3ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός

3ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

«Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ τη Γη,

ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της»

   Το Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών προκηρύσσει τον 3ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος, με θέμα: «Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ τη Γη, ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της», στοχεύοντας στην καλλιέργεια και την ανάδειξη της αισθητικής έκφρασης, των οραμάτων και του αγωνιστικού ήθους των μαθητών. Το θέμα, αντλημένο από την ποιητική σύνθεση Μαρία Νεφέλη (1978) του Οδυσσέα Ελύτη, όντας μεταφορικό, επιτρέπει την ελεύθερη και πολυσχιδή, ποιητική ή διηγηματική, μορφοποίησή του, σε όλη την υποδηλωτική και κυριολεκτική κλίμακα της γλώσσας. Ταυτόχρονα,  αξιοποιεί παιδαγωγικά τη συνδρομή της τέχνης στην επιλογή του κοινωνικού μοντέλου που θα υιοθετήσουν οι μαθητές μας. Τέλος, διαθέτει την ανατρεπτική ορμή της νεότητας, που εμπιστεύεται το λογικά αδύνατο, προς το οποίο, μάλιστα, αδήριτα προτρέπει.

                                                                                        «Αγκαλιά ψυχής»

«Έστω και αυτές οι λίγες σελίδες είναι αφιερωμένες στον αγαπημένο μου θείο, Τριαντάφυλλο , που δεν είναι πια μαζί μας, και στην αγαπημένη μου γιαγιά, που δεν μπορεί να το διαβάσει»

Σίγουρα, αρκετές φορές στη ζωή μας έχουμε πει στη μητέρα μας ή στον πατέρα μας: «θέλω να μου πάρεις αυτό το παιχνίδι ή οτιδήποτε άλλο, αλλιώς δεν μπορώ να ζήσω».

Διαβάζοντας αυτές τις σελίδες, θα προβληματιστείς  σ΄αυτό το θέμα και θα το σκεφτείς πολλές φορές  αν θα ξαναπείς τέτοια λόγια στους γονείς σου. Θα καταλάβεις πως ένας άνθρωπος μπορεί να σταθεί στα πόδια του ακόμη και αν αυτά τον εγκαταλείπουν. Καθώς δεν μιλάμε πλέον για προσπάθεια αλλά για θέληση ψυχής.

Υπάρχουν άνθρωποι που τα παρατούν με την πρώτη δυσκολία χωρίς να το σκεφτούν πολύ. Όμως υπάρχουν και άνθρωποι που βλέπουν την πραγματικότητα κατάματα και αγωνίζονται για αυτό που είναι και για αυτό που θέλουν να πετύχουν .Και τότε δεν φοβούνται να πατήσουν στον αέρα, να αιωρηθούν στο σύμπαν, να καταπατήσουν κάθε αλυσίδα και βρόγχο που μπορεί να τους πνίγει και τους κρατά δέσμιους, για να ολοκληρωθούν ως άνθρωποι με ανάγκες και πιστεύω. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Φιλαρέτης , ενός εικοσιεπτάχρονου κοριτσιού. Ο Θεός της έδωσε περισσότερη δύναμη ψυχική παρά σωματική .

Η ιστορία της ξεκινά από πολύ παλιά, όταν ήταν 14 ετών, καθώς έζησε ένα από τα μεγαλύτερα και χειρότερα δράματα που θα μπορούσε να ζήσει μία τόσο αθώα και αγνή ψυχή. Ήταν πάντα ευγενική και αισιόδοξη με όλους και όταν εκείνοι «έπεφταν» αυτή τους σήκωνε με το πιο γλυκό της χαμόγελο.

Ξαφνικά μία μέρα , σαν όλες τις άλλες, αυτό το χαμόγελο έσβησε, έπαψε να υπάρχει και στη θέση του, μπήκαν τα δάκρυα και η θλίψη. Λένε ότι όταν χάσεις κάτι αισθάνεσαι σαν να είσαι μισός , αυτό ακριβώς αισθανόταν «μισή» και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η μητέρα της ήταν η μοναδική που δεν την έκρινε ποτέ και για τίποτα. «Πριγκίπισσα της αρετής» την αποκαλούσε και τη χάιδεψε τρυφερά στα πανέμορφα καστανά μαλλιά της. Κάθε μέρα που γυρνούσε η Φιλαρέτη από το σχολείο , ήταν εκεί …στην κουζίνα με πιασμένα τα μαλλιά της , φορώντας την ποδιά της έχοντας στρωμένο το τραπέζι με τα ευωδιαστά φαγητά της. Ο πατέρας της ήταν καπετάνιος και σπανίως τον έβλεπαν.

