Ημερολόγιο

Απρίλιος 2013
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  
European Radio Logo

Σύνδεσμοι

Πρόσφατα άρθρα

Αναζήτηση

Η γλώσσα μας είναι ρατσιστική;

15 Απριλίου 2013 από

Άρθρο  από την εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Χρ. Χαραλα­μπάκης: Η γλώσσα μας είναι σεξιστική*

«….Αν και έχουμε μια από τις πλουσιότερες γλώσσες, υπάρχουν μια σειρά λέξεις που αναπαράγουν κοινωνικά στερεότυπα και νοοτροπίες….»

Τσιγγάνος», «Αλβανός», «Σουηδός», «Ελβετός» «γυναίκα-, «άνδρας»…. Λέξεις που  χρησιμοποιούμε  και προσδιορίζουν   συγκε­κριμένα  ανθρώπινα  χαρακτηριστικά,  βασισμέ­νες σε κοινωνικά στερε­ότυπα. Ο κοινωνικός ρατσισμός αν δεν ξεκινάει, τουλάχιστον   αποκαλύ­πτεται   μέσα   από   τη γλώσσα. Και παρ’ ότι η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις πλουσιότε­ρες του κόσμου σε λέ­ξεις κι εκφράσεις, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει α­πό αυτόν τον κα­νόνα. Κοινωνικές ομάδες και μειο­νότητες   εκφρά­ζονται με διαφο­ρετικό τρόπο, α­νάλογα με τις ει­κόνες, τις αντιλήψεις τις στάσεις που έχουμε διαμορφώσει  γι’  αυτούς τους αν­θρώπους, ακόμη κι αν δεν τους έ­χουμε   γνωρίσει ποτέ  ή  βρίσκονται κάθε μέρα πολύ κοντά μας.

Όταν ακούμε τη λέξη «Ελβετός» αυτόματα μας έρχονται στο μυαλό τραπεζίτες ή άνθρωποι που ασχολούνται με ρολόγια ενώ ο «Αλβανός» έχει ταυτιστεί με τη μιζέ­ρια, τη φτώχεια, την κακοπέραση. Κι όμως η Αλβανία, όπως και κάθε χώρα, διαθέτει το δικό της δυναμικό, τους καθη­γητές πανεπιστημίων, τους ανώτατους αξιωματούχους, τούς πολιτικούς, τους δι­πλωμάτες. Ούτε όλοι όσοι ζουν στην Ελβετία είναι πλούσιοι, ή έχουν οπωσδή­ποτε λύσει το βιοποριστικό τους πρόβλη­μα. Οι κοινωνίες, όσο δημοκρατικές κι αν είναι, παρουσιάζουν κοινωνικές ανισότη­τες, αλλά στο μυαλό μας οι πολίτες τους έχουν ταυτιστεί με συγκεκριμένα κοινωνι­κά πρότυπα, με στερεοτυπικές παραστά­σεις, που χωρίς να έχουμε απαραίτητα επιβεβαιώσει τις υιοθετούμε.

Ο αντιπρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και καθηγητής της Γλωσσολο­γίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δασκάλων του Πανεπιστημίου Αθηνών δρ Χριστό­φορος Χαραλαμπάκης, επισημαίνει πως η ελληνική γλώσσα μπορεί να θεω­ρηθεί σεξιστική, αφού διαχωρίζει τα  δύο φύλα.

Ανάμεσα στις πολλές σημασίες της λέ­ξης «γυναίκα» είναι κι εκείνη της «οικιακής βοηθού», λ.χ. «θα πάρω μια γυναίκα για να μου καθαρίσει το σπίτι», «ερωμένη» ή «πόρνη», π.χ. «αυτός πήγε με γυναίκα στα 15 του». Αντίστοιχα, όταν η λέξη γυναίκα χρησιμοποιείται για άνδρα σημαίνει τον «θηλυπρεπή».

