τους οδήγησε στο τεράστιο δέντρο, στη μέση της αυλής και τότε εμφανίστηκε μια πόρτα στον κορμό του δέντρου. Το εγγονάκι φώναξε τότε: «Το κλειδί παππού, το κλειδί!» Τότε ο παππούς έβγαλε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα. Εκεί μέσα βρισκόταν ένα μικρό παλιό ποτηράκι. Το σήκωσαν, το κοίταξαν λίγο και τότε είπε το εγγονάκι: «Μακάρι να ήταν γεμάτο με χρυσάφι» και ξαφνικά τα χέρια του παππού άρχισαν να βαραίνουν, γιατί το ποτηράκι άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρυσά αντικείμενα! «Θαύμα! Θαύμα!» φώναξε ο παππούς. Πήραν το ποτηράκι και όλα τα κοσμήματα και τα χρυσά και τα πήγαν στο πατάρι και από τότε χρησιμοποιούν το ποτηράκι , μόνο όταν πρέπει και μόνο όταν είναι το εγγονάκι στον παππού. Αυτό είναι το κοινό τους μυστικό, που το ξέρουν μόνο αυτοί οι δύο. Σωτηρία Διαμαντή
https://spotifyanchor-web.app.link/e/vMQKfk52cxb