Μια μέρα γύρισε από το σχολείο μελαγχολική , αφού είχε υποστεί για ακόμη μία φορά το μαρτυρικό Bulying των συμμαθητών της, καθώς ήταν σωματικά ανάπηρη, λόγω του έντονου προβλήματος των χεριών της, τα οποία δεν είχαν σχηματιστεί καθόλου στο σώμα της. Γεννήθηκε δίχως χέρια , όμως με μία μεγάλη ψυχή και αυτός ήταν ο λόγος που δεν ταίριαζε μέσα σε μια τόσο κλειστή κοινωνία.

Εκείνη η μέρα όμως ήταν τελείως διαφορετική. Αντίκρισε τον πατέρα της, ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Αμέσως ο ίδιος της εξήγησε το λόγο που ήρθε έτσι πρόωρα αλλά και τι είχε αποφασίσει για την ίδια, αφού η μητέρα της δεν θα ήταν πια μαζί τους. Ένα αμάξι διέκοψε την πορεία της ζωής της. Όταν άκουσε το γεγονός , μαύρα δάκρυα γέμισαν τα μάτια της και την τύφλωσαν. Έτρεξε επάνω στο δωμάτιο της μητέρας της φωνάζοντάς την άπειρες φορές , αλλά δεν της απάντησε κανείς.

Ένα μήνα αργότερα η θλίψη από το πρόσωπό της δεν είχε φύγει. Με σκυμμένο το κεφάλι και χωρίς το τρυφερό της χαμόγελο, αυτή που βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη, παραβλέποντας τα πικρά σχόλια σε βάρος της αναπηρίας της , πλέον είχε γίνει μία πυγολαμπίδα που είχε σβήσει. Μέχρι την ώρα που θα έφευγαν για το μακρινό ταξίδι , όπως είχε κανονίσει ο πατέρας της για το μέλλον τους, η «Πριγκίπισσα της αρετής» δεν έλαμπε….

Κάτι απρόσμενο, όμως, που ούτε και η μοίρα το είχε προβλέψει συνέβη πριν αποχωρήσει από τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Στην αποβάθρα, καθώς  προσπαθούσε να ανέβει στο πλοίο, ένα αγόρι , άγνωστο γι ΄αυτή, τη ρώτησε πώς ένιωθε που θα ταξίδευε με πλοίο. Της έκανε εντώπωση, κανείς άλλος δεν την είχε πλησιάσει, για να τη ρωτήσει κάτι τόσο απλό! Εκείνη του εξήγησε πως ο πατέρας της ήταν ο καπετάνιος και θα ταξίδευε για πρώτη φορά.

Συζητούσαν για αρκετή ώρα. Συστήθηκαν, και αμέσως άρχισαν να μιλάνε για τα κοινά τους ενδιαφέροντα. Τη στιγμή που έλεγαν τους προορισμούς τους, τους διέκοψε  μια τρομαγμένη και συγχρόνως εκνευρισμένη γυναικεία φωνή που αρπάζοντας βίαια το αγόρι από το χέρι το εξαφάνισε από το οπτικό πεδίο της Φιλαρέτης. Έτσι ξαφνικά …

Στο πλοίο οι μέρες της δεν κύλισαν όπως το περίμενε. Προσπαθούσε να συναρμολογήσει τα κομμάτια που της είχαν απομείνει, ώστε να ξαναρχίσει από την αρχή. Είχε χάσει το στήριγμά της, τη μητέρα της, είχε χάσει την αυτοπεποίθησή της. Οι συνεπιβάτες την αντιμετώπιζαν σαν αξιοπερίεργο ον, την κοιτούσαν υποτιμητικά ή με ευσπλαχνία κι αισθανόταν τα μάτια τους σαν καρφιά στο σακάτικο σώμα της. Όμως δεν περίμενε σε αυτές τις δύσκολες ώρες πως βοηθός και συνοδοιπόρος της θα γινόταν ο πατέρας της που της εξηγούσε πως δεν θα άλλαζε τίποτα από τη ζωή της. Θα πήγαινε σε καινούριο σχολείο, θα έμεναν σε ένα μεγάλο σπίτι, και το κυριότερο θα αφοσιωνόταν πλέον σ΄αυτήν. Θα παρατούσε τα καράβια και θα ζούσε κοντά της, για να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο. Η Φιλαρέτη αποφάσισε να μην μοιρολατρεί , αποφάσισε να υψώσει τα πόδια της πάνω από τη γη, πάνω από τα στερεότυπα, από τα καθιερωμένα, από «τα πρέπει» των άλλων και να ξεπεράσει τον εαυτό της, να τολμήσει, αλλά κυρίως να αγαπήσει τον πατέρα της έστω και αργά. Αφού της έδινε την αγάπη του, έπρεπε να την ανταποδώσει.