Τα επίθετα που προσδίδονται στις γυναίκες στην ελ­ληνική γλώσσα έχουν στην πλειοψηφία τους αρνητική σημασία σε σύνθετα, λ.χ. με το μόρφω­μα -γύναικο: «διαβολογυ­ναίκα», «βρωμογύναικο», «ασχημογύναικο», «κουτογύναικο». Ασύγκριτα λιγό­τερα έχουν θετική χροιά, π.χ. «λεβεντογυναίκα», ενώ στους άνδρες βρίσκουμε πληθώρα επιθέτων με θετι­κό σημασιολογικό περιεχό­μενο, λ.χ. λεβέντης, αν­δρείος, γενναίος…

Οπως επισημαίνει ο Δρ Χρ. Χαραλαμπάκης, η ελληνική γλώσ­σα είναι σεξιστική, αφού επαγγέλμα­τα με κύρος τα συναντάμε συνήθως μόνο σε αρσενικό γένος, λ.χ γιατρός, δικηγό­ρος. Μολονότι υπάρχουν σήμερα και γυ­ναίκες γιατροί και δικηγόροι, ο αντίστοι­χος όρος στο θηλυκό γένος γιατρίνα ή γιάτρισσα, δικηγορίνα, υποβαθμίζει το ρό­λο της. Συν τοις άλλοις δεν υποδηλώνει απαραίτητα τη γυναίκα-δικηγόρο ή τη γυ­ναίκα γιατρό, γιατί ενδέχεται να είναι η σύζυγος του γιατρού ή του δικηγόρου.

Ζώα ισχυρά και μεγαλοπρεπή είναι αρ­σενικού γένους, όπως ο λέων, που στην κοινή νεοελληνική είναι το λιοντάρι, ο ελέφας, δηλαδή ελέφαντας, ενώ συνήθως τα μικρά, πονηρά ή και αηδιαστικά είναι γέ­νους θηλυκού π.χ. αλεπού, γάτα, κότα, σουπιά, κατσαρίδα, αράχνη κ.λπ.

Οι ελληνικές παροιμίες δεν θα μπο­ρούσαν να ξεφύγουν απ’ αυτόν τον κανό­να, να προσδίδουν αρνητική σημασία: «Πυρ, γυνή και θάλασσα», «Η γυναίκα έβαλε το διάβολο στο μπουκάλι», «Το με­γαλύτερο θεριό είναι η γυναίκα»…

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και λέξεις για τους άνδρες που να έχουν αρνητικό περιεχόμενο, απλά είναι συγκρι­τικά πολύ λιγότερες σε σχέση με εκείνες που απευθύνονται σε γυναίκες: «Ηδονοβλεψίας», «ληστής», «απατεώνας»,..

Μολονότι η λέξη «γύφτος» μας φέρ­νει στο μυαλό αρνητικές παραστάσεις, λχ. «σήμερα είσαι ντυμένος σαν γύφτος», «αυτός είναι πολύ γύφτος», εννοώντας τον άνθρωπο που είναι τσιγγούνης, σύμ­φωνα με την ετυμολογία της δεν έχει αρνητική σημασία. Προέρ­χεται από το Aigyptos, Αίγυπτος, Αιγύπτιος, Γύ­φτος, επειδή κατά μια εκδοχή η πλειοψηφία των μελών της συγκεκρι­μένης φυλής φέρεται να προήλθε από την Αίγυ­πτο. Αντίθετα, ενώ ευρύ­τατα χρησιμοποιείται η λέξη «Τσιγγάνος» έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού προέρχεται από τις λέξεις Α+Θιγγάνω, δηλαδή  α + αγγίζω και σημαίνει αυτός που απα­γορεύεται να αγγίξει τα ιερά και τα όσια, δηλαδή ο μιαρός, ο μολυσμένος. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τις παράγωγες λέ­ξεις: τσιγγάνικος, τσιγγανάκι κ.λπ.

Η εθνική αντιπάθεια προς τους γείτονές μας εκφράζεται όταν το πρώτο συνθετικό της λέξης είναι Τούρκος, αφού της  προσδίδει υβριστική έννοια υπονοώντας  τον άγριο, το σκληρό, τον αποθηριωμένο. Για παράδειγμα η λέξη Τουρκόσπορος, που υποτιμητικά σημαίνει αυτόν που είναι γεννημένος από Τούρκο πατέρα και Χριστιανή μητέρα, έχει σαφώς αρνητική χροιά.

