Άρθρο από την εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Χρ. Χαραλαμπάκης: Η γλώσσα μας είναι σεξιστική*
«….Αν και έχουμε μια από τις πλουσιότερες γλώσσες, υπάρχουν μια σειρά λέξεις που αναπαράγουν κοινωνικά στερεότυπα και νοοτροπίες….»
Τσιγγάνος», «Αλβανός», «Σουηδός», «Ελβετός» «γυναίκα-, «άνδρας»…. Λέξεις που χρησιμοποιούμε και προσδιορίζουν συγκεκριμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, βασισμένες σε κοινωνικά στερεότυπα. Ο κοινωνικός ρατσισμός αν δεν ξεκινάει, τουλάχιστον αποκαλύπτεται μέσα από τη γλώσσα. Και παρ’ ότι η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις πλουσιότερες του κόσμου σε λέξεις κι εκφράσεις, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Κοινωνικές ομάδες και μειονότητες εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τις εικόνες, τις αντιλήψεις τις στάσεις που έχουμε διαμορφώσει γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ακόμη κι αν δεν τους έχουμε γνωρίσει ποτέ ή βρίσκονται κάθε μέρα πολύ κοντά μας.
Όταν ακούμε τη λέξη «Ελβετός» αυτόματα μας έρχονται στο μυαλό τραπεζίτες ή άνθρωποι που ασχολούνται με ρολόγια ενώ ο «Αλβανός» έχει ταυτιστεί με τη μιζέρια, τη φτώχεια, την κακοπέραση. Κι όμως η Αλβανία, όπως και κάθε χώρα, διαθέτει το δικό της δυναμικό, τους καθηγητές πανεπιστημίων, τους ανώτατους αξιωματούχους, τούς πολιτικούς, τους διπλωμάτες. Ούτε όλοι όσοι ζουν στην Ελβετία είναι πλούσιοι, ή έχουν οπωσδήποτε λύσει το βιοποριστικό τους πρόβλημα. Οι κοινωνίες, όσο δημοκρατικές κι αν είναι, παρουσιάζουν κοινωνικές ανισότητες, αλλά στο μυαλό μας οι πολίτες τους έχουν ταυτιστεί με συγκεκριμένα κοινωνικά πρότυπα, με στερεοτυπικές παραστάσεις, που χωρίς να έχουμε απαραίτητα επιβεβαιώσει τις υιοθετούμε.
Ο αντιπρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δασκάλων του Πανεπιστημίου Αθηνών δρ Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, επισημαίνει πως η ελληνική γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί σεξιστική, αφού διαχωρίζει τα δύο φύλα.
Ανάμεσα στις πολλές σημασίες της λέξης «γυναίκα» είναι κι εκείνη της «οικιακής βοηθού», λ.χ. «θα πάρω μια γυναίκα για να μου καθαρίσει το σπίτι», «ερωμένη» ή «πόρνη», π.χ. «αυτός πήγε με γυναίκα στα 15 του». Αντίστοιχα, όταν η λέξη γυναίκα χρησιμοποιείται για άνδρα σημαίνει τον «θηλυπρεπή».
Τα επίθετα που προσδίδονται στις γυναίκες στην ελληνική γλώσσα έχουν στην πλειοψηφία τους αρνητική σημασία σε σύνθετα, λ.χ. με το μόρφωμα -γύναικο: «διαβολογυναίκα», «βρωμογύναικο», «ασχημογύναικο», «κουτογύναικο». Ασύγκριτα λιγότερα έχουν θετική χροιά, π.χ. «λεβεντογυναίκα», ενώ στους άνδρες βρίσκουμε πληθώρα επιθέτων με θετικό σημασιολογικό περιεχόμενο, λ.χ. λεβέντης, ανδρείος, γενναίος…
Οπως επισημαίνει ο Δρ Χρ. Χαραλαμπάκης, η ελληνική γλώσσα είναι σεξιστική, αφού επαγγέλματα με κύρος τα συναντάμε συνήθως μόνο σε αρσενικό γένος, λ.χ γιατρός, δικηγόρος. Μολονότι υπάρχουν σήμερα και γυναίκες γιατροί και δικηγόροι, ο αντίστοιχος όρος στο θηλυκό γένος γιατρίνα ή γιάτρισσα, δικηγορίνα, υποβαθμίζει το ρόλο της. Συν τοις άλλοις δεν υποδηλώνει απαραίτητα τη γυναίκα-δικηγόρο ή τη γυναίκα γιατρό, γιατί ενδέχεται να είναι η σύζυγος του γιατρού ή του δικηγόρου.
Ζώα ισχυρά και μεγαλοπρεπή είναι αρσενικού γένους, όπως ο λέων, που στην κοινή νεοελληνική είναι το λιοντάρι, ο ελέφας, δηλαδή ελέφαντας, ενώ συνήθως τα μικρά, πονηρά ή και αηδιαστικά είναι γένους θηλυκού π.χ. αλεπού, γάτα, κότα, σουπιά, κατσαρίδα, αράχνη κ.λπ.
Οι ελληνικές παροιμίες δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν απ’ αυτόν τον κανόνα, να προσδίδουν αρνητική σημασία: «Πυρ, γυνή και θάλασσα», «Η γυναίκα έβαλε το διάβολο στο μπουκάλι», «Το μεγαλύτερο θεριό είναι η γυναίκα»…
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και λέξεις για τους άνδρες που να έχουν αρνητικό περιεχόμενο, απλά είναι συγκριτικά πολύ λιγότερες σε σχέση με εκείνες που απευθύνονται σε γυναίκες: «Ηδονοβλεψίας», «ληστής», «απατεώνας»,..