Το σπίτι στο οποίο έμειναν ήταν υπέροχο, ευρύχωρο με πολλά δωμάτια και βαριά έπιπλα. Τα παράθυρα ήταν τεράστια και ο κήπος με γρασίδι και πολλά λουλούδια. Τόσα πανάκριβα πράγματα βρίσκονταν σ΄αυτό το υπέροχο σπίτι , αλλά και πάλι για τη Φιλαρέτη ήταν άδειο. Άδειο χωρίς τη φωνή της. Ποιος να το ήξερε τότε ότι σε εκείνο το σπίτι θα άφηνε και ο πιο κοντινός και μοναδικός της άνθρωπος την τελευταία του πνοή…….

Τα χρόνια περνούσαν και οι πληγές της ψυχής της είχαν αρχίσει να κλείνουν σιγά –σιγά. Τρία ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που έκανε το πιο μεγάλο ταξίδι της ζωής της. Γιατί στην ουσία δεν άλλαξε τον τόπο που έμενε , άλλαξε σημαντικά κομμάτια της ζωής της. Ο πατέρας της όσο δυνατός κι αν ήταν  δεν μπόρεσε να παλέψει με το μεγαλύτερο εχθρό όλων των ανθρώπων , τον θάνατο. Απεβίωσε από έμφραγμα , δυστυχώς τα μηχανήματα δεν κατάφεραν να τον κρατήσουν στη ζωή .

Η δεκαεφτάχρονη πλέον, εφόσον ήταν ανήλικη και δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, αναγκάστηκε να πάει σε ένα οικοτροφείο. Αδιανόητο της φαινόταν, όμως θα έπρεπε να περάσει τουλάχιστον ένα χρόνο εκεί. Παρόλο που η λύπη της είχε γίνει διπλάσια φρόντιζε να μην τη «δείχνει». Το περιβάλλον κι εδώ δεν την έκανε αποδεκτή. Τη θεωρούσαν άλλο είδος ανθρώπου που δεν θα έπρεπε να είναι μαζί τους. Ωστόσο η Φιλαρέτη ήταν αποφασισμένη να τους αποδεικνύει καθημερινά πως μπορούσε να κάνει πράγματα που μπορούσαν και εκείνοι, και ακόμη περισσότερα. Η θέλησή της είχε ατσαλωθεί, είχε αποκτήσει πλέον αυτοπεποίθηση και πατούσε γερά πάνω στη γη με τα δυο της πόδια.

Όμως μία τυχαία συνάντηση θα της άλλαζε εντελώς  τη ζωή, για πάντα. Ο χειμώνας πέρασε δύσκολα, αλλά ευτυχώς ήταν αρκετά αφοσιωμένη μαθήτρια, για να κάνει πραγματικότητα τα όνειρά της. Ευχόταν να περάσει στη Νομική, για να αποδίδει τη δικαιοσύνη , αφού η ίδια δεν την είχε γνωρίσει. Όμως είχε βάλει σκοπό της ζωής της, να τη γνωρίσουν όσοι τη χρειαζόταν.

Το καλοκαίρι έφυγε από το οικοτροφείο με έναν βουβό αποχαιρετισμό, κι αποφάσισε μια μέρα να πάει στο λιμάνι. Πήγαινε συχνά εκεί , γιατί ξαναζωντάνευαν αναμνήσεις που φοβόταν πως θα τις ξεχνούσε. Εκεί που ταξίδευε στις σκέψεις της , ακούστηκε μία φωνή, γνωστή μέσα από ένα σκάφος. Σάστισε στην αρχή , γιατί νόμιζε πως την απόδιωχναν για ακόμη μία φορά  κι από το μέρος που αισθανόταν σαν σπίτι της, το λιμάνι. Με μάτια βουρκωμένα γύρισε και είδε έναν νεαρό να της φωνάζει και να κάνει διάφορες κινήσεις από ένα σκάφος, όμως δεν ήταν επιθετικός. Την προειδοποίησε πως κινδύνευε να πέσει στη θάλασσα επειδή το καραβόσκοινο είχε μπλεχτεί στα πόδια της. Έμεινε έκπληκτη που ένας ξένος ανησυχούσε τόσο πολύ  για κείνη. Η τελευταία φορά που είδε ένα άτομο να ενδιαφέρεται τόσο πολύ γι΄ αυτή ήταν πριν τέσσερα χρόνια, όταν ένα παράξενο αγόρι της μίλησε χωρίς να την ξέρει στο λιμάνι. Κι όμως ήταν το ίδιο αγόρι! Αλλά και το αγόρι, από την έλλειψη των άνω άκρων κατάλαβε αμέσως το μοναχικό κορίτσι του πλοίου.

Μετά την αναγνώριση ο Τριαντάφυλλος με τη Φιλαρέτη πήγαιναν ατελείωτες βόλτες στο λιμάνι και όταν έπρεπε να χωριστούν , κοιταζόταν με αγάπη μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι .Αποφάσισαν ότι ήθελαν να είναι μαζί για πάντα .Το καλοκαίρι πέρασε γρήγορα και για τους δύο και η Φιλαρέτη έπρεπε να φύγει για την πόλη που θα σπούδαζε. Αυτό σήμαινε ότι κάποιος από τους δύο έπρεπε να θυσιαστεί για την αγάπη του. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη δοκιμασία που θα έπρεπε να περάσουν. Ο πατέρας του δεκαεννιάχρονου Τριαντάφυλλου του απαγόρευσε να ακολουθήσει τη Φιλαρέτη λόγω της διαφορετικότητάς της.

Όμως αρχές του Σεπτέμβρη πήραν το καράβι για τον κοινό προορισμό τους και η περιπέτειά τους ξεκίνησε. Ο Τριαντάφυλλος αποφάσισε ότι θα έβρισκε μία πιο ασφαλή δουλειά από αυτή του ναυτικού, για να μπορέσει να συντηρήσει και τους δυο τους. Βέβαια, και η Φιλαρέτη έπιασε μία περιστασιακή δουλειά , δουλεύοντας μέσω διαδικτύου.

Οι μήνες περνούσαν ώσπου έγιναν χρόνια . Η Φιλαρέτη ήταν πια στο τελευταίο έτος της σχολής της Ο Τριαντάφυλλος είχε δεχτεί μία επαγγελματική πρόταση , να πάρει τη θέση του  καπετάνιου ενός συγγενικού του προσώπου. Την ημέρα που θα έπαιρνε το πτυχίο της η Φιλαρέτη είχε πει στον Τριαντάφυλλο ότι θα του είχε μία μεγάλη έκπληξη, μιας είχε να τον δει έναν μήνα. Όμως και ο ίδιος είχε να της πει κάποια πολύ σημαντικά πράγματα! Ένα από αυτά ήταν η συμφιλίωσή του με τον πατέρα του. Αλλά τα υπόλοιπα θα τα έλεγαν πρόσωπο με πρόσωπο.

Ποιος θα φανταζόταν πως η έκπληξη της Φιλαρέτης θα ήταν πέντε φορές πιο σοκαριστική από του Τριαντάφυλλου!

Μόλις άνοιξε την πόρτα τον περίμενε ένα τραπέζι γεμάτο μυρωδιές. Το αξιοπερίεργο όμως ήταν ότι στο τραπέζι υπήρχαν τρία πιάτα! Γεμάτος περιέργεια τη ρώτησε αν έχουν κάποιον καλεσμένο. Του απάντησε πως θα έχουν, αλλά θα αργούσε αρκετά….περίπου οκτώ μήνες. Εκείνο το βράδυ δεν είχαν σταματήσει να κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Όμως ο Τριαντάφυλλος δεν της είχε αποκαλύψει ακόμη τη δική του έκπληξη! Το επόμενο πρωί, έβγαλε από το μαξιλάρι του ένα βελούδινο κουτάκι , που έκρυβε το μέλλον τους. Η απάντηση της Φιλαρέτης ήταν «Ναι».

Σήμερα κλείνουν πέντε χρόνια που είναι παντρεμένοι. Η Φιλαρέτη άνοιξε δικό της δικηγορικό γραφείο και ο Τριαντάφυλλος απέκτησε από τον πατέρα του δικό του σκάφος. Τα ταξίδια του πλέον δεν είναι μακρινά γιατί τον χρειάζεται κοντά της η οικογένειά του.

Το κοριτσάκι που απέκτησαν ήταν υγιές και πανέμορφο. Όμως όση λαχτάρα  είχε η Φιλαρέτη να την αγκαλιάσει, ένα πράγμα ήξερε: ότι αυτό δεν θα το κατόρθωνε ποτέ…

Ένα τόσο διαφορετικό κορίτσι κατάφερε να κάνει οικογένεια, να πραγματοποιήσει τα όνειρά του… Τίποτε δεν είναι εμπόδιο στη ζωή. Θέληση και ελπίδα να υπάρχει μόνο…. Όλα είναι δυνατά:

ΠΙΣΤΕΨΕ ΤΟ!

Τσίκαλά Στέλλα, μαθήτρια Γ΄ τάξης