Ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα, ενώ καθόμουν στον καναπέ κι έτρωγα πατατάκια, άνοιξε μια μεγάλη φωτεινή πύλη και το δωμάτιο πλημμύρισε με ένα έντονο γαλάζιο φως. Ξαφνικά μπροστά μου εμφανίστηκε ένας τεράστιος λυκάνθρωπος. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και κατακόκκινα και το γιγαντόμορφο σώμα του καλυμμένο από σκουρόχρωμες τρίχες. Τρόμαξα τόσο πολύ που τα πατατάκια μου έφυγαν από τα χέρια. Το ανθρωπόμορφο τέρας, έσκυψε και σήκωσε το σακουλάκι από το πάτωμα. Χράτσα _χρούτσα, χράτσα_χρούτσα, άρχισε να τρώει. Σταμάτησε ξαφνικά και μου είπε νευριασμένος “Σκέτα είναι, χάθηκε και μια σος μπάρμπεκιου;” Πριν καν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Το δωμάτιο φωτίστηκε και μπροστά μας παρουσιάστηκε, ένας πράσινος μεγαλόσωμος δράκος.Τα μάτια του ήταν κίτρινα και στρογγυλά και στην πλάτη του κουβαλούσε έναν μικρό καλικάντζαρο . Το καλικαντζαράκι ήταν μικρόσωμο με μυτερά αυτιά και στα χέρια του κρατούσε ένα ξύλινο μπαστούνι. Ήρθε προς το μέρος μου και με ρώτησε, έχει μήπως ποπ κορν; Θα κάνουμε τρελά γλέντια σήμερα. Ο λυκάνθρωπος και ο δράκος άρχισαν να παλεύουν και ο καλικάντζαρος χοροπηδούσε και φώναζε “Ρίξτου μια μπουνιά δρακούλη!” Όλα σταμάτησαν ξαφνικά η φωνή της αδελφή μου ακούστηκε δυνατά “Πάλι κοιμάσαι Ευθύμη;” Κάθισε δίπλα μου και άρχισε να μου τρώει τα πατατάκια…
Ο λυκάνθρωπος και ο δράκος

Ευθύμιος Ραφαήλ Kουνουσβελής