Η λέξη «Τουρκόγυφτος« σημαίνει τον αθίγγανο μουσουλμάνο και έχει αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο όταν χρησι­μοποιείται μεταφορικά, υποδηλώνοντας τον άνθρωπο που είναι βρωμερός σε σώ­μα και ψυχή.

Μολονότι η λέξη «μαύρος» υποδηλώνει τον άνθρωπο που εντάσσεται στη μαύρη φυλή, συναντάμε φράσεις όπως «μαύ­ρη μαυρίλα πλάκωσε», «είναι μαύρος σαν πίσσα» «κάρβουνο» κ.λπ. Την ίδια λέξη τη βρίσκουμε όμως να σημαίνει και τον «κα­κό», το «μοχθηρό», το «φασίστα» κι έχει ταυτιστεί με την ασχήμια, τη δυστυχία και την αθλιότητα: «Εγώ είμαι μαύρος κι άσχημος κι ανθρώπου δεν αρέσω». Γενι­κά, όσον αφορά το μαύρο χρώμα κυριαρ­χούν εκφράσεις, όπως «μου ‘κανες τη ζωή μαύρη», «μου μαύρισες την ψυχή». Για τους ανθρώπους που ανήκουν στη λευκή φυλή λίγα είναι τα αρνητικά χαρα­κτηριστικά, λ.χ. αυτός είναι ασπρουλιάρης, ενώ για όσους εντάσσονται στην κί­τρινη συναντάμε επίθετα όπως κιτρινιάρης, σχιστομάτης κ.ο.κ.

Όπως όμως επισημαίνει ο Δρ Χρ. Χα­ραλαμπάκης, «η εξάλειψη των κοινωνικών διακρίσεων που αναπαράγει η γλώσσα δεν μπορεί να γίνει απλά και μόνο με την αλλαγή των σχετικών λέξεων ή εκφράσε­ων, αλλά με την αλλαγή της κοινω­νικής συμπεριφοράς, η οποία επιτυγ­χάνεται με τη συστηματική εκπαίδευση. Η γλώσσα δεν είναι πανάκεια και πρέ­πει να αλλάξει η νοοτροπία, ώστε να αντιμετωπιστεί ο κοινωνικός ρατσισμός. Πα­λαιότερα έλεγαν τη λέξη «δούλα» που μετασχηματί­στηκε σε «υπηρέτρια» και αργότερα μετατράπηκε σε «οικιακή βοηθό» ή «μπέιμπι-σίτερ» δήθεν στο πλαίσιο της   κοινωνικής   ευαισθη­σίας.

Μολονότι όμως οι λέξεις μετασχηματίστηκαν, η κοι­νωνική υποβάθμιση συνεχί­ζει να υφίσταται για τους ανθρώπους που ασχολού­νται με το συγκεκριμένο εί­δος εργασίας».

*σεξισμός (ο) η συμπεριφορά που βασίζεται στην πεποίθηση, ότι ένα από τα δύο φύλα είναι κατώτερο από το άλλο- (ειδι­κότερα) η υποτιμητική μεταχείριση γυναικών από άνδρες (πβ. αν­δρικός σοβινισμός, λ. σοβινισμός). [ετυμ. Μεταφορά στην Ελλην. ξέν. όρου, πβ. αγγλ. sexism].

σεξιστής (ο) (κακόσημο) αυτός που η συμπεριφορά του χαρακτη­ρίζεται από σεξισμό. — σεξίστρια (η). σεξιστικός, -ή, – αυτός που σχετίζεται με τον σεξισμό ή τον σεξιστή: σεξιστικές συμπεριφορές / αντιλήψεις || η αντίληψη που θέλει τις γυναίκες στην κουζίνα, θεωρείται σεξιστική || σεξιστική γλώσσα (που περιέχει εκφράσεις ή λέξεις με μειωτικό περιεχόμενο για τις γυναίκες ή αναπαράγει τα κοινωνικά στερεότυπα για αυ­τές). — σεξιστικά επίρρ.

(Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας)

Κατηγορία Άρθρα - Απόψεις | 1 σχόλιο »



Τα σχόλια είναι κλειστά.