Μολονότι η λέξη «γύφτος» μας φέρνει στο μυαλό αρνητικές παραστάσεις, λχ. «σήμερα είσαι ντυμένος σαν γύφτος», «αυτός είναι πολύ γύφτος», εννοώντας τον άνθρωπο που είναι τσιγγούνης, σύμφωνα με την ετυμολογία της δεν έχει αρνητική σημασία. Προέρχεται από το Aigyptos, Αίγυπτος, Αιγύπτιος, Γύφτος, επειδή κατά μια εκδοχή η πλειοψηφία των μελών της συγκεκριμένης φυλής φέρεται να προήλθε από την Αίγυπτο. Αντίθετα, ενώ ευρύτατα χρησιμοποιείται η λέξη «Τσιγγάνος» έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού προέρχεται από τις λέξεις Α+Θιγγάνω, δηλαδή α + αγγίζω και σημαίνει αυτός που απαγορεύεται να αγγίξει τα ιερά και τα όσια, δηλαδή ο μιαρός, ο μολυσμένος. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τις παράγωγες λέξεις: τσιγγάνικος, τσιγγανάκι κ.λπ.
Η εθνική αντιπάθεια προς τους γείτονές μας εκφράζεται όταν το πρώτο συνθετικό της λέξης είναι Τούρκος, αφού της προσδίδει υβριστική έννοια υπονοώντας τον άγριο, το σκληρό, τον αποθηριωμένο. Για παράδειγμα η λέξη Τουρκόσπορος, που υποτιμητικά σημαίνει αυτόν που είναι γεννημένος από Τούρκο πατέρα και Χριστιανή μητέρα, έχει σαφώς αρνητική χροιά.
Η λέξη «Τουρκόγυφτος« σημαίνει τον αθίγγανο μουσουλμάνο και έχει αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο όταν χρησιμοποιείται μεταφορικά, υποδηλώνοντας τον άνθρωπο που είναι βρωμερός σε σώμα και ψυχή.
Μολονότι η λέξη «μαύρος» υποδηλώνει τον άνθρωπο που εντάσσεται στη μαύρη φυλή, συναντάμε φράσεις όπως «μαύρη μαυρίλα πλάκωσε», «είναι μαύρος σαν πίσσα» «κάρβουνο» κ.λπ. Την ίδια λέξη τη βρίσκουμε όμως να σημαίνει και τον «κακό», το «μοχθηρό», το «φασίστα» κι έχει ταυτιστεί με την ασχήμια, τη δυστυχία και την αθλιότητα: «Εγώ είμαι μαύρος κι άσχημος κι ανθρώπου δεν αρέσω». Γενικά, όσον αφορά το μαύρο χρώμα κυριαρχούν εκφράσεις, όπως «μου ‘κανες τη ζωή μαύρη», «μου μαύρισες την ψυχή». Για τους ανθρώπους που ανήκουν στη λευκή φυλή λίγα είναι τα αρνητικά χαρακτηριστικά, λ.χ. αυτός είναι ασπρουλιάρης, ενώ για όσους εντάσσονται στην κίτρινη συναντάμε επίθετα όπως κιτρινιάρης, σχιστομάτης κ.ο.κ.
Όπως όμως επισημαίνει ο Δρ Χρ. Χαραλαμπάκης, «η εξάλειψη των κοινωνικών διακρίσεων που αναπαράγει η γλώσσα δεν μπορεί να γίνει απλά και μόνο με την αλλαγή των σχετικών λέξεων ή εκφράσεων, αλλά με την αλλαγή της κοινωνικής συμπεριφοράς, η οποία επιτυγχάνεται με τη συστηματική εκπαίδευση. Η γλώσσα δεν είναι πανάκεια και πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία, ώστε να αντιμετωπιστεί ο κοινωνικός ρατσισμός. Παλαιότερα έλεγαν τη λέξη «δούλα» που μετασχηματίστηκε σε «υπηρέτρια» και αργότερα μετατράπηκε σε «οικιακή βοηθό» ή «μπέιμπι-σίτερ» δήθεν στο πλαίσιο της κοινωνικής ευαισθησίας.
Μολονότι όμως οι λέξεις μετασχηματίστηκαν, η κοινωνική υποβάθμιση συνεχίζει να υφίσταται για τους ανθρώπους που ασχολούνται με το συγκεκριμένο είδος εργασίας».
*σεξισμός (ο) η συμπεριφορά που βασίζεται στην πεποίθηση, ότι ένα από τα δύο φύλα είναι κατώτερο από το άλλο- (ειδικότερα) η υποτιμητική μεταχείριση γυναικών από άνδρες (πβ. ανδρικός σοβινισμός, λ. σοβινισμός). [ετυμ. Μεταφορά στην Ελλην. ξέν. όρου, πβ. αγγλ. sexism].
σεξιστής (ο) (κακόσημο) αυτός που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από σεξισμό. — σεξίστρια (η). σεξιστικός, -ή, – αυτός που σχετίζεται με τον σεξισμό ή τον σεξιστή: σεξιστικές συμπεριφορές / αντιλήψεις || η αντίληψη που θέλει τις γυναίκες στην κουζίνα, θεωρείται σεξιστική || σεξιστική γλώσσα (που περιέχει εκφράσεις ή λέξεις με μειωτικό περιεχόμενο για τις γυναίκες ή αναπαράγει τα κοινωνικά στερεότυπα για αυτές). — σεξιστικά επίρρ.
(Